Στο τηλέφωνο μου είπες ότι κάνεις πολλά πράγματα. Με ποια ιδιότητα συστήνεσαι;
Όσο περνάνε τα χρόνια δεν δηλώνω ιδιότητα, λέω ότι κάνω «διάφορα πράγματα», γιατί έχουνε, εν τω μεταξύ, προστεθεί πάρα πολλά. Παλιά έλεγα μεταφραστής, μετά άρχισα να γράφω δικά μου βιβλία, έλεγα και συγγραφέας. Μεταφραστής-συγγραφέας, το συγγραφέας μόνος του δεν μ' αρέσει, μου φαίνεται επιδεικτικό κι ανακριβές. Τι σημαίνει συγγραφέας ακριβώς; Υπάρχουν πια επαγγελματίες συγγραφείς με την παλιά έννοια; Σήμερα όλοι κάνουμε χίλια πράγματα. Τα τελευταία χρόνια κάνω και σινεμά, προστέθηκε λοιπόν κι αυτό.
— Πού γεννήθηκες;
Στην Αθήνα. Ήμουν άταχτο παιδί, απ' ό,τι λένε και απ' ό,τι θυμάμαι από καναδύο σκηνές. Μοναχοπαίδι. Έχασα τη μητέρα μου πολύ νωρίς, οπότε αυτό με έκανε από άτακτο μελαγχολικό. Επίσης, άλλαξα πολλές οικογένειες στη ζωή μου.
— Ανάδοχες;
Στην οικογένεια μέσα, σε διάφορες θείες μου. Μέχρι που συνέχισα μόνος μου.
Οι Ιάπωνες έχουν έναν ερωτισμό σαν αυτόν που λέει ο Φρόιντ, «του παιδιού», πολύμορφα διαστροφικό, επειδή έχουν κάτι το παιδικό ως λαός.
— Τι σου έχει μείνει από τότε;
Θυμάμαι, έπαιρνα κάτι ημερολόγια, αυτά τα μακρόστενα με τα κουτάκια για κάθε μέρα, κι έγραφα σινερομάντζα, γιατί τότε ήταν πολύ συνηθισμένα στα περιοδικά -ιστορίες δηλαδή με λεζάντες από κάτω.
— Κανονικά σενάρια δηλαδή.
Ναι. Περιπέτειες συνήθως, απαγωγές, βομβαρδισμοί, πόλεμοι. Πάρα πολλές απαγωγές. Μου άρεσε πολύ η έκφραση «δεμένος χειροπόδαρα και φιμωμένος». Έφτιαχνα σκίτσα με άντρες και γυναίκες που ήταν δεμένοι. Κι ήθελα να γίνω δημοσιογράφος για να ταξιδεύω και να είμαι μέσα σε ένταση γενικά, σε πράγματα που έχουν τρομερό ενδιαφέρον. Τα σινερομάντζα που έφτιαχνα στη συνέχεια τα παίζαμε με τα ξαδέρφια μου, παίρναμε ρόλους, οπότε μετά ήθελα να γίνω ηθοποιός. Κι αργότερα ψυχαναλυτής.
— Συγγραφέας;
Μ' άρεσε πολύ η λογοτεχνία, ξεκίνησα να διαβάζω από πάρα πολύ μικρός, αλλά δεν μου είχε περάσει από το μυαλό τότε να γράψω, γιατί το δέος μου ήταν να είμαι αναγνώστης. Το «συγγραφέας» ήρθε πολύ αργότερα. Αναγνώστης είναι πολύ δύσκολο επάγγελμα, έτσι κι αλλιώς. Υπάρχουν ελάχιστοι καλοί αναγνώστες.
— Τι σπούδασες;
Σπούδασα νομικά, γιατί εκείνη την εποχή ήταν η πιο εύκολη λύση για όσους ήμασταν της θεωρητικής κατεύθυνσης. Μπήκα πολύ εύκολα στη σχολή και την τελείωσα, μάλιστα, πρώτος στο έτος μου. Για να φύγει από πάνω μου, γιατί στο μεταξύ ήθελα να φύγω έξω. Άρχισα να ονειρεύομαι ξένες χώρες.
— Ασχολήθηκες καθόλου με τη Νομική;
Όχι, τελείωσα κι έφυγα σε έναν μήνα. Πήγα στη Σορβόννη και γράφτηκα στη Φιλοσοφία του Δικαίου, έκανα ένα τρίμηνο και μετά τις χριστουγεννιάτικες διακοπές χτύπησε το ξυπνητήρι και είπα τέρμα. Το σταμάτησα και δεν ξαναπήγα ποτέ. Κι εκεί τέλειωσαν κι οι σπουδές μου. Μετά, για πάρα πολλά χρόνια δεν έκανα τίποτα, «vagabondage» που λένε οι Γάλλοι, αλητεία. Δούλευα από δω κι από κει και ταξίδευα πολύ. Αυτό ένιωθα ότι με κάλυπτε απόλυτα. Και ως σπουδές και ως ζωή και ως δημιουργία, για κάποια χρόνια όλα διοχετεύτηκαν εκεί.
— Στο Παρίσι πόσο έμεινες;
Δύο χρόνια. Μετά πήγα κι έζησα στην Αμερική, μετά στην Ισπανία -στη Βαρκελώνη- άλλα δύο, επέστρεψα για λίγο στην Ελλάδα και μετά πήγα στην Ιαπωνία.
— Στη Βαρκελώνη τι έκανες;
Έμαθα ισπανικά κι έκανα πράγματα για να βγάζω λεφτά. Έδινα μαθήματα ελληνικών. Ζούσα στην απόλυτη φτώχεια, σε ένα μέρος που δεν είχαμε ούτε τηλέφωνο. Κάποια μέρα έβαλα μια αγγελία «Έλληνας χειρομάντης, διαβάζει και τον καφέ» -είχα ένα πακέτο ελληνικό καφέ που μου είχε στείλει η θεία μου- κι έδινα μόνο τη διεύθυνση και ώρες επισκέψεων. Προς μεγάλη μου έκπληξη εμφανίστηκε κόσμος που χτυπούσε το κουδούνι! Ο φίλος με τον οποίο ζούσα τούς έφτιαχνε τον καφέ και τους κρατούσε στην κουζίνα κι εγώ δίπλα τους έλεγα τη μοίρα τους.
— Τι «διάβαζες»;
Το μέλλον τους, τη ζωή τους, κι ήταν όλοι ικανοποιημένοι. Μόνο μια κοπέλα έφυγε έξαλλη, γιατί της είπα ότι θα παντρευτεί, θα κάνει δυο παιδιά και θα ζήσει κι ένα δεύτερο μεγάλο έρωτα στα 35-40, εκτός γάμου. Ήταν μια 19χρονη Καταλανή, καλής οικογένειας, που μόλις άκουσε ότι θα έχει και δεύτερο έρωτα μετά τον γάμο μού πέταξε τις 1.000 πεσέτες, πήγε φουριόζα στην κουζίνα, άρπαξε τη φίλη της -που έπινε τον καφέ κι ετοιμαζόταν για τη σειρά της- και εξαφανίστηκαν.
— Η Ιαπωνία πώς προέκυψε;
Ήταν μεγάλο μου όνειρο. Έχω πάθος με τις ξένες γλώσσες και με τις διάφορες γραφές. Τα ταϋλανδέζικα και τα αραβικά όταν τα έβλεπα έλιωνα, κυρίως όμως με τραβούσαν τα γιαπωνέζικα ιδεογράμματα. Έτσι ξεκίνησε η ιστορία. Αυτοδίδακτος είμαι, δεν πήγα σχολείο, ούτε πανεπιστήμιο για να τα μάθω. Τη δεκαετία του '80 οι αγγλικές επιγραφές στο Τόκιο ήταν ελάχιστες, υπήρχαν μόνο στους πολύ κεντρικούς σταθμούς, κι αναγκαστικά έπρεπε να ξέρεις να διαβάζεις τα ιδεογράμματα. Σου στοιχίζει πάρα πολλά σπασίματα νεύρων αυτό. Αν πας χωρίς να έχεις ιδέα, θα κλάψεις πικρά, γιατί οι Ιάπωνες, ενώ έχουν όλη την καλή διάθεση να σε βοηθήσουν, δεν ξέρουν αγγλικά, και όσοι ξέρουν φοβούνται να τα χρησιμοποιήσουν, μιλάνε μόνο στη γλώσσα τους. Πήρα λεξικά, γραμματικές, διάφορα βιβλία και μελέτησα μόνος μου.
— Η πιο μεγάλη δυσκολία με τη μετάφραση των γιαπωνέζικων ποια είναι; Η ερώτηση μάλλον είναι αν μπορώ να ζω απ' τα γιαπωνέζικα.
Τα γιαπωνέζικα, παρόλο που πληρώνονται καλά σε σχέση με τις άλλες γλώσσες, επειδή θεωρούνται σπάνια, είναι πολύ πιο δύσκολα να τα μεταφράσεις. Λεξικογραφικά, για να βρω μια λέξη που δεν γνωρίζω, μου παίρνει πολύ περισσότερο χρόνο απ' ό,τι στα αγγλικά, για παράδειγμα. Βλέπεις ένα ιδεόγραμμα που δεν ξέρεις ούτε τι είναι, ούτε πώς προφέρεται, και πρέπει με ένα σύστημα να το αποκρυπτογραφήσεις, οπότε, κι από απόψεως χρόνου, παίρνει πέντε φορές πιο πολύ απ' ό,τι μια άλλη γλώσσα. Αν αφιέρωνα το εργατικό μου 8ωρο όμως, ναι, θα μπορούσα να ζω απ' αυτό.
— Θα τολμούσες να μεταφράσεις ένα έπος σαν το Tale of Genji;
Μου το έχουν προτείνει, αλλά δεν δέχτηκα, γιατί θα σήμαινε ότι θα ακύρωνα όλα όσα κάνω. Είναι αρχαία γιαπωνέζικα, που σημαίνει ότι θα έπρεπε να τα μάθω κιόλας, είναι έργο ζωής. Έχω πολύ λίγη ζωή για να ασχοληθώ με το Tale of Genji. Υπάρχουν άνθρωποι που η κλίση τους είναι να μεταφράζουν και θα ήταν πραγματική απόλαυση να δώσουν τη ζωή τους γι' αυτό, εγώ δεν πιστεύω ότι είμαι ένας απ' αυτούς. Είμαι τσιγκούνης με τη ζωή μου σε σχέση με τη μετάφραση. Θα μπορούσα να τη δώσω για ένα μυθιστόρημα ή για μια ταινία, αλλά για μια μετάφραση είμαι τσιγκούνης. Τώρα που έχω βάλει και το σινεμά στο παιχνίδι, ο χρόνος μου προς το παρόν έκλεισε.
— Πόσο διαφορετικοί είναι ως λαός;
Η έκφραση «πολιτιστικό σοκ» δεν φτάνει για να περιγράψει αυτό που βίωσα στην αρχή. Δεν ήταν οι παγόδες και τα σπιτάκια του δικού τους στυλ το σημείο που αισθάνθηκα την πολιτιστική διαφορά, ήταν αυτό που είχαν κάνει με όσα είχαν πάρει οι ίδιοι απ' τη Δύση, μία δική τους, κατά Ιαπωνία Δύση, που δεν έχει σχέση με αυτό που γνωρίζουμε εμείς ως Δύση.
— Δηλαδή;
Έχουν πάρει τη Δύση και την έχουν κόψει και ράψει στα δικά τους μέτρα. Εμένα με τράβηξε τρομερά αυτό. Επίσης, μιλούσαν διαφορετικά, όχι μόνο σε επίπεδο γλώσσας αλλά ως προς τον τρόπο. Κουνούσαν τα χέρια τους διαφορετικά, οι γυναίκες γελούσαν κι έβαζαν το χέρι να μη φαίνονται τα δόντια, οι άντρες είχαν τους δικούς τους κώδικες, υπάρχουν πέντε λέξεις για το «εγώ» στη γλώσσα τους! Πρώτη φορά στη ζωή μου είδα τον καθρέφτη μου, πρόσεξα ακριβώς πώς κινούμαι εγώ. Οι Ιάπωνες θέλουν πάρα πολύ να μοιάσουν στους Δυτικούς, οπότε πολλοί απ' αυτούς έχουν λίγο μια άρνηση του δικού τους προσώπου και της δικής τους κινησιολογίας κι αυτό δημιουργεί ακόμα ένα επίπεδο πραγμάτων. Για μένα που τα μελετούσα όλα αυτά ήταν μια συνεχής πηγή απόλαυσης.
— Ερωτικός λαός είναι;
Τρομερά. Οι Ιάπωνες έχουν έναν ερωτισμό σαν αυτόν που λέει ο Φρόιντ, «του παιδιού», πολύμορφα διαστροφικό, επειδή έχουν κάτι το παιδικό ως λαός. Έχουν μια αμεσότητα τρομακτική και ταυτόχρονα επιφανειακή. Μπορείς να υποθέσεις ότι υπάρχει μια αιδώς μέχρι και μία αδιαφορία για το θέμα. Σε εκπλήσσουν συνέχεια. Στο Τόκιο υπάρχουν τα love hotels που είναι γεμάτα επί 24ωρης βάσης. Και βέβαια υπάρχει και μια παράδοση σαδομαζοχισμού που έχει όμως κάτι το παράδοξα παιδικό, ένα είδος παιχνιδιού που παίζεται. Όμως. με τρομαχτική σοβαρότητα... Όπως όλα στην κουλτούρα τους. ο ερωτισμός είναι συνδυασμένος με πολλά τελετουργικά.
— Σαν τα manga, που ενώ έχουν παιδικές φάτσες, μπορεί να είναι τα πιο διαστροφικά κόμικ του κόσμου.
Ακριβώς!
— Τα δικά σου βιβλία πότε άρχισες να τα γράφεις;
Είχα μια φίλη που περνούσε ένα προσωπικό πρόβλημα και γύρω στα 25 μου, μόλις είχα γυρίσει από Νέα Υόρκη, κάθισα και έγραψα ένα μυθιστόρημα στο χέρι, 200 σελίδες με ηρωίδα αυτήν και της το χάρισα. Ήταν και είναι φανατική αναγνώστρια, και με παίρνει την άλλη μέρα τηλέφωνο και μου λέει αρκετά μεγαλόστομα: «Παναγιώτη, αρκετά ταξίδεψες, τώρα πρέπει να γίνεις δούλος του ταλέντου σου»! Έκανα ακριβώς το αντίθετο, σηκώθηκα κι έφυγα για την Ιαπωνία και ξανάγραψα ύστερα από 10 χρόνια. Το πρώτο μου μυθιστόρημα το εξέδωσα όταν ήμουν 35 χρόνων στον Καστανιώτη και είχε τίτλο «Το χέρι κάτω απ' το ρούχο», μετά έβγαλα τον «Κωνσταντίνο», επίσης στον Καστανιώτη, και το τρίτο και τελευταίο που έχει εκδοθεί μέχρι στιγμής, τα Γυρίσματα του κεραυνού, το έβγαλα στον Κέδρο. Τώρα έχω δώσει ένα καινούργιο και περιμένω απάντηση. Γράφω πολύ αργά και τα παιδεύω πολύ τα βιβλία μου, δεν έχω καριερίστικη σχέση μαζί τους, βγάζω μόνο όταν κάτι τελειώσει και πρέπει να φύγει από μένα. Και παρόλο που είναι fiction και μπορεί να μη φανεί ότι είμαι εγώ, είναι όλα βιωματικά, εκτός από το τρίτο, που είναι η ιστορία ενός άλλου προσώπου. Γράφω για να κλείσω κεφάλαια της ζωής μου, για να ανακεφαλαιώσω, κατά κάποιον τρόπο, και να αλλάξω σελίδα.
— Έχεις τσεκάρει κάποιο γιαπωνέζικο βιβλίο που έχει μεταφραστεί από τα αγγλικά στα ελληνικά πόσο διαφορετικό είναι από το πρωτότυπο;
Είναι πολύ διαφορετικό. Συνήθως, αν υπάρχει αγγλική μετάφραση του βιβλίου που μεταφράζω, την αγοράζω για βοήθεια, αλλά έχω δει τερατώδη πράγματα. Κι όχι τόσο από έλλειψη γνώσης της γιαπωνέζικης γλώσσας, αλλά από αυθαίρετη τοποθέτηση πάνω σε ορισμένα πράγματα. Μετάφρασα ένα βιβλίο που λέγεται Το ημερολόγιο ενός τρελού γέρου και στο αγγλικό βιβλίο ο μεταφραστής έχει πετάξει ένα σωρό ονόματα από θεατρικά έργα που αναφέρονταν στο ξεκίνημα, γιατί προφανώς θεώρησε ότι δεν θα είχαν ενδιαφέρον για τον αναγνώστη! Το θεώρησα εγκληματικό. Μια φορά ενδιαφέρθηκε να μεταφράσει τον «Κωνσταντίνο» ένας εκδοτικός οίκος στη Νέα Υόρκη και ο μεταφραστής μού έστελνε τα πρώτα κομμάτια της μετάφρασης, ρωτώντας με κάποια πράγματα, και συνειδητοποίησα ότι είχε πετάξει ονόματα, τη λέξη πλατεία Εξαρχείων, έκανε πιο σύντομο τον μακροπερίοδο λόγο μου, τα απλοποιούσε για να είναι πιο βολικό και «ευανάγνωστο» για τον Αμερικάνο και τελικά δεν έγινε. Θα έβγαινε ένα άλλο βιβλίο. Στις μεταφράσεις βρίσκω συχνά τεράστιες επεμβάσεις, που είναι βλάσφημο.
— Ποιο θα είναι το επόμενο ταξίδι σου; Θα ξαναζούσες έξω;
Το τελευταίο μου μεγάλο πάθος είναι η Βουδαπέστη. Έζησα εκεί μερικούς μήνες πρόσφατα και λάτρεψα ακόμα και τις πέτρες που πατούσα. Αυτήν τη στιγμή που μιλάμε θα ζούσα έξω, αφού περάσει όμως ο Αύγουστος που λατρεύω - δεν χάνω Αύγουστο στην Αθήνα. Μου αρέσει το καλοκαίρι που είναι άδεια. Μου αρέσει το καλοκαίρι γενικά, είναι η αγαπημένη μου εποχή. Μου αρέσει πολύ η ζέστη. Θα ξανάβγαινα όμως στη γύρα, ναι, θα έφευγα.
— Με την κρίση πώς τα πας;
Με έχει ακουμπήσει κι εμένα, παραδείγματος χάριν στο σιάτσου, που είναι κάτι που μπορεί να θεωρηθεί πολυτέλεια, αλλά όχι στις μεταφράσεις. Δύσκολη εποχή όμως, και έχει αρχίσει και φαίνεται. Η κρίση ξεσκέπασε λίγο τη δυσωδία που υπάρχει. Και το πόσο άβουλοι, επίσης, είμαστε εμείς οι Έλληνες και -συμπεριλαμβανόμενου και του εαυτού μου- αφήνουμε διάφορα κακά για τα οποία γκρινιάζουμε να φυτρώνουν όπως το χορτάρι και μετά υφιστάμεθα όλο το δηλητήριο των ζιζανίων. Σε άλλες χώρες θεωρώ ότι υπάρχει μια άλλη συνείδηση πολίτη, η μνήμη του Έλληνα είναι πολύ κοντή. Αλλού υπάρχει οργανωμένη διανόηση. Έχεις δεις ποτέ εδώ να συσπειρώνονται οι καλλιτέχνες; Είμαστε μαλθακό υλικό.
Τop 10 της ιαπωνικής λογοτεχνίας
1. «Η ιστορία του Γκέντζι» της Μουρασάκι Σικίμπου
2. «Η ζωή μιας γυναίκας του έρωτα» του Σαϊκάκου Ίχαρα
3. «Στον ίσκιο των ανοιξιάτικων φύλλων» του Χιγκούτσι Ιτσίγιο
4. «Ο στενός δρόμος για το Όκου» του Μπασό
5. «Ιστορίες της παλάμης» του Γιασουνάρι Καουαμπάτα
6. «Το απαλό χιόνι» του Τζουνίτσιρο Τανιζάκι
7. «Κόκορο» του Νάτσουμε Σόσεκι
8. «Ο άγιος του όρους Κόγια» του Ιζούμι Κυόκα
9. «Πέντε σύγχρονα έργα Νο» του Γιούκιο Μίσιμα
10. «Ο θάνατος ενός δασκάλου του τσαγιού» του Γιασούσι Ινόουε
Info
Ο Παναγιώτης Ευαγγελίδης έχει μεταφράσει βιβλία στις εκδόσεις Άγρα, Αλεξάνδρεια, Καστανιώτη, Πατάκη και Οδός Πανός.
Έχει εκδώσει τρία δικά του βιβλία, «Το χέρι κάτω απ'το ρούχο», «Κωνσταντίνος» στις εκδόσεις Καστανιώτη και «Τα γυρίσματα του κεραυνού» στις εκδόσεις Κέδρος. Έχει γράψει τα σενάρια των ταινιών «Αληθινή Ζωή», «Στρέλλα» και «Ξενία» του Πάνου Χ. Κούτρα, μαζί με τον σκηνοθέτη.
Έχει σκηνοθετήσει τα «Λάμπουν στο Σκοτάδι», «La Vida Pura» και «Irving Park».