1.
Ο John Monkman ανήκει στην ιδιαίτερη κατηγορία καλλιτεχνών που αποφάσισαν να κάνουν το άλμα από το «παιδί-θαύμα του στούντιο» πίσω από τις κονσόλες και τα κουμπάκια στα φώτα της δημοσιότητας, ως αυτόνομοι καλλιτέχνες.
2.
Σπούδασε πιάνο, κιθάρα και ντραμς μέχρι τα 18 του χρόνια, με τα ντραμς να έχουν μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά του. Στον τομέα της παραγωγής είναι αυτοδίδακτος. Ξεκίνησε να μαθαίνει μόνος του το Cubase το 1999 και μετά πέρασε στο Logic.
3.
Αν και είχε παρελθόν στον χώρο της μουσικής, έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό το 2015 μέσω δύο κυκλοφοριών που έκαναν τεράστια επιτυχία εκείνο το καλοκαίρι: του remix του στο «Twilight» του Solomon Grey και της συνεργασίας του με τον Pete Tong στο «PHØENIX».
Solomon Grey - Twilight (John Monkman Remix)
4.
Έχοντας εδραιώσει ένα πολύ συγκεκριμένο και ξεχωριστό μουσικό αποτύπωμα και εμπνέοντας συνεχώς την εμπιστοσύνη χάρη στην ποιοτική δουλειά του, δεν του ήταν δύσκολο να συμπεριλάβει ανάμεσα στους υποστηρικτές και θαυμαστές του τους Damian Lazarus, Maceo Plex, Adam Beyer και Sasha και να επικυρώσει αυτή την αξιοπιστία με κυκλοφορίες στις εταιρείες τους.
5.
Το σήμα κατατεθέν του John Monkman είναι η μελωδία. Πιστεύει πως μπορείς να ανακαλύψεις στοιχεία της ακόμα και στο πιο δυναμικό drum roll ενός Roland TR-909.
6.
Ο Monkman είναι ο ιδρυτής της Beesemyer Music, που «στεγάζει» κυρίως τις δικές του κυκλοφορίες αλλά και ξεχωριστά, πολύ μελωδικά πρότζεκτ των Martin Roth, Chaim, Theo Kottis, Anaphase, κ.ά., που δεν προορίζονται απαραίτητα για το dancefloor.
7.
Έχει δουλέψει ως σύμβουλος και έχει κάνει την παραγωγή και το mixing σε πολλούς δίσκους mainstream καλλιτεχνών. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνεται ο Bryan Ferry, αφού ο Monkman έκανε το μεγαλύτερο μέρος του programming στο «Olympia». Σε αυτόν τον δίσκο συνεργάστηκε στενά με μέλη των Radiohead, Chic, Pink Floyd και Groove Armada.
8.
Πρόσφατα παρουσίασε ένα νέο πρότζεκτ-δίσκο με τον τίτλο «Asriel», με διάθεση να καταρρίψει τα δεδομένα που είχε στο μυαλό του το κοινό για τις κυκλοφορίες του. Ηχογραφήθηκε μέσα από μια σειρά απροβάριστων και αυθόρμητων sessions στο στούντιο σε δύο εβδομάδες και πήρε το όνομά του από τον Lord Asriel, έναν χαρακτήρα από την τριλογία του Philip Pullman, «His Dark Materials».
9.
Το «Asriel» έρχεται σε μια εποχή παγκόσμιας παύσης και απομόνωσης. Το χαρακτηρίζουν οι καταπραϋντικοί τόνοι ως επιθυμητή ατμόσφαιρα στις δυσκολίες της εποχής, ενώ παρέχει τη βάση σε όποιον έχει διάθεση να εμβαθύνει στην ενδοσκόπηση. Μπλέκοντας στοιχεία ενός ambient σχεδιασμού περιβάλλοντος με τον αφηρημένο μινιμαλισμό, προκαλεί στιγμές ευφορίας, αλλά και άγχους ή αγωνίας, αντικατοπτρίζοντας στον ήχο τον ψυχισμό μας αυτή την περίοδο.
10.
«Ήθελα να δημιουργήσω ένα έργο που δεν θα προοριζόταν να μπει κάτω από την ομπρέλα ενός συγκεκριμένου είδους ή δισκογραφικής εταιρείας. Στο παρελθόν, ο βασικός μου στόχος στο στούντιο ήταν να γράφω μουσική με σκοπό να κάνω τους ανθρώπους να χορεύουν, να κινούνται και να μπαίνουν σε μια κατάσταση έκστασης και χαράς, που τους πρόσφερε μια βαθύτερη σύνδεση με τον εαυτό τους αλλά και με τους άλλους γύρω τους» εξηγεί. «Αυτό είναι πολύ ικανοποιητικό από μόνο του, ωστόσο υπάρχει μια τεράστια παλέτα ανθρώπινων συναισθημάτων που δεν θέλω απαραίτητα να συμπεριλάβω στο περιβάλλον του dancefloor».
Το «Asriel» του John Monkman κυκλοφορεί από την Beesemyer Music και μπορείτε να το ακούσετε εδώ.
σχόλια