Σε μια σκηνή του «Pulp: a Film about Life, Death & Supermarkets» η κάμερα καταγράφει μια παρέα από θαυμάστριες της μπάντας 24 ώρες πριν ξεκινήσει η τελευταία συναυλία των Pulp, στο μέρος από όπου ξεκίνησαν όλα, στο Sheffield της Αγγλίας. Ανάμεσα τους βρίσκεται μια νοσοκόμα από την Αμερική, νομίζω από το Σηάτλ. Μια single μητέρα που χρειάστηκε να πάρει δυο αεροπλάνα για να βρεθεί στο τελευταίο live της μπάντας. Ο δημοσιογράφος την ξαναβρίσκει μετά το τέλος της συναυλίας στα ίδια σκαλιά, ενθουσιασμένη από το live, λίγο πριν φύγει για το ταξίδι της επιστροφής. Και της κάνει την εξής ερώτηση: «Και τώρα πάλι νοσοκόμα;». Εκείνη κουνάει το κεφάλι χαμογελώντας.
Είναι μια φαινομενικά αθώα ερώτηση αλλά κρύβει τον βαθύτερο λόγο για τον οποίο πηγαίνουμε σε μια συναυλία. Δεν είναι μόνο η αγάπη για την μουσική. Θέλουμε να αφήσουμε πίσω μας ένα κομμάτι του εαυτού μας(ή και ολόκληρο) και να ενωθούμε με τον άγνωστο διπλανό μας. Να γίνουμε κομμάτι ενός συνόλου. Να ανήκουμε για δύο ώρες κάπου. Να χάσουμε την ταυτότητα μας μέσα στο πλήθος. Να κλείσουμε τα μάτια και να φαντασιωθούμε ότι είμαστε κάτι διαφορετικό από αυτό που είμαστε στην πραγματικότητα. Όσο κρατάει ένα live τόσο αυτοί που είναι πάνω στην σκηνή όσο και αυτοί που βρίσκονται από κάτω ανατροφοδοτούν μια ψευδαίσθηση. Οι συναυλίες είναι κατά την γνώμη μου οι πιο αθώες μαζικές συγκεντρώσεις και τα τραγούδια τα πιο ωραία παραμύθια για το λαό.
Για να καταλήξω στην αφορμή από την οποία ξεκίνησα να γράφω το ποστ. Δεν ξέρω πια από τις δυο εικαστικούς έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για το κομμάτι του Jarvis. Μπορεί και οι δυο να λένε ψέματα, μπορεί να λέει η μία, μπορεί και οι δυο να λένε την αλήθεια, μπορεί το κομμάτι να είναι ένα κόψε-ράψε στο μυαλό του τραγουδιστή από τις συναντήσεις και με τις δυο. Ειλικρινά τώρα, ποιον ενδιαφέρει; Τι σημασία έχει ποια είναι η μούσα του κομματιού; Τo Common People δεν ανήκει στις μούσες του αλλά σε όλους τους Common People. Σε όλους όσους ζούμε για λίγο το όνειρο σε ένα live και μετά σκάμε με γδούπο στην πραγματικότητα.
σχόλια