ΤΟ ΡΟΚ ΕΙΝΑΙ πάντα εδώ... ενωμένο, δυνατό. Κυκλοφορούν πολύ καλά ή και φοβερά άλμπουμ, παντού στον κόσμο, και βεβαίως στην Ελλάδα, που δείχνουν ότι υπάρχει και έμπνευση, από τη μεριά των μουσικών και των συγκροτημάτων, και βεβαίως κοινό που θα επιληφθεί του θέματος και θα τρέξει να υποστηρίξει live και δισκογραφία.
Κυκλοφορούν πολύ καλά ή και φοβερά άλμπουμ, παντού στον κόσμο, και βεβαίως στην Ελλάδα, που δείχνουν ότι υπάρχει και έμπνευση, από τη μεριά των μουσικών και των συγκροτημάτων.
Δέκα σύγχρονοι ροκ δίσκοι, για όλα τα γούστα, παρουσιάζονται στη συνέχεια...
SCHUBMODUL: Lost in Kelp Forest
[GER. Tonzonen Records, 2024]
Αν στο πρώτο άλμπουμ τους, το “Modul I” (2022), οι Γερμανοί Schubmodul από τo Μπόχουμ κατέγραψαν τη σκληρή, διαπλανητική περιπέτειά τους, τώρα στο δεύτερο “Lost in Kelp Forest” μεταφέρουν τα τεκταινόμενα στο βυθό της θάλασσας. Το concept υπηρετείται χωρίς τραγούδι, μόνο με αφήγηση, και βεβαίως με το πολύ ωραίο εξώφυλλό τους – καθότι το άλμπουμ κυκλοφορεί και σε βινύλιο (για μεγαλύτερη εικαστική απόλαυση).
Από συνθετικής πλευράς οι Schubmodul κινούνται σε πολύ καλό επίπεδο, ως ένα χονδρικώς, βαρύ συγκρότημα, με ακαταπόνητες riff-ολογίες, και βαρύγδουπο ρυθμικό τμήμα.
Ναι, πιάνουν και stoner περιοχές οι Γερμανοί, αλλά δεν πρόκειται για ένα τυπικό στονεράδικο συγκρότημα. Και γιατί οι φωνές «σπάνε» την οργανική αφήγηση, και γιατί οι επιρροές από το κλασικό progressive hard rock είναι και πολλές και έντονες, αγγίζοντας ακόμη και ελαφρώς «μεταλλικές» περιοχές. Βασικά, και για να το πούμε όσο πιο απλά γίνεται το “Lost in Kelp Forest” περιέχει μόνο κομματάρες.
Και τα έξι tracks δηλαδή (“Voyage”, “Emerald maze”, “Renegade one”, “Silent echoes”, “Ascension”, “Revelations”) είναι πολύ καλά, με το ένα να συμπληρώνει το άλλο και με όλα μαζί να δημιουργούν αυτό το απροσπέλαστο ηχητικό τείχος, που χαρακτηρίζει αυτού του τύπου τα συγκροτήματα από την εποχή των Epitaph και των Three Man Army. Οι Schubmodul ξεχωρίζουν!
Schubmodul - Voyage
DEZ DARE: A Billion Goats. A Billion Sparks. Fin.
[UK. God Unknown Records, 2024]
Πίσω από την ονομασία Daze Dare κρύβεται ο τραγουδοποιός, πολυ-οργανίστας και παραγωγός Darren John Smallman. Μεγαλωμένος στην Αυστραλία (ζει και εργάζεται στο Μπράιτον της Μεγάλης Βρετανίας) και δραστηριοποιούμενος στο rock περί την 35ετία, ο Dez Dare βρίσκεται πίσω από μπάντες / projects σαν τις / τα El Grumpos, The Sound Platform, The Vinyl Creatures, Toad, Warped κ.λπ., με σημαντικά προσωπικά άλμπουμ τα τελευταία χρόνια, σαν τα “Perseus War” (2023), “Ulysses Trash” (2022) και “Hairline Ego Trip” (2021).
Η πιο νέα δουλειά του Dez Dare αποκαλείται “A Billion Goats. A Billion Sparks. Fin.” και περιλαμβάνει εννέα δίλεπτα-τρίλεπτα κομμάτια, συν ένα 9λεπτο κι ένα 5λεπτο.
Οι μικρές διάρκειες προσδιορίζουν κατά μίαν έννοια όχι μόνον τον ήχο τού Dez Dare, μα ακόμη και τις απαιτήσεις, που μπορεί να έχει κάποιος από μια πυρωμένη και σκληρή τραγουδοποιία, εκρηκτική σχεδόν, απολύτως «πάνκικη», αλλά και με garage-punk στοιχεία «πεταμένα» εδώ κι εκεί, η οποία, πολλές φορές, ανακαλεί στη μνήμη μας τους Stooges, και βεβαίως όλους τους επιγόνους (από Butthole Surfers, μέχρι Mudhoney).
Τον Dez Dare τον απασχολούν, εδώ, φιλοσοφικά ζητήματα – αν και δεν είναι πάντα εύκολη η αποκρυπτογράφησή τους. Εκείνο, όμως, που αποδεικνύεται, για ακόμη μία φορά, είναι πως ο άνθρωπος αυτός ξέρει να γράφει κομματάρες, είτε αναφέρεται κανείς στα μικρής διάρκειας tracks (“Josephine says explode”, “Schrödinger’s Apocalypse”) είτε στο γιγαντιαίο “The elasticity of knowing”, που είναι από μόνο του θανατηφόρο, ξεσηκώνοντας τις αισθήσεις λίγο πριν από το τέλος.
Daze Dare - Josephine Says Explode
RESIDUOS MENTALES: A Temporary State of Bliss
[NL. OOB Records, 2023]
Το “A Temporary State of Bliss” είναι το δεύτερο άλμπουμ των ελλήνων progsters Residuos Mentales, μετά το πολύ καλό “Introspection” του 2018. Οι Residuos Mentales είναι βασικά τέσσερις ο Στράτος Μοριανός πλήκρα, συνθεσάιζερ, ο Αλέξανδρος Μαντάς κιθάρες, φλάουτο, μπάσο, ο Δημήτρης Ράδης κιθάρες, μπάσο και ο Γιάννης Ηλιάκης ντραμς, κρουστά. Δίπλα σ’ αυτούς τους τέσσερις προστίθενται ακόμη τέσσερις guests, οι Γιώργος Καραγιάννης κιθάρες, Λεωνίδας Σαραντόπουλος σαξόφωνο, φλάουτο, Βαγγέλης Κατσαρέλης τρομπέτα και Μαρία Τσεβά φωνή, και κάπως έτσι θα προκύψει ο τελικός ήχος στο “A Temporary State of Bliss”.
Εκείνο που ξεχωρίζει και εδώ (όπως συνέβαινε και στο παλαιότερο CD) είναι οι συνθέσεις των Residuos Mentales, οι οποίες ακούγονται, συμπαγείς και ολοκληρωμένες. Είναι συνθέσεις απαιτητικές, οπωσδήποτε με κλασικές αναφορές, περασμένες μέσα από την ροκ αισθητική, και με παιξίματα που φανερώνουν οργανοπαίκτες με καλές σπουδές και κυρίως με ωραίες ιδέες, ικανές να δημιουργήσουν ενδιαφέροντα δεδομένα.
Είναι ο τρόπος, με άλλα λόγια, με τον οποίον αρθρώνονται τα κομμάτια, είναι οι μελωδίες και οι εναλλαγές τους, είναι η ώριμη χρήση των πλήκτρων και των κιθαρών και βεβαίως η σωστή και επεξεργασμένη παραγωγή (το άλμπουμ κυκλοφορεί από την ολλανδική OOB Records), που δημιουργεί ένα άκουσμα αντάξιο της προσπάθειας των ανθρώπων, που συμμετέχουν στο σχήμα. Επιρροές από τα συγκροτήματα του art rock, και βασικά τους Genesis και τους Yes, μπορείς σίγουρα να ανακαλύψεις στο “A Temporary State of Bliss”, αν και προσωπικώς άκουσα στα passages των Residuos Mentales κάτι από τους Refugee του Patrick Moraz, ή και από γκρουπ του italian prog, ακόμη, των μέσων του ’70.
Όμως, όλα αυτά και πολλά περισσότερα είναι απολύτως αφομοιωμένα και ελεγχόμενα, καθώς με κομμάτια σαν το έξοχο 12λεπτο “A series of self-correcting errors” οι Residuos Mentales δείχνουν «εικόνα» σπουδαίου (για το είδος του) συγκροτήματος, που έχει ανεβεί ακόμη ένα επίπεδο.
Residuos Mentales - A Series of Self-Correcting Errors
BUTTERFLY BULLDOZER: The Great Becoming of Captain Fuzz
[BEL. Tempest of Noise, 2024]
Νέο, πανκοειδές γαλλικό συγκρότημα από την Νάντη, οι Butterfly Bulldozer αποτελούνται από τους Vincent Allix φωνή, Manu Lem κιθάρα, σίνθι, Aubin Pougnant κιθάρα, σίνθι, Tanguy Serand μπάσο και Corentin Bougerolle ντραμς, ενώ “The Great Becoming of Captain Fuzz” αποκαλείται η πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά τους – που πάντως έχει μικρή διάρκεια (τα πέντε tracks διαρκούν περί τα 26 λεπτά). Άρα λέμε για ένα μίνι-άλμπουμ, που σε κάθε περίπτωση μοιάζει ή και είναι ολοκληρωμένο.
Στα της «ολοκλήρωσης» βοηθάει, βασικά, το concept που διαπνέει αυτή τη μικρή κατάθεση. Είναι φουτουριστικό το θέμα τού “The Great Becoming...” αφορώντας σε μια μελλοντική γήινη κοινωνία ανθρωποειδών, που προσπαθούν να αποδράσουν από τον πλανήτη με το διαστημόπλοιό τους Butterfly Bulldozer.
Για να γίνει εφικτή η απόδραση θα πρέπει να συνεργαστούν οι OB-1, Tank, Captain Fuzz, Professor Tricks και Rocket, που αποτελούν το πλήρωμα του σκάφους.
Τέλος πάντων όλα αυτά ωραία είναι, αλλά ακόμη πιο ωραία είναι η μουσική-τραγουδιστική πρόταση του γαλλικού γκρουπ, με αυτό το post-punk που προτείνει – εκεί όπου όλα τα όργανα (φωνές, κιθάρες, σύνθια και ρυθμικό τμήμα) συμμετέχουν εξ ίσου στην οικοδόμηση του concept (τουλάχιστον από μουσικής πλευράς).
Το “The Great Becoming of Captain Fuzz” μπορεί να βγάζει πάθος και ένταση, σαν άκουσμα, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως απουσιάζουν και οι πιο λυρικές στιγμές (“Rocket”), εκεί όπου μια απλωμένη μελωδία, ακριβώς στη μέση του δίσκου, κατορθώνει να ενώσει περίτεχνα τα σκληρότερα «πριν» και «μετά».
Butterfly Bulldozer - OB-1
butterflybulldozer.bandcamp.com
TOC DE CRIDA: Toc de Crida
[ESP. Segell Microscopi, 2023]
Οι Toc de Crida είναι ένα καινούριο καταλανικό folk-rock συγκρότημα, με τα μέλη του να είναι όλα γεννημένα στη δεκαετία του ’90. Ποιοι αποτελούν το γκρουπ; Να δώσουμε τα ονόματα των μουσικών και τα όργανα, που χειρίζεται ο καθένας τους: Pau Mas Salom flabiol (καταλανικό φλάουτο), ταμπουρίνο, φλάουτο, grall (καταλανικό πνευστό), ντραμς, Sara Mingolla Ramis ακορντεόν, κρουστά, Benjamí Salom Miró βιολί, κιθάρα, Miquel Amengual Perales ντραμς, κρουστά, Pablo Alegría Calmaestra ακουστική & ηλεκτρική κιθάρα και Joan Vázquez Amer ηλεκτρικό μπάσο.
Δίπλα σ’ αυτά τα έξι βασικά μέλη παρατάσσονται κάμποσοι ακόμη guests, που χειρίζονται xeremía (ασκός), grall, tenora (οπτικά μοιάζει κάπως με κλαρίνο), pandero, λαούτο και flabiol – οπότε συζητάμε για ένα ευρύτερο γκρουπ, με πλούσιο ηχόχρωμα, και μάλιστα ποικίλων διαστάσεων.
Κατ’ αρχάς ένα βασικό. Οι Toc de Crida είναι ένα instrumental σχήμα, έτσι όπως εμφανίζονται σ’ αυτό το φερώνυμο άλμπουμ τους. Κάτι όχι σύνηθες, για μια ομάδα, τέλος πάντων, που κινείται προς την φολκλορική κατεύθυνση – αν και με πρωτότυπο υλικό εδώ, και ουχί με παραδοσιακό, συντεθειμένο από τον Pau Mas Salom. Έπειτα, οι Toc de Crida δεν είναι ένα τυπικό ακουστικό γκρουπ, καθώς υπάρχουν και ηλεκτρικά όργανα ανάμεσα, και μάλιστα από εκείνα που θα χαρακτήριζαν ένα ακραιφνές ροκ σχήμα (λέμε για την ηλεκτρική κιθάρα, το ηλεκτρικό μπάσο και τα ντραμς).
Περαιτέρω οι συνθέσεις τού Pau Mas Salom είναι καταπληκτικές. Οι μελωδίες δεν είναι μόνον πανέμορφες είναι και «πιασάρικες», όπως λέμε, με το άκουσμα να παραπέμπει ευθέως σε ό,τι ανάλογο-καλύτερο από τα seventies. Ο συνδυασμός, δηλαδή, παραδοσιακών και ηλεκτρικών ηχοχρωμάτων, όπως για παράδειγμα στο “Es destí” ή στο “Pep pinxo”, είναι εντελώς ευφυής, με το αποτέλεσμα να καταγράφεται, ασυζητητί, στις πολύ μεγάλες εκπλήξεις (απ’ αυτό τουλάχιστον το κομμάτι του ήχου), που έφθασαν στ’ αυτιά μας τον τελευταίο καιρό.
Κοντολογίς δεν υπάρχει μέτριο κομμάτι εδώ, με τη μια σύνθεση να είναι ωραιότερη της άλλης και με tracks σαν τα “Cossieres” και “Pebre coent, pebre calent” να συναρπάζουν με την μελωδική, ρυθμική και ενορχηστρωτική πληρότητά τους. Καταπληκτικός δίσκος! Κορυφαίος για το είδος του (το σύγχρονο folk-rock εν πολλοίς).
Toc de Crida - Cossieres
TAKIS BARBAGALAS: Water of Time
[GR. Missing Vinyl, 2023]
Τον κιθαρίστα και τραγουδοποιό Τάκη Μπαρμπαγάλα τον ξέρουν όλοι από τη «θητεία» του στα συγκροτήματα του ελληνικού ροκ – και βασικά τη Λευκή Συμφωνία, τους Red Mist, τους Will-O-The Wisp και τους Manticore’s Breath. Όμως από το 2015 και μετά ο Τ. Μπαρμπαγάλας έχει αυτονομηθεί – καθώς από ’κείνη τη χρονιά αρχίζει να παρουσιάζει τις πιο προσωπικές δουλειές του, που ακολουθούν βεβαίως, υφολογικά, εκείνες των τελευταίων σχημάτων του. Λέμε λοιπόν για το progressive rock των άλμπουμ “Phosphorus-Hesperus” (2015) και “Nocturne” (2018), το οποίο (progressive) τώρα επεκτείνεται στο “Water of Time”.
Στο άλμπουμ αυτό, που κυκλοφορεί σ’ ένα ωραία σχεδιασμένο gatefold από την Missing Vinyl, ο Μπαρμπαγάλας παρουσιάζει έξι κομμάτια, τρία ανά πλευρά, συντεθειμένα και ενορχηστρωμένα από τον ίδιο.
Περαιτέρω ο Μπαρμπαγάλας γράφει στίχους στα τρία τραγούδια του δίσκου, ενώ χειρίζεται κιθάρες και ταμπουρίνο. Φυσικά, δίπλα του υπάρχει κι ένα πλήρες σχήμα –αποτελούμενο από τους Κώστα Παγώνα μπάσο, Κώστα Κωστόπουλο ντραμς, κρουστά, Κώστα Συνοδινό όργανο, πιάνο, μέλοτρον, συνθεσάιζερ, Άγγελο Γερακίτη φωνή, Θεόδωρο Ζευκιλή όργανο σε δύο κομμάτια (είναι επίσης ο μηχανικός ήχου, ενώ έχει κάνει και την μείξη στον δίσκο) και Ζέτα Τσουκαλά φωνή σ’ ένα κομμάτι–, που παίρνει επάνω του τις συνθέσεις και τα τραγούδια, υπηρετώντας τα σαν να είναι δικά του.
Ο δίσκος, χοντρικά, διακρίνεται για τις ωραίες μελωδικές γραμμές του, που μπορεί να «τραβάνε» στο χρόνο, χωρίς να είναι «χαμένες» (με περιαυτολογικά σόλι, που να μακρηγορούν άνευ λόγου). Και οι έξι συνθέσεις που καταγράφονται εδώ και που έχουν διάρκειες συνήθως από πέντε έως έξι λεπτά, είναι γλαφυρές, βασισμένες σε μέσα και αργά τέμπι, επιζητώντας πρωτίστως την προσοχή του ακροατή και αποφεύγοντας να την κερδίσουν αυτή (την προσοχή) με εξόφθαλμα εντυπωσιοθηρικά στοιχεία.
Όλα είναι μετρημένα, εννοούμε, στο “Water of Time”, αλλά τούτο δεν σημαίνει πως όλα εξελίσσονται και κατά το αναμενόμενο, καθώς τα κομμάτια είναι πλούσια σε «αλλαγές», σε breaks από τις κιθάρες ή τα πλήκτρα, σε φωνητικές προσθήκες κ.λπ.
Περιττό να το πούμε πως όλα τα tracks ακολουθούν μια γραμμή – υπό την έννοια πως το “Water of Time” ακούγεται σαν concept άλμπουμ, εμφανίζοντας πλήρη αισθητική ενότητα, υπηρετώντας ένα συγκεκριμένο όραμα.
Σίγουρα, εδώ, μπορείς να αναζητήσεις επιδράσεις από την κλασική εποχή του progressive rock (τα early seventies), τόσο από τα πιο επισκιασμένα γκρουπ έως τους περισσότερο γνωστούς Caravan ή και από τους Pink Floyd ακόμη, αλλά, και σε κάθε περίπτωση, ο ήχος στο “Water of Time” είναι σύγχρονος, ανταποκρινόμενος πλήρως στα στάνταρντ που ετέθησαν (για το είδος) από την δεκαετία του ’90 και μετά. Τούτο, βεβαίως, δεν σημαίνει πως (ο ήχος) παραχωρείται σε άλλα πιο επικαιρικά ροκ στυλ, που γειτνιάζουν με το prog (όπως, για παράδειγμα, το stoner – hard ή λιγότερο hard), παραμένοντας, πάντα, εντός των vintage πλαισίων.
Ένα άλμπουμ που σε κερδίζει με την τιμιότητα των προθέσεών του και εν τέλει με την αλήθεια του είναι το “Water of Time” του Τάκη Μπαρμπαγάλα – ενός μουσικού, που, χρόνια τώρα, επιμένει σ’ ένα κεφάλαιο του rock με πολλούς και διαχρονικούς φίλους, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό.
Takis Barbagalas - Distant places
RUBBER TEA: From a Fading World
[GER. Tonzonen Records, 2023]
Μια σχετικώς νέα art rock / progressive rock γερμανική μπάντα έχουμε εδώ, τους Rubber Tea, που σχηματίστηκαν στη Βρέμη το 2017 και που έχoυν ηχογραφήσει έως σήμερα δύο δίσκους. Τον “Infusion” το 2020 και τον έσχατο “From a Fading World” προς το τέλος του 2023.
Κατ’ αρχάς να πούμε ποιοι αποτελούν τους Rubber Tea. Έχουμε λοιπόν την τραγουδίστρια, σαξοφωνίστρια και φλαουτίστρια Vanessa Gross, τον τραγουδιστή, keyboard player και κιθαρίστα Lennart Hinz και ακόμη τους Jonas Roustai κιθάρες, David Erzmann μπάσο και Henri Pink ντραμς. Ένα πλήρες σχήμα λοιπόν είναι οι Rubber Tea, που έρχονται με τις μουσικές και τα τραγούδια τους να αποτίσουν το δικό τους φόρο τιμής στο ροκ-χθες, φέρνοντας στη μνήμη μας ήχους από τα seventies.
Μπορεί από πλευράς συνθέσεων οι Rubber Tea να μην εμφανίζονται και τόσο τολμηροί, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως τα κομμάτια τους δεν είναι σωστά δουλεμένα και πως δεν έχουν τη δική τους ροή. Υπάρχουν εμφανείς επιρροές από συγκροτήματα σαν τους πρώιμους Genesis εδώ, αλλά καθώς τους ακούς ανακαλείς και άλλα άξια ονόματα της εποχής, σαν τους Fusion Orchestra, Savage Rose, Brainticket και Atlantis – κατά τόπους, βεβαίως, και χωρίς το στυλ καθενός από τα προαναφερόμενα σχήματα να καθίσταται κυρίαρχο στο άκουσμα του “From a Fading World”. Μετασχηματίζουν, εννοούμε, όλες τις αναφορές τους οι Rubber Tea, δημιουργώντας το δικό τους αμάλγαμα.
Στιχουργικά, και κατά τα ειωθότα της τότε εποχής, στο νέο LP, CD και digital του γερμανικού γκρουπ υπάρχει concept. Τούτο, δε, έχει να κάνει με την ιστορία τής πιλότου Emily, του βασικού προσώπου του θέματος, που βρίσκεται να παλεύει στους αιθέρες, μέσα σε μια αμμοθύελλα. Με το μικρό αεροπλάνο της, η Emily ξεκινά μια ηρωική αποστολή, ώστε να προειδοποιήσει τον κόσμο, που βρίσκεται κάτωθεν, για την εξέλιξη του φυσικού φαινομένου και τους επικείμενους κινδύνους.
Υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα tracks εδώ, που δείχνουν πως οι Rubber Tea το έχουν δουλέψει το θέμα σωστά και προς όλες τις διευθύνσεις του, και κάπως έτσι θα ξεχωρίζαμε τα “Day of wrath”, “Desert man”, “Chaturanga”, “Superhexacatalyst”, και “Ground control”, ως μέρη ενός «όλου», που εξελίσσεται πάντα με τον πρέποντα τρόπο.
OSLO TAPES: Staring at The Sun Before Goin’ Blind
[GR. Sound Effect Records, 2023]
Οι Oslo Tapes είναι Ιταλοί και βασικά «όχημα», για τις εξερευνήσεις του Marco Campitelli, που έχει τη γενική επιστασία σε κάθε δίσκο τους, με τον πιο πρόσφατο από αυτούς να αποκαλείται “Staring at The Sun Before Goin’ Blind” και να κινείται σε cosmic χώρους, όπως και ο προηγούμενός τους “ØR” εξάλλου.
Στην ηχογράφηση του άλμπουμ παίρνουν μέρος πολλοί μουσικοί, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο κοντά στο γκρουπ, όπως ο κιθαρίστας, σιταρίστας και keyboard player Amaury Cambuzat, που έχει κάνει επιπλέον την παραγωγή, τη μείξη και το mastering (μέλος των Ulan Bator και από ένα σημείο και μετά των Faust), ο ντράμερ Dahm Majuri Cipolla, που είναι πιο γνωστός από την παρουσία τους στους Ιάπωνες Mono ή ακόμη και ο τσελίστας Sicker Man (από τους Trialogos). Ακόμη, στο “Staring at The Sun Before Goin’ Blind”, ακούμε τους Mauro Spada μπάσο, Davide Di Virgilio ντραμς, Stefano Micolucci μπάσο, Federico Sergente κρουστά και Nicola Amici κιθάρες, μέλοτρον κ.λπ.
Το γενικότερο κλίμα σ’ αυτό το τέταρτο άλμπουμ των Oslo Tapes θα το χαρακτηρίζαμε krautrock. Και german progressive επίσης, με πολλές αναφορές στο «χθες», αλλά και με διάθεση να κατατεθούν καινούριες κοσμικές προτάσεις, που μέσω μιας συνεπούς πειραματικής διάστασης, να μπορέσουν να μετατοπίσουν το άκουσμα προς ένα επόμενο επίπεδο.
Έτσι, υπάρχουν κομμάτια εδώ που αποτίνουν φόρο τιμής στους Neu! (όπως το “Dejaneu”), αλλά υπάρχουν και πιο «ψαγμένα» tracks, που ανακαλούν το φοβερό, αλλά μάλλον επισκιασμένο άλμπουμ τού Roman Bunka “Dein Kopf Ist Ein Schlafendes Auto” (1980), που ενσωμάτωνε krautrock, world beats, punk και ηλεκτρονικά σ’ ένα τελείως «φευγάτο» πλαίσιο (κάτι τέτοιο ακούμε εδώ, από τους Oslo Tapes, σε κομμάτια σαν το “Reject yr regret”, τεντωμένο στα άκρα βεβαίως).
Υπάρχουν και κομμάτια με Pink Floyd-ική διαχείριση των φωνών εδώ (σαν το “Like a metamorphosis”), που ροκάρει μ’ έναν πιο straight ahead τρόπο, πάντα τοποθετημένο σ’ ένα cosmic περιβάλλον, με το μονότονο “Middle ground” να τοποθετείται αφηγηματικά πάνω στα παίξιμο των ντραμς, που μαζί με το μπάσο φυσικά, ορίζουν μια πλατφόρμα, επί της οποίας «αφήνονται» πλήκτρα και κιθάρες. Ξεσηκωτικό κομμάτι (και με Tuvan throat singing στο ενδιάμεσο), που έρχεται σε αντίθεση με το περισσότερο «υπνωτιστικό» “Somnambulist’s daydream”.
To “Staring at The Sun Before Goin’ Blind” θα ολοκληρωθεί με το φερώνυμο 7λεπτο track, που είναι και το πιο μακρύ του δίσκου. Εδώ ο Amaury Cambuzat, με τις κιθάρες και τα πλήκτρα του (που πατάνε πάνω στο βαρύ ρυθμικό μοτίβο, που ορίζουν οι Di Virgilio και Spada), δίνει την ευκαιρία στον Marco Campitelli να απλώσει φωνές και φωνητικά, που άλλοτε ακούγονται σαν σαμανική mantra και άλλοτε σαν υπαινικτικό spoken word σχεδόν, πριν από το τελικό οργανικό ντεμαράζ.
Οπωσδήποτε ένας δίσκος, που δεν είναι σκέτο «χθες», καθώς επιχειρεί να ανανεώσει παλαιούς και αγαπημένους ήχους.
Oslo Tapes - Staring at the Sun Before Goin' Blind
AUTÓMATA: Heart Murmur
[FR. Atypeek Music / FR. Araki Records, 2023]
Παρισινό κουαρτέτο είναι οι Autómata, οι οποίοι αποτελούνται εκ των Jean-Baptiste Elineau μπάσο, σύνθια, Etienne Ertul κιθάρες, μπάσο, πλήκτρα, πιάνο, François Lamouret πλήκτρα, πιάνο, ηλεκτρικές & ακουστικές κιθάρες, προγραμματισμός, scratches και David Vivès ντραμς, ακουστικές κιθάρες. Ροκ γκρουπ είναι προφανώς οι άνθρωποι, αλλά τι ακριβώς; Κάπως δύσκολο να το προσδιορίσεις με μια λέξη.
Σίγουρα οι Γάλλοι κινούνται προς post-rock κατευθύνσεις, αλλά διαθέτουν συγχρόνως και πολλά progressive μέρη στις συνθέσεις τους.
Τούτο διαφαίνεται και από το γεγονός πως οι Autómata έχουν στην line-up τους τρεις keyboard players, αλλά κυρίως ακούγεται σε κάθε σύνθεση αυτού του πολύ «πλούσιου» άλμπουμ, του “Heart Murmur”, που κινείται και σε «κινηματογραφικούς» δρόμους.
Μοιάζει, εννοούμε, και με σάουντρακ για ταινία «αποκαλυπτική», της «επόμενης μέρας», το δεύτερο αυτό άλμπουμ των Autómata, και υπό αυτή την έννοια, οι Γάλλοι ανήκουν σε μια ευρύτερη κατηγορία σχημάτων, μαζί με τους Γερμανούς Collapse Under the Empire και Ark Noir, τους Αυστραλούς We Lost The Sea και Tangled Thoughts of Leaving κ.ά., που επιχειρούν να φωτίσουν, από ηχητικής πλευράς, οικολογικές και άλλες τινές ευαισθησίες.
Υπάρχουν συνθέσεις στο “Heart Murmur”, που σε συνεπαίρνουν, σαν την οκτάλεπτη “Sad guru”, ενώ και κάποια μικρής διάρκειας tracks είναι λίαν υποβλητικά επίσης σαν τα δίλεπτα “Dead fields” και “Memories”. Γενικώς, οι Autómata είναι ένα πολύ ενδιαφέρον σχήμα, που βγαίνει έξω από τα όρια του συρφετού του post rock, διαμορφώνοντας αληθινά ενδιαφέρουσες (ηχητικές) καταστάσεις.
Autómata - Sad Guru
LAMP OF THE UNIVERSE: Kaleidoscope Mind
[GR. Sound Effect Records, 2023]
Πρόκειται για το πιο νέο άλμπουμ των Νεοζηλανδών Lamp of the Universe, που αποκαλείται “Kaleidoscope Mind” και το οποίο είναι ηχογραφημένο, και αυτό, από τον Craig Williamson, στο Hamilton, της μακρινής χώρας, το 2022-23. Στον δίσκο καταγράφονται επτά tracks συνολικώς (τρία και τέσσερα ανά πλευρά), που κινούνται φυσικά προς βαρείς και ανένδοτες ψυχεδελικές ατραπούς.
Ακούω το πρώτο κομμάτι, το 9λεπτο “Ritual of innerlight” και... λιγάκι ανατριχιάζω, καθώς ανακαλώ στη μνήμη μου τους Purple Overdose της ύστερης εποχής και τον Κώστα Κωνσταντίνου και ακόμη τον S.T. Mikael της Xotic Mind. Πάνω σ’ ένα υπνωτιστικό μέσο τέμπο ο Craig Williamson αραδιάζει τα πάντα. Κιθάρες, σιτάρ, φλάουτα, πλήκτρα και βασικά μέλοτρον και σωρούς από εφφέ, και μ’ αυτή την κάπως πειραγμένη και οξεία φωνή του έχει τον τρόπο να μας ταξιδεύει σε απόκοσμα περιβάλλοντα. Πολύ δυνατό track, για εισαγωγή, που καθορίζει κατά έναν τρόπο ολάκερο τον δίσκο.
Το 5λεπτο “Golden dawn”, που ακολουθεί, κινείται στην ίδια διαδρομή φυσικά. Το μέλοτρον κάνει τρομερή δουλειά στο background, με το ρυθμικό τμήμα να κρατάει γερά, πυροδοτώντας απανωτά διακεκαυμένα, όσο και «παραμορφωμένα» σόλι στην κιθάρα, που σε κολλάνε στον τοίχο.
Για το κλείσιμο της πρώτης πλευράς ο Williamson μας τρατάρει το 6λεπτο “Codex moon”, που έχει φλάουτο, πλήκτρα, ντραμς πολύ μπροστά και βεβαίως αυτή τη φωνή που κάπως «σέρνεται» και που κολλάει άψογα με τα υπόλοιπα όργανα (χωρίς να βγαίνει πάνω απ’ αυτά, αλλά ούτε και να περνάει απαρατήρητη).
Πρώτο κομμάτι για την Side B το σχεδόν 5λεπτο “Procession”, με την κάπως ικετευτική αφήγηση του Craig Williamson και την «απλωμένη» μελωδική γραμμή, που κυριαρχεί στο κομμάτι, το οποίο κυλάει δίχως σόλι και με έξοχη... ομαδική δουλειά από τον έναν. Στο 5λεπτο “Life of the severing” προβάλλεται ένα κάπως επικό ρυθμικό τμήμα, επί του οποίου κεντάνε οι φαζαριστές κιθάρες και επικάθονται οι φωνές, που σκάνε από διάφορες διευθύνσεις δημιουργώντας «σωστά» αρμονικά πλαίσια. Ένα τέτοιο κομμάτι θα μπορούσε να προαλείφεται και για το hit του δίσκου.
Προτελευταίο track του “Kaleidoscope Mind” είναι το επίσης 5λεπτο “Immortal rites”, που είναι ινδοπρεπές. Με ακουστικές κιθάρες, σιτάρ, τάμπλα, tanpura και με φωνητικά «κανονικά», και σε στυλ mantra, δεν μπορεί παρά να διαθέτει ολοφάνερο ψυχεδελικό trance – με το άλμπουμ να ολοκληρώνεται με το 7λεπτο “Transfiguration”, που είναι, αναμφισβήτητα, ένα από τα highlights του δίσκου. Περικλείει, εν ολίγοις, όλες τις τραγουδοποιητικές αρετές αυτού του τύπου από τη Νέα Ζηλανδία, που δεν παύει, για σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα τώρα, να επιμένει σ’ έναν ιστορικό ροκ ήχο, μεταφέροντάς τον στις μέρες μας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Πολύ ωραία η έκδοση της Sound Effect Records, με το δυνατό gatefold cover.
Lamp of the Universe - Ritual of Innerlight