ΟΙ SINGERS-SONGWRITERS, ΔΗΛΑΔΗ ΟΙ τραγουδοποιοί, είναι μία πολύ ιδιαίτερη κατηγορία μουσικών-καλλιτεχνών, που πάντα χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης από τα ακροατήρια. Και τούτο, γιατί υποστηρίζουν μόνοι τους τα τραγούδια τους, γράφοντας στίχους, μουσικές και ερμηνεύοντάς τα, με την κιθάρα ή το πιάνο τους, στα κλαμπ ή την δισκογραφία. Συγκεντρώνουν, δηλαδή, πολλές ιδιότητες μαζί, κάτι που δεν είναι εύκολο, ούτε και τόσο συνηθισμένο.
Εντάξει, ακόμη και στην Ελλάδα οι τραγουδοποιοί αυτού του τύπου είναι δεκάδες, αλλά και πάλι είναι κατά πολύ λιγότεροι από τους σκέτους τραγουδιστές, στιχουργούς ή συνθέτες.
Οι τραγουδοποιοί στη πιο σύγχρονη ελληνική δισκογραφία –ας πούμε από το ’60 και μετά, για να μην αναφερθούμε στους ρεμπέτες, στον Αττίκ ή τον Νίκο Γούναρη–, συνδέονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με τους ανάλογους ξένους συναδέλφους τους. Αρχικά με τους Γάλλους (Georges Brassens, Léo Ferré κ.ά.) ή τον Βέλγο Jacques Brel και εν συνεχεία με τους Αμερικανούς (Bob Dylan, Joan Baez, Simon & Garfunkel κ.ά.).
Χρονολογικά αν το πάρουμε, ο Λάκης Παππάς είναι ο πρώτος έλληνας τραγουδοποιός, που βγαίνει μόνος του, να υποστηρίξει (και) δικά του τραγούδια στις τότε μπουάτ, για να ακολουθήσουν στα μέσα του ’60 και μέχρι το τέλος της δεκαετίας οι Διονύσης Σαββόπουλος, Γιώργος Ρωμανός, Γιάννης Πουλόπουλος, Αρλέτα, Πάνος Σαββόπουλος, Λήδα, Μαίρη Δαλάκου, Θανάσης Γκαϊφύλλιας, Μαρίζα Κωχ, Βασίλης Ζαρούλιας, Δέσποινα Γλέζου, Νίκος Χουλιαράς, Νίκος Κυπουργός, Τάκης Βούης, Χρήστος Λεττονός κ.ά. Κάποιοι απ’ αυτούς νεαρότατοι, κάτω από τα 20 χρόνια τους, στα πολύ πρώιμα βήματά τους.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 το ροκ αρχίζει να κάνει ακόμη πιο αισθητή την παρουσία του στα μουσικά πράγματα στη χώρα, κι έτσι πολλοί τραγουδοποιοί που είχαν ξεκινήσει με τις ακουστικές κιθάρες τους ή εν πάση περιπτώσει με ακουστικό ήχο, στα μέσα της δεκαετίας, ανακαλύπτουν στον ηλεκτρικό ήχο, μία νέα προοπτική, σπεύδοντας να κάνουν δίσκους, επηρεασμένοι, βασικά, από τα ξένα ροκ συγκροτήματα.
Σ’ αυτήν την ομάδα τραγουδοποιών, που εμφανίστηκαν στην δεκαετία του ’60, τοποθετείται και ο Περικλής Χαρβάς (1949-1993). Όπως είχε πει ο ίδιος, σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό «Ποπ & Ροκ» [τεύχος #60, Φεβρουάριος 1983]:
«Ξεκίνησα το 1965 με τη φιλοδοξία να γίνω ένας σύγχρονος τροβαδούρος. Έγραφα τραγούδια, τα οποία έπαιζα με την κιθάρα μου στις φιλικές συντροφιές, στα πάρτυ-ρεφενέ, που κάναμε την περίοδο εκείνη, ακούγοντας από τη μια τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι, από την άλλη τον Ντύλαν και τους Μπητλς και από την άλλη τον Καζαντζίδη(...), τον Αγγελόπουλο, τον Ζαγοραίο και την Γιώτα Λύδια. Λοιπόν, με όλα αυτά τα ακούσματα, τα οποία πέρναγαν μέσα μου, σαν καθημερινή ζωή, έστηνα τα τραγούδια μου. Τραγούδια, που μίλαγαν για τις τότε ανάγκες, και της ηλικίας μου και της καθημερινής αναζήτησης».
Ο Περικλής Χαρβάς ξεκινά να τραγουδά στην μπουάτ Νεφέλες, ενώ ο Οκτώβριος του 1968 τον βρίσκει να δουλεύει, για λίγο διάστημα, με τον άγνωστο τότε Θάνο Μικρούτσικο, στην μπουάτ Ορίζοντες.
Είναι η εποχή όπου ο Διονύσης Σαββόπουλος έχει επιστρέψει από την Ιταλία και ψάχνεται κι αυτός, ώστε να σχηματίσει ένα γκρουπ για να προβάρει τα καινούρια τραγούδια του (αυτά που θα κυκλοφορούσαν, τον Οκτώβριο του 1969, ως «Το Περιβόλι του Τρελλού»). Θυμάται ο Περικλής Χαρβάς:
«Ο Σαββόπουλος συνεργάζεται με τον Γιώργο Ρωμανό σε πρώτη φάση, και πάνε για ένα μήνα στην Θεσσαλονίκη. Πήγα κι εγώ εκεί, τα είπαμε, τα συζητήσαμε, και τον Δεκέμβριο του ’68 κατεβήκαμε στο Ροντέο. Άρχισα να παίζω τα τραγούδια μου πια, χωρίς να λέω άλλα, ξένα, ενώ ξεκινούσε μια καινούρια περίοδος για το ελληνικό τραγούδι, με το μεράκι του Διονύση και άλλων συναδέλφων, που βλέπανε από την τρύπα την αλέα, δηλαδή το χώρο του πανηγυριού. Έτσι, άρχισαν να γίνονται βήματα προς τα μπρος. Αυτή η συνεργασία κράτησε ένα τετράμηνο και τότε ήταν που έκανα το πρώτο μου δισκάκι».
Το 45άρι περιείχε τα τραγούδια «Καλοκαίριασμα στη Νικαριά / Και ο ήλιος λάμπει» [Pan-Vox, 1969], με το πρώτο απ’ αυτά (στίχοι Σ. Σταυρινάδη) να αποτελεί ένα από τα διαχρονικά ωραιότερα του Περικλή Χαρβά.
Περικλής Χαρβάς - Το Καλοκαίριασμα στη Νικαριά - 1977 Ικαρία
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 το ροκ αρχίζει να κάνει ακόμη πιο αισθητή την παρουσία του στα μουσικά πράγματα στη χώρα, κι έτσι πολλοί τραγουδοποιοί που είχαν ξεκινήσει με τις ακουστικές κιθάρες τους ή εν πάση περιπτώσει με ακουστικό ήχο, στα μέσα της δεκαετίας, ανακαλύπτουν στον ηλεκτρικό ήχο, μία νέα προοπτική, σπεύδοντας να κάνουν δίσκους, επηρεασμένοι, βασικά, από τα ξένα ροκ συγκροτήματα.
Όπως συνέβη και με την γνωστή σε όλους περίπτωση του Διονύση Σαββόπουλου, γύρω από τους τραγουδοποιούς συγκεντρώνονται ηλεκτρικοί κιθαρίστες, μπασίστες και ντράμερ, καμιά φορά και οργανίστες, φλαουτίστες κ.λπ. και κάπως έτσι αρχίζουν να δημιουργούνται συγκροτήματα, που έχουν διττό ρόλο. Και να συνοδεύουν τους τραγουδοποιούς, μα και να συνδιαμορφώνουν το ρεπερτόριό τους, σίγουρα στα κλαμπ, μα κάποιες φορές και στην δισκογραφία, που ακολουθεί τελευταία και ασθμαίνουσα.
Έτσι έχουμε τον Διονύση Σαββόπουλο με τα Μπουρμπούλια του, τον Θανάση Γκαϊφύλλια με τους Ζορμπάδες του, την Μαρίζα Κωχ με τους Χ.Π.Σ.s, τον Περικλή Χαρβά με τους Τσαμπουνάδες του κ.λπ.
Ο Περικλής Χαρβάς παρουσιάζεται στο στρατό, το 1969 και όταν επιστρέφει, το 1971, κάνει έναν μεγάλο δίσκο κάπως βιαστικά, όπως είχε πει ο ίδιος, που πέρασε μάλλον απαρατήρητος στην εποχή του. Μάλιστα, για πάνω από 50 χρόνια ήταν ένα από τα ελάχιστα ροκ άλμπουμ της Music-box / Pan-Vox, που δεν είχε ποτέ επανεκδοθεί, είτε σε βινύλιο είτε σε CD.
Αυτό το πολύ σπάνιο άλμπουμ, που είχε τίτλο «Κάτω Από τα Παραμύθια» [Pan-Vox, 1971], τυπώνει τώρα, ξανά, η B-otherSide Records / Lost Archives, σε μια πολύ περιποιημένη έκδοση βαρέος βινυλίου (180 gr), μαζί με 6σέλιδο, δίγλωσσο, ένθετο, συν αφίσα, δίνοντας, συγχρόνως, ιδιαίτερη προσοχή στην αποτύπωση του πολύ ωραίου ψυχεδελικού σχεδίου του εξωφύλλου (αναμφισβήτητα ένα από τα ωραιότερα του ελληνικού ροκ), χρησιμοποιώντας γυαλιστερό (laminated) χαρτόνι.
Το άλμπουμ περιλάμβανε οκτώ πρωτότυπα τραγούδια και τέσσερις διασκευές, στα “Just a season” και “Chestnut mare” των Byrds (οι δύο πλευρές από ένα 45άρι τους στην CBS, που είχε τυπωθεί στην Ελλάδα), στο “Country road” του James Taylor (είχε βγει σε ελληνικό 45άρι, όπως είχε κυκλοφορήσει και το LP “Sweet Baby James” την ίδια εποχή στη χώρα μας), καθώς και στο “Bye bye love” , ένα τραγούδι που ανέδειξαν οι Everly Brothers και που εκείνη την εποχή το τραγούδησαν οι Simon and Garfunkel στο “Bridge Over Troubled Water” (απ’ αυτούς, λογικά, το άκουσε ο Π. Χαρβάς, αφού το LP των Simon and Garfunkel κυκλοφορούσε και αυτό, εδώ, το 1970).
Τα τραγούδια τιτλοφορήθηκαν «Οι ημέρες μου», «Η ωραία φοράδα», «Σε αυτό τον δρόμο» και «Γεια σου αγάπη» αντιστοίχως και (σαν διασκευές) ήταν συμπαθητικά. Τα καλύτερα, όμως, ήταν τα πρωτότυπα. Ας τα δούμε λίγο πιο αναλυτικά…
Το «Είναι μια μικρή πόλη» είναι ένα από τα δυναμικότερα τραγούδια του ελληνικού ροκ εκείνων των ετών (της καλύτερης εποχής του ελληνικού ροκ δηλαδή), με ωραία λόγια, μουσική και παιξίματα, μέσα από τα οποία φέγγει η άπιαστη κιθάρα του Αλέκου Γλύκα (μουσικός, που ήδη είχε περάσει από τους Charms, Beatniks, Stormies, Saxons, Babylon κ.λπ.).
Περικλής Χαρβάς - Είναι Μια Μικρή Πόλη (1971)
Ωραίο είναι και το κάπως μελαγχολικό «Όταν μεγαλώσης», που κερδίζει από το τσέμπαλο (παίζει πάλι ο Αλέκος Γλύκας), όπως και η μπαλάντα «Είχα μιαν αγάπη», που διαθέτει ωραίο ρεφραίν, έχοντας πάντα αυτή την κάπως θλιμμένη ερμηνεία (που χαρακτηρίζει συχνά τον τρόπο τού Περικλή Χαρβά).
Ενδιαφέρον τραγούδι είναι και «Η Ευανθία», στη δεύτερη πλευρά, που είχε λόγια της ποιήτριας της «αμφισβήτησης» Έλενας Στριγγάρη, στα οποία αποτυπώνεται η ιστορία μιας... ώριμης δεσποινίδας, που επιχειρεί με κάθε τρόπο να παντρευτεί, ενώ γύρω της ο κόσμος υποφέρει (κατά βάση πρόκειται για ένα τραγούδι με αντιχουντικές νύξεις).
Σε γενικές γραμμές θα λέγαμε πως και τα υπόλοιπα τραγούδια είναι συμπαθητικά, αφού ο Περικλής Χαρβάς ποτέ δεν υπήρξε τυχαίος τραγουδοποιός, με τα κομμάτια του να κινούνται, πάντα, από ένα επίπεδο και πάνω.
Οι μουσικοί που συμμετέχουν στην ηχογράφηση επίσης κάνουν αρκετά καλή δουλειά, αν και η μέτρια παραγωγή της Pan-Vox δεν βοηθάει στη γενικότερη ανάδειξη – όμως η σημερινή επιμέλεια της B-otherSide Records, μέσω του νέου μάστερ που επιμελήθηκε ο Γιάννης Κύρης, είναι πολύ καλή, έχοντας βελτιώσει τον ήχο.
Στο «Κάτω από τα Παραμύθια» έπαιζαν οι: Αλέκος Γλύκας κιθάρες, τσέμπαλο, Κώστας Ντόβας μπάσο, βιολί, πιάνο (από τους M.G.C.), Τούλης Μαγκαφάς ακουστική & 12χορδη κιθάρα, Στέφανος Στοφόρος ακουστική κιθάρα, ενώ στην εγγραφή συμμετέχουν και τρεις ντράμερ / κρουστοί οι Σπύρος Κασφίκης, Νίκος Τσιλογιάννης (από Idols, Μπουρμπούλια) και Κώστας Σκόκος (από τους Forminx).
Η επανέκδοση λοιπόν εντάσσεται σ’ αυτή την ανάγκη της (σημερινής) δισκογραφίας να ρίξει φως και στο πιο αγνοημένο υλικό του παρελθόντος, φέρνοντας ξανά στην επικαιρότητα καλλιτέχνες και δίσκους, που ξεχάστηκαν παντελώς μέσα στα χρόνια.
Δείτε για παράδειγμα τις reissues της αμερικάνικης Light in The Attic Records (μιας από τις σημαντικότερες εταιρείες επανεκδόσεων), η οποία τα τελευταία χρόνια έχει επαναφέρει σε μια κάποια επικαιρότητα πάμπολλους ξεχασμένους αμερικανούς singer-songwriters, από τα 60s, 70s και 80s (Karen Dalton, Jim Ford, Bob Frank, Lewis, Jim Sullivan, Willie Dunn κ.ά.), δημιουργώντας, σε κάποιες περιπτώσεις, ιδιαίτερες καταστάσεις (Rodriguez).
Έτσι είναι. Το παρελθόν που αγνοήθηκε δεν σημαίνει πως ήταν για τα σκουπίδια. Πέρα από τα μεγάλα μεγέθη, που τα έμαθε όλος ο κόσμος, υπάρχουν δεκάδες καλλιτέχνες, που είχαν κάτι να πούνε, αλλά δεν ευνοήθηκαν από τις συγκυρίες, για να κάνουν ένα κάποιο «όνομα», να απολάβουν μιας μεγαλύτερης δημοφιλίας.
Πολλοί, εξάλλου, απ’ αυτούς αποτραβήχτηκαν από τη μουσική σχετικά σύντομα, άλλοι πέθαναν νωρίς, και πάντως πριν την εμφάνιση του internet (όπως συνέβη και με τον Περικλή Χαρβά), με αποτέλεσμα να μην γίνει ποτέ «πλατιά είδηση» ούτε ο θάνατός τους, ενώ κάποιοι άλλοι άλλαξαν τελείως κατεύθυνση (υπηρετώντας άλλα στυλ ή άλλες Τέχνες), αποποιούμενοι το παρελθόν τους. Απ’ όλα έχει ο μπαξές...
Πάντως τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, που θα ακολουθούσαν, θα κυλούσαν μάλλον καλά, από δημιουργικής πλευράς, για τον Περικλή Χαρβά, αφού τον συναντάμε, το φθινόπωρο του 1975, στην ίδρυση του Συνεργατικού Θιάσου Μουσικών και του μουσικού καφενείου Σούσουρο, στην οδό Αδριανού στην Πλάκα. Όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του Γιώργου Ι. Αλλαμανή «Βίος και Πολιτεία του Νικόλα Άσιμου / Δίχως Καβάτζα Καμιά» [Νέα Σύνορα - Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2000]:
«Τέσσερις συνθέτες (Θάνος Αδριανός, Νικόλας Άσιμος, Γιάννης Ζουγανέλης, Περικλής Χαρβάς), τέσσερις τραγουδιστές (Σάκης Μπουλάς, Ισιδώρα Σιδέρη, Σπυρουλιώ Τουτουδάκη, Ζωή Βέη) και μια ορχήστρα από τέσσερις μουσικούς ένωσαν τις δυνάμεις τους (για το μουσικό καφενείο Σούσουρο, ένα υπόγειο επί της Αδριανού 134). Όλα ξεκίνησαν από την άποψη ότι το Σούσουρο δεν είναι μπουάτ. Εκτιμήθηκε ότι για τον προχωρημένο όρο “πολιτικό καμπαρέ” υπήρχε ακόμη πολύς δρόμος. Υιοθετήθηκε ο πιο ελληνικός όρος “μουσικό καφενείο” – ανοίγοντας ουσιαστικά το δρόμο για να δημιουργηθούν τα καφεθέατρα και οι μικρές μουσικές σκηνές στην Ελλάδα. Στο Σούσουρο εκείνο το χειμώνα (σ.σ. 1975-76) το θέατρο και το τραγούδι συναντήθηκαν για πρώτη φορά τόσο αποτελεσματικά σε πίστα, μέσα στο πολύχρωμο τοπίο της μεταπολίτευσης. Η παράσταση δεν απέφευγε την επαναστατική ρητορεία των καιρών, επιχειρούσε όμως με δημιουργικότητα, καλή διάθεση και πενιχρά μέσα να προτείνει ένα επόμενο βήμα, μετά τις μπουάτ του ’60. Οι έξι βασικοί συντελεστές, που τα μακριά μαλλιά τους τα ανεμίζει ο αέρας στη φωτογραφία, που έβγαλαν πάνω στην ταράτσα του κτιρίου, πληρώνονταν με ποσοστά. Με άλλα λόγια, ο επιχειρηματίας κράταγε αμέσως το σαράντα τοις εκατό από τις εισπράξεις. Από το υπόλοιπα εξήντα τοις εκατό, πρώτα έπαιρναν οι μουσικοί τα σταθερά τους μεροκάματα και ύστερα οι έξι μοιράζονταν όσα χρήματα έμεναν – αν έμεναν. Επιχειρηματίας ήταν ένας πρώην μποξέρ, ο Γιώργος Λοΐζος».
Το σχήμα στο Σούσουρο μπορεί να μην μακροημέρευσε λόγω εσωτερικών διαφωνιών, όμως το κλίμα της εποχής με την έντονη πολιτικοποίηση, αλλά και με την απαραίτητη ευαισθησία, αποτυπώθηκε στο επόμενο άλμπουμ του Περικλή Χαρβά, που είχε τίτλο «Αντίλαλος» και που θα κυκλοφορούσε από την περιστασιακή εταιρεία Manifesto / Delta του γνωστού και μη εξαιρετέου Δημοσθένη Βεργή(!), το 1977. Περιείχε μπαλάντες βασικά, ενοργανωμένες απλά, για κιθάρες, φυσαρμόνικα, φλάουτο… Όλες οι μουσικές ανήκαν στον Περικλή Χαρβά, ενώ και οι στίχοι στα περισσότερα κομμάτια ήταν δικοί του.
Εδώ υπάρχει ένα παλαιότερο τραγούδι, το «Καλοκαίριασμα στη Νικαριά» (από το 45άρι του 1969), όπως και άλλα όμορφα κομμάτια, συναισθηματικώς φορτισμένα οπωσδήποτε, με αναφορές και στην περίοδο της δικτατορίας («Κρατητήριο Ν. Ιωνίας 1968», «Μπαλάντα για τον Κ. Μαντέ»), μα και άλλα πιο προσωπικά («Άστεγος») ή λυρικά («Νοτούρνο»). Όπως είχε πει και ο ίδιος:
«Ο Αντίλαλος ήταν ένας δίσκος τελείως πειρατικός, που πουλιόταν στην αγορά 150 δραχμές. Ήταν όλα εκείνα τα τραγούδια των προσωπικών μου βιωμάτων, μέσα από την επταετία, τα οποία οι εταιρείες θεώρησαν άκαιρα και δεν τα έκαναν ποτέ δίσκο. Ε λοιπόν θυμάμαι ότι εκείνος ο δίσκος, σαν πειρατικός, πούλησε 6.000 κομμάτια. Αν τον είχε κάποια εταιρεία ίσως πούλαγε περισσότερα».
Είναι η περίοδος όπου ο Περικλής Χαρβάς συνεργάζεται πιο στενά με την Μαρίζα Κωχ και την Τάνια Τσανακλίδου, δίνοντάς τους τραγούδια για τους δίσκους τους «Άσε με να Ταξιδέψω» [MINOS, 1976] και «Τσάρλυ Τσάπλιν / Eurovision 78» [EMI / Columbia, 1978] αντιστοίχως. Στο «Καλλίτσα» (Τ. Τσανακλίδου) καταγράφεται μία από τις ωραιότερες μελωδίες, που εμπνεύστηκε ποτέ ο Π. Χαρβάς.
Kallitsa
Το 1982 ο Περικλής Χαρβάς στέλνει ένα τραγούδι του στο 21ο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού στη Θεσσαλονίκη (23-24 Σεπτεμβρίου). Ο τίτλος του ήταν «Σαν άδειο τρένο η καρδιά μου», είχε στίχους του Πέτρου Κυρίμη, ενορχήστρωση του Σαράντη Κασσάρα και το απέδιδε η Ροζαλία. Με τη Ροζαλία θα συνεργαζόταν, μάλιστα, και στον τρίτο και τελευταίο δίσκο του, το LP «Στην Άσφαλτο», που τυπώθηκε από την Music-box την ίδια χρονιά.
Το άλμπουμ αυτό είναι ίσως το ωραιότερο από τα τρία που πρόλαβε να γράψει ο Περικλής Χαρβάς – παρότι και τούτος ο δίσκος υπολειπόταν στην παραγωγή (λόγω ελλείψεως χρημάτων προφανώς).
«Στην Άσφαλτο» συμμετείχαν πάντως γνωστοί μουσικοί, που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να παρουσιάσουν ένα σωστό αποτέλεσμα. Σε όλα τα πλήκτρα ήταν ο Βασίλης Γκίνος (από τα συγκροτήματα Pete and Royce και Coo), κιθάρες έπαιζε ο Στέλιος Καραμηνάς, ακουστική κιθάρα ο ίδιος ο Π. Χαρβάς, στο μπάσο ήταν ο Χρήστος Χήρας (από τους SOS Band), στα ντραμς ήταν ο Αντώνης Λόξας (τότε στους Profiles του Γιώργου Βανάκου), στα τραγούδια είχε βοηθήσει ο Γιάννης «Μπαχ» Σπυρόπουλος, ενώ το remix είχε γίνει από τον Εύρι Παρίτση (από Juniors, Babylon κ.λπ.).
Δεν υπάρχει αδιάφορο ή μέτριο τραγούδι σ’ αυτό το άλμπουμ. Όλα έχουν το νόημά τους, με κάποια να συγκαταλέγονται μεταξύ των ωραιότερων της εποχής, όπως το «Όνομα του χωριού μου», η «Ενημέρωση» (μπροστά από την εποχή του στα λόγια και άψογο κομμάτι συνολικά), η λαϊκή «Οδός Κομανών», η γλυκιά «Μπαλάντα ενός ραντεβού», ο «Νοικάρης», «Η κατρουλού»… το κάθε τι. Είχε πει ο ίδιος ο Π. Χαρβάς (πάντα από την συνέντευξη στο «Ποπ & Ροκ», τον Φλεβάρη του ’83):
«Τον δίσκο τον έβγαλα στην άσφαλτο. Έτσι, εκτός από τον τίτλο, υποδηλώνει και την ουσία. Αυτό τον δίσκο τον δουλεύω εδώ και τρία χρόνια. Δεν το λέω για να περιαυτολογήσω, αλλά έτσι έχουν τα πράγματα. Αυτή την ιδέα την είχα από το 1975, ότι υπάρχει μια πολυβιτρίνα πραγμάτων καθημερινών, που το κάθε άτομο προσωπικά ζει. Ξεκίνησα, λοιπόν, να στήνω τα τραγούδια μου με τη λογική τού ότι οι ήχοι, απ’ τη μια, που υπάρχουν στην άσφαλτο, χρειαζόντουσαν σύνθεση και, από την άλλη, οι μύθοι, να είναι οι μύθοι ενός καθημερινού περιπατητή. Και το αποτέλεσμα ήρθε. Είναι δέκα τραγούδια – συγκεκριμένα εννέα και το κομμάτι που το λέω “αυτοσχεδιασμό” και που προσδιορίζει το προσωπικό απροσδιόριστο, διότι καθημερινά αυτοσχεδιάζουμε, αν θέλουμε να ζήσουμε. Φορτωμένος τη μοναξιά μου, την αγανάκτησή μου για το σήμερα, έτσι που φέραμε τη ζωή μας ως εδώ, ερωτευμένος μέχρι τρέλας με τη ζωή, σε μια χωρίς ρίζα περιπλάνηση, όπως όλη γενιά μου εν τέλει, τραγουδάω με τη λογική τού ότι όσο ηττημένος-χτυπημένος κι αν είναι κανείς, άλλο τόσο πρέπει αν είναι αφυπνισμένος, για μια καινούρια συνείδηση».
Το 1983 (14 Ιουνίου) ο συνθέτης Δημήτρης Λέκκας παρουσιάζει τον Περικλή Χαρβά στην τηλεόραση της ΕΡΤ, στην εκπομπή «Νέα Πρόσωπα», ενώ στα μέσα της δεκαετίας του ’80 τον συναντάμε να παίρνει μέρος στις εκδηλώσεις της ΜΟΥ.ΣΥΝ.Κ.Α. (Μουσική Συνεργατική Κίνηση Αθήνας), που συγκέντρωνε στις εκδηλώσεις της πλήθος καλλιτεχνών και συγκροτημάτων (Νικόλας Άσιμος, Γιάννης Γιοκαρίνης, Θανάσης Γκαϊφύλλιας, Νίκος Ζιώγαλας, Παύλος Σιδηρόπουλος, Ηρακλής & Λερναία Ύδρα, Αγάπανθος, Σύνδρομο, Τρύπες, Panx Romana κ.λπ.).
Τα κακά μαντάτα θα έφθαναν τον Αύγουστο του 1993. Θυμάμαι πως ήμουν διακοπές, πως είχα αγοράσει την «Ελευθεροτυπία» της 17ης Αυγούστου (ημέρα Τρίτη) κι εκεί, από ένα δίστηλο, είχα πληροφορηθεί το θάνατο του Περικλή Χαρβά (στο σάιτ “rate your music” ως ημερομηνία θανάτου αναφέρεται η 12η Αυγούστου 1993). Όπως διάβαζα στην «Ελευθεροτυπία» εκείνο το καλοκαίρι:
«Ο μοναχικός τροβαδούρος, ο μαχητής με την κιθάρα, ο τραγουδοποιός Περικλής Χαρβάς δεν είναι πια κοντά μας. Στο αγαπημένο του νησί, την πολύπαθη Ικαρία (σ.σ. την 30η Ιουλίου, λίγες μέρες νωρίτερα δηλαδή, είχαν καεί, σε μεγάλη φωτιά, δεκατρείς άνθρωποι), άφησε παραμονές του Δεκαπενταύγουστου την τελευταία του πνοή. Ήταν μόνο 44 ετών.(…)».
Την επόμενη χρονιά (1994) θα κυκλοφορήσει από την Έβδομη Διάσταση το LP «Ρομαντικοί Παραβάτες». Στο τραγούδι «Η φαντασία στην εξουσία» ακούγονταν οι Παύλος Σιδηρόπουλος, Περικλής Χαρβάς, Δέσποινα Γλέζου, Θανάσης Γκαϊφύλλιας και Πάνος Σαββόπουλος. Ήταν η τελευταία επίσημη ηχογράφησή του…
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΧΑΡΒΑΣ - Οταν Μεγαλώσης