«Exuviae» ονομάζεται το πρώτο άλμπουμ της Elles the Doll που πρόκειται να κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες. Στα λατινικά η λέξη σημαίνει «έκδυμα» και μπορεί να αναφέρεται στο δέρμα που αποβάλλουν τα ερπετά ή γενικότερα σε ό,τι απορρίπτεται από το σώμα. Είναι ο ιδανικός τίτλος για την ηλεκτρονική μουσική που κάνει, μια μείξη deconstructed club και avant-pop.
Τα οκτώ κομμάτια του άλμπουμ χαρακτηρίζονται στην πλειοψηφία τους από πειραγμένα φωνητικά πάνω σε μινιμαλιστικούς glitch ηλεκτρονικούς ήχους που απλώνονται στο διάστημα, δημιουργώντας μια σχεδόν μυστικιστική εμπειρία αν τα παίξεις δυνατά σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. To μοναδικό κομμάτι το οποίο ακούς πιο καθαρά τη φωνή της, χωρίς να είναι εντελώς παραμορφωμένη, χωρίς ψιθύρους και παιχνιδίσματα, είναι η διασκευή της στο «All is full of love» της Björk – κλείνει συγκλονιστικά τον δίσκο.
Η Έλλης ασχολείται κυρίως με τη μουσική παραγωγή και τα τελευταία χρόνια ζει στο Βερολίνο. Ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική της σε ένα live της στην Αθήνα – το όνομά της στο δελτίο Τύπου του event τράβηξε την προσοχή μου. Τότε είχε κυκλοφορήσει μόνο δύο κομμάτια ως πρόγευση από τον δίσκο. Βρήκα ενδιαφέρον το γεγονός ότι έκανε ένα πειραματικό είδος μουσικής, όχι τόσο διαδεδομένο στην Ελλάδα, που συνδέεται περισσότερο με τη ΛΟΑΤΚΙ+ νεολαία, τουλάχιστον στο εξωτερικό, με καλλιτέχνες όπως η Arca και η Sophie.
«Η λέξη “doll” θεωρείται slang term στη queer κουλτούρα· χρησιμοποιείται ως κομπλιμέντο για τα τρανς άτομα και σκέφτηκα πως θα ήθελα να λειτουργεί ως ένα μάντρα για μένα».
Η Έλλης είναι τρανς άτομο και αυτή η μουσική είναι άρρητα συνδεδεμένη με το βίωμά της. Μου χαρακτηρίζει το άλμπουμ της ως σελίδες από ένα προσωπικό ημερολόγιο που νιώθει επιτέλους έτοιμη να μοιραστεί με το κόσμο. «Εκπλήσσομαι με τη σιγουριά και το θάρρος μου να το κάνω», μου αναφέρει.
Τη ρωτώ πώς αισθάνεται με αυτή την κυκλοφορία και αρχίζει να μου εξιστορεί την πορεία της. «Επιλόχεια ευφορία νιώθω, είμαι τόσο περήφανη για το άλμπουμ. Ανυπομονώ ο κόσμος να το ακούσει, ανυπομονώ για περισσότερα live, όλα τα συναισθήματά μου είναι εμποτισμένα με αδρεναλίνη. Νιώθω ότι δούλεψα το άλμπουμ όσο του άξιζε και δεν φοβήθηκα ούτε στιγμή να είμαι αυθεντική και ευάλωτη στην αφήγησή μου. Και τώρα ήρθε η στιγμή να το αφήσω να φύγει από μένα. Αυτή είναι μια συναισθηματική διαδικασία που μου είναι εντελώς καινούργια.
Μουσική άρχισα να παίζω στα 13. Ξεκίνησα με κιθάρα, συνέχισα με πλήκτρα και μπάσο. Είχα εμμονή με εφέ και πετάλια κιθάρας, τα οποία άρχισα να συνδέω στο μικρόφωνο για να παραμορφώνουν τη φωνή μου. Ήμουν σε διάφορα συγκροτήματα, κυρίως παίζοντας κιθάρα. Σε όλα είναι αυτοδίδακτη – μόνο μαθήματα φωνητικής που έκανα στα 18. Μεγαλώνοντας στην επαρχία η μουσική ήταν η μόνη διέξοδος, δεν με ενδιέφερε τίποτε άλλο εκτός από αυτό. Στη συνέχεια αποφάσισα να σπουδάσω οπτικοακουστικές τέχνες και εκεί άρχισαν να υλοποιούνται πιο πειραματικές ιδέες που είχα. Πήρα ερεθίσματα που δεν ανήκουν στην ποπ κουλτούρα και κατάλαβα ότι με ενδιέφερε αυτή η εργαλειοθήκη και αυτοί οι τρόποι αφήγησης.
Προτού φύγω για Βερολίνο, έμενα Αθήνα. Είχα ολοκληρώσει δύο άλμπουμ που άκουσαν μόνο οι φίλοι και οι φίλες μου και δούλεψα αρκετά ως dj. Το ψευδώνυμό μου τότε ήταν Lámia (Λάμια, στην αρχή ήταν Λαμέ Λάμια). Είχα την ευκαιρία να παίξω σε κάποια θρυλικά πάρτι, όπως το πρώτο Schenkens στη Ρώσικη Ντίσκο.
Λίγο πριν φύγω ξεκίνησα και τα δικά μου πάρτι, τα Queertroniqa, όπου είχα και την ευκαιρία να καλέσω τη θρυλική Saeleen Bouvar. Η μουσική ήταν πάντοτε για μένα κάτι τόσο οικείο, μια γλώσσα που μπορούσα να καταλάβω και να αποκωδικοποιήσω, μια τέχνη στην οποία δόθηκα και θα συνεχίσω να εξερευνώ.
Αποφάσισα να μετακομίσω στο Βερολίνο τη χρονιά που σκότωσαν τη Zackie. Φοβήθηκα πάρα πολύ με αυτό. Γενικά, ήταν μια σκοτεινή περίοδος. Την ίδια χρονιά με απέλυσαν από το creative agency στο οποίο δούλευα με τη δικαιολογία πως είμαι overqualified, επειδή ζήτησα να πληρώνομαι τις ακραίες υπερωρίες που έκανα. Είπα “οk, πάω Βερολίνο να καθαρίζω σπίτια και να πληρώνομαι καλύτερα, όπου θα είμαι και πιο ασφαλής”. Δεν υπήρχε κάτι άλλο στην Ελλάδα για μένα. Έκανα ένα διάλειμμα από τη μουσική.
Πέρασα πολύ δύσκολα, και όχι μόνο λόγω της μετακόμισης. Κοιτώντας πίσω, πιστεύω πως ήταν ένα διάστημα προετοιμασίας για το τι θα ακολουθούσε, τη φυλομετάβαση και την Elles The Doll, το hard reset που έπρεπε να γίνει. Η λέξη “doll” θεωρείται slang term στη queer κουλτούρα· χρησιμοποιείται ως κομπλιμέντο για τα τρανς άτομα και σκέφτηκα πως θα ήθελα να λειτουργεί ως ένα μάντρα για μένα. Στο Βερολίνο σίγουρα εκτιμήθηκαν περισσότερο οι ικανότητές μου όσον αφορά το επαγγελματικό κομμάτι. Την ίδια στιγμή είχα να αντιμετωπίσω τον ρατσισμό και τις καθημερινές διακρίσεις.
Η βερολινέζικη μουσική σκηνή, ειδικά η τέκνο, είναι κορεσμένη και αρκετά στοχευμένη όσον αφορά το κοινό της. Σίγουρα υπάρχουν και χώροι που στηρίζουν πιο αντισυμβατικά events, αλλά είναι και κάπως δύσκολο να παρακολουθείς τα πάντα, καθώς είναι μια τεράστια πόλη. Η μουσική βιομηχανία απευθύνεται σε άτομα που είναι εύπορα και αν δεν έχεις το προνόμιο να έχεις μια σταθερή πηγή εσόδων, δεν μπορείς να αφιερωθείς σε οποιαδήποτε μορφή τέχνης, πόσο μάλιστα να χρηματοδοτήσεις το έργο σου. Ένας από τους λόγους που μου πήρε τόσο να φτάσω και στη δική μου αφήγηση είναι επειδή πάντα μου έλειπε ο χρόνος ή τα μέσα για να ασχοληθώ πραγματικά με αυτό που ήθελα να κάνω.
Μέχρι και πρόσφατα είχα full time δουλειές σε corporate πλαίσιο που αφορούσαν art direction, branding, ui/ux. Το καλοκαίρι αποφάσισα να αφήσω τη full time δουλειά που είχα και να αλλάξω το εργασιακό μου μοντέλο σε freelance με σκοπό να αφιερωθώ αποκλειστικά στη μουσική. Έχω αποδεχτεί ότι οικονομικά θα δυσκολευτώ, αλλά επίσης έχω αποδεχτεί ότι αυτό είναι που αγαπώ και αυτό θα κάνω.
Ξεκίνησα να γράφω το άλμπουμ λίγο μετά το coming out μου. Για κάποιους μήνες δούλευα πάνω σε ιδέες, αλλά ούτε τα κοντινά μου άτομα δεν ήξεραν ότι αποφάσισα να ξαναγράψω μουσική. Ξόδεψα πάρα πολλές ώρες κάνοντας πειράματα πάνω σε δομές και υφές, θέλοντας να καταλήξω σε μια αυθεντική συνταγή. Στην αρχή ήμουν πολύ μακριά από την ιδέα του να κυκλοφορήσω κάτι. Η διαδικασία τότε ήταν καθαρά θεραπευτικού χαρακτήρα για μένα, δεν σκεφτόμουν τίποτε άλλο εκτός από το να χαρτογραφήσω όλο αυτό το συναισθηματικό ταξίδι.
Λίγο μετά, όταν είχα το πρώτο κομμάτι έτοιμο, το “Nipple Play”, το έδειξα σε φίλους και φίλες και εκεί κατάλαβα πραγματικά την αξία του έργου μου. Ξέρεις πώς είναι με τους καλλιτέχνες, χάνονται στις σπηλιές τους και δεν έχουν πάντα επαφή με το πώς αλληλεπιδρά το έργο τους με το έξω κόσμο. Μέσα από τα άτομα που είχα δίπλα μου αντιλήφθηκα διαφορετικά τη δουλειά μου και απέκτησα περισσότερη πίστη σε αυτή.
Nipple Play
Η αυτοβιογραφική φύση των κομματιών σίγουρα με κόμπλαρε στην αρχή. Κάθε κομμάτι του άλμπουμ αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο/περιβάλλον, αν μη τι άλλο αντιλαμβανόμουν πως ήθελα να γράψω μια αφαιρετική και σύγχρονη αυτοβιογραφία. Σκέφτηκα πολύ πάνω σε θέματα που αφορούσαν το σώμα μου, τις αλλαγές λόγω της ορμονοθεραπείας, την έννοια του τραύματος και της πληγής αλλά και θέματα όπως η ευφορία και η σεξουαλικότητα. Συνδέθηκα ξανά με την πνευματικότητά μου, την πίστη μου στον εσωτερισμό και πολύ συνειδητά μετέφρασα όλα αυτά τα στοιχεία σε μουσική. Κάθε κομμάτι λέει μια δική του ιστορία και ελπίζω ο κόσμος να καταφέρει να χαθεί μέσα σε αυτές.
Το “All is full of love” είναι το τελευταίο κομμάτι του άλμπουμ και μέχρι πρόσφατα δεν είχα σκεφτεί να κάνω κάποια διασκευή. Όσο δούλευα τα κομμάτια, σκέφτηκα ότι κάτι έλειπε. Άρχισα να σκέφτομαι πως θέλω να προσθέσω ένα κομμάτι που θα αφορούσε το healing process μου, την αποδοχή της μικρής Έλλης, αν το θες. Σχεδόν αυτόματα, μετά από αυτήν τη συνειδητοποίηση, σκέφτηκα να κάνω μια διασκευή του “All is full of love”.
Το κομμάτι αυτό έχει τη δύναμη να με πάει πάντα πίσω, λειτουργεί ως σκουληκότρυπα: με πάει στην εποχή που ήμουν 10, κάθομαι σε ένα oriental χαλί, με δάκρυα στα μάτια και το βίντεο του κομματιού παίζει στο MTV. Νιώθω πως στο ταξίδι μου μέχρι τώρα έχω αποκτήσει τη δύναμη να αποδεχτώ το παρελθόν μου, όσο δύσκολο κι αν είναι, ελπίζοντας ότι αυτό θα ενθαρρύνει όσους έχουν παρόμοια βιώματα. Αυτήν τη διασκευή την έκανα κυρίως για όλα τα τρανς παιδιά που μεγαλώνουν σε δυσλειτουργικές οικογένειες και για τους τρανς ενήλικες που είναι στη διαδικασία να αποδεχτούν ότι τους άξιζε ένα διαφορετικό παρελθόν, το οποίο όμως δεν έζησαν.
Όσον αφορά το τρανς βίωμα, δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποιο μέρος που να είναι ιδανικό για εμάς. Παντού βιώνουμε τον κίνδυνο, υπάρχει ένα φίλτρο φόβου που χρωματίζει την καθημερινότητά μας και αυτό μεταφράζεται διαφορετικά ανά χώρα, περιοχή κ.λπ. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ένα μέρος όπου έχουμε ανάλογα προνόμια με τον υπόλοιπο κόσμο, ακόμα βιώνουμε τη διάκριση σε όλες τις μορφές που μπορεί να έχει, πολιτική, κοινωνική, ψυχολογική.
Σκέφτομαι συχνά τα τρανς και queer παιδιά που μεγαλώνουν στην ελληνική επαρχία, γιατί υπάρχει τεράστιο πρόβλημα εκεί. Ξεχνάμε ότι η Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα και πιστεύω πως λείπει ο ακτιβισμός στην επαρχία. Εκτός Ελλάδας, τα πράγματα είναι σίγουρα κάπως καλύτερα για εμάς. Για παράδειγμα, οι πιθανότητες να σου επιτεθούν είναι λιγότερες, αλλά όχι μηδαμινές».
Dream server
To εξώφυλλο είναι βασισμένο σε ένα σχέδιο του Teo Louk και έχει αναπαριστεί σε 3d μορφή από τον Alvo Tucano.
Το «Exuviae» κυκλοφορεί επίσημα στις 13/11 και θα παρουσιαστεί στις 18/11 στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων (ΚΕΤ) στην Κυψέλη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.