Τo «12», όπως ονομάζεται το κύκνειο άσμα του Ιάπωνα συνθέτη, περιέχει δώδεκα μινιμαλιστικά και μελαγχολικά ambient κομμάτια όπου η αναπνοή του κρατά τον βασικό ρόλο έτσι όπως συνοδεύει τo πιάνο σε ορισμένα σημεία. Το άλμπουμ λειτουργεί ως παρακαταθήκη επειδή το έγραψε καθώς πάλευε με τον καρκίνο.
«Όλα τα κομμάτια ηχογραφήθηκαν σε ένα μικρό στούντιο στην προσωρινή μου κατοικία στο Τόκιο. Ανάλογα με το κομμάτι, δύο ή τέσσερα μικρόφωνα χρησιμοποιήθηκαν για το πιάνο. Ζήτησα από το προσωπικό μου να μου στείλει μερικά όργανα και πέτρες από τη Νέα Υόρκη, αλλά υπήρχαν περιορισμοί, επειδή ήταν πολύ διαφορετικά από το βασικό μου στούντιο στη Νέα Υόρκη, το οποίο χρησιμοποιούσα για δεκαετίες. Ο μάνατζέρ μου αγόρασε βιαστικά ένα πιάνο για μένα, αλλά ο ήχος δεν είναι πολύ καλός, οπότε θα έλεγα ότι δεν υπήρχαν πλεονεκτήματα, εκτός ίσως από τον ήχο των κορακιών που γελούσαν στα κρυφά», αναφέρει αστειευόμενος. O Σακαμότο ζούσε στη Νέα Υόρκη από το 1990 και για τριάντα χρόνια. Τα τελευταία τρία χρόνια είχε επιστρέψει στο Τόκιο, όπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του στις 28 Μαρτίου του 2023.
«Πάτησα το κουμπί της ηχογράφησης και αμέσως άγγιξα τα πλήκτρα του συνθεσάιζερ χωρίς ακόμη να έχω αποφασίσει ποια θα είναι η πρώτη νότα. Νομίζω ότι όλα τα κομμάτια γράφτηκαν απόγευμα. Δουλεύω τα απογεύματα. Περνάω τα πρωινά μου τρώγοντας φρούτα και χαζολογώντας. Συνέθεσα περίπου 1,5 φορές περισσότερα κομμάτια από αυτά που υπάρχουν στο άλμπουμ και διάλεξα δώδεκα από αυτά χωρίς καμιά πρόθεση».
Πώς ξεκίνησε να γράφει το άλμπουμ; «Πάτησα το κουμπί της ηχογράφησης και αμέσως άγγιξα τα πλήκτρα του συνθεσάιζερ χωρίς ακόμη να έχω αποφασίσει ποια θα είναι η πρώτη νότα. Νομίζω ότι όλα τα κομμάτια γράφτηκαν απόγευμα. Δουλεύω τα απογεύματα. Περνάω τα πρωινά μου τρώγοντας φρούτα και χαζολογώντας. Συνέθεσα περίπου 1,5 φορές περισσότερα κομμάτια από αυτά που υπάρχουν στο άλμπουμ και διάλεξα δώδεκα από αυτά χωρίς καμιά πρόθεση».
Οι τίτλοι των κομματιών είναι ημερομηνίες. Μόνο ένα από αυτά έχει τον υπότιτλο «Sarabande»: «Το αποκαλούσα "ημερολόγιο", οπότε ήταν φυσικό να το βάλω σε χρονολογική σειρά. Το τελευταίο κομμάτι, το "20220304", ήταν διαφορετικό από τα υπόλοιπα, έτσι το έβαλα προς το τέλος. Δεν σκέφτηκα ποτέ να τους δώσω τίτλους. Δίνει κανείς τίτλους σε όσα γράφει σε ένα ημερολόγιο; Το sarabande είναι ένα είδος χορευτικής μουσικής ενσωματωμένης σε μια μουσική σουίτα από την εποχή του μπαρόκ. Ήθελα ο κόσμος να φανταστεί έναν αργό και κομψό χορό, γι’ αυτό το πρόσθεσα. Όλα τα κομμάτια εκτός από τα 8, 9 και 11 έγιναν με μία ηχογράφηση, απλώς έβαλα μερικές πιο γυαλιστερές πινελιές σε αυτά».
20211201
Όσον αφορά την αναπνοή του που ακούγεται σε διάφορα σημεία, εξηγεί διεξοδικά πώς προέκυψε: «Η αναπνοή μου όταν παίζω είναι πάντα συγχρονισμένη με τις συχνότητες της μουσικής. Αυτό ισχύει για κάθε μουσικό. Έτσι η αναπνοή μας δεν είναι ποτέ σταθερή. Υπάρχουν ήχοι από το κάθισμά μου στη θέση του πιάνου, από τα πετάλια, ο ήχος όταν ετοιμάζομαι, όπως και ο ήχος ενός κορακιού που κρώζει καθώς παίζω. Ο θόρυβος είναι, επίσης, μέρος της μουσικής. Δεν σάμπλαρα την αναπνοή μου. Αυτό που ακούγεται σαν αναπνοή είναι ο ήχος που δημιούργησα με τεχνητά μέσα. Αν ακούγεται σαν αναπνοή, είναι υπέροχο, αλλά δεν υπήρχε κάποιο νόημα πίσω από αυτό. Απλώς ήθελα να συμπεριλάβω έναν τέτοιο ήχο. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν στιγμές όταν παίζω πιάνο που η αναπνοή μου μπαίνει στην ηχογράφηση ελαφρώς, όπως επίσης και ήχοι από πήλινα αντικείμενα που κουνιούνται από τον αέρα».
Ο Σακαμότο δεν θεωρεί ότι έχει επηρεαστεί από κάπου για το συγκεκριμένο άλμπουμ. Σίγουρα όχι από τη λογοτεχνία. «Το διάβασμα είναι σαν το έδαφος ή το χώμα για μένα και είναι βασικό για την ψυχή μου, αλλά δεν υπάρχουν άμεσες επιρροές. Ο δίσκος επίσης δεν έχει καμιά επιρροή από το progressive rock. Ποτέ δεν μου άρεσε ως μουσικό είδος. Θα πρέπει να πω ότι τα κομμάτια με το πιάνο στο δεύτερο μισό του άλμπουμ είναι διαφορετικά από εκείνα στο πρώτο μισό. Στην αρχή αισθάνεσαι έναν καταιγισμό από ήχους, ενώ το δεύτερο μισό αφορά περισσότερο συνειδητά τη δημιουργία. Αυτό το συναίσθημα είναι παρόμοιο με τον τρόπο που δημιουργούσα συνειδητά στην ύστερη εφηβεία. Ήταν κάτι που σκεφτόμουν όσο συνέθετα το άλμπουμ».
Τέλος, στην ερώτηση ποιοι είναι οι αγαπημένοι του ήχοι, απαντάει: «Θα έλεγα ο ήχος της βροχής. Επιπλέον, σε μια μέρα με αέρα, ο ήχος από τα καμπανάκια, τις ονειροπαγίδες και τα κεραμικά που κρέμονται από το περβάζι μου με κάνει ευτυχισμένο».
Yellow Magic Orchestra (1978)
Yellow Magic Orchestra - Yellow Magic Orchestra [1978]
Ένα σούπεργκρουπ που αρκετές φορές χαρακτηρίστηκε ως η ιαπωνική απάντηση στους Kraftwerk, αποτελούνταν από τρεις χαρισματικές μορφές, τον παραγωγό Haruomi Hosono, τον ντράμερ Yukihiro Takahashi (που επίσης έφυγε από τη ζωή τον Ιανουάριο του 2023) και τον Sakamoto στη θέση του ενορχηστρωτή και συνθέτη. Θεωρούνται από τους πρωτοπόρους της ηλεκτρονικής μουσικής. Το ντεμπούτο άλμπουμ τους περιείχε κομμάτια όπως τα «Computer Game» και «Firecracker», που γνώρισαν επιτυχία στην Αμερική και τη Βρετανία.
Thousand Knives (1978)
Ryuichi Sakamoto – Thousand Knives Of Ryuichi Sakamoto
Το σόλο ντεμπούτο του Σακαμότο είναι στην ουσία ένα βαθιά πειραματικό άλμπουμ που ανοίγει με ένα ποίημα γραμμένο από τον Μάο Τσετούνγκ και κλείνει με ένα επαναστατικό κινέζικο τραγούδι. Ήταν 26 ετών όταν το έφτιαξε και δείχνει τo έντονο ενδιαφέρον του για την ασιατική ιστορία.
Merry Christmas, Mr. Lawrence (1983)
David Sylvian & Ryuichi Sakamoto - Forbidden Colours
O Σακαμότο ξεκίνησε να συνθέτει για τον κινηματογράφο στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Στη συγκεκριμένη ταινία, ένα queer πολεμικό φιλμ, πρωταγωνίστησε κιόλας πλάι στον David Bowie, ο οποίος θα συμμετείχε και στο σάουντρακ. Απέρριψε, όμως, την πρόταση επειδή ήθελε να επικεντρωθεί στον ρόλο του.
Τhe Last Emperor (1987)
Ryuichi Sakamoto - The Last Emperor
Τo σάουντρακ που θεμελίωσε τη φήμη του ως ενός από τους σημαντικότερους συνθέτες της γενιάς του. Κέρδισε το Όσκαρ μαζι με τους David Byrne και Cong Su, αλλά η δικιά του συμβολή έλαμψε περισσότερο, καθώς συνέθεσε εννιά κομμάτια για τις ανάγκες της ταινίας.
Async (2017)
Ryuichi Sakamoto - "Life, Life"
Στo πρώτο άλμπουμ που έφτιαξε μετά τη διάγνωσή του με καρκίνο του φάρυγγα και την ανάρρωσή του από το χειρουργείο δανείζεται μια φράση από το μυθιστόρημα του Paul Bowles «Τσάι στη Σαχάρα» –είχε αναλάβει το σάουντρακ της ταινίας– και σαμπλάρει τη φωνή του γνωστού συγγραφέα από μια ανάγνωση του έργου, ενώ φαίνεται έντονα η επιρροή του από το σινεμά του Ταρκόφσκι και ταινίες όπως το «Σολάρις» και το «Στάλκερ».