Ρώτα έναν μέσο φίλο σου αν ξέρει το Σταύρο Κουγιουμτζή και θα λάβεις απάντηση αρνητική. Κι έπειτα ρώτα τον αν ξέρει το «Κάπου νυχτώνει» ή το «Είσαι ωραία σαν αμαρτία» ή το «Μη μου θυμώνεις μάτια μου» ή το «Κόκκινο Φουστάνι» και θα σου αποκριθεί εντυπωσιασμένος, με την πολύ χαρακτηριστική ερωταπάντηση, «α ναι, αυτός τα 'γραψε;».
Φτώχεια, κλασικές σπουδές, σπουδαίο έργο, αφάνεια. Αυτή ήταν η ζωή, αν θα έπρεπε να συνοψιστεί σε λίγες αράδες, ενός ανθρώπου με ορατ(ότατ)ο έργο και αόρατη παρουσία, που πέθανε σαν σήμερα το 2005.
Πάντα θεωρούσα τον Σταύρο Κουγιουμτζή τον πιο ευαίσθητο των λαϊκών, έναν δημιουργό βαθιά συγκινητικό όχι μόνο στις μελωδίες, τους στίχους και τις ενορχηστρώσεις του, αλλά και στα βιώματά του, τα λόγια, τις σιωπές, την ίδια τη ζωή του.
Και πάντα πίστευα πως αυτή η γλύκα και η θαλπωρή στη μουσική του εκπορευόταν από τα χρόνια του στα ωδεία. Από τις επιρροές των κλασικών. Ίσως κι από τις στερήσεις μιας ζωής στον τενεκέ μαχαλά.
Μισός λόγιος, μισός λαϊκός, όπως έλεγε ο ίδιος για τον εαυτό του.
«Ήταν ο άνθρωπος που δεν έγραψε ποτέ κατά παραγγελία και δεν έζησε κατά παραγγελία. Δεν είχε ποτέ την αγωνία και το άγχος της προβολής, ούτε την ματαιοδοξία γιατί γνώριζε την ουσιαστική αξία της μουσικής, του τραγουδιού και του λόγου και μόνο με αυτά τα όπλα πάλευε στην ζωή του».
Γιώργος Νταλάρας & Σταύρος Κουγιουμτζής - Όταν ανθίζουν πασχαλιές
Η ζωή του, λίγο πολύ γνωστή. Έχασε τον πατέρα του νωρίς, με αποτέλεσμα να στραφεί από νωρίς στον βιοπορισμό.
Στη Θεσσαλονίκη του '40 η ζωή του άλλαξε όταν από ένα ανοιχτό παράθυρο με κλειστά παντζούρια άκουσε για πρώτη φορά πιάνο. Η πρώτη του επαφή με το ωδείο ήταν τραυματική, αλλά ευτυχώς όχι ανασταλτική. «Είσαι μεγάλος για πιάνο» είπαν τότε στον 15χρονο Σταύρο. Όμως, η ιστορία του είναι από εκείνες που η πορεία μοιάζει μονόδρομος, ακόμη και με πλείστα εμπόδια ενδιάμεσα.
«Παρά τις κλασικές σπουδές του ήταν πολύ κοντά στο λαϊκό τραγούδι, διάλεγε άμεσους στίχους και επίσης έγραφε και πολύ ωραίους δικούς του. Ήταν ο άνθρωπος που δεν έγραψε ποτέ κατά παραγγελία και δεν έζησε κατά παραγγελία. Δεν είχε ποτέ την αγωνία και το άγχος της προβολής, ούτε τη ματαιοδοξία γιατί γνώριζε την ουσιαστική αξία της μουσικής, του τραγουδιού και του λόγου, και μόνο με αυτά τα όπλα πάλευε στη ζωή του» λέει στη LiFO ο Γιώργος Νταλάρας, που ήταν 18άρης όταν τον γνώρισε και που η συνεργασία τους σφράγισε την καριέρα του.
«Ο Νταλάρας είvαι o ιδαvικός ερμηvευτής τωv τραγoυδιώv μoυ» είχε πει, άλλωστε, αργότερα ο ίδιος ο Κουγιουμτζής.
Γιώργος Νταλάρας - Αν Δεις Στον Ύπνο Σου Ερημιά
Μισός λόγιος, μισός λαϊκός
«Το πτυχίο μου το πήρα με άριστα. Στη συνέχεια πήρα πτυχία αντίστιξης και φούγκας. Τρία χαρτιά, σχεδόν άχρηστα. Γιατί, αν γενικά η παιδεία μας έχει προβλήματα, η μουσική μας παιδεία έχει τα χάλια της» περιέγραφε ο ίδιος στο βιβλίο του «Ανοιχτά παράθυρα με κλειστά παντζούρια».
Ο Κουγιουμτζής μπόλιασε την κλασική του παιδεία με τα βιώματα, τις ιστορίες αγάπης, τους αποχωρισμούς, τον βιοπορισμό, την καθημερινότητα. Και κόντρα σε όσους επιμένουν να ταυτίζουν το λαϊκό τραγούδι με το μπουζούκι, οι ενορχηστρώσεις του –τις οποίες έκανε αποκλειστικά ο ίδιος– είχαν όχι μόνο μπουζούκι, αλλά και (μεταξύ άλλων) βιολί, κοντραμπάσο, βιόλα, άρπα, μαντολίνο, φυσαρμόνικα κι ασφαλώς πιάνο.
«Προσωπικά, δεν με ενοχλεί που το λαϊκό τραγούδι έχει συνδεθεί με το μπουζούκι. Αυτό που με ενοχλεί είναι η κατάχρηση του μπουζουκιού –σε όποιο είδος– και οι φωνές που δεν μπορούν να εκφράσουν τίποτα πέρα από το... εγώ τους! Θα σας πω ότι ο Κουγιουμτζής θα ήθελε πάρα πολύ να έχει συνεργαστεί με τον Καζαντζίδη – ακόμη και τα τελευταία χρόνια τους. Υπήρχαν όμως στεγανά –ή έστω ανθρώπινες σκέψεις και συμπεριφορές– που το απέτρεψαν. Νομίζω ότι χρησιμοποίησε το μπουζούκι με πολύ σοφό τρόπο μαζί με όσα άλλα όργανα θεωρούσε ότι ταιριάζουν στα τραγούδια του κάθε φορά. Με δεδομένο ότι ήταν ένας δημιουργός που –σε ό,τι αφορά τα τραγούδια τουλάχιστον– υπερασπιζόταν την απλότητα και την αμεσότητα. Όπως απέφευγε τα βαρύγδουπα λόγια, απέφευγε και τις βαρύγδουπες ενορχηστρώσεις» μας εξηγεί ο Γιώργος Τσάμπρας, μουσικός παραγωγός και συγγραφέας.
Δημήτρης Μητροπάνος - Αν Μ' Αγαπάς
Ο ίδιος διηγείται την πρώτη του επεισοδιακή γνωριμία με τον συνθέτη, που όμως οδήγησε σε μια σχέση ζωής.
«To 1985 o Σταύρος Κουγιουμτζής είχε ήδη γράψει τα περισσότερα από όσα ξέρουμε απ’ αυτόν μέχρι σήμερα. Για όσους δεν θυμούνται, οι δημιουργοί του ’60 και του ’70, εθεωρούντο "παλιοί" και "κουρασμένοι" στα χρόνια του ’80. Πολύ περισσότερο από τότε που άρχισε να κυριαρχεί –κυρίως στα "μέσα" της εποχής– αυτό που σχηματικά ονομάστηκε "ελληνικό ροκ".
Τότε λοιπόν, κυκλοφορεί ο δίσκος του "Τα νυχτέρια μας", με τον Δημήτρη Μητροπάνο. Είμαι 21 ετών, νέος παραγωγός στο Δεύτερο Πρόγραμμα και παρουσιάζω μ’ ένα κριτικό πνεύμα το δίσκο. Μου μεταφέρεται ότι ο Κουγιουμτζής έχει ενοχληθεί από την εκπομπή, ζητώ τον αριθμό τηλεφώνου του και του τηλεφωνώ για να μάθω από τον ίδιο γι’ αυτό που τον ενόχλησε.
Από τις πρώτες ερωτήσεις που μου κάνει είναι: "Πόσο χρονών είσαι;". Κι όταν του λέω την ηλικία μου, μου κλείνει θυμωμένα το τηλέφωνο λέγοντάς μου: "Για να είσαι 21 ενός ετών και να μιλάς μαζί μου, πρέπει να είσαι τουλάχιστον ο... Γκάτσος!". Ούτε στιγμή δεν σκέφτηκα ότι ήταν έπαρση η συμπεριφορά του.
Έναν χρόνο μετά που ξανασυναντηθήκαμε, κατάλαβα ότι αυτός ο άνθρωπος είχε πληγωθεί πολύ τότε από την κυρίαρχη αντίληψη της εποχής εκείνης και είχε αναπτύξει μια υπερευαισθησία. Αμέσως μετά, άλλωστε, έγραψε εκείνο το "κάτι άρρωστες ψυχές να σε λένε ξοφλημένο", στο "Τρελοί και άγγελοι"...
Από τότε, συναντηθήκαμε κάποιες φορές, κάναμε αρκετές συνεντεύξεις, πάντα είχαμε τηλεφωνική επικοινωνία –με δεδομένο ότι το 1988 μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη– και συζητούσαμε τόσο για θέματα της μουσικής όσο και για τις κοινωνικές εξελίξεις που μας απασχολούσαν. Μέχρι μια βδομάδα πριν φύγει...».
Χάρις Αλεξίου - Θα 'ταν 12 Του Μάρτη
Ήταν παραγνωρισμένος δημιουργός;
H πρώτη μεγάλη επιτυχία του ήταν το «Να 'ταν το '21» σε στίχους της Σώτιας Τσώτου. Ήταν τέτοια η απήχηση τού τραγουδιού που μέσα σε έναν χρόνο, είχε κάνει 17 εκτελέσεις. Όπως είχε αστειευτεί και ο παραγωγός της Minos, Αχιλλέας Θεοφίλου, «ανοίγουν εταιρείες, γράφουν το '21 και ξανακλείνουν».
Ο Σταύρος Κουγιουμτζής θα μπορούσε να πει κανείς πως μεσουράνησε καλλιτεχνικά τη δεκαετία τού '70 οπότε και έβγαλε 8 από τους 15 δίσκους του. Στη συνέχεια, στα τέλη της επόμενης δεκαετίας αποφάσισε να επιστρέψει, αποσυρόμενος για κάποια χρόνια από το τραγούδι και την (όποια) δημοσιότητα, στη Θεσσαλονίκη.
Παρά την τεράστια απήχησή του και, μάλιστα, σε καιρούς εκτόξευσης του πολιτικού τραγουδιού, ο Κουγιουμτζής δεν έτυχε της προβολής άλλων συναδέλφων του. Έκανε την πρώτη προσωπική του συναυλία το 1983 ενώ τον ίδιο καιρό η ΕΡΤ τού έστησε το πρώτο του αφιέρωμα.
«Όταν η ΕΡΤ1 πρόβαλε το αφιέρωμα για το έργο μου, αρχές του '83, εγώ έκλεινα τα πενήντα. Ήταν το πρώτο αφιέρωμα που μου γινόταν ύστερα από είκοσι ένα χρόνια στο τραγούδι. Μέχρι τότε είχα γράψει ήδη τα περισσότερά μου τραγούδια, αλλά κανείς δε μου είπε μια καλή κουβέντα, εκτός από τον Νίκο Γκάτσο. Ήμουν το αποπαίδι του τραγουδιού. Επιπλέον, εισέπραττα (αν δε με αγνοούσαν) κι ένα άγριο σνομπάρισμα από τους χατζιδακικούς, τους θεοδωρακικούς, τους σαββοπουλικούς και τους μαρκοπουλικούς» περιγράφει ο ίδιος στο βιβλίο του.
Ήταν θέμα δισκογραφικής που δεν τον προωθούσε ως όφειλε; Ήταν η πολιτική συγκυρία και η «σκιά» άλλων, μεγάλων, προβεβλημένων συναδέλφων του; Ήταν η δική του εσωστρέφεια και ακεραιότητα απέναντι στο τραγούδι που δεν του επέτρεπε να το «πουλάει» και να «αυτοδιαφημίζεται»;
«Ήταν όλα αυτά, αλλά δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα τι μετρούσε περισσότερο. Όντως, ο Κουγιουμτζής ήταν ένας άνθρωπος που ο χαρακτήρας του δεν του επέτρεπε να "πουλάει" οτιδήποτε ή να αυτοδιαφημίζεται. Νομίζω επίσης ότι τον ενδιέφερε περισσότερο η μελέτη, το προσωπικό του ψάξιμο, από το να "περιφέρεται" παίζοντας τα τραγούδια του με τον πιο τυπικό τρόπο. Μάλλον δεν είχε και μια παρέα μουσικών που θα μπορούσαν να κάνουν πιο ουσιαστική μια τέτοια διαδικασία... Και σαφέστατα, από τη στιγμή που ο δισκογραφικός μηχανισμός δεν έβλεπε άμεσο εμπορικό ενδιαφέρον στο υλικό του, δεν μπορούσε να περιμένει οποιαδήποτε –άμεση– στήριξη. Βέβαια, μπορώ να σας πω ότι κι εγώ αναρωτιέμαι για το γεγονός ότι ακόμη και στα χρόνια που το υλικό του απέκτησε μια "μυθική" διάσταση, δεν υπήρξαν εκδόσεις του έργου του που να τη στηρίζουν» εκτιμά ο κ. Τσάμπρας.
Γιώργος Νταλάρας - Τρελοί και Άγγελοι (Ντύλαν Τόμας)
«Ο Σταύρος Κουγιουμτζής ήταν ένας πολύ σπουδαίος, πολύ σημαντικός –για την εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού– συνθέτης και τραγουδοποιός, από τα πρώτα χρόνια της εμφάνισής του στην δισκογραφία. Ο λόγος που, όπως λέτε, καθυστέρησε κατά κάποιον τρόπο να "φανεί" στα μέσα, ήταν η σεμνότητα του, η αξιοπρέπεια του και η φιλοσοφία του για την τέχνη και την ζωή. Προτιμούσε να μιλάει μέσα από τα τραγούδια του και λιγότερο από τις εμφανίσεις του στις συναυλίες η την τηλεόραση. Όχι ότι το απέφευγε, αλλά δεν το κυνήγησε ποτέ» λέει με τη σειρά του ο Γιώργος Νταλάρας.
Προσωπικά πίστευα πως ο Σταύρος Κουγιουμτζής υπήρξε από τους παραγνωρισμένους της ελληνικής μουσικής. Χωρίς αφιερώματα, χωρίς συναυλίες, χωρίς συνεντεύξεις, αν και με μόνιμη παρουσία στα σοβαρά ραδιόφωνα. Προσωπικά πάντα πίστευα πως δεν του δόθηκε το βήμα που κυρίως άξιζε και δευτερευόντως έχει δοθεί σε άλλους συναδέλφους του.
«Το όποιο βήμα, δεν δίνεται! Το βήμα κατακτιέται από οποιονδήποτε» αντιτείνει ο κ. Τσάμπρας. «Η αναγνώριση είναι και επιδίωξη. Καταλαβαίνετε, βέβαια, ότι είναι άλλο να επιδιώκεις αυτό που αξίζεις και άλλο να ζητάς... τόκους από κεφάλαια που δεν έχεις καταθέσει. Η αλήθεια είναι ότι μέσα στον γιγαντισμό της (παρα)πληροφόρησης, πιο συχνά συμβαίνει το δεύτερο!».
Γιάννης Καλατζής - Ήθελα να 'μουνα πουλί, 1971
«Κάθε άλλο παρά παραγνωρισμένος ήταν. Τον έχουν αποδεχτεί και θαυμάσει όλοι οι συνάδελφοι του και φυσικά ο κόσμος που λάτρεψε και λατρεύει τα τραγούδια του. Έχει αφήσει ένα μεγάλο χνάρι στην σύγχρονη ελληνική λαϊκή μουσική και είναι πάντα παρών. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί νέοι εμπνέονται από τα τραγούδια του και γράφουν “σαν τον Κουγιουμτζή” κι άλλοι διασκευάζουν τραγούδια του» συμπληρώνει ο κ. Νταλάρας που ομολογεί πως «θα του χρωστάω πάντα ευγνωμοσύνη όχι μόνο για τα τραγούδια που μου εμπιστεύθηκε αλλά και για το υπόδειγμα της ζωής του».
O ίδιος επιβεβαιώνει με τον πιο σύντομο και ηχηρό τρόπο μια ιστορία στα όρια του αστικού μύθου για τα περί συναδελφικού θαυμασμού από έναν άλλο μεγάλο, τον Μάνο Λοΐζο.
«Παρότι με τον Κουγιουμτζή ήμουν τόσο πολύ κοντά από νεαρό παιδί, με τον Μανό Λοΐζο, επίσης αγαπημένο μου, είχα πιο πολύ θάρρος. Ένα βράδυ που γράφαμε στο στούντιο, μου λέει για ένα τραγούδι του: "Ωραίο, ε Γιώργο;". "Ε δεν είναι και το Κάπου Νυχτώνει…" απάντησα.
Σε λίγες μέρες έφερε το "Αχ Χελιδόνι μου" σε στίχους του Λευτέρη. Μόλις το ακούσαμε, μου λέει: "Αυτό όμως, είναι ε;"».