Συναντηθήκαμε ένα απόγευμα στο Κέντρο Έρευνας και Προβολής της Εθνικής Μουσικής (ΚΕΠΕΜ), στο Ωδείο Σίμων Καράς, όπου από το 2009 διδάσκονται, στα χνάρια του μεγάλου δασκάλου, φωνητική, όργανα, οργανοποιία, βυζαντινή μουσική, θεωρητικά της ελληνικής μουσικής και παραδοσιακός χορός. Στην ταράτσα του ιστορικού αυτού χώρου με την πανοραμική θέα γνώρισα από κοντά τον Σαλβατόρε Κοντιτσέλο.
«Εδώ έκανα μαθήματα παραδοσιακής μουσικής» μου λέει, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο μπουζούκι του μέσα στη θήκη. Μέλος των συγκροτημάτων LaBaf και Kosmopolitevitch, μετακόμισε στην Ελλάδα πριν από έξι χρόνια, λόγω της αγάπης του για την παραδοσιακή μουσική.
Γεννήθηκε στη Σικελία, στο ορεινό και απομονωμένο χωριό της Τροΐνα, από πατέρα Ιταλό και μητέρα Ελληνογαλλίδα. Σπούδασε μετάφραση στη Σορβόννη, κάνοντας παράλληλα σπουδές και στο παραδοσιακό τραγούδι. Παίζει λαούτο, μπουζούκι, τρομπέτα και τρομπόνι και ερμηνεύει από δημοτικά μέχρι ρεμπέτικα και λαϊκά στα γλέντια στα οποία παρευρίσκεται.
Όλα ξεκίνησαν όταν ο πατέρας του τον έγραψε στη Φιλαρμονική του χωριού τους. Ήταν και εκείνος μέλος της, καθώς έπαιζε χρόνια τρομπόνι. Στα έντεκά του χρόνια ο Σαλβατόρε ξεκίνησε να παίζει τρομπέτα.
Καθώς αγαπούσε ανέκαθεν τις μπάντες και τα μουσικά σχήματα, λίγους μήνες μετά την εγκατάστασή του στη χώρα δημιουργήθηκαν οι Laikindia, μια πενταμελής μουσική ομάδα που είχε ως στόχο τη σύνδεση της ελληνικής με την ινδική μουσική.
«Θυμάμαι τον πατέρα μου τα απογεύματα να μου λέει: “Έλα να κάνουμε σολφέζ”. Το 50% της μουσικής μου γνώσης το οφείλω σε εκείνον».
Λίγα χρόνια μετά την πρώτη του γνωριμία με τη μουσική, ακολούθησε η μετακόμιση στο Παρίσι. Εκεί συνέχισε τις μουσικές του σπουδές, παίρνοντας δίπλωμα στο τρομπόνι και στην κλασική μουσική. Το έμφυτο ταλέντο του δεν άργησε να εκδηλωθεί, με τις διακρίσεις σε διαγωνισμούς να διαδέχονται η μια την άλλη.
Το διάστημα που βρισκόταν στη Γαλλία, ο Σαλβατόρε θα το μνημονεύει για πάντα. Όχι τόσο για τις διακρίσεις, αλλά για την ημέρα που έμελλε να σημαδέψει τη ζωή του.
«Στα δεκατέσσερά μου ήρθε ένας καινούργιος ψάλτης από την Ελλάδα στην ενορία που επισκεπτόμασταν στο Παρίσι. Άκουσα τη φωνή του και έμεινα κάγκελο, που λέμε. Άρχισα να πηγαίνω κοντά του για να μάθω. Αυτό ήταν. Κόλλησα με τη βυζαντινή μουσική. Στην αρχή έκανα ισοκράτημα δίπλα του. Όταν, όμως, επέστρεψε στην Ελλάδα, έμεινα εγώ και ένας ακόμα φίλος στο αναλόγιο. Ήμασταν οι μόνοι που ξέραμε –όσο ξέραμε– να ψέλνουμε. Έτσι, από εκεί που δεν ήξερα σχεδόν τίποτα, έγινα αριστερός ψάλτης. Μάλιστα, κάποιες κυρίες του ναού, όταν άκουσαν τη φωνή μου, μου πρότειναν να τραγουδήσω σε κάποια γιορτή των Ελλήνων του Παρισιού».
Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε να παίζει και να τραγουδά στις γιορτές των ελληνικών χορευτικών συλλόγων. Στις γιορτές αυτές υπήρχε ακορντεόν και κλαρίνο, αλλά απουσίαζε το μπουζούκι. Η Σέτα Θεοδωρίδου, γυναίκα του γνωστού ρεμπέτη Στέλιου Θεοδωρίδη, παρότρυνε τον Σαλβατόρε να μάθει να παίζει και μπουζούκι.
«Της είπα πως δεν ήξερα να παίζω, εκείνη όμως μου πρόσφερε το ομορφότερο δώρο, το μπουζούκι του άντρα της. Πρώτη φορά που έπαιξα ελληνική μουσική ήταν με αυτό το όργανο και γι’ αυτόν το λόγο έχει μεγάλη συναισθηματική αξία για μένα. Έκτοτε παίζω μόνο με αυτό».
Στις γιορτές που άρχισε να πηγαίνει, έπαιζε κυρίως παραδοσιακά και ρεμπέτικα, ενώ οι θαμώνες του έγραφαν σε λίστα ποια τραγούδια να ερμηνεύσει. Έχοντας πάρει το βάπτισμα του πυρός και μετρώντας τις δυνατότητές του σε αυτό το μουσικό είδος, ο Σαλβατόρε ήταν πλέον έτοιμος.
«Αν δεν είχε γίνει όλο αυτό, θα ήμουν μάλλον κλασικός μουσικός και δεν θα τραγουδούσα. Θυμάμαι όταν είπα στον πατέρα μου ότι θέλω να ασχοληθώ με τη λαϊκή μουσική και να αφήσω την κλασική. Μου είπε “θα σου αρέσει να τραγουδάς μια ζωή στις ταβέρνες και στα μαγαζιά;”. Δεν το πήρε με καλό μάτι. Αν συνέχιζα την κλασική μουσική με τις προδιαγραφές που είχα τότε, σήμερα θα είχα μια πολύ καλή δουλειά, αλλά δεν το μετανιώνω καθόλου.
Εξάλλου, όταν έπαιζα κλασική μουσική ένιωθα ότι ο κόσμος δεν ανταποκρινόταν, εκεί ήταν λίγο πιο απόμακρα τα πράγματα. Εν αντιθέσει, όταν παίζω τώρα, το κοινό δείχνει τα συναισθήματά του και εκφράζεται θετικά ή και αρνητικά».
Ο Σαλβατόρε ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα αυτήν τη μουσική. Ο ενθουσιασμός του τον οδήγησε στην απόφαση να κυνηγήσει το όνειρό του στην Ελλάδα. Έτσι ταξίδεψε στην Αθήνα με την ελπίδα πως το ταλέντο και το μεράκι του δεν θα αργήσουν να αναγνωριστούν. Παράλληλα, θα ξεκινούσε στο ΕΚΠΑ το μεταπτυχιακό του πάνω στην παραδοσιακή μουσική, χρυσώνοντας έτσι το χάπι στους ανήσυχους γονείς του. Εγκαταστάθηκε στη γειτονιά της Κυπριάδου, στα Πατήσια, όπου διέμενε για χρόνια η γιαγιά του.
«Όταν έφτασα εδώ, δεν ήξερα κανέναν, αλλά πολύ γρήγορα έκανα νέους φίλους μέσω της μουσικής. Μια γνωστή μου με πρότεινε σε ένα μαγαζί στο Χαλάνδρι. Αυτό ήταν το πρώτο μου μαγαζί. Στην αρχή ζορίστηκα, γιατί πίστευα πως δεν ήμουν σε τέτοιο επίπεδο ώστε να γίνω αποδεκτός. Δεν ήταν και τα ελληνικά μου πολύ καλά.
Στα πρώτα μου γλέντια, μου είπαν πως θα έπρεπε να παίζω και ένα όργανο εκτός από το να τραγουδάω. Έτσι έμαθα και λαούτο. Ευτυχώς, είχα πάντα μια ευχέρεια με τα όργανα. Τα καταλάβαινα».
Καθώς αγαπούσε ανέκαθεν τις μπάντες και τα μουσικά σχήματα, λίγους μήνες μετά την εγκατάστασή του στη χώρα δημιουργήθηκαν οι Laikindia, μια πενταμελής μουσική ομάδα που είχε ως στόχο τη σύνδεση της ελληνικής με την ινδική μουσική.
«Η κοπέλα που έπαιζε βιολί ανακάλυψε ένα βιβλίο με αναφορές στα ινδικά τραγούδια του ελληνικού σινεμά (π.χ. “Ποιος σου ‘πε, κούκλα μου”, “Αυτή η νύχτα μένει”). Τα τραγούδια αυτά προϋπήρχαν στο Μπόλιγουντ. Αμέσως καταλάβαμε ότι όλο αυτό ήταν από μόνο του ένα μουσικό κίνημα το οποίο δεν είχε αναδειχθεί δεόντως. Ξεκινήσαμε τους πειραματισμούς και γρήγορα το όλο project κέρδισε τον κόσμο».
Αυτή η νύχτα μένει - Laikindia
Ταυτόχρονα, ο Σαλβατόρε ήταν μέλος των Kosmopolitevitch, του συγκροτήματος που είχε ήδη ξεκινήσει όταν βρισκόταν στη Γαλλία. Το 2021, ωστόσο, οι Laikindia ολοκληρώνουν την κοινή τους πορεία. Κάθε μέλος τραβά τον δικό του δρόμο, με τον Σαλβατόρε να αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στην ελληνική λαϊκή μουσική.
«Μετά τους Laikindia συγκεντρώθηκα στα παραδοσιακά και τα δημοτικά. Τότε ξεκίνησα να παίζω τακτικά σε συλλόγους, πανηγύρια αλλά και αλλού. Γάμοι, βαπτίσεις, μουσική στον δρόμο. Τα πάντα. Κάποιες φορές είχα βάπτιση το μεσημέρι και γλέντι το βράδυ. Ήταν μια πολύ παραγωγική περίοδος για μένα. Θεωρώ πως τότε έκανα το μεγάλο άλμα στην καριέρα μου».
Η αποδοχή που γνώρισε ο Σαλβατόρε ήταν μεγάλη. Ούτε το ξενόφερτο όνομά του στις αφίσες των προγραμμάτων, ούτε και η προφορά του στάθηκαν εμπόδιο στη μουσική του διαδρομή. Όσοι μάλιστα μάθαιναν την ιστορία του και το πώς ξεκίνησε, εντυπωσιάζονταν και τον ενθάρρυναν να συνεχίσει.
«Κανένας δεν μου έχει πει “γιατί τραγουδάς ελληνικά αφού είσαι Ιταλός”. Ευτυχώς δεν έχω δεχθεί καθόλου ρατσισμό. Αντιθέτως. Στην αρχή ήθελα να κρύψω την καταγωγή μου. Μετά κατάλαβα ότι όλο αυτό δεν είχε νόημα. Έπρεπε να αποδεχτώ αυτό που είμαι. Μπορεί να μην ξέρω την αλφάβητο στα ελληνικά, αλλά ξέρω να σου γράψω μια μαντινάδα. Ουσιαστικά, προσαρμόστηκα σε αυτά που μου ζητήθηκαν στην Ελλάδα και ο κόσμος με αγκάλιασε. Νομίζω πως οι περισσότεροι όταν με ακούν νιώθουν μια περηφάνεια».
Για τον Σικελό μουσικό, οι παραδοσιακές αυτές συναθροίσεις κρύβουν μια δυσεύρετη γνησιότητα. Η επικοινωνία με το κοινό είναι ακατέργαστη, πιο αληθινή και σίγουρα δεν τη συναντάς εύκολα στα υπόλοιπα συναυλιακά είδη. Ο Σαλβατόρε σε αυτά τα γλέντια βρήκε τη δική του μουσική Ιθάκη, γιατί πρωτίστως ταίριαζε απόλυτα στη δική του ιδιοσυγκρασία.
«Ήθελα πάντα να είμαι ένα με τον κόσμο. Είμαι εκεί, στο πάλκο, στέλνω ενέργεια και η επαφή αυτή είναι άμεση. Θεωρώ ότι σε αυτό είμαι καλός γιατί μπορώ και ψυχολογώ τον κόσμο. Πάντα διοχετεύω την ενέργειά μου. Με τρόπο έντονο, αλλά χωρίς υπερβολές. Επίσης, τα πάντα είναι πιο ελεύθερα στα γλέντια. Μπορεί να ξεκινήσεις να παίζεις μικρασιάτικα, μετά παραδοσιακά της Κύθνου και στο τέλος να κλείσεις με Γονίδη. Δεν ξέρεις πού θα σε οδηγήσει η βραδιά και αυτό μου αρέσει.
Πίσω από κάθε τραγούδι που ερμηνεύουμε κρύβεται πολλές φορές ένας άγνωστος συνθέτης ή στιχουργός και εμένα με συγκινούν περισσότερο τα τραγούδια παρά ο ερμηνευτής. Μου αρέσουν τα τραγούδια που ξεχνάς ποιος τα ερμηνεύει. Αυτά που μιλούν από μόνα τους. Δεν είμαι τύπος της επώνυμης μουσικής παραγωγής. Πάντα κολλούσα με τα τραγούδια των άγνωστων καλλιτεχνών, και αν βρεθείς σε παραδοσιακό γλέντι θα ακούσεις πολλά τέτοια».
Πλέον, ο Σαλβατόρε γνωρίζει από πρώτο χέρι την ελληνική πραγματικότητα στον χώρο της μουσικής. Έχοντας παίξει σε εκατοντάδες γλέντια και εκδηλώσεις τα τελευταία έξι χρόνια, διακρίνει εύκολα τις διαφορές ανάμεσα στην Ελλάδα και τις χώρες στις οποίες πρωτοέπαιξε μουσική.
«Από μουσικής άποψης η Ελλάδα είναι πολύ μπροστά. Θεωρώ ότι οι μουσικοί εδώ λειτουργούν με όρους ελεύθερου επαγγελματία. Όσο παίζουν, τόσο βγάζουν. Τους είναι πιο δύσκολο να βιοποριστούν, οπότε αναγκαστικά ανεβαίνουν επίπεδο. Ακόμη, η αγορά εδώ είναι μικρή και η μουσική κουλτούρα μεγάλη, κάτι το οποίο από μόνο του αυξάνει τον ανταγωνισμό. Η διαφορά στη μουσική ανάμεσα στις δύο χώρες εντοπίζεται σε όσους βρίσκουν μια καλλιτεχνική πρόταση που να διαφέρει. Στην Ιταλία ή στη Γαλλία αν είσαι απλά καλός μουσικός, θα δουλέψεις. Αυτό στην Ελλάδα δεν αρκεί από μόνο του. Πρέπει να ξεχωρίζεις.
Όσον αφορά τη διασκέδαση, σίγουρα διασκεδάζουμε διαφορετικά Έλληνες και Ιταλοί. Οι Έλληνες είναι έξω καρδιά. Σπάνε πιάτα και χορεύουν με την ψυχή τους. Στην Ιταλία τα πράγματα είναι πιο συναυλιακά. Σε αυτό το κομμάτι είμαστε πιο Βαλκάνιοι, ενώ οι Ιταλοί είναι πιο Λατίνοι. Οι Λατίνοι γενικά θέλουν τη μουσική, αλλά δεν την έχουν και τόσο στη ζωή τους».
Andra mou paei - Salvatore Conticello
Σήμερα, παράλληλα με τις εμφανίσεις του στα γλέντια, εκτελεί και χρέη frontman στους LaBaf, ένα φρέσκο σχήμα που τοποθετεί τα παραδοσιακά και την τρανς στο ίδιο καλούπι.
Με την κοπέλα του και dj Λάουρα Σανσάνο, αλλά και τον επίσης Ιταλό φίλο του, Έντο Σοβράνι, ξεκίνησαν να πειραματίζονται πάνω σε τρανς ήχους. Αρχικά, η Λάουρα άρχισε να παίζει τέκνο τραγούδια και εκείνοι αυτοσχεδίαζαν με παραδοσιακά.
«Το πρώτο κομμάτι από το επερχόμενο άλμπουμ μας είναι από την εβραϊκή παράδοση και το τελευταίο είναι αραβικό. Στη μέση έχουμε σκυλάδικα και δημοτικά», λέει. Με αυτό το σχήμα, ο Σαλβατόρε ταξιδεύει σε Ελλάδα και Ευρώπη, παίρνοντας μέρος σε πολλά μουσικά φεστιβάλ.
«Στους La Baf έχω βρει τη χρυσή τομή σχετικά με αυτό που με χαρακτηρίζει ως καλλιτέχνη. Θέλω το χθες να τροφοδοτεί το αύριο. Θέλω όλα αυτά που κάνω να τα προσαρμόζω στους όρους της σημερινής διασκέδασης, στοχεύοντας κυρίως στα άτομα της ηλικίας μου. Και αυτό γιατί καλλιτεχνικά με εκφράζει περισσότερο η πηγαία έμπνευση. Με λίγα λόγια, θέλω να κάνω τον κόσμο να διασκεδάζει με τον τρόπο του.
Είναι φρέσκο σχήμα, όμως έχουμε λάβει πολύ ενθαρρυντικά μηνύματα. Παίρνουμε τους όρους της παράδοσης, τον αυτοσχεδιασμό και την προσαρμοστικότητα στο κοινό και τους ξαναβάζουμε σε ένα άλλο πλαίσιο, το οποίο σε διασκεδάζει με τους όρους του σήμερα. Νομίζω αυτό έχουμε καταφέρει. Ετοιμάζουμε νέες δουλειές και το καλοκαίρι θα κάνουμε περιοδεία. Ευτυχώς το πράγμα εξελίσσεται».
Προσαρμόζονται ανάλογα με το πού παίζουν. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, παίζουν τελείως διαφορετικά από ό,τι στην Ελλάδα. «Παλαιότερα, ο κόσμος διασκέδαζε με το τσιφτετέλι, το ζεϊμπέκικο, το συρτό και το καλαματιανό, τώρα έχει την τέκνο, την τρανς, την ντριλ, την τραπ, το ρεγκετόν για να το κάνει. Έναν σωρό ρυθμούς δηλαδή που χορεύονται με τον τρόπο τους».
Οι LaBaf επί της ουσίας δημιουργούν με βάση την τέκνο, βάζοντας πάνω της το λεξιλόγιο όλων των μουσικών τους αναφορών. «Αυτός είναι και ένας τρόπος να σκορπίσουμε την ελληνική μουσική και σε άλλα αυτιά» τονίζει ο Σαλβατόρε.
«Σε ένα γλέντι παίρνω το μικρόφωνο και το λαούτο, τραγουδώ την “Ιτιά” και χορεύουν τσάμικο. Μετά αλλάζω ρούχα, πάω σε ένα κλαμπ, τραγουδώ την “Ιτιά” και χορεύουν τέκνο. Έχω το ένα πόδι εδώ και το άλλο αλλού».
Μέσα στον Φεβρουάριο, οι LaBaf αναμένεται να κυκλοφορήσουν το πρώτο τους επίσημο άλμπουμ με τίτλο «Electro – Panygiri». Ο 27χρονος μουσικός δεν θέτει προς το παρόν μακρινούς στόχους. Απολαμβάνει κάθε πτυχή της διαδρομής του, με γνώμονα πάντα την αγάπη για τη μουσική και την επικοινωνία που αυτή μόνο προσφέρει. Το μόνο σίγουρο, όπως μου εκμυστηρεύθηκε, είναι πως δεν σκοπεύει να φύγει σύντομα από την Ελλάδα.
«Σε δέκα χρόνια θα μου άρεσε να ξέρω ότι έκανα κάτι διαφορετικό. Ότι άνοιξα και εγώ έναν δρόμο. Ο στόχος μου είναι ένας πάντως και δεν αλλάζει. Θέλω να κάνω τον κόσμο να χορεύει και να διασκεδάζει. Αυτό είναι το πιο σημαντικό».