O Sufjan Stevens ανήκει σε εκείνη την κατηγορία μουσικών, των οποίων το έργο θα εκτιμάται όλο και περισσότερο όσο περνάνε τα χρόνια. Μπορεί να μην έχει κυκλοφορήσει πολλούς δίσκους (μετράει 7 επίσημες κυκλοφορίες) για το διάστημα που δισκογραφεί (από το 2000), αλλά η σπουδαιότητά τους είναι μεγάλη και αφορά κάθε επίπεδο της καλλιτεχνικής του ύπαρξης.
Αρχικά, έχει υπάρξει ιδιαίτερα επιδραστικός. Με τους δίσκους-κομψοτεχνήματα «Michigan» (2003), «Seven Swans» (2004) και «Illinois» (2005) δημιούργησε μια ολόκληρη indie-folk τάση, η οποία τα επόμενα χρόνια φούντωσε κι έφτασε στην κορύφωσή της προς τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους Fleet Foxes.
Έπειτα, έχει αποδειχτεί διορατικός. Όταν ολόκληρος ο εναλλακτικός μουσικός κόσμος ασχολούνταν ακόμα με το indie και τις lo-fi ηχογραφήσεις, αυτός παρέδωσε το «The age of adz» (2010), ένα προφητικό άλμπουμ, μείγμα folk, disco, electro-pop και hip-hop, στο οποίο συμπύκνωνε ηχητικές τάσεις που θα κατακτούσαν το mainstream τα επόμενα χρόνια.
Είτε συμφωνείτε είτε διαφωνείτε μαζί του, είτε σας αρέσει η μουσική του είτε όχι, είναι μουσικοί σαν τον Sufjan Stevens που θα θυμόμαστε σε μερικά χρόνια από τώρα, όχι όλους εκείνους για τους οποίους δαπανάται δυσανάλογα πολύς ιντερνετικός χώρος και χρόνος σε σχέση με την αξία τους.
Τέλος, στιχουργικά έχει φανεί τόσο μεγαλειώδης όσο και ταπεινός. Στην πλειονότητα των τραγουδιών του αγκαλιάζει θέματα που περιστρέφονται γύρω από τον χριστιανισμό, την αγάπη, τον θάνατο, τον θρήνο, το φως, το σκοτάδι και τη μάχη ανάμεσά τους που δίνει νόημα στη ζωή μας.
Ωστόσο οι δίσκοι του έχουν αποτελέσει την πλατφόρμα για να μεταφέρει σκέψεις, πτυχές και στιγμές της δικής του ζωής, με αποκορύφωμα το «Carrie And Lowell» (2015), έναν από τους πιο σπαραχτικούς δίσκους που έχουν γραφτεί ποτέ, ένα άλμπουμ για τους πόνους και τις χαρές της παιδικής του ηλικίας, για τη σχιζοφρενή μητέρα του, τον υποστηρικτικό πατριό του, τις αναμνήσεις που δεν θα άλλαζαν τελικά, το ίδιο το δώρο της ζωής. Ακόμα το σκέφτομαι κάθε φορά που πάω να πατήσω play, τόσο πολύ πονάει, γι' αυτό άλλωστε έχω καταφέρει να το ακούσω μόνο άλλες δυο-τρεις φορές από την εποχή που βγήκε.
Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, ο Sufjan Stevens είναι σημαντικός τόσο σε κοινωνικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Φέτος, δύο χρόνια μετά το συναισθηματικό του αριστούργημα, βρίσκεται πάλι στην επικαιρότητα, κυρίως για μουσικούς λόγους, αλλά όχι μόνο. Όλα ξεκίνησαν στις αρχές του έτους, όταν με μερικές δημοσιεύσεις του στο Tumblr τοποθετήθηκε ανοιχτά ως προς τη μεταναστευτική πολιτική των ΗΠΑ, εκφράζοντας τις σκέψεις του.
Σε αυτά τα κειμενάκια του αναφέρει, μεταξύ άλλων, πως ο Χριστός θα ντρεπόταν αν έβλεπε τι συμβαίνει στην ανθρωπότητα, πως προσεύχεται για όλους καθημερινά, παραφράζει τις δέκα εντολές και καταλήγει πως η πραγματική αγάπη έρχεται με τον θάνατο του Εγώ μας.
Πολλοί βιάστηκαν να κατηγορήσουν τον Αμερικανό μουσικό για θεολογικό παραλήρημα, αλλά αν διαβάσει κανείς προσεχτικά τις λέξεις που χρησιμοποιεί ο Sufjan Stevens, θα συνειδητοποιήσει πως ξεχειλίζουν από αληθινή αγάπη και συμπόνια για τον συνάνθρωπο, ανεξαρτήτως θρησκείας, πίστης, ιδεολογίας κ.λπ.
Άλλωστε ο ίδιος ουδέποτε προσπάθησε να κρύψει αυτό το κομμάτι της προσωπικότητάς του: μεγάλωσε σε ένα βαθιά θρησκευόμενο περιβάλλον με τον πατέρα του Rasjid και τη μητριά του Pat, στο οποίο όμως επικρατούσαν ανοιχτόμυαλες ιδέες και πνευματικότητα, όχι συντηρητισμός και οπισθοδρομική σκέψη.
Εξάλλου, οι γονείς του τον ενθάρρυναν να ασχοληθεί με τη μουσική, πήγε σε πρότυπο κατηχητικό σχολείο, ενώ μέχρι και το όνομά του έχει θρησκευτικό υπόβαθρο – Sufjan στα περσικά σημαίνει «αυτός που κουβαλάει το σπαθί».
Συνεπώς, είναι ένας άνθρωπος που δεν εγκλωβίζεται στη φυλακή της πίστης αλλά την αξιοποιεί ως οδηγό για να ερμηνεύσει και να κατανοήσει τον κόσμο στον οποίον ζει.
Πέρα όμως από αυτή την καθόλου ψύχραιμη κριτική στο πρόσωπο του Stevens, ο μουσικός Τύπος φέτος τον έχει προβάλει για τα αμέτρητα μουσικά του πρότζεκτ.
Sufjan Stevens ft. Gallant - Hotline Bling (Drake)
Αρχικά έγραψε το score για το «Decalogue», μια χορογραφία-μπαλέτο του Justin Peck, έπειτα κυκλοφόρησε το ντεμπούτο άλμπουμ του super group που έχει δημιουργήσει μαζί με τον Bryce Dessner των National, τον συνθέτη Nico Mulhy και τον ντράμερ James McAlister, το οποίο έχει το τίτλο «Planetarium» και συνιστά μια συμβολική ανάγνωση του ηλιακού συστήματος, ενώ πριν από το καλοκαίρι βγήκε ένα άλμπουμ με live εκδοχές τραγουδιών που συμπεριλαμβάνονται στο «Carrie and Lowell», στο οποίο υπάρχει και μια εντελώς «ξέμπαρκη» διασκευή του «Hotline Bling» του Drake.
Προσφάτως, όμως, στα τέλη του Νοέμβρη, το όνομά του ήρθε εκ νέου στην επικαιρότητα για δύο ακόμη λόγους που αφορούν την ασταμάτητη, τελευταία, δημιουργική του δραστηριότητα. Το «Greatest gift mixtape» είναι ουσιαστικά ένα συμπληρωματικό του «Carrie and Lowell» μίνι άλμπουμ, στο οποίο μπορεί να βρει κανείς από σπουδαία κομμάτια που δεν χώρεσαν στο αυθεντικό («Wallowa Lake Monster») μέχρι κάποια λιγότερο καλά («City οf Roses»), όπως επίσης και ηλεκτρονικές διασκευές τραγουδιών του πρωτοτύπου, οι οποίες μοιάζουν μάλλον περιττές, σαν να μην ανήκουν σε αυτό το τόσο τρυφερό σύμπαν όπου κατοικούν οι έντεκα μαγικές συνθέσεις του «Carrie and Lowell».
Επιπλέον, ο Αμερικανός μουσικός από το Ντιτρόιτ συμμετέχει και στο OST της νέας ταινίας του Ιταλού σκηνοθέτη Λούκα Γκουαντανίνο με τίτλο «Call me by your name», ένα ομοφυλοφιλικό δράμα ενηλικίωσης που βγαίνει στις εγχώριες κινηματογραφικές αίθουσες τις προσεχείς εβδομάδες. Το κάπως κλισέ «Mystery οf Love», το εξαιρετικό «Visions of Giddeon» και το remix στο παλαιότερο κομμάτι του «Futile Devices» ντύνουν την υπέροχη ταινία με τον πλέον ταιριαστό τρόπο.
Sufjan Stevens - Visions of Gideon
Η ματιά του Sufjan Stevens στα μουσικά πράγματα για το 2017 παραμένει εξίσου πολύτιμη με αυτήν στα πολιτικά, στα κοινωνικά και στα προσωπικά θέματα, για τα οποία μιλούσε πάντα μέσα από τους δίσκους του.
Ακόμη όμως και στις συνεντεύξεις του έχει μερικά λόγια σοφίας να πει: «Είναι σημαντικό για τους μουσικούς στην εποχή μας να πάρουν τον χρόνο τους και να σκεφτούν πριν δημιουργήσουν. Έχει νόημα αυτό που κάνω; Έχει ουσία; Έχει κάποια σημασία; Μπορεί να μεταδώσει έστω και μία ουσιαστική ιδέα; Είτε μου αρέσει είτε όχι, ένας από τους ρόλους μου είναι να μεταφέρω τις ιδέες, τα πιστεύω, τις πεποιθήσεις, τις ιστορίες και το αφήγημά μου στον ακροατή. Στις μέρες μας αυτός ο ρόλος φέρει μια επιπλέον ευθύνη» σχολιάζει με διαύγεια στο «Pitchfork».
Είτε συμφωνείτε είτε διαφωνείτε μαζί του, είτε σας αρέσει η μουσική του είτε όχι, είναι μουσικοί σαν τον Sufjan Stevens που θα θυμόμαστε σε μερικά χρόνια από τώρα, όχι όλους εκείνους για τους οποίους δαπανάται δυσανάλογα πολύς ιντερνετικός χώρος και χρόνος σε σχέση με την αξία τους.