Είναι μεγάλος ο ενθουσιασμός που νιώθεις όταν ξημερώνει η ημέρα διεξαγωγής ενός φεστιβάλ μουσικής που περιμένεις πώς και πώς. Αποφάσισα κι εγώ να πάω στο Primer φέτος πρώτη φορά (το Σάββατο), μια και η μουσική του ξέφευγε από την EDM (electronic dance music), που πρωταγωνιστούσε πέρσι, και φλέρταρε με την techno, την οποία και προτιμώ.
Πηγαίνοντας στο απογευματινό εξωτερικό stage –έφτασα περίπου στις 18:00, λίγο πριν τελειώσει η Miss Μonique–, βρήκα μικρές ουρές και αρκετό προσωπικό. Επιπλέον, τα VIP εισιτήρια άξιζαν τον κόπο, μια και έτσι περίμενες σε πολύ μικρότερες ουρές στο μπαρ και στην τουαλέτα. Μάλιστα εδώ ήταν πολλά τα μπαρ, κι αυτό ήταν θετικό, μαζί με τις φυσιολογικές τιμές, και δη του νερού στα πενήντα λεπτά, τη στιγμή που αυτό σκαρφαλώνει εύκολα στα τρία ή και τέσσερα ακόμη ευρώ σε άλλες διοργανώσεις. Όμως το highlight ήταν το βραχιολάκι με το barcode που επιτέλους είχε ελληνικό event, κάνοντας το top-up και τις πληρωμές πανεύκολες.
Κλείνοντας το set της η Μiss Μonique, στο stage βγήκε ο ομοεθνής και πρώτο όνομα του Αfterlife, Argy, σε ένα melodic techno set που «έχτιζε», χωρίς να κάνει κοιλιές. Προς ικανοποίηση όλων έπαιξε όλα τα γνωστά κομμάτια του και έκλεισε ανεβάζοντας ρυθμό και ένταση, αφήνοντάς μας όλους να περιμένουμε με ανυπομονησία την υπόλοιπη βραδιά.
Νομίζω πως είναι το πρώτο ελληνικό event όπου πραγματικά δεν έγιναν εκπτώσεις σε ήχο και φώτα. Ιδίως τα δεύτερα ήταν συγκρίσιμα μόνο με αυτά που βλέπουμε σε events στο εξωτερικό: άψογα σε ένταση, ποικίλα και σε αρμονία με τον ήχο και το είδος. Μου θύμισαν λίγο μια μικρογραφία του καλοκαιρινού Αwakenings στην Ολλανδία. Πραγματικά δεν είχα λόγο να γκρινιάξω για τίποτα.
Στην πορεία, και μετά από μια μεγάλη παύση χωρίς μουσική, βγήκαν στη σκηνή οι Röyksopp σε ένα πειραματικό live DJ set, όχι πολύ της αρεσκείας μου, που βρήκε ωστόσο το κοινό του.
Ύστερα από ένα ακόμη κενό, με συγκίνηση σχεδόν καλωσορίσαμε τον Eric Prytz για πρώτη φορά στην Ελλάδα, πρωτοπόρο της ηλεκτρονικής μουσικής και πιθανότατα στα δέκα-είκοσι μεγαλύτερα ονόματα του χώρου που την έκαναν αυτό που είναι σήμερα. Το set του, αν και σύντομο, είχε αδιάκοπη ροή, δυνατά beats, μελωδίες που σε τραβούσαν κυριολεκτικά να χορέψεις και κορυφώσεις όπως αυτή με το «Infinity» ή το «Opus» στο τέλος που άφησαν το κοινό κατάπληκτο, αν κρίνω από τις αντιδράσεις. Είχα καιρό να απολαύσω set τόσο πολύ.
Το ανοιχτό set έκλεισε και με σχετικά γρήγορους ρυθμούς ο κόσμος μετακινήθηκε στο κλειστό του Τae Κwo Do, έναν δοκιμασμένο χώρο για techno parties, όπου πολλοί ήρθαν αντιμέτωποι με μεγάλες ουρές και πολύ αργό ρυθμό εισόδου. Οι πολύ καλοί Nick Jojo & Christian Cambas πλαισίωναν τους headliners Agents of Time & Kolsch. Οι ΑοΤ έπαιξαν ένα ίσως αναμενόμενο, πλην σωστό melodic techo set με στρωτή ροή και δυνατό κλείσιμο. Τα φώτα ήταν πραγματικά άψογα, τόσο που σχεδόν δεν το πίστευα. Μακάρι να ακολουθήσουν κι άλλες παραγωγές το παράδειγμα του Primer, μια και συνέχεια βλέπουμε κάτι να πηγαίνει στραβά. Είχε τα πάντα, λέιζερ, φωτορρυθμικά και στοχευμένα visuals, με τα οποία χανόσουν.
Λίγο μετά τις 2:00 βγήκε το highlight, για μένα, της βραδιάς, ο τεράστιας εμπειρίας Δανός DJ Κolsch, που αν και ξεκίνησε δειλά με οικείες μελωδίες και δίχως να θέλει να σε ρίξει στα βαθιά μετα το set των Αgents of Τime, έκανε ένα remix στο «Γεια» της Βανδή, σκορπώντας ενθουσιασμό – πολλοί μεγάλοι DJs παίζουν και μια τοπική επιτυχία που φέρνουν στα μέτρα τους. Στην πορεία έχτισε, «βάρυνε», όπως αρμόζει στις μικρές ώρες και κατεθύνθηκε σε καθαρόαιμα techno μονοπάτια με τρομερό ρυθμό και ένταση, δίχως να σε αφήσει λεπτό στο δυόμισι ωρών extended set του. Ύστερα από αυτό I called it a night, απολύτως ικανοποιημένος.
Κλείνοντας, ας τονίσουμε για άλλη μια φορά την ανάγκη για μουσικά φεστιβάλ αυτού του είδους στην Αθήνα, μια και η πόλη χωλαίνει στον συγκεκριμένο τομέα όχι μόνο σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αλλά και με το Reworks π.χ. της Θεσσαλονίκης. Το κοινό και o ενθουσιασμός, αν μη τι άλλο, φαίνεται πως υπάρχουν.