1988 «Ανεπαίσθητα σχεδόν μετακινήθηκαν τα πάντα, σαν ασανσέρ που επιταχύνει προς τα πάνω. Ένα ισχυρό ηλεκτρικό ρεύμα ξεχύθηκε και κατέκλυσε ολόκληρο το κορμί μου, ανέβηκε μέσα στις φλέβες μου και τις αρτηρίες, τα κόκαλα και τα δόντια, πιέζοντάς με πάνω στην πλαστική καρέκλα. Θα καθίσω… γαμωωωώτο θα καθίσω και θα περιμένω, θα το αφήσω να με πάρει μαζί του… Το μυαλό μου άρχισε να καθησυχάζει το σώμα μου: αφήσου, αφήσου, ακολούθησέ το. Δεν θα πάθεις τίποτα, είναι ωραίο, είναι ωραίο, αφήσου.
Ξαφνικά η μουσική που μας βομβάρδιζε από τα ηχεία που αιωρούνταν πάνω από την πίστα ήρθε σαν έκλαμψη να κάψει τη συνείδηση. Ήταν λες κι ο ήχος, κάθε καταπληκτικό κομματάκι του ρεφρέν, χάραζε και εισχωρούσε σε κάθε κύτταρο του σώματός μου μετουσιώνοντας τη φυσιολογία του. Τα ντραμς έμοιαζαν να σπινθηρίζουν στην ατμόσφαιρα, αντανακλώντας τον χώρο σαν να βρισκόμασταν μέσα σε καθεδρικό ναό, και το μπάσο ήταν λες και δεν το είχα ξανακούσει ποτέ. Καθώς αντηχούσε σε διαπερνούσε ως το μεδούλι, παλλόταν ταυτόχρονα μέσα κι έξω σου. Η μελωδία χωριζόταν στα μέρη που την αποτελούσαν, σε ένα πλέγμα διαφορετικής υφής, με το καθένα να ηχεί με αγγελική καθαρότητα, να γλιστράει κατευθείαν μέσα μου, να με αγκαλιάζει, να με κρατά, να με απελευθερώνει.
Tο rave ήταν κάτι σαν αποκάλυψη για μια γενιά γεμάτη απογοητεύσεις και δυσκολίες, που βρήκε διέξοδο στο ξεφάντωμα και στον πλαστό κόσμο του ecstasy.
Η πίεση στο κεφάλι μου εξαφανίστηκε εντυπωσιακά κι ένιωσα να ζεσταίνομαι ολόκληρος· χαϊδεύοντας απαλά το μπράτσο μου συνειδητοποίησα ότι είχα ιδρώσει χωρίς καν να κουνηθώ. Ο κόσμος είχε ανοίξει παντού τριγύρω, η αδιάφορη αποθήκη είχε με κάποιον τρόπο μεταμορφωθεί σε χώρα των θαυμάτων που προοριζόταν μόνο για μας και άστραφτε μέσα σ’ ένα μυστηριακό παιχνίδι του φωτός που δεν μπορούσα να δω πριν. Νέος Κόσμος. Νέος Ήχος. Νέα Ζωή. Όλα ήταν όπως έπρεπε. Ένα τεράστιο, λαμπερό, μαγικό ΝΑΙ.
Ο φίλος μου που μας είχε δώσει τις κάψουλες ήρθε ξανά στο τραπέζι μας. Ήταν λες και τον ξανάβλεπα για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό απουσίας· είχαμε όλοι αλλάξει, αλλά ο χρόνος που πέρασε –μία ώρα μόνο, ήταν δυνατόν;– μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε πόσο πολύ τον αγαπούσαμε και πόσο τον είχαμε επιθυμήσει. «Είστε καλά;» ρώτησε, υπολογίζοντας ποια θα ήταν η απάντηση από το χαμόγελό μας. «Δεν είναι τέλεια η μουσική; Πρέπει να σηκωθείτε, πρέπει να κινηθείτε, πρέπει να πάμε να χορέψουμε. Αλλιώς θα μείνετε καθισμένοι εδώ όλο το βράδυ».
Σηκωθήκαμε παραπατώντας και καθώς κατεβαίναμε τη σκάλα για να πάμε στην πίστα, αρχίσαμε να γλιστράμε μέσα στο πλαίσιο του ρυθμού, να βυθιζόμαστε μέσα του, με το μπάσο να τυλίγεται γύρω από την σπονδυλική μας στήλη, η οποία έμοιαζε να έχει χαλαρώσει από την ανασταλτική της ακαμψία και να έχει ξεγλιστρήσει έξω από τα όρια όλων αυτών που την εμπόδιζαν –κι εμάς επίσης– και μπορούσαμε απλά να κυλήσουμε ελεύθερα, χαλαροί, ζεστοί, ζωντανοί… Και μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο βρεθήκαμε ανάμεσα στο πλήθος, συγχρονιστήκαμε αμέσως με τη μάζα από κορμιά και ήχο· εκστασιαζόμασταν, μεταμορφωνόμασταν, μαζί. Αυτό είναι, η αίσθηση αντηχούσε μέσα μας καθώς τα δυνατά ντραμς έφταναν στο αποκορύφωμά τους, φύγαμε…»
Αυτό που πολύ πετυχημένα περιγράφει ο Matthew Collins στην Παράλληλη πραγματικότητα είναι η κατάσταση στην οποία σε βύθιζε το ecstasy. Μια εκθαμβωτική λάμψη φωτός, διαφορετική και μοναδική για τον καθένα, αλλά ίδιας έντασης και σημασίας. Όταν το ecstasy συνδυάστηκε με τη μουσική house κάποια στιγμή τη δεκαετία του 1980, η ανταπόκριση πυροδότησε το πιο ετερόκλητο νεανικό κίνημα στα χρονικά της Βρετανίας, και στη συνέχεια όλου του κόσμου. Η κουλτούρα του ecstasy –ο συνδυασμός χορευτικής μουσικής (σε όλες τις πολλές και διαφορετικές μορφές της) και ναρκωτικών– αποτελούσε το φαινόμενο που κινητοποιούσε τη βρετανική νεανική κουλτούρα επί μία δεκαετία περίπου.
Εξαπέλυσε κύματα ενέργειας που πάλλονταν σε πολιτιστικό και πολιτικό επίπεδο, επηρεάζοντας τη μουσική, τη μόδα, τον νόμο, την κυβερνητική πολιτική και αμέτρητους άλλους τομείς της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής. Η βασική αιτία για την οποία επεκτάθηκε και διαδόθηκε τόσο πολύ, για την οποία έφτασε σε κάθε πόλη και χωριό και εξαπλώθηκε πέρα από τα βρετανικά σύνορα είναι απλή και πεζή: ήταν το καλύτερο μοντέλο ψυχαγωγίας στην αγορά, ένα τεχνολογικό δημιούργημα –της μουσικής τεχνολογίας, της χημικής τεχνολογίας και της τεχνολογίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών– που παρείχε αλλοιωμένες καταστάσεις συνείδησης, εμπειρίες που άλλαξαν τον τρόπο που σκεφτόμαστε, που νιώθουμε, που ενεργούμε, που ζούμε. Τουλάχιστον για μια γενιά.
Για ένα έφηβο παιδί που ζούσε στο Λονδίνο στα τέλη των ’80s, τα rave parties στις αποθήκες και στα γκαράζ, ακόμα και κάτω από τις γέφυρες, ήταν μια Disneyland με απαγορευμένα. Το rave ανθούσε ως ήχος σε κλαμπ και πειρατικούς σταθμούς, αλλά αυτό που το έκανε ακαταμάχητο και δημιούργησε ολόκληρη κουλτούρα ήταν τα παράνομα πάρτι. Η αποθέωση του DIY αλλά και παράλληλα τόσο εμπορικό που όλοι έπεσαν πάνω του: media, μουσική βιομηχανία, γραφίστες, σχεδιαστές μόδας. Η χρήση παράνομων ουσιών όπως το MDMA, το MDA, το 2CB υποσχόταν ευδαιμονικές στιγμές ψευδαίσθησης, ενώ η γενιά των weekenders που δημιούργησε διασκέδαζε non-stop, λες και δεν υπήρχε αύριο, από το βράδυ της Παρασκευής μέχρι το μεσημέρι της Κυριακής (μετά σωριάζονταν στα πατώματα και στους καναπέδες για chill out).
Tο rave ήταν κάτι σαν αποκάλυψη για μια γενιά γεμάτη απογοητεύσεις και δυσκολίες, που βρήκε διέξοδο στο ξεφάντωμα και στον πλαστό κόσμο του ecstasy. Ο διονυσιασμός και η συντροφικότητα, η ομαδική διασκέδαση και η ηλεκτρονική μουσική που περιλάμβανε μια μεγάλη ποικιλία από υποείδη, από το house και το τέκνο και μέχρι το jungle και το garage, δημιούργησαν μια παγκόσμια κουλτούρα που προκάλεσε πανικό στους ηθικολόγους και τους κινδυνολόγους.
Κλαμπ όπως το Shoom στο Λονδίνο και η Hacienda στο Μάντσεστερ υιοθέτησαν αμέσως τον ήχο του acid house και τον επέβαλαν με τη βοήθεια μιας φουρνιάς DJs που στην πορεία έγιναν σούπερ σταρ για την «jilted generation» (Danny Rampling, Andrew Weatherall, Paul Oankenfold, A Guy Called Gerald, Carl Cox…), αλλάζοντας από τον τρόπο που χόρευαν οι πιτσιρικάδες μέχρι τον τρόπο που σκέφτονταν, ακόμα και τις πολιτικές απόψεις τους.
Μέσα σε κάθε κουλτούρα υπάρχει συνεχής τριβή μεταξύ δύο ανταγωνιστικών ιδεολογιών: ελιτίστικης και λαϊκίστικης, αβανγκάρντ και μαζικής. Παρόλο που η κουλτούρα του ecstasy σημαδεύτηκε σε όλες τις φάσεις της από τέτοιες συγκρούσεις, ο κυρίαρχος χαρακτήρας της δεν ήταν περιοριστικός αλλά ανοιχτός: αντί για μια ορισμένη ιδεολογία, υπήρχε μια σειρά δυνατοτήτων που κόσμος μπορούσε να αξιοποιήσει για να ορίσει την ταυτότητά του. Αυτές οι δυνατότητες προσαρμόζονταν στα βιώματα, στην κοινωνική θέση και στα πιστεύω κάθε ατόμου.
Η συγκεκριμένη κουλτούρα παρέμενε εύπλαστη, προσέγγιζε ρεαλιστικά τα καινούργια νοήματα. Ο κόσμος έμπαινε στη σκηνή, παρακινούμενος από την αποκαλυπτική λάμψη της πρωταρχικής εμπειρίας, και ύστερα ασχολούνταν ενεργά, αλλάζοντας την κατεύθυνση της ίδιας της σκηνής και εφαρμόζοντας το δικό του προσωπικό πλαίσιο αναφοράς στην εμπειρία του. Θαμώνες των κλαμπ, επιχειρηματίες, περιπλανώμενοι ταξιδιώτες, χίπηδες, εγκληματίες και μουσικοί έφεραν όλοι τα νέα στοιχεία στη σκηνή, προσαρμόζοντάς τη στις δικές τους επιθυμίες και ανάγκες.
Έτσι προέκυψε ο ακατάπαυστος δυναμισμός της, η αδιάκοπη εκ νέου επινόησή της και η πρωτοφανής για νεανική κουλτούρα μακροβιότητά της. Τα αποτελέσματα και την επίδρασή της τα βλέπεις ακόμα και σήμερα. Το γεγονός ότι η εμπειρία του ecstasy καθαυτή είναι τόσο προσωπική –όσον αφορά την επίδραση των ήχων και των χημικών στο σώμα και στο μυαλό, στην απόλαυση του χορού, στη μέθη της απελευθέρωσης– έδινε επιπλέον τη δυνατότητα στους ανθρώπους να την ορίσουν σύμφωνα με τους δικούς τους όρους. Ήταν μια κουλτούρα επιλογών και όχι κανόνων.
To rave πολεμήθηκε άγρια από μέσα, πολιτικούς και μουσικούς από άλλα είδη που έβλεπαν να αλλοιώνεται η σύγχρονη μουσική· μέχρι να ενσωματωθεί ο ήχος της rave και στο ροκ και να αναθεωρήσουν ακόμα και οι πιο σκληροπυρηνικοί εχθροί της. Ο νέος χορευτικός ήχος ήταν τόσο σαρωτικός που αναπόφευκτα επηρέασε και τους νέους μουσικούς της ροκ οι οποίοι κουβαλούσαν στο στούντιο τον απόηχο του πάρτι και της μουσικής που κυριαρχούσε στα τσαρτ. Το υβρίδιο που δημιουργήθηκε στη Βρετανία, ο ήχος του Μάντσεστερ μετά το δεύτερο καλοκαίρι της αγάπης, έφερε τους Stone Roses, τους Happy Mondays, το «Screamadelica» των Primal Scream, τους Charlatans και τους Inspiral Carpets.
Όταν η rave κουλτούρα έγινε κυρίαρχη σε ολόκληρο τον κόσμο, ο νεαρόκοσμος της Βρετανίας έπρεπε «να πολεμήσει για το δικαίωμά του στο πάρτι» (το είχαν προβλέψει οι Beastie Boys λίγα χρόνια πριν). Η βρετανική κυβέρνηση με το Section 63 του Criminal Justice Act του 1994 απαγόρευσε τις συγκεντρώσεις για διασκέδαση και η αστυνομία διέλυε κάθε πάρτι στα προάστια και τα περίχωρα των πόλεων. Περισσότερα από 50.000 άτομα συγκεντρώθηκαν για να διαδηλώσουν κατά του νόμου στα προάστια του Λονδίνου.
Το αποτύπωμα της rave κουλτούρας στη μόδα και στο design (εξώφυλλα δίσκων, περιοδικών, βιβλίων, ακόμα και αντικειμένων καθημερινής χρήσης και αξεσουάρ) είναι ανεξίτηλο και έχει σημαδέψει μια ολόκληρη εποχή. Τα φλούο χρώματα και το neon που τα αναδεικνύει, οι bum bags, το χαμογελάκι ως logo, το strobe light θα είναι για πάντα «σύμβολα» της γενιάς του rave.
Στην Αθήνα το Highway στην πλατεία Μαβίλη έγινε FAZ το ’89 και το κλίμα των λονδρέζικων κλαμπ και των κλαμπ της Ίμπιζα μεταφέρθηκε στη Σούτσου. Μαζί με τον ήχο ήρθαν στην Ελλάδα και το ecstasy και το ατελείωτο πάρτι του Σαββατοκύριακου.
Mad Club, Άτομο, Umatic, το Άλσος στο Πεδίον του Άρεως, το Factory στην Ομόνοια, το Club Tessera στην Πειραιώς, το +Soda, το Camel, το Battery, το Q Base, το Playroom, το Amfitheatro, η Φάρμα στα Οινόφυτα, τα πάρτι στην Βαρυμπόμπη, στο Αλεποχώρι, στον Άλιμο και στην Αρχαία Κόρινθο, τα δισκάδικα του κέντρου, το «Lemon» και το «Freeze», το «01», χώροι, μέρη και περιοδικά που στήριξαν μια κουλτούρα που φάνηκε ότι θα άλλαζε τα πάντα.
DJs όπως ο Mikee, o Christo Z, ο Νίκος Πατρελάκης, ο Petros Floorfiller, ο Akyllas, o Leo Sega και ο Mikele, έφεραν στην Ελλάδα τον ήχο των ευρωπαϊκών και των αμερικανικών κλαμπ και μεταμόρφωσαν την ελληνική σκηνή, προετοιμάζοντας το έδαφος για το απόλυτο συγκρότημα της club generation στην Ελλάδα, τους Στέρεο Νόβα.
Η αναγέννηση και η νέα κυριαρχία της techno των 140 bpm στη νυχτερινή διασκέδαση της Αθήνας θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι το legacy του rave, η κυριαρχία του τραπ από το 2015 που δημιούργησε ένα ρεύμα με σχολικά πάρτι και χοροεσπερίδες που θύμιζαν το ξεφάντωμα των rave parties. Τα παράνομα πάρτι της καραντίνας, τα κρυφά πάρτι στις ταράτσες και τα καλοκαιρινά υπαίθρια πάρτι, τα πάρτι των ανθρώπων απ’ όλο τον κόσμο που ήρθαν ως νέοι κάτοικοι στην πόλη είχαν και έχουν κάτι από το rave.
Τον περασμένο Νοέμβριο το «GQ» σε ένα άρθρο του μιλούσε για «rave’s overground revival» στη Βρετανία –τονίζοντας το overground–, αναφέροντας τη φρενίτιδα με τα πάρτι σε ξέφωτα στο δάσος και εγκαταλειμμένα πάρκινγκ αλλά και τα ολοήμερα πάρτι σε κλαμπ που προσπαθούν να αναβιώσουν την αίσθηση του μετα-Covid ξεφαντώματος και της παραληρηματικής διασκέδασης. H επιστροφή του progressive είναι γεγονός, αλλά δεν έχει πλέον το DIY feeling των ’90s, είναι μια εξέλιξη πιο μαζική, πιο mainstream, γιατί είναι αστείο να μιλάς το 2004 για underground.
Και δεν έχει σχέση με την πολιτιστική επανάσταση που ήταν το rave ως φαινόμενο τότε, μιλάμε πλέον μόνο για μουσική. Το κλίμα ασφάλειας που δημιουργεί ο προστατευμένος χώρος ενός πάρτι, ωστόσο, το οποίο χωράει κάθε είδους διαφορετικότητα, κάθε φύλο, κάθε φυλή, κάθε τάξη, είναι ο απόηχος της γενιάς του rave και ενός κλίματος αγάπης, ανεκτικότητας και ξεφαντώματος που δεν άφηνε κανέναν απ’ έξω. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο κατόρθωμα της γενιάς του rave.
* Το φωτογραφικό αρχείο του Σπύρου Στάβερη βρίσκεται σε διαδικασία τεκμηρίωσης και ψηφιοποίησης από τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.