Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΟΓΑΡΙΔΗΣ, που έφυγε από τη ζωή στα 69 χρόνια του, ήταν ένας πολύ αγαπητός δημιουργός. Τραγουδοποιός και συνθέτης, ο Λογαρίδης υπήρξε ένας πολύ ταλαντούχος άνθρωπος – και όπως συχνά συμβαίνει, σε ανθρώπους με πολλά ταλέντα, κάπου η πορεία και η διαδρομή του στα μουσικά πράγματα δεν δικαιώθηκε, όπως και όσο θα έπρεπε.
Το λέμε, γιατί ο Λογαρίδης είχε ένα όραμα για την μουσική και το τραγούδι, όπως και άποψη για τον ήχο και τις παραγωγές γενικότερα, και που φανέρωναν, όλα τούτα, έναν μουσικό με γνώσεις και ιδέες, που στεκόταν πολύ παραπάνω από τον... ελληνικό μέσο όρο.
Και αυτό ίσως να ήταν τελικά ένα θέμα, ένα σοβαρό θέμα, στην πορεία του Σταύρου Λογαρίδη στα μουσικά μας πράγματα – το ότι, δηλαδή, δεν γίνονταν κατανοητά όλα εκείνα που σκεφτόταν και υλοποιούσε, με αποτέλεσμα και να τρώει πόρτες και να προσπαθεί να επιβιώσει εφευρίσκοντας συνεχώς νέες διαδρομές.
Ο Σταύρος Λογαρίδης είναι αλήθεια πως υπήρξε πολύ μεγάλο ταλέντο, ένας καλλιτέχνης με τεράστιες δυνατότητες, ερμηνευτικές και συνθετικές, που χάθηκε, για πάντα, πριν να συμπληρώσει τα 70 χρόνια του – με τον κόσμο να τον αγαπά πολύ, καθώς τον ένοιωθε να βασανίζεται και να παλεύει, σκληρά, με ορατούς και αόρατους δαίμονες.
O κόσμος στην Ελλάδα γνωρίζει τον Σταύρο Λογαρίδη στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και βασικά μέσα από τους Poll – καθότι το πρώτο δισκάκι του, ως Stew & Nick, είχε περάσει απαρατήρητο.
Οι Poll, όμως, δεν θα μπορούσε με τίποτα να περάσουν απαρατήρητοι, γιατί ήταν και πολύ καλοί μουσικοί και δυνατοί τραγουδοποιοί (οι τρεις από τους τέσσερις).
Οι Κώστας Τουρνάς, Robert Williams, Σταύρος Λογαρίδης και Κώστας Παπαϊωάννου φτιάχνουν ωραία τραγούδια, και καθώς πέφτουν μέσα στο πνεύμα του (ύστερου) ελληνικού χιπισμού, κατορθώνουν να ξεσηκώσουν την νεολαία, με τα ελληνικά λόγια τους και τις μουσικές τους α λα Crosby, Stills, Nash & Young.
Από τους δύο μεγάλους δίσκους και τα τρία 45άρια, που θα ηχογραφήσουν μέσα σε ελάχιστο διάστημα (1971-72), οι Poll θα δημιουργήσουν ένα θρύλο, που καλά κρατάει ακόμη και σήμερα – 50 χρόνια αργότερα.
Σ’ αυτό το θρύλο η συμβολή του Σταύρου Λογαρίδη δεν ήταν αμελητέα, καθώς ο ίδιος θα συμμετείχε ως συνθέτης ή ως στιχουργός σε διάφορα κομμάτια τους, όπως τα «Poll means love», «Ψάχνω να βρω τον φίλο μου», «Ο γέρος», «Ρυθμός instrumental», «Μια μέρα βροχερή» και «Σαν πέρναγε ο χειμώνας».
Οι Poll ήταν θνησιγενείς, όμως. Τέσσερα νέα παιδιά, και με διαφορετικές προσωπικές φιλοδοξίες, ήταν δύσκολο να συνυπάρξουν για περισσότερο από ενάμιση χρόνο, με αποτέλεσμα πολύ γρήγορα το γκρουπ να περάσει στην ιστορία (παρά τις κατά καιρούς επανασυνδέσεις του).
Poll - O Γέρος
Είναι η εποχή όπου ο Λογαρίδης ανακαλύπτει τα συνθεσάιζερ και βασικά το περίφημο VCS3, με το οποίο και αρχίζει να πειραματίζεται.
Διέξοδος εκείνων των πειραμάτων, που πήγαιναν παράλληλα με την ακρόαση άλμπουμ του βρετανικού progressive rock, όπως ήταν το περίφημο LP “Tarkus” (1971) των Emerson, Lake & Palmer, οδηγούν τον Σταύρο Λογαρίδη, μαζί με τον φίλο του Άρη Τασούλη και τον στιχουργό Κώστα Φέρρη, να ετοιμάσουν το άλμπουμ «Ακρίτας» [Polydor, 11/1973], έναν δίσκο πολύ απαιτητικό και δύστροπο, που τότε φάνταζε μάλλον ακατανόητος από το ελληνικό ροκ κοινό – που είχε μάθει να αποκρυπτογραφεί κυρίως τρίλεπτα τραγούδια.
Το αποτέλεσμα ήταν το άλμπουμ να παραπέσει και να ξεχαστεί για χρόνια, χωρίς να δημιουργήσει ουδεμία εντύπωση στην εποχή του.
Έτσι, μία από τις πλέον σοβαρές συνθετικές απόπειρες στο χώρο του ελληνικού ροκ, μέσω ενός δίσκου ευρωπαϊκών προδιαγραφών, σε κάθε περίπτωση, θα αποδεικνυόταν εκτός τόπου (αλλά εντός χρόνου), δρέποντας δόξα, τελικά, δεκαετίες αργότερα. Μια δικαίωση για τον Σταύρο Λογαρίδη και την παρέα του; Ίσως...
Σταύρος Λογαρίδης - Ο Παν
Την ίδια τύχη, από την ίδια εποχή, είχε εξάλλου και η πολύ προχωρημένη ηλεκτρονική μουσική του, για την ταινία «Η Φόνισσα» (1974) του Κώστα Φέρρη, που επίσης αγνοήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης εκείνης της χρονιάς, αφού δεν της απονεμήθηκε το Βραβείο Μουσικής, το οποίο δικαιούταν ασυζητητί.
Το 1975 ο Σταύρος Λογαρίδης γράφει τη μουσική για την τηλεοπτική σειρά του ΕΙΡΤ «Η Μενεξεδένια Πολιτεία» (από το βιβλίο του Άγγελου Τερζάκη, σε σκηνοθεσία Κώστα Φέρρη), μουσική ηλεκτρονική επίσης, που χρόνια αργότερα θα τον φέρει σε δικαστική διαμάχη με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Περίεργες καταστάσεις αυτές, που έναν καλλιτέχνη δεν μπορεί παρά να τον πηγαίνουν «πίσω», να τον αποπροσανατολίζουν από την δημιουργία και από τα νέα δεδομένα, που αξίζει κάθε φορά να επεξεργάζεται...
Το 1978 ο Σταύρος Λογαρίδης κάνει τον πρώτο προσωπικό δίσκο του, με τίτλο το όνομά του, στην Polydor, σε παραγωγή του Γιάννη Πετρίδη. Ο δίσκος ήταν σίγουρα καλοφτιαγμένος, με πολύ καλό ήχο, για τα μέτρα της εποχής, αλλά κάπως άνισος καλλιτεχνικά. Είχε φοβερά ορχηστρικά μέσα, όπως το «Βέρα Κρουζ Εξπρές», πολύ καλά ελληνόφωνα τραγούδια, σαν το «Πρώτο τραγούδι» (σε στίχους Μανώλη Ρασούλη), κομμάτια που θα μπορούσε να κάνουν εντύπωση και «έξω», όπως το “Close the door” και κάποια ακόμη ορχηστρικά, όπως το «Σνιφ σνιφ», που μερικά χρόνια αργότερα θα γινόταν σήμα της τηλεοπτικής εκπομπής της ΕΡΤ «Μουσικόραμα» (με τον Γιώργο Γκούτη).
Πολλές ιδέες και εδώ, υπερ-πληθωρικός Λογαρίδης, αλλά εν τέλει... ατάκτως ερριμμένος.
Καλά τραγούδια είχε όμως και ο επόμενος ροκ δίσκος του, το «Σε Άλλη Γη» [Polydor, 1980], όπως τα «Πολεμιστής», «Ο Λάκης», «Κάποιος περνά», «Σούπερμαν» κ.λπ., αλλά μάλλον παρωχημένα, ως παραγωγή, για τα ροκ πράγματα της εποχής.
Τίποτα δεν φαίνεται, κατά μίαν έννοια, να πηγαίνει σωστά στην πορεία αυτού του σπουδαίου και ταλαντούχου συνθέτη-τραγουδοποιού, που δεν ξεμένει ποτέ από ιδέες, χωρίς, όμως, να έχει από πίσω του το team εκείνο, για να τις προωθήσει όπως και όπου πρέπει.
Περνά και από την Συναυλία της Βροχής, του Δημήτρη Πουλικάκου (Crazy Love στου Ζωγράφου, το 1979) ο Λογαρίδης, γράφει ακόμη ένα σπουδαίο σάουντρακ για τους «Απέναντι» (1981) του Γιώργου Πανουσόπουλου, όμως και ο επόμενος δίσκος του είναι κάπως... αναντάν παπαντάμ.
Λέμε για το LP «Προσεχώς» [Polydor, 1982], που περιέχει τραγούδια και ορχηστρικά επίσης ανακατωμένα και με υπομνηματισμό της πλάκας (δηλαδή ανύπαρκτο). Λες και γινόταν αγγαρεία...
Η μουσική επένδυση πρέπει να ήταν ένα από τα πιο γερά διαχρονικά χαρτιά του Σταύρου Λογαρίδη και το γεγονός πως δεν εκμεταλλεύτηκε όσο και όπως θα άξιζε αυτή την ικανότητά του, μπέρδευε ακόμη περισσότερο την πορεία του στα καλλιτεχνικά.
Οι πολύ καλές μουσικές του (πρωτότυπες και επανεπεξεργασμένες) για το σήριαλ της ΕΡΤ «Οικογένεια Ζαρντή» (από το βιβλίο του Κώστα Χατζηαργύρη, ξανά σε σκηνοθεσία του Κώστα Φέρρη), αποτυπώνονται ευτυχώς στον φερώνυμο δίσκο (1983), που ήταν, συγκριτικά, ένας από τους καλύτερους στην 50χρονη πορεία του.
Το «Είναι κόλαση η αγάπη» είναι ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του (ο Σταύρος είχε και φωνάρα εν τω μεταξύ – πολύ μεγάλος τραγουδιστής, που θα μπορούσε να διαπρέψει και μόνον ως τέτοιος), όπως και το “Saigon” εξάλλου, που φανέρωναν ότι ο άνθρωπος αυτός είχε την ικανότητα να προτείνει τελείως πρωτότυπα πράγματα, αφήνοντας εποχή, αν υπήρχε μια μικρή ομάδα παραγωγής, κοντά του, που να μπορεί να τον κατευθύνει «σωστά».
Νομίζω πως η τελευταία μεγάλη ευκαιρία να κάνει κάτι αντάξιο των ικανοτήτων του ο Σταύρος Λογαρίδης, που να γινόταν ταυτοχρόνως και hip, χάθηκε εκεί στα μέσα του ’80.
Είναι η εποχή όπου ο υπερ-ταλαντούχος αυτός μουσικός φτιάχνει ήχο για τον Γιώργο Ζήκα, για το άλμπουμ του «Με Τα Φεγγάρια Χάνομαι» [Lyra, 1985], με την Ελευθερία Αρβανιτάκη, προσθέτοντας μια δροσιά στο παρηκμασμένο ηχητικά λαϊκό (χρησιμοποιώντας σύνθια, ρυθμικές κιθάρες, και ψηφιακά μπάσο-ντραμς).
Ο δίσκος έβγαλε επιτυχίες, όπως τις «Στις άκρες απ’ τα μάτια σου», «Από βαρύ ζεϊμπέκικο μέχρι σκληρό ροκάκι» κ.λπ., αλλά για τον Σταύρο Λογαρίδη φαίνεται πως κάθε φορά που άγγιζε κορυφή εμφανιζόταν κάτι, που τον τραβούσε προς τα πίσω, αναγκάζοντάς τον να ξεκινάει, ξανά, από την αρχή.
Από βαρύ ζεϊμπέκικο μέχρι σκληρό ροκάκι
Εκπληκτική ήταν και η διασκευή του στα «Ηλιοβασιλέματα» του Μανώλη Χιώτη, από το LP «Μια Γρανίτα για τον Χιώτη» [Lyra, 1986], σε παραγωγή του Θοδωρή Μανίκα, δείχνοντας πως η φωνή του βρισκόταν σε μεγάλη εκφραστική ωριμότητα, έχοντας τη δύναμη και τις δυνατότητες να πει «τα πάντα». Φυσικά, ούτε αυτό το εκμεταλλεύτηκε.
Τα επόμενα χρόνια σημαδεύονται από την δικαστική διαμάχη του με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, με αποτέλεσμα ο επόμενος δίσκος του «Μανούλα Ελλάς» [MINOS, 1989] να είναι και αυτός άνισος. Υπήρχε όμως εκεί το φοβερό τραγούδι του Χρήστου Κυριαζή «Τα χρόνια που έχασες».
Είχα δει διάφορες φορές live τον Σταύρο Λογαρίδη και σε μία από τις τελευταίες αλλά πολύ σπουδαίες στιγμές του τον θυμάμαι να διασκευάζει λαϊκά, στο κέντρο Χαμάμ, κάπου στα Πετράλωνα, στο δεύτερο μισό των 90s. Μου άρεσε ο τρόπος που απέδιδε κλασικά τραγούδια, όπως το «Πετραδάκι πετραδάκι» των Απόστολου Καλδάρα-Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, μέσα από μια ημι-ηλεκτρική προσέγγιση. Είχε ψωμί εκείνη η «άποψη», αλλά και πάλι το πράγμα δεν προχώρησε.
Ο δίσκος της εποχής «Ονειρεμένες Πολιτείες» [RCA, 1996], με τον Σταύρο κάπως συντριμμένο στο στασίδι μιας εκκλησίας, δεν μου προξενούσε αισιόδοξα αισθήματα, ενώ και τα βαριά τραγούδια της Βάσως Αλλαγιάννη δεν νομίζω πως ήταν από εκείνα που θα μπορούσε να τον τραβήξουν προς τα πάνω.
Σ’ έναν επόμενο δίσκο του, τον «Περασμένο Αιώνα» [ΕΜΙ, 1999], ο Σταύρος Λογαρίδης συνεργάζεται με τους νεότερούς του Ελένη Δήμου, Νίκο Πορτοκάλογλου και Μπάμπη Στόκα. Το όνομά του εξακολουθεί να εκπέμπει φιλικά vibes προς πάσα κατεύθυνση, αλλά το υλικό δεν έχει την δύναμη να κάνει τη διαφορά.
Κι ενώ στα live παραμένει πάντα εκπληκτικός, σχεδόν αποστομωτικός, στις στούντιο δουλειές του (κάποια και σε συνεργασία με τον Δημήτρη Πουλικάκο, που είχε μοιραστεί από την πάλαι ποτέ «Ελευθεροτυπία»), το υλικό που συνήθως καλείται να ερμηνεύσει δεν είναι αντάξιο των δυνατοτήτων του.
Ίσως από αυτές τις τελευταίες δουλειές του, των 00s εννοούμε, η πιο φωτεινή να ήταν το άλμπουμ «Ξαφνικά Καλοκαίρι» [EMI, 2007], που έβγαλε μια σχετική επιτυχία, το καλό ποπ τραγούδι “Tipo melancholico” (σε στίχους Ελένης Ζιώγα).
Η δεκαετία του ’10 ήταν μια δεκαετία μάλλον «κενή», γι’ αυτόν τον σπουδαίο μουσικό, με λίγες, σποραδικές εμφανίσεις και με μεγάλα διαστήματα σε απόσταση από τις καλλιτεχνικές εξελίξεις.
Ο Σταύρος Λογαρίδης είναι αλήθεια πως υπήρξε πολύ μεγάλο ταλέντο, ένας καλλιτέχνης με τεράστιες δυνατότητες, ερμηνευτικές και συνθετικές, που χάθηκε, για πάντα, πριν να συμπληρώσει τα 70 χρόνια του – με τον κόσμο να τον αγαπά πολύ, καθώς τον ένοιωθε να βασανίζεται και να παλεύει, σκληρά, με ορατούς και αόρατους δαίμονες. Η συμπάθεια, εξάλλου, όπως και ο θαυμασμός ξεχείλιζαν προς το πρόσωπό του, όταν τύχαινε να βρεθεί δίπλα σου, σε μια σκηνή ή σ’ ένα πάλκο. Ας είναι αναπαυμένος...
Σταύρος Λογαρίδης- Τα χρόνια που 'χασες