Αεκτζής, αναρχικός, καζαντζιδικός: Η ανορθόδοξη πορεία του Γιάννη Μπαχ Σπυρόπουλου στο ελληνικό τραγούδι

«Θα πατήσεις σε λουλούδια, θα πατήσεις και σε σκατά για να βρεις διεξόδους» Facebook Twitter
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
0

Λατρεύει τη ροκ, το μπαρόκ, την τζαζ, το ρεμπέτικο, δηλώνει «αεκτζής, αναρχικός και καζαντζιδικός», στο «εικονοστάσι» του έχει τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Διονύσιο Σολωμό, τη Φλέρυ Νταντωνάκη και τους Beatles. Ζει λιτά, αλλά γεμάτα, μιλά με στίχους, αποφθέγματα και παραβολές επειδή απλώς «δεν έχει άλλο τρόπο»: «Η ποίηση μιλάει για το ον και όταν ο άνθρωπος εισέρχεται σε αυτό το επίπεδο ανάγεται από δίποδο σε έννοια». Όσο για το προσωνύμιο «Μπαχ», αυτό του το κόλλησε ο Πουλικάκος!

Τον συνάντησα στο διαμέρισμα όπου ζει τα τελευταία αρκετά χρόνια στη Νέα Χαλκηδόνα μαζί με τη σύζυγό του, περιστοιχισμένος από τους πίνακές του σε μια περίοδο που παλεύει να βάλει σε μια τάξη ένα τεράστιο αρχείο. Με καλοδέχτηκε, έψησε καφέ, έστριψε τσιγάρο και έδωσε το σύνθημα, «ωραία, πάμε», με το Τρίτο Πρόγραμμα ως μουσική υπόκρουση. 

Είπαμε αρκετά για τη ζωή και το έργο του, για πράγματα με τα οποία καταπιάστηκε, πρόσωπα με τα οποία συνεργάστηκε, μιλήσαμε για τέχνη, για μουσική, για όσα τον καθόρισαν ως καλλιτέχνη και άνθρωπο∙ άλλα γνωστά, άλλα λιγότερο έως καθόλου, που όμως «τον έσπρωχνε η μνήμη να τα πει». Σκαλίσαμε από βιώματα και μνήμες μέχρι καταστάσεις πολύ προσωπικές, στην πορεία μού «χάρισε» κι ένα αδημοσίευτο ποίημα.  

— Γιατί μου είπατε προτού αρχίσουμε «ας ξεκινήσουμε να λέμε ψέματα»; Πιστεύετε ότι στις συνεντεύξεις λέγονται πολλά ψέματα;
Όχι, απλώς αποκρύπτεται το απόρρητο κι έτσι γεννιέται η προσωπική μυθολογία. Δεν είναι ότι δεν λέγονται αλήθειες αλλά είναι απόρρητες, μεταφρασμένες σε χρησμούς, σε παραβολές. 

Η μεγάλη μου σπουδή δεν είναι καμία μουσική και καμία ζωγραφική, είναι η ποίηση, και μόνο γιατί κοιτάζει πίσω από τις πραγματικότητες. Και η πραγματικότητα δεν έχει καμία σχέση με την αλήθεια, η πρώτη είναι πεπερασμένη και χωροχρονική, ενώ η δεύτερη αιώνια και αυτή ακριβώς είναι η ιδιότητα της ποίησης. Η τέχνη γενικά είναι αιώνια, η ποίηση όμως εξέχει.

— Σας αρέσει να μιλάτε με παραβολές.
Όλοι, νομίζω, το κάνουμε λίγο πολύ αυτό. 

— Μου είπατε καθώς ετοιμάζατε καφέ να σας θυμίσω το μικρό μου όνομα κι εγώ, από μεριάς μου, αναρωτιόμουν πώς προέκυψε το «Μπαχ».
Ήξερα τη γραμματική στη φάρα του ροκ, ήξερα αρμονία, σολφέζ, ήξερα να γράφω μουσική και να διευθύνω. «Μπαχ» με έβγαλε ο Πουλικάκος μια μέρα που εγώ, ένας φλώρος από το Εθνικό Ωδείο, πήγα στο Κύτταρο με τις μεθόδους του πιάνου μαζί. Μου λέει τότε ο Μήτσος «τι παίζεις εσύ, ρε μπαγάσα;». «Τις αγγλικές σουίτες του Μπαχ», απάντησα. «Για παίξε», μου κάνει. Ξεκινάω και μετά από λίγο, αφού όσοι βρίσκονταν στο χώρο μια κοιτάζονταν μεταξύ τους, μια κοίταζαν εμένα, μου ξαναλέει ο Μήτσος «τι λες, ρε Μπαχ, παίζεις και Μπαχ;». Αυτό ήταν, από τότε μου έμεινε το παρατσούκλι αυτό και παρότι ούτε κινητά ούτε ίντερνετ υπήρχαν τότε, γρήγορα το έμαθε όλη η Ελλάδα!

— Είχατε, κοντολογίς, μια κλασική παιδεία.
Κλασικότατη! Τη μουσική, όμως, που με ενδιέφερε, όπως τα μπλουζ και την τζαζ, δεν τη δίδασκαν στα Ωδεία αλλά στον δρόμο, την έμαθα λοιπόν μόνος μου. Η αρμονία της τζαζ, ξέρεις, το πεντατονικό σύστημα δηλαδή, δεν έχει καμία σχέση με εκείνη της κλασικής. Το ροκ, πάλι, ήταν πολύ πιο εύκολο από την τζαζ ή το ρεμπέτικο και τους δρόμους της ελληνικής λαϊκής παράδοσης.  

Γιάννης Μπαχ Σπυρόπουλος: «Η αντίσταση του χαρτιού στο μολύβι είναι ο ιδανικός εκφραστής του κόπου για να συμβεί ένας στίχος» Facebook Twitter
Οι στίχοι των ρεμπέτικων με επηρέασαν βαθύτατα. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Εκτός, όμως, από τη μουσική ασχοληθήκατε και με τη ζωγραφική.
Ναι, αν και οι δικοί μου δεν είχαν καθόλου ενθουσιαστεί με αυτή μου την κλίση και την επιθυμία μου να δώσω εξετάσεις στην ΑΣΚΤ. «Τι είναι αυτά που λες, ποια Καλών Τεχνών, στη Φιλοσοφική να κοιτάξεις να μπεις, μια κι έχεις έφεση στα γράμματα. Αλλιώς από μένα δεν θα έχεις δεκάρα!» με απόπαιρνε ο πατέρας μου κι έτσι έληξε άδοξα αυτή η ιστορία. Είχα, έπειτα, στο γυμνάσιο κι έναν φιλόλογο πολύ αυστηρό, τον Γεωργοβασίλη, που μου είπε κάποια στιγμή «δεν βλέπω να προγυμνάζεσαι για το πανεπιστήμιο». «Θα σπουδάσω μουσική, κύριε καθηγητά», απάντησα. «Θα πεθάνεις με την τρομπέτα σου πάνω σε ένα κανόνι!» μου είπε τότε χολωμένος. 

— Δεν τύχατε, λοιπόν, ως νέο παιδί καμίας ενθάρρυνσης στις καλλιτεχνικές σας αναζητήσεις. 
Όχι, γνωρίζοντας ωστόσο στην πορεία την αρμονία της μουσικής, μπόρεσα να τη μεταφράσω στην αρμονία της ζωγραφικής. Για ένα διάστημα δεκαπέντε ετών ζωγράφιζα έντονα, έκανα και εκθέσεις. Μάλιστα, αυτές που φιλοξενήθηκαν στην γκαλερί Titanium του αείμνηστου Αριστείδη Γιαγιάννου ήταν ορόσημο. Ήμασταν πολύ φίλοι και με εκείνον και με τον αδελφό του, τον Απόστολο, ο οποίος υπήρξε και δάσκαλός μου μέσα από κρυφούς διαλόγους. 

— Η μουσική ήρθε πρώτα ή οι στίχοι;
Οι στίχοι καταρχάς, γιατί δεν υπήρχε το βήμα να φανερώσω τη μουσική που θεωρούσα ότι με εκπροσωπεί, με εξαίρεση κάποιες ευκαιρίες που μου δόθηκαν στο Τρίτο Πρόγραμμα από τον τότε διευθυντή του, τον Κυριάκο Σφέτσα. Κομβική για τη μουσική μου πορεία αλλά και για τη ζωή μου ολόκληρη υπήρξε η συνάντηση με τη Φλέρυ Νταντωνάκη. 

— Ναι, είναι γνωστό ότι αναπτύξατε μια ιδιαίτερη σχέση με τη Φλέρυ. Ολόκληρη μονογραφία γράψατε γι’ αυτή.
Επρόκειτο για μια ιδανική συνεύρεση. Είχε, που λες, μόλις γυρίσει από την Ινδία και το Νεπάλ, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Ήταν να εμφανιστεί στον Τιπούκειτο κι έψαχνε πιανίστα να τη συνοδεύσει. Μου τηλεφώνησε τότε η Κρίστη Στασινοπούλου, προτείνοντάς μου να αναλάβω εγώ, όπως και έγινε. Μόλις συναντηθήκαμε ένιωσα σαν να την ήξερα από αιώνες. Είχα στο πιάνο το ρεπερτόριο του Μάνου Χατζιδάκι και στιγμές από το ρεμπέτικο. Δεν κάναμε καμιά πρόβα, παίξαμε από το μεσημέρι μέχρι τις 10 το βράδυ και από την επομένη αρχίσαμε κανονικά πρόγραμμα. Ο κόσμος απέξω, ουρές! Το ίδιο και στις εμφανίσεις που κάναμε αργότερα στο Καφεθέατρο, στον Πύργο των Αθηνών και στη Ρωμαϊκή Αγορά. 

Φλέρυ Νταντωνάκη • Τρελή Του Φεγγαριού [2003]

— Αληθεύει ότι ήθελε να τραγουδά ζωντανά μόνο μαζί σας; 
Όντως, η ιστορία με τη Φλέρυ ήταν κάτι σαν alter ego. 

— Πόσο κράτησε η συνεργασία σας;
Όσο έπρεπε. 

— Κάποιο αξιομνημόνευτο περιστατικό; 
Εμφανιζόμασταν μαζί μια περίοδο στο Καφεθέατρο στην Κοδριγκτώνος, όπου δεν αφήναμε τους θεατές να χειροκροτούν μετά από κάθε τραγούδι αλλά μια και καλή στο τέλος της παράστασης. Ένα βράδυ άρχισα κάποια στιγμή να παίζω το «Εγώ είμαι ένα σύννεφο κι εσύ ένας καημός» και μόλις τελείωσε το κομμάτι ακούμε μέσα στην ησυχία τα αναφιλητά μιας κοπέλας που καθόταν μπροστά. Μου λέει τότε η Φλέρυ, «Γιάννη, ας σταματήσουμε καλύτερα εδώ». Σταματώ πράγματι –ανατριχιάζω και συγκινούμαι καθώς το θυμάμαι– και τότε εκείνη κατεβαίνει, αγκαλιάζει το κορίτσι που έκλαιγε και πιάνει να της τραγουδάει μέχρι να ξημερώσει, παρουσία όλων των άλλων θεατών, καθώς κανείς δεν σηκώθηκε να φύγει! Ήταν κι ένα δείγμα του χαρακτήρα της…

— Εξαίρετο δείγμα, θα έλεγα! Περνώντας στην κλασική μουσική, να υποθέσω ότι προκρίνετε τον Μπαχ;
Ο Μπαχ δεν ήταν μόνο κορυφαίος μουσικός και συνθέτης, ήταν ο γεννήτορας της λόγιας δυτικής μουσικής. Οι ρομαντικοί, πάλι, δεν μου αρέσουν ούτε και η κλασική περίοδος, προτιμώ το μπαρόκ γιατί μοιάζει με τα ταξίμια του ρεμπέτικου, που το λατρεύω. Οι στίχοι των ρεμπέτικων με επηρέασαν βαθύτατα. Λέει, ας πούμε, ο Μάρκος Βαμβακάρης «αγγελοκαμωμένη μου και λαμπαδόχυτή μου / παρηγοριά της μάνας σου και συντροφιά δική μου» ‒ αριστούργημα. Τον οποίο Μάρκο, αν τον παίξεις στο κλαβεσέν, είναι σαν να ακούς Βιβάλντι ή Παλεστρίνα. Ο Μάρκος, που τον νιώθω λίγο και σαν παππού μου, μια και η μάνα του πατέρα μου έμενε απέναντι από το σπίτι του στη Σύρα, είναι ο γεννήτορας του λαϊκού μας μουσικού πολιτισμού. Ο Τσιτσάνης, πάλι, είναι ένα πλευρό του Μάρκου. 

— Είχατε, νομίζω, εντρυφήσει μουσικά κι εσείς στο ρεμπέτικο.
Έχω παίξει με την Άννα Χρυσάφη, τον Στέλιο Κερομύτη και τον Σπύρο Καλφόπουλο, κατά βάση όμως το ρεμπέτικο απλώς το λάτρευα, καθόμουν στη γωνία και το παρακολουθούσα με το στόμα ανοιχτό. Η Άννα η Χρυσάφη με ξεμάτιαζε κιόλας, ήξερε την τέχνη. Παίζαμε στην μπουάτ Καρυάτιδες, εκεί όπου τραγούδαγε η Μαρίζα Κωχ. Έπαιζα και με τη Μαρίζα και με τους ρεμπέτες. Οι παλιοί, ξέρεις, λέγανε «Μάρκος ο Θεός, Μπάτης ισχυρός, Παγιουμτζής αθάνατος, ελέησον ημάς»! Αυτοί μαζί με τον Γιάννη Δελιά, η ξακουστή τετράδα του Πειραιά δηλαδή, ήτανε οι Έλληνες Beatles. 

Μαρίζα Κώχ - Γιάννης Bach Σπυρόπουλος ~ «Ο Καραγκιόζης μανάβης», 1990

— Μεγαλώσατε σε μια προσφυγική γειτονιά με παράδοση στο ρεμπέτικο, τον Νέο Κόσμο που τότε λεγόταν Δουργούτι.
Πράγματι, έχω άλλωστε μικρασιατική ρίζα από τη μία μου γιαγιά, την Ανέζα – η άλλη, η Στασώ, που ήταν πανύψηλη και έμοιαζε σαν ηρωίδα του Τολστόι κρατούσε από τη Μάνη, από τον Γερολιμένα. Με καταριόντουσαν, που λες, και με σταυρώνανε ταυτόχρονα οι δυο τους όταν ατακτούσα! Η γιαγιά Ανέζα έκανε πράγματα περίεργα, έβγαζε τον σταυρό της ανά διαστήματα, ήταν προληπτική και λίγο «μάγισσα». Με παίρνανε από το χέρι για να πάμε στην εκκλησία, εγώ γκρίνιαζα, δεν ήθελα, και μου τις βρέχανε, μέχρι αγιασμό μού πετάγανε. Θυμάμαι μια μέρα στην τρώγλη ενός Αρμένη γείτονα, ο οποίος ήταν άρρωστος και πέθαινε από τον πυρετό, κανένα φάρμακο δεν τον έπιανε, που η Ανέζα του έβαλε ένα αυγό κάτω από το ράντζο, το οποίο άρχισε να βγάζει καπνούς και του πήρε τον πυρετό… Ασύλληπτα πράγματα, δεν έχω τρομάξει περισσότερο στη ζωή μου. Μια άλλη φορά, πάλι στο Δουργούτι, Φλεβάρη μήνα, ήτανε θυμάμαι τέσσερις γύρω από την ξυλόσομπα του παππού, του Στέφου. Χιονιάς, παγωνιά, το κρύο το έκοβες με το μαχαίρι, ακόμα όμως χειρότερη ήταν η φτώχεια, μια αδιανόητη σήμερα φτώχεια που σε απειλούσε, ανοίγοντας το απαίσιο στόμα της και φανερώνοντας τα σάπια της δόντια. Βγάζει, λοιπόν, ένας της παρέας από την πατατούκα του έναν μπαγλαμά και παίζουν τον «Μηχανικό στη μηχανή» και τον «Ναύτη του χειμώνα» ‒ υποθέτω ότι ήταν ο Γιώργος Μπάτης. Καθόμουν απέξω, που λες, και τους άκουγα, σκουπίζοντας κάθε τόσο το τζάμι για να βλέπω καλύτερα. Εκείνο ήταν ίσως το χρίσμα για να μπω σε αυτή την παγίδα που λέγεται «μουσική»!

Γιάννης Μπαχ Σπυρόπουλος: «Η αντίσταση του χαρτιού στο μολύβι είναι ο ιδανικός εκφραστής του κόπου για να συμβεί ένας στίχος» Facebook Twitter
Η γιαγιά Ανέζα έκανε πράγματα περίεργα, έβγαζε τον σταυρό της ανά διαστήματα, ήταν προληπτική και λίγο «μάγισσα». Με παίρνανε από το χέρι για να πάμε στην εκκλησία, εγώ γκρίνιαζα, δεν ήθελα, και μου τις βρέχανε, μέχρι αγιασμό μού πετάγανε. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Ένα από τα γνωστότερα κομμάτια με δικούς σας στίχους είναι το «Διδυμότειχο Μπλουζ» που έκανε τεράστια επιτυχία το 1991, όταν κυκλοφόρησε, και παραμένει πολύ δημοφιλές. 
Ναι, αυτό το είχε πει υπέροχα ο Νταλάρας, στον οποίο τελικά το έδωσα, παρότι είχα ως πατρόν τη φωνή του Δημήτρη του Μητροπάνου, του Έλληνα Eric Burdon, κάτι που δεν είπα στον Γιώργο τότε. Στον Λαυρέντη τον Μαχαιρίτσα είχα δώσει να γράψει τη μουσική κι αυτό του χάρισε μια καριέρα. Ήταν, πάντως, δίκαιο να συμβούν έτσι τα πράγματα έτσι, κι ας μην το είχα συνειδητοποιήσει εξαρχής.

— Περιμένατε ότι θα είχε τέτοια ανταπόκριση αυτό το τραγούδι; 
Όχι, άσκηση ύφους ήταν. Συνυπήρξαμε, ξέρεις, ένα διάστημα πολύ στενά με τον συχωρεμένο τον Στέλιο Βαμβακάρη, γιο του Μάρκου. Ένα βράδυ πήγαμε στο Μέγαρο όπου συνέβαινε κάτι λαϊκοφανές – βαρεθήκαμε και βγήκαμε έξω για τσιγάρο. Μας βλέπει ο Νταλάρας και λέει «σας πάει πολύ εσάς τους δυο να είσαστε μαζί». «Πώς θα έγραφε ο Μάρκος σήμερα αν ζούσε, Γιάννη;» με ρώτησε αμέσως μετά ‒ είναι η δυσκολότερη ερώτηση που μου έχουν κάνει. Το «Διδυμότειχο Μπλουζ» ζει ακόμα γιατί είναι μια μεταρεμπέτικη γραφή ‒ ήταν η σιωπηλή μου απάντηση σ’ εκείνη την ερώτηση του Νταλάρα. 

Διδυμότειχο Blues

— Οι στίχοι είναι πρώτα, κύριε Μπαχ, ή η μουσική;
Οι στίχοι βέβαια, η ποίηση δηλαδή. Η μεγάλη μου σπουδή δεν είναι καμία μουσική και καμία ζωγραφική, είναι η ποίηση, και μόνο γιατί κοιτάζει πίσω από τις πραγματικότητες. Και η πραγματικότητα δεν έχει καμία σχέση με την αλήθεια, η πρώτη είναι πεπερασμένη και χωροχρονική, ενώ η δεύτερη αιώνια και αυτή ακριβώς είναι η ιδιότητα της ποίησης. Η τέχνη γενικά είναι αιώνια, η ποίηση όμως εξέχει.

— Περιβάλλεται η ποίηση πολλές φορές και από έναν μυστικισμό, όχι;
Για το ον μιλάει. Όταν ο άνθρωπος εισέρχεται σε αυτό το επίπεδο ανάγεται από δίποδο σε έννοια. Η ποίηση είναι που εννοιολογεί.  

— Ποιος ποιητής είναι το κατεξοχήν σημείο αναφοράς σας;
Ο Διονύσιος Σολωμός. Η «Ωδή στην Ελευθερία» τού δόθηκε, πιστεύω, εξ αποκαλύψεως και συμπυκνώνεται ολόκληρη σε εκείνο το συγκλονιστικό πρώτο τετράστιχο «σε γνωρίζω από την κόψη, του σπαθιού την τρομερή / σε γνωρίζω από την όψη, που με βια μετράει τη γη». Όλο το υπόλοιπο ποίημα είναι το ξεδίπλωμα αυτής της αποκάλυψης, αυτής της αρετής. Μάλιστα, έχω γράψει και μια καντάδα για τον Σολωμό, την οποία «άρπαξε» ο Νταλάρας, και καλά έκανε. Ένας άλλος ποιητής που πολύ θα ήθελα να έχω γνωρίσει είναι ο Μίλτος Σαχτούρης.

— Ο Νταλάρας είναι αναμφίβολα σπουδαίος καλλιτέχνης, παρότι κάπως αμφιλεγόμενος.
Έκανε πολλά πράγματα ο Γιώργος και όταν κάνεις πολλά υπάρχουν μερικές φορές και αδεξιότητες. Είναι όμως μεγάλος τραγουδιστής, τον αγαπώ πολύ, ανήκει κιόλας στη ρεμπέτικη «φυλή» ‒ η πρώτη πληροφορία στο DNA του είναι το ρεμπέτικο, καθότι άλλωστε γιος του Λουκά Νταράλα, μεγάλου ερμηνευτή του είδους.  

— Άλλες αξιομνημόνευτες συνεργασίες σας;
Από τις πιο ξεχωριστές ήταν με τον Διονύση Σαββόπουλο και τον Λουκιανό Κηλαηδόνη στα «Μικροαστικά», μαζί με τα παιδιά του Ελεύθερου Θεάτρου. Και τον Λουκιανό τον αγαπούσα, πολύ ευγενικός και δοτικός άνθρωπος, αυτό που έκανε, δε, καλλιτεχνικά είναι τελείως δικό του. Ο Σαββόπουλος, πάλι, είναι τρισμέγιστος, κάτι σαν αλχημιστής, η λόγια εξέλιξη του ρεμπέτικου. Άλλαξε το πρόσωπο της ελληνικής μουσικής και είναι αυτός που ταυτόχρονα κλείνει την πόρτα της τέχνης του ελληνικού τραγουδιού. 

Διονύσης Σαββόπουλος - Γιάννης Μπαχ Σπυρόπουλος - Δρακοκύκλωπες και Κυκλωποδρακόπουλα

— Υπάρχει, ξέρετε, η αίσθηση ότι οι δεκαετίες του ’60 και του ’70 ήταν πολύ παραγωγικές για το ελληνικό τραγούδι, ανέδειξαν κορυφαίους συνθέτες και ερμηνευτές. Υπάρχουν σήμερα αντίστοιχοι καλλιτέχνες που θα χαρακτηρίζονταν σημεία αναφοράς;
Φοβάμαι πως όχι. Μισός από δω, μισός από κει, μισός παραπέρα που όλοι μαζί κάνουν πάλι μισό.   

— Λέγατε πριν για το ποίημα «Μια καντάδα για τον Σολωμό» και σκέφτομαι ότι οι στίχοι του θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι ρίμες ενός ραπ κομματιού ή μάλλον τραπ, για να είμαστε πιο επίκαιροι: «Ήπιε ως τον πάτο το ποτήρι του σκυμμένος / ήταν κι αυτός όπως κι εμείς πολιορκημένος / πώς να φωτίσω του μεγέθους του τη ρίμα / είμαι παιδί που απαγγέλλει ένα ποίημα».
Α, ναι; Πιθανόν, δεν το ξέρω καλά το καινούργιο σκηνικό, τις νέες μουσικές μόδες. Αν πράγματι είναι έτσι, με κολακεύετε! Νομίζω, άλλωστε, ότι και αυτό που λένε «τραπ» στην Ελλάδα από το λαϊκό τραγούδι προέρχεται ‒ πρόκειται βέβαια για μια σκληρή, επιθετική, αγωνιώδη μορφή του. Ωστόσο, μάλλον ήταν ιστορικά αναγκαίο να εμφανιστεί.

— Τα δικά σας μουσικά ακούσματα αυτό τον καιρό;
Οι Beatles καταρχάς, και χθες και σήμερα και πάντα. Ήταν μια συναστρία ξεχωριστών οντοτήτων που άλλαξαν όλο το πολιτισμικό σκηνικό του πλανήτη. Το άλμπουμ «Sgt. Pepper’s lonely hearts club» ειδικά είναι ένα διαχρονικό αριστούργημα. Ισάξιο αυτού στα καθ’ ημάς θεωρώ το «Περιβόλι του τρελλού» του Σαββόπουλου.

— Εγώ, πάλι, το πρώτο άλμπουμ των Velvet Underground θεωρώ ότι είναι ένα ροκ άλμπουμ που και σε εκατό χρόνια να το παίξεις θα ακούγεται το ίδιο σύγχρονο. 
Ω ναι, κι αυτό! O Lou Reed δεν ήταν μόνο εξαίρετος μουσικός, ήταν και πολύ μεγάλος ποιητής, όπως άλλωστε και ο Bob Dylan, ο οποίος συνέχισε τη γραμμή του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. 

— Έχετε, επίσης, «ντύσει» με τη μουσική σας ταινίες και θεατρικά έργα.
Ναι, μαζί με τον αδελφό μου και τον Βαγγέλη Γερμανό γράψαμε τη μουσική για το «Τέλος εποχής» του Αντώνη Κόκκινου που είχε σπάσει τα ταμεία και βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1994. Είναι κι άλλα πολλά που έκανα για το σινεμά, εκείνο όμως που θα ήθελα πολύ είναι να είχα ντύσει μουσικά την «Κάλπικη λίρα». Αγαπώ πραγματικά τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο και θεωρώ πλεονέκτημα το ότι αρκετοί ηθοποιοί ήταν τότε αυτοδίδακτοι. Διαφορετικά θα έμπαιναν στην παγίδα της γλώσσας μιας νομενκλατούρας η οποία σε οδηγεί σε δάνεια που δεν είναι δικά σου και τα εξωτερικεύεις λέγοντας ένα μεγάλο ψέμα. Ναι, έχω γράψει μουσικές και για θεατρικές παραστάσεις, του Αρμένη, του Ποταμίτη και άλλων, καθώς επίσης για δυο τηλεοπτικά σίριαλ του Τάσου Ψαρρά, τον «Θησαυρό της Αγγελίνας» και τον «Πρίγκιπα» με τον Γιώργο Αρμένη και την Ντίνα Κώνστα. 

Γιάννης Μπαχ Σπυρόπουλος: «Η αντίσταση του χαρτιού στο μολύβι είναι ο ιδανικός εκφραστής του κόπου για να συμβεί ένας στίχος» Facebook Twitter
Ο έρωτας ενώνει τον εκπεσόντα άνθρωπο με τον ουρανό, θυμίζοντάς του από πού κατάγεται, από το πεδίο της αιωνιότητας δηλαδή. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Κάνατε και ραδιόφωνο πολλά χρόνια. 
Α, το ραδιόφωνο υπήρξε σταθμός για μένα, είκοσι οκτώ χρόνια το υπηρέτησα. Πρώτο Πρόγραμμα, Δεύτερο Πρόγραμμα, Cosmos, Φωνή της Ελλάδας… Το ραδιόφωνο είναι πολύ βαρύ εργαστήρι, κάθε ζωντανή εκπομπή είναι ένα μονόπρακτο.     

— Πόντκαστ ακούτε; Είναι μια μετεξέλιξη του ραδιοφώνου, όπως συχνά λέγεται.
Γνωρίζω περί τίνος πρόκειται, αλλά δεν έχω ασχοληθεί καθόλου, όπως και με οποιοδήποτε ηλεκτρονικό μέσο. Δεν έχω ιστοσελίδες ούτε ψηφιακά προφίλ, δεν διαθέτω καν υπολογιστή. Δεν είμαι τεχνοφοβικός, απλώς αυτά δεν ανήκουν στον υπαρξιακό μου πολιτισμό. Ακόμα και το κινητό μου μια παλιατζούρα είναι, ίσα για να επικοινωνώ. Ούτε και γραφομηχανή χρησιμοποίησα ποτέ. Μόνο σε χαρτί γράφω, με μολύβι. Η αντίσταση του χαρτιού στο μολύβι είναι, θεωρώ, ο ιδανικός εκφραστής του κόπου που χρειάζεται για να συμβεί ένας στίχος. Θεωρώ, ωστόσο, ότι αξία έχει το εδώ και τώρα κι αυτό μόνο το ζωντανό ραδιόφωνο το εξασφαλίζει. 

— Έχετε στίχους που παραμένουν αδημοσίευτοι;
Ναι, και θα σας πω, αφού επιμένετε, ένα πεντάστιχο, χωρίς τίτλο: «Ξεμέθυσα, ρίχνω μια ζαριά / το φίδι πουκάμισο αλλάζει, το άλφα φωνάζω καθαρά, η άγονη μέρα χορταριάζει / άγιο μου δελφίνι, φύγε από τη στέρνα, άστραψε σαν σπέρμα Παντοκράτορα / φώτισε με μέλι των βουνών τη λήθη, των νεκρών τη λύπη, Κλειδοκράτορα».

— Άλλο ένα υποψήφιο τραγούδι για το οποίο «κι εσείς θα φταίτε», όπως τιτλοφορούνταν σε α’ πρόσωπο ένα παλιότερο ποίημά σας;
Α, λέτε το «Για τα τραγούδια κι εγώ φταίω» που είχε μελοποιήσει ο Νταλάρας. Αυτός είναι που φταίει, όχι εγώ!

— Πήρατε ρίσκα μεγάλα στη ζωή σας κι ας ξέρατε ότι εσείς θα φταίγατε για τις συνέπειες;
Βέβαια, στη ζωή χρειάζεται και να ρισκάρεις, αλλιώς πώς; Θα πατήσεις σε λουλούδια, θα πατήσεις και σε σκατά για να βρεις διεξόδους, αλλά έτσι πρέπει. 

— Διεξόδους τις οποίες εσείς αναζητήσατε μέσα από την τέχνη.
Εκλιπαρώντας το απόρρητο να φανερωθεί συνέβη όλο αυτό. Ήταν ο στόχος της ύπαρξής μου και συνέβη εργαλείο γι’ αυτό να γίνουν η ποίηση και η μουσική. 

Ψυχαναλύω, επίσης, πράγματα που συνέβησαν στο παρελθόν. Προσπάθησα, ξέρεις, να αντισταθώ σε μερικά από αυτά ώστε να μην κάνω το χατίρι κάποιας ευκαιρίας ή εύκολης απολαβής, αλλά κι εκεί τρυπώνει ο πειρασμός. Διαπιστώνω ότι ενέδωσα σε μερικές ευκολίες και συμβάσεις κι αυτό με πληγώνει αφάνταστα και μου δημιουργεί ενοχές.

— Και ο έρωτας τι θέση έχει σε όλο αυτό;
Ο έρωτας ενώνει τον εκπεσόντα άνθρωπο με τον ουρανό, θυμίζοντάς του από πού κατάγεται, από το πεδίο της αιωνιότητας δηλαδή. Αρκεί, όπως είπαμε και πριν, να καταφέρει να αναχθεί από ανθρωπόμορφο σχήμα σε έννοια.

— Με την πολιτική καταπιαστήκατε ποτέ;
Όχι, δεν έχω ιδέα. Δηλώνω εντούτοις ευθαρσώς αεκτζής, αναρχικός και καζαντζιδικός! 

— Τα ταξίδια σάς αρέσουν;
Καθόλου! Ταξίδι θεωρώ το να κατεβαίνω κάθε τόσο με τη βέσπα μου από τη Νέα Χαλκηδόνα στο Μοναστηράκι, να κάνω μια βόλτα στην οδό Αθηνάς και να χαιρετήσω την Παντάνασσα Αθηνά.

— Αυτό τον καιρό τι κάνετε;
Βάζω σε τάξη ένα αρχείο που, εκτός από γραπτά, έχει κάπου 6.000 CD. Με βοηθούν, ευτυχώς, κάπως σε αυτό η γυναίκα και η κόρη μου. Ψυχαναλύω, επίσης, πράγματα που συνέβησαν στο παρελθόν. Προσπάθησα, ξέρεις, να αντισταθώ σε μερικά από αυτά ώστε να μην κάνω το χατίρι κάποιας ευκαιρίας ή εύκολης απολαβής, αλλά κι εκεί τρυπώνει ο πειρασμός. Διαπιστώνω ότι ενέδωσα σε μερικές ευκολίες και συμβάσεις κι αυτό με πληγώνει αφάνταστα και μου δημιουργεί ενοχές. Μπορεί να μη με χαρακτηρίζουν γενικά ως άνθρωπο οι συμβάσεις, αλλά τις διακρίνω, μου κλείνουν το μάτι κρυφά. Όμως, ο γέγονε, γέγονε. Δεν έχω πλέον καμία επιθυμία ή φιλοδοξία, παρεκτός έναν θάνατο που να μην είναι τόσο επώδυνος. Καλά πάει πάντως μέχρι στιγμής το βιολογικό, δεν παραπονιέμαι, με εξαίρεση μια εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς στην οποία υποβλήθηκα προ ετών. 

Γιάννης Μπαχ Σπυρόπουλος: «Η αντίσταση του χαρτιού στο μολύβι είναι ο ιδανικός εκφραστής του κόπου για να συμβεί ένας στίχος» Facebook Twitter
Οι δικοί μου δεν είχαν καθόλου ενθουσιαστεί με αυτή μου την κλίση και την επιθυμία μου να δώσω εξετάσεις στην ΑΣΚΤ. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Κάποια πράγματα για τα οποία νιώθετε δικαιωμένος, ευτυχής;
Για το ότι ποτέ δεν φοβήθηκα να κυριολεκτώ και να λέω τα πράγματα με ένα όνομα πιο ταιριαστό από αυτό που τα χαρακτηρίζει.

— Την εποχή μας πώς θα την κρίνατε;
Χρειάζεται ο άνθρωπος να αποκτήσει επειγόντως συνείδηση της οντότητάς του, αλλιώς θα βρεθεί κυκλωμένος από καταστροφές.

— Σας έχουν απευθύνει ποτέ σε συνέντευξη κάποια ερώτηση που δεν την περιμένατε, που σας αιφνιδίασε, σας προβλημάτισε;
Μου κάνατε ήδη κάμποσες τέτοιες.

— Μια συμβουλή, μια ορμήνια σε έναν νέο στιχουργό ή μουσικό;
Να ανακαλύψει καταρχάς αν έχει πράγματι ταλέντο. Δεν μπορεί να πηγαίνει ο καθένας στο βεστιάριο, να φορά ένα ρούχο της αρεσκείας του και να του περισσεύουν π.χ. τα μανίκια. Να εξακριβώσει και να παραδεχθεί, έπειτα, τις επιρροές που έχει, επειδή, ως γνωστόν, παρθενογένεση δεν υπάρχει. 

— Μιλάτε πάντα τόσο ποιητικά;
Δεν έχω άλλον τρόπο.

Μουσική
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

16ος Αύγουστος μακριά από τη Βίκυ Μοσχολιού

Σεμίνα Διγενή / 16ος Αύγουστος μακριά από τη Βίκυ Μοσχολιού

Με αυτό το podcast η Σεμίνα Διγενή την ξαναφέρνει κοντά μας, μαζί με τα τραγούδια και τις εξομολογήσεις της. Ακούγονται ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, η Λούλα και ο Κώστας Καλδάρας, ο Γιάννης Σπυρόπουλος Μπαχ και ο Σταύρος Ξαρχάκος.
THE LIFO TEAM
Ο Διονύσης Σαββόπουλος: σύζυγος, πατέρας, τραγουδοποιός

Βιβλίο / Ο Διονύσης Σαββόπουλος: σύζυγος, πατέρας, τραγουδοποιός

Στην πιο de profundis στιγμή της ζωής του ο συνθέτης γράφει το αυτοβιογραφικό «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», αποκαλύπτοντας σαν σε προσευχή τις πιο προσωπικές, τρωτές στιγμές του, ζητώντας συγγνώμη από τους οικείους του και ομολογώντας ότι η έμπνευση συμπορεύεται με τη θνητότητα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το συναρπαστικό, άχρονο, χαμένο άλμπουμ της Ούρσουλα Λε Γκεν

Πέθανε Σαν Σήμερα / Το συναρπαστικό, άχρονο, χαμένο άλμπουμ της Ούρσουλα Λε Γκεν

H πολυβραβευμένη συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας που πέθανε σαν σήμερα, το 2018, είχε συνεργαστεί με τον συνθέτη Todd Barton στη δημιουργία ενός φιλόδοξου πρότζεκτ που εκτείνονταν πέρα από τη συγγραφή.
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
«Για μένα αυτό είναι οι ταινίες, μια περιπέτεια έξω και πέρα από την ηθική»

Οθόνες / «Για μένα αυτό είναι οι ταινίες, μια περιπέτεια έξω και πέρα από την ηθική»

Μια μεγάλη κουβέντα με τον σκηνοθέτη και μουσικό Γιάννη Βεσλεμέ που κυκλοφορεί ταυτόχρονα το νέο του άλμπουμ και η ρετροφουτουριστική του ταινία «Αγαπούσε τα λουλούδια περισσότερο». (SPOILER ALERT)
M. HULOT
Laurent Garnier

Μουσική / «Βλέπω μαριονέτες να παίζουν μουσική έχοντας τα ακουστικά περισσότερο στον λαιμό παρά στα αυτιά»

Με αφορμή ένα επικό τετραπλό mix –house, techno, UK focus και downtempo– για τα 25 χρόνια λειτουργίας του θρυλικού fabric, ο Γάλλος παραγωγός, DJ και πρόσφατα χρισμένος ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής Laurent Garnier μιλά για το τότε και το τώρα της ηλεκτρονικής μουσικής.
ΦΩΦΗ ΤΣΕΣΜΕΛΗ
Ο Τζούλιους Ίστμαν επιθυμούσε να είναι «μαύρος στον υπερθετικό, μουσικός στον υπερθετικό και ομοφυλόφιλος στον υπερθετικό»

Μουσική / Ο Τζούλιους Ίστμαν επιθυμούσε να είναι «μαύρος, μουσικός και ομοφυλόφιλος στον υπερθετικό»

Η Εναλλακτική σκηνή της Λυρικής παρουσιάζει μια βραδιά αφιερωμένη στο καινοτόμο και κοινωνικοπολιτικά φορτισμένο έργο του πρωτοπόρου Αφροαμερικανού συνθέτη που αναγνωρίστηκε ευρέως μετά θάνατον.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
10 techno & house parties για το προσεχές τρίμηνο 

Winter Preview 2025 / 10 techno & house parties για το προσεχές τρίμηνο 

Εκεί που η Αθήνα θα χορεύει μέχρι το πρωί, με μεγάλα ονόματα στα decks τους επόμενους μήνες – ή και μέχρι τα μεσάνυχτα, έχουμε και ένα απογευματινό κυριακάτικο πάρτι για εκείνους που πρέπει να ξυπνήσουν τη Δευτέρα.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΟΥΡΛΑΚΟΣ
Seven Nation Army: Η ιστορία του πιο διάσημου riff του 21ου αιώνα

Μουσική / Seven Nation Army: Η ιστορία του πιο διάσημου riff του 21ου αιώνα

Από το 2003 που πρωτοκυκλόφορησε μέχρι σήμερα, το κομμάτι των White Stripes με την εθιστική του μελωδία έχει εξαπλωθεί παντού στον πλανήτη, από τα ποδοσφαιρικά γήπεδα μέχρι τις μεγάλες πολιτικές συγκεντρώσεις
THE LIFO TEAM