Το φωτογραφικό αυτοπορτρέτο του 1900 του Φρεντ Μπουασονά υποδέχεται τους επισκέπτες της έκθεσης με τίτλο «Ο Φρεντ Μπουασονά και η Μεσόγειος. Μια φωτογραφική Οδύσσεια» που θα παρουσιαστεί στο MOMus-Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης από τις 8 Σεπτεμβρίου 2022 έως τις 8 Ιανουαρίου 2023. Είναι το πρώτο από 110 έργα και πολυμεσικές εφαρμογές που παρουσιάζονται στην έκθεση, στην οποία μπορεί να παρακολουθήσει κανείς τη διαμόρφωση του φωτογραφικού βλέμματος του Φρεντ Μπουασονά, τις πηγές της έμπνευσής του και τη μακρόχρονη προσπάθειά του να αναγάγει τη φωτογραφία στη σφαίρα των καλών τεχνών.
Οι διαδρομές του Μπουασονά, ελικοειδείς μέσα στον κόσμο, από τις Άλπεις μέχρι την έρημο του Σινά, περνούν και διασταυρώνονται στη Μεσόγειο που γίνεται το σκηνικό της φωτογραφικής «Οδύσσειας» του ίδιου του φωτογράφου, στα χνάρια του ομηρικού ήρωα.
Το έργο του Μπουασονά τροφοδοτήθηκε από τις συνεργασίες του με συγγραφείς, αρχαιολόγους, πολιτικούς και γεωγράφους, και συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας νέας αντίληψης που αντιμετώπιζε τη Μεσόγειο ως ενιαία γεωγραφική και πολιτισμική οντότητα. Φωτογραφίζοντας τους μεσογειακούς τόπους για περισσότερο από τρεις δεκαετίες, επικύρωσε μεταξύ άλλων τους γεωπολιτικούς μετασχηματισμούς της Ελλάδας και των Βαλκανίων. Σκηνές από την καθημερινότητα απλών ανθρώπων, μνημεία και τοπία προς αποκρυπτογράφηση προσκαλούν τους επισκέπτες σε μια ταξιδιωτική εμπειρία σε τόπους που πλέον έχουν διαμορφωθεί με τρόπους που τότε ακόμη φάνταζαν μυθικοί.
Σκηνές από την καθημερινότητα απλών ανθρώπων, μνημεία και τοπία προς αποκρυπτογράφηση προσκαλούν τους επισκέπτες σε μια ταξιδιωτική εμπειρία σε τόπους που πλέον έχουν διαμορφωθεί με τρόπους που τότε ακόμη φάνταζαν μυθικοί.
Ο Φρανσουά Φρεντερίκ Μπουασονά, που ανέπτυξε στενούς δεσμούς μεταξύ της Ελβετίας, της Ελλάδας και του μεσογειακού κόσμου, γεννήθηκε το 1858 στη Γενεύη και αποτελεί κεντρική φιγούρα στη μετάβαση από τις προσεγγίσεις του 19ου αιώνα σε μια πιο σύγχρονη φωτογράφιση των τόπων και των αρχαιοτήτων.
Ο πατέρας του ίδρυσε ένα φωτογραφικό στούντιο στη Γενεύη το 1864 και ανέλαβε το στούντιο του Auguste Garcin στο Place Bel-Air το 1865. Το 1872, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του σε ένα κτίριο στον αριθμό 4 quai de la Poste. Ο Φρεντερίκ διηύθυνε το οικογενειακό στούντιο από το 1887 έως το 1920. Απέκτησε τουλάχιστον επτά παιδιά, και ο έβδομος γιος του, ο Πολ, διηύθυνε το στούντιο μέχρι το 1969.
Μεταξύ του 1903 και του 1933 ο Μπουασονά πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στην Ελλάδα, όπου κατέγραψε συστηματικά τη χώρα σε φωτογραφίες τοπίου που τραβήχτηκαν σε όλες τις γωνιές του τόπου και αντικατοπτρίζουν τη συνέχειά του από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ταξίδεψε στην Πελοπόννησο, την Κρήτη, τα νησιά, την Ιθάκη, το Άγιο Όρος. Σε μια ελληνική αποστολή με τον συμπατριώτη του ιστορικό τέχνης Ντανιέλ Μποντ Μποβί, πραγματοποίησε την πρώτη καταγεγραμμένη ανάβαση στον Όλυμπο της σύγχρονης εποχής, στις 2 Αυγούστου 1913, με τη βοήθεια ενός κυνηγού αγριοκάτσικων από το Λιτόχωρο, του Χρήστου Κάκκαλου.
Συνολικά, δημοσίευσε 14 φωτογραφικά άλμπουμ αφιερωμένα στην Ελλάδα, πολλά από τα οποία ανήκουν στη θεματική σειρά με τίτλο «L'image de la Grece» («Η εικόνα της Ελλάδας») και οι εικόνες του συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση της ταυτότητας της Ελλάδας στην Ευρώπη – στην προβολή της ως τουριστικού προορισμού αλλά και στην πολιτική της κατάσταση.
Οι φωτογραφίες του από αρχαιολογικούς χώρους αποτελούν το 20% του συνόλου των ελληνικών σειρών του. Επισκέφθηκε την Ακρόπολη, τους Δελφούς, την Ολυμπία, τη Δωδώνη, την Κνωσό, τη Δήλο και πολλές άλλες τοποθεσίες, παρέχοντας ένα εκτεταμένο εικονογραφικό πανόραμα των κλασικών ελληνικών αρχαιοτήτων.
Το 1923 ο Λε Κορμπιζιέ χρησιμοποίησε τις φωτογραφίες του από τον Παρθενώνα στο βιβλίο του «Vers un architecture». Ο Μπουασονά ήθελε να ερμηνεύσει το ελληνικό τοπίο συνδυάζοντας την κλασική αρχαιότητα με την επαρχιακή ελληνική λαογραφία μέσα από συνειρμούς φυσικών και πολιτιστικών στοιχείων προσεκτικά συντεθειμένων και με τον καλύτερο φωτισμό του περιβάλλοντος. Οι φωτογραφίες της Emma Guipet, πεντακόσιες σε σύνολο, με την ίδια ως «Magdeleine G» να χορεύει στον Παρθενώνα με αρχαία ενδυμασία, που χρησιμοποιήθηκεαν ως εικονογράφηση για το βιβλίο του υπνωτιστή Émile Magnin «L'Art et l'Hypnose», αποτέλεσαν αντικείμενο θαυμασμού για τους υπερρεαλιστές.
Το τελευταίο του φωτογραφικό λεύκωμα για την Ελλάδα, που δημοσιεύτηκε το 1933 με τίτλο «Ακολουθώντας το πλοίο του Οδυσσέα», ήταν μια προσπάθειά του να αναπαραστήσει το ομηρικό έπος και, με συμβολικό τρόπο, τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού σε όλη την Ευρώπη, ενώ τις φωτογραφίες συνόδευαν αποσπάσματα από την «Οδύσσεια» του Ομήρου.
Όπως είχε υποστηρίξει η Ειρήνη Μπουντούρη το 2003, στο 1o Συνέδριο για την Ιστορία της Ελληνικής Φωτογραφίας, ο Μπουασονά συνέβαλε με την επαγγελματική του φωτογραφία και τις υπηρεσίες της οικογενειακής τυπογραφικής εταιρείας Boissonnas SA που ίδρυσε το 1919, στις επεκτατικές φιλοδοξίες του ελληνικού κράτους. Με μια χορηγία από τον βασιλιά Γεώργιο Α' φωτογράφισε και δημοσίευσε εικόνες από τα νεοαποκτηθέντα εδάφη της Ηπείρου και της Μακεδονίας σε μια έκθεση στο Παρίσι με τίτλο «Visions of Greece» με 550 φωτογραφίες του, η οποία συνοδευόταν από έναν εικονογραφημένο τόμο 260 σελίδων.
Από το 1920 μέχρι το 1926 ανέλαβε την έκδοση μιας σειράς εικονογραφημένων βιβλίων με τίτλους «Σμύρνη, Θράκη, Κωνσταντινούπολη» και «Η ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία». Ο γιος του είχε αναλάβει να καλύψει την εκστρατεία στη Μικρά Ασία δημοσιεύοντας τουλάχιστον 800 φωτογραφίες στον διεθνή Τύπο.
Το 1929 ο Μπουασονά προσκλήθηκε στην Αίγυπτο από τον βασιλιά Φουάντ Α', ενώ το 1933 ξεκίνησε μια φωτογραφική αποστολή στο Σινά, ακολουθώντας τη διαδρομή των Ισραηλιτών, όπως καταγράφεται στο βιβλίο της Εξόδου, και φωτογράφισε τις παραδοσιακές βιβλικές τοποθεσίες που συνάντησε στο ταξίδι του. Το έργο του «Au Sinaï», ένα επιστημονικό, πολιτιστικό και πολύ προσωπικό ντοκουμέντο –το αποκορύφωμα της μελέτης μιας ολόκληρης ζωής για τους αρχαίους πολιτισμούς της Μεσογείου–, παρέμεινε ωστόσο ανολοκλήρωτο μέχρι τη στιγμή του θανάτου του το 1946.
Όπως λέει η επιμελήτρια της έκθεσης Estelle Sohier, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Γεωγραφίας και Περιβάλλοντος στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, ο στόχος της έκθεσης «Ο Φρεντ Μπουασονά και η Μεσόγειος. Μια φωτογραφική Οδύσσεια» είναι η διεύρυνση του βλέμματος μέσα από τα έργα του Ελβετού φωτογράφου, αναδεικνύοντας το εύρος της καριέρας του, που μέτρησε πάνω από πέντε δεκαετίες.
Η έκθεση και η έκδοση αποτυπώνουν την πρόθεση του Φρεντ Μπουασονά να επεκτείνει τα υλικά και συμβολικά όρια της φωτογραφίας. Επιπλέον, δείχνουν τον τρόπο που η Ελλάδα του πρόσφερε τη δυνατότητα να αναδείξει τη φωτογραφία ως μια αυτόνομη μορφή τέχνης, ενώ η επιμελήτρια Αρετή Λεοπούλου σημειώνει ότι «το φωτογραφικό έργο του Μπουασονά υπήρξε στρατηγικής σημασίας για τις ελληνικές εθνικές επιδιώξεις στις αρχές του 20ού αιώνα και συνάμα στέκει ως ένα αισθητικά άρτιο καλλιτεχνικό έργο ενός –εντυπωσιακά δραστήριου για μισό αιώνα– φωτογράφου».
Η έκθεση «Ο Φρεντ Μπουασονά και η Μεσόγειος. Μια φωτογραφική Οδύσσεια» αποτελεί παραγωγή του MOMus-Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, με τη συνεργασία του Τμήματος Γεωγραφίας και Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου της Γενεύης, της Βιβλιοθήκης της Γενεύης και του Μουσείου Τέχνης και Ιστορίας της Πόλης της Γενεύης και με τη συνδρομή της Κεντρικής Βιβλιοθήκης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Πολλές από τις φωτογραφίες της έκθεσης προέρχονται από την Τρικόγλειο Βιβλιοθήκη (Συλλογή Τρικόγλου) που κληροδοτήθηκε από το ΑΠΘ το 1963. Ο Ο Ιωάννης Τρικόγλου (Αλεξάνδρεια 1888-Αθήνα 1966) ήταν Έλληνας δεύτερης γενιάς από την Αίγυπτο και επιφανής έμπορος. Υπήρξε μέλος της Ελληνικής Κοινότητας Καΐρου από το 1947 ως το 1957. Ο Ιωάννης Τρικόγλου υπήρξε ο τελευταίος ιδιωτικός χορηγός του Μπουασονά. Γνωρίστηκαν στο Παρίσι το 1920 και ο Τρικόγλου χρηματοδότησε τα τελευταία ταξίδια του φωτογράφου στην Ελλάδα και στην Αίγυπτο. Ως συλλέκτης φωτογραφιών, απέκτησε και διατήρησε μια μοναδική συλλογή φωτογραφιών του Μπουασονά στην Ελλάδα.
Πληροφορίες για την έκθεση:
«Ο Φρεντ Μπουασονά και η Μεσόγειος. Μια φωτογραφική Οδύσσεια»
MOMus-Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης
(Αποθήκη Α’, Προβλήτα Α’, λιμάνι Θεσσαλονίκης)
8 Σεπτεμβρίου 2022 – 8 Ιανουαρίου 2023