Σε μια τόσο εξαρθρωμένη εποχή, με την πολιτική τάξη να παρακολουθεί αμήχανη εξελίξεις (μεταξύ άλλων, τρομοκρατικά χτυπήματα και δολοφονίες από την Αμερική έως την Ιαπωνία, που καταλύουν κάθε αίσθηση ασφάλειας στον δημόσιο χώρο), ο Ολιβιέ Πι, διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν, θέλησε να υπάρχει πολιτικός θεματικός άξονας στη φετινή διοργάνωση και έκανε λόγο για την πολιτική ανικανότητα και την άνοδο του λαϊκισμού και του εθνικισμού. Σ' αυτή την κατεύθυνση, ο 26χρονος Γάλλος σκηνοθέτης Ζουλιέν Γκοσλέν ανέλαβε να παρουσιάσει, με την κολεκτίβα Si vous pouviez lécher mon coeur, το opus magnum του Χιλιανού συγγραφέα Ρομπέρτο Μπολάνιο, 2666. Ο Γκοσλέν έχει δοκιμαστεί ξανά στη σκηνική μεταφορά μυθιστορηματικής ύλης, καθώς έχει σκηνοθετήσει και τα Στοιχειώδη Σωματίδια του Μισέλ Ουελμπέκ. Αλλά ακόμα κι έτσι, το να μεταφέρει στη σκηνή τις περίπου 1.000 σελίδες του εσχατολογικού μυθιστορήματος του Μπολάνιο (η έκδοση της Άγρας, σε μετάφραση Κρίτωνα Ηλιόπουλου, έχει εξαντληθεί, αλλά θα επανεκδοθεί και θα κυκλοφορήσει εκ νέου το φθινόπωρο) αποτελεί πρόκληση από κάθε πλευρά.
Κι όμως, δεν είναι η πρώτη φορά που το 2666 μεταφέρεται στη σκηνή. Το 2007, μόλις τρία χρόνια από την έκδοση του βιβλίου (κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του συγγραφέα το 2003), ανεβαίνει από το Teatre Lliure στη Βαρκελώνη και φέτος ανέβηκε σε παράσταση 5,5 ωρών από το Goodman Theatre στο Σικάγο. Πιο «τίμιος» προς το πρωτότυπο κείμενο, ο Γκοσλέν διασκεύασε το μυθιστόρημα σε παράσταση διάρκειας περίπου 12 ωρών. Γιατί πώς αλλιώς να αντιμετωπίσεις ένα μυθιστόρημα σε πέντε μέρη, καθένα εκ των οποίων μπορεί να σταθεί αυτοτελώς;
Ο Μπολάνιο φέρνει τον αναγνώστη ενώπιον της προαιώνιας διερώτησης για την αφετηρία και τη φύση του Κακού και για την ανεξάντλητη ροπή και ικανότητα των ανθρώπων να προκαλούν ακραίο πόνο.
Το 2666 απασχόλησε τον Μπολάνιο (1953-2003) τα τελευταία 5 χρόνια της ζωής του, ενώ αντιμετώπιζε ήδη σοβαρά προβλήματα υγείας. Όπως και στο υπόλοιπο έργο του, κι εδώ δύο είναι τα βασικά θέματα που τον εμπνέουν: η ζωή του συγγραφέα (πίστευε ότι μια ζωή αφιερωμένη στη λογοτεχνία είναι η μόνη που αξίζει κάποιος να ζήσει) και η βία (με την οποία είναι συνυφασμένη η Ιστορία της ευρύτερης πατρίδας του, της Λατινικής Αμερικής). Τα δύο συνυφαίνονται, αφού ο Μπολάνιο εννοούσε τη βία ως εσωτερικό χαρακτηριστικό της ζωής του συγγραφέα, μια που αντιμετώπιζε τη λογοτεχνία ως πεδίο σκληρών, σύνθετων αναμετρήσεων με προηγούμενους συγγραφείς, με την κοινωνία και την Ιστορία, με τους αναγνώστες, που είναι και οι τελικοί αποδέκτες των ιστοριών του.
Στο πρώτο μέρος του 2666 πρωταγωνιστούν τέσσερις κριτικοί λογοτεχνίας από διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες που μοιράζονται το ίδιο πάθος για έναν Γερμανό συγγραφέα, ονόματι Μπένο φον Αρτσιμπόλντι. Η θεωρία και η κριτική της λογοτεχνίας γίνονται «θέμα» του βιβλίου στη σκιά της Ιστορίας, τα φρικτά γεγονότα της οποίας εμπνέουν λογοτεχνικά αριστουργήματα.
Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τον Αρτσιμπόλντι, αλλά σ' ένα συνέδριο στην Τουλούζη οι τέσσερις μαθαίνουν ότι εθεάθη σε μια πόλη στα βόρεια σύνορα του Μεξικού και αποφασίζουν να ταξιδέψουν ως εκεί μήπως και τον εντοπίσουν.
Τα επόμενα δύο μέρη εξελίσσονται εκεί, στη Σάντα Τερέζα, στα σύνορα με τις ΗΠΑ. Πρόκειται για λογοτεχνική εκδοχή της πόλης Σιουδάδ Χουάρες, όπου από το 1993 μέχρι σήμερα περισσότερες από 400 γυναίκες (νεαρές στην πλειονότητά τους) έχουν δολοφονηθεί άγρια και εγκαταλειφθεί, ενώ εκατοντάδες άλλες έχουν απαχθεί και αγνοούνται. Ο Μπολάνιο, που έκανε έρευνα για τα φρικτά, και στον συντριπτικό αριθμό τους ανεξιχνίαστα, εγκλήματα και ενσωμάτωσε τις πληροφορίες στο μυθιστόρημά του, εστιάζει σε νέα πρόσωπα, σ' έναν Ισπανό καθηγητή Λογοτεχνίας, τον Αμαλφιτάνο, που μετακόμισε στη Σάντα Τερέζα μετά τον θάνατο της γυναίκας του μαζί με την όμορφη κόρη του (για τη ζωή της οποίας φοβάται διαρκώς). Στο τρίτο μέρος, ένα ακόμη πρόσωπο φτάνει σ' αυτή την πόλη των νεκρών γυναικών: ένας Αμερικανός ρεπόρτερ, ονόματι Φέιτ, που έρχεται για να καλύψει έναν αγώνα πυγμαχίας με αντιπάλους έναν Αφροαμερικανό κι έναν Μεξικανό μποξέρ και καταλήγει να ερευνά την υπόθεση των φόνων. Μαζί με την κόρη του Αμαλφιτάνο ξεφεύγουν τελικά από το σκοτάδι της πόλης προτού τους καταπιεί, περνώντας τα σύνορα.
Το σκηνικό σκοτεινιάζει κι άλλο και στο τέταρτο μέρος, που έχει τίτλο «Το μέρος για τα εγκλήματα», ο Μπολάνιο περιγράφει πολυφωνικά (συμμετέχουν αστυνομικοί, δημοσιογράφος και άλλα πρόσωπα) περισσότερες από 100 περιπτώσεις δολοφονημένων γυναικών που κακοποιήθηκαν, βασανίστηκαν και βιάστηκαν προτού εγκαταλειφθούν νεκρές. Πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό; Ο Μπολάνιο φέρνει τον αναγνώστη ενώπιον της προαιώνιας διερώτησης για την αφετηρία και τη φύση του Κακού και για την ανεξάντλητη ροπή και ικανότητα των ανθρώπων να προκαλούν ακραίο πόνο. Όπως γράφει και η Αρχοντή Κόρκα (στο critique.gr), αυτό που σοκάρει δεν είναι η λεπτομέρεια των περιγραφών, καθώς ο Μπολάνιο αναφέρει με ιατροδικαστική ακρίβεια πού βρέθηκε κάθε πτώμα, σε τι κατάσταση, ποια ήταν η αιτία θανάτου. «Είναι η διαπίστωση, έπειτα από λίγο, ότι συνηθίζεις απόλυτα τον θάνατο, τις πραγματικά ανομολόγητες πράξεις βίας που έχουν υποστεί τα θύματα πριν πεθάνουν, και δεν σοκάρεσαι πια».
Στο πέμπτο και τελευταίο μέρος του 2666 η ιστορία ξαναβρίσκει την αρχική «αφορμή» της, τον συγγραφέα Αρτσιμπόλντι, που έγραψε για την ανθρώπινη βαρβαρότητα ως μάρτυρας του Πρώτου και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτός καλείται να απαντήσει αν υπάρχει νόημα στο παράλογο, συνδέοντας τα εκατομμύρια θυμάτων των δύο πολέμων με τις δολοφονίες της Σάντα Τερέζα.
Αναμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε τι απ' όλα αυτά θα καταφέρει να περάσει ο νεαρός Γκοσλέν στη σκηνική διασκευή του, που θα παρουσιαστεί σε δύο, περίπου πεντάωρα μέρη στις 30 και 31 Ιουλίου στην Αίθουσα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής.
Julien Gosselin/Si vous pouviez lécher mon coeur
2666
30-31 Ιουλίου 2016, 19:00
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη»
Η παράσταση παρουσιάζεται σε δύο μέρη, στις 30 και στις 31 Ιουλίου. Η διάρκεια του κάθε μέρους είναι περίπου 5 ώρες συμπεριλαμβανομένου διαλείμματος.