Αν έψαχνε κανείς έναν τρόπο να χαρακτηρίσει την όπερα «Lucia di Lammermoor» του Γκαετάνο Ντονιτσέτι (1797-1848), πιστεύω πως θα έλεγε ότι είναι το απόγειο του στυλ όπερας που ονομάζουμε bel canto. Μέσα της βρίσκει κανείς όλα τα μουσικά σχήματα που είναι χαρακτηριστικά αυτού του στυλ, τα οποία περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, το κλασικό ρετσιτατίβο-καβαντίνα-ρετσιτατίβο-καμπαλέτα σε τουλάχιστον τρεις περιπτώσεις ή τη μακροσκελή σκηνή της τρέλας.
Ο Γκαετάνο Ντονιτσέτι φαίνεται να φτάνει στο απόγειο της σύνθεσής του με αυτήν την όπερα, επηρεασμένος από την όπερα του Μπελίνι «Οι πουριτανοί», που είχε παρουσιαστεί μόλις επτά μήνες πριν από την πρεμιέρα της «Lucia di Lammermoor», γεμάτη με φωνητικά «πυροτεχνήματα» και περιθώρια για τους τραγουδιστές να αναδείξουν τις ικανότητές τους.
Το πιο σημαντικό βέβαια είναι ότι όλες οι μουσικές φράσεις είναι στηριγμένες πρωτίστως στην «ομορφιά του τραγουδιού» –σε μια αυτολεξεί μετάφραση του bel canto– και δευτερευόντως στα συναισθήματα των χαρακτήρων. Θα έλεγε κανείς πως κάτι τέτοιο έρχεται σε αντίθεση με την όλη υπόσταση της όπερας ως έκφρασης ανθρώπινων συναισθημάτων. Ωστόσο, πρόκειται απλώς για μια ψευδαίσθηση, διότι η βάση μπορεί να δίνεται στην «ομορφιά του τραγουδιού», όμως η μουσική του Ντονιτσέτι –αλλά και κάθε άλλου συνθέτη αυτού του στυλ– είναι έτσι σκηνοθετημένη ώστε κάθε παύση, κάθε «ανεβοκατέβασμα» της σοπράνο, να περνά στον θεατή υποσυνείδητα το αντίστοιχο συναίσθημα, χωρίς να χρειάζονται υπερβολικές θεατρικές ερμηνείες από μέρους των τραγουδιστών ή δυσνόητοι και σπαρακτικοί μονόλογοι.
Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι η «Lucia di Lammermoor» είχε για κάποια χρόνια, πριν από το 1950, μέχρι και την εποχή της Κάλλας, σχεδόν εξαφανιστεί από τις σεζόν των μεγάλων θεάτρων. Αυτό που συνέβαλε στην αναβίωσή της ήταν η δυναμική προσωπικότητα της Κάλλας.
Ίσως το πιο συναρπαστικό κομμάτι της πλοκής να αφορά την έννοια της «τρέλας» και τον τρόπο με τον οποίο την αντιλαμβάνονταν οι άνθρωποι στο παρελθόν. Φυσικά, η όπερα επικεντρώνεται στην ιστορία αγάπης και μίσους της Λουτσία και του αγαπημένου της Εντγκάρντο, όμως η τρέλα της είναι το στοιχείο εκείνο που κινεί όλη την πλοκή. Η Λουτσία, ήδη από τα πρώτα λεπτά της εμφάνισής της, δείχνει σημάδια κάποιας ψυχικής αστάθειας, καθώς περιγράφει το φάντασμα που είδε στο σιντριβάνι ενώ περιμένει τον Εντγκάρντο. Το αποκορύφωμα, ωστόσο, είναι αυτή η φανταστική σκηνή προς το τέλος της όπερας στην οποία, έχοντας χάσει τα λογικά της, ονειρεύεται φαντάσματα και μια ζωή με τον αγαπημένο της. Αν σκεφτεί κανείς την ταινία του Ingmar Bergman «Through a glass darkly», θα δει ακριβώς αυτό το κοινό· την «τρέλα» ως ένα στοιχείο που βρισκόταν μέσα στην κοινωνία και θεωρούνταν απόρροια κάποιας συναισθηματικής κατάστασης και όχι κάποιας ψυχικής διαταραχής.

Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι η «Lucia di Lammermoor» είχε για κάποια χρόνια, πριν από το 1950, μέχρι και την εποχή της Κάλλας, σχεδόν εξαφανιστεί από τις σεζόν των μεγάλων θεάτρων. Αυτό που συνέβαλε στην αναβίωσή της ήταν η δυναμική προσωπικότητα της Κάλλας. Συνεπαρμένη από τον ρόλο που τόσο αγάπησε και ερμήνευσε 43 φορές και σε δύο ηχογραφήσεις, έθετε ως όρο των συμβολαίων της με διάφορα θέατρα την παρουσίαση της «Lucia di Lammermoor». Ταυτόχρονα, το 1959, με τον ρόλο της «Lucia di Lammermoor» η θρυλική Τζόαν Σάδερλαντ έγινε αυτό που οι «New York Times» ονόμασαν «overnight success» στη Royal Opera House του Λονδίνου, σε μια νέα παραγωγή του Franco Zeffirelli με τον Tullio Serafin ως μαέστρο.
Η Εθνική Λυρική Σκηνή φέρνει αυτόν τον Απρίλιο και για αρκετές παραστάσεις δύο εναλλασσόμενα καστ με κορυφαίους ερμηνευτές. Στον ρόλο της Λουτσία βρίσκονται η Jessica Pratt, η καταξιωμένη κολορατούρα σοπράνο, καθώς και η Βασιλική Καραγιάννη, τακτική υψίφωνος της Λυρικής Σκηνής που μαγεύει σε κάθε της παράσταση το διεθνές και το ελληνικό κοινό, ενώ τον ρόλο του Εντγκάρντο αναλαμβάνουν ο Ismael Jordi και ο Γιάννης Χριστόπουλος. Τέλος, τον σκοτεινό ρόλο του Ενρίκο ερμηνεύει ο Έλληνας βαρύτονος Διονύσιος Σούρμπης και αντίστοιχα τον Ραϊμόντο οι Πέτρος Μαγουλάς και Τάσος Αποστόλου. Την ορχήστρα διευθύνει ο μαέστρος Λουκάς Καρυτινός, τη σκηνοθεσία έχει αναλάβει η διάσημη Βρετανίδα σκηνοθέτρια Katie Mitchell, ενώ η όπερα είναι καρπός συμπαραγωγής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με τη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου.

Κλείνοντας, η «Lucia di Lammermoor» είναι μια όπερα που πρέπει να ακούσει κανείς, εάν ενδιαφέρεται έστω και λίγο να γνωρίσει την τέχνη της όπερας, διότι παρουσιάζει όλα τα μουσικά σχήματα, τα αδιέξοδα της πλοκής (συχνά σε πολλές όπερες) και το δραματικό και φωνητικό στυλ που παρεκκλίνει από την πρώιμη «μοτσαρτική» όπερα και απέχει από τους «μοντερνισμούς» –αν μπορεί κανείς να περιγράψει έτσι την εξέλιξη– της βαγκνερικής όπερας.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ
Ο Φίλιππος Δρόλιας είναι φοιτητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και διατηρεί το δημοφιλές προφίλ στο Instagram @operafanatic_