Η Κυρία θα στηθεί μπροστά στις ολάνθιστες γλαδιόλες και θα θαυμάσει το είδωλό της στον τρίπτυχο καθρέφτη. Γονατιστή δίπλα της, η Κλερ θα ισιώσει προσεκτικά τον ποδόγυρο του άλικου φορέματός της. «Επιθυμώ η Κυρία να είναι όμορφη», θα πει και θα φτύσει πάνω στις λουστρινένιες γόβες που μόλις βοήθησε την Κυρία να φορέσει. Η αηδιαστική χειρονομία θα προκαλέσει το μένος της τελευταίας: πώς τολμά η δυσώδης δούλα να εναποθέτει το βρομερό σάλιο της στα πανάκριβα υποδήματά της; Η Κλερ θα σκουπίσει βιαστικά τη φτυσιά με τη λευκή ποδιά της και θα ζητήσει συγγνώμη, σκύβοντας το κεφάλι.
«Σας αγαπώ», θα ψελλίσει ταπεινά, «θα έκανα τα πάντα για σας». Αλλά η εξομολόγησή της δεν θ’ απαλύνει τον εκνευρισμό της Κυρίας, που θα συνεχίσει έξαλλη να την ταπεινώνει: για το βδελυρό άγγιγμά της, τα χέρια της που βρομάνε νεροχύτη, την οσμή των σαπισμένων δοντιών της, τα πάρε-δώσε της με τον γαλατά της γειτονιάς – ο κατάλογος μοιάζει ατελείωτος. Το μένος της Κυρίας, η δριμύτητα αλλά και η ποταπότητα των κατηγοριών της, θα γκρεμίσουν σιγά σιγά το επικάλυμμα ταπεινοφροσύνης της Κλερ. «Ναι, Κυρία, όμορφη Κυρία μου. Νομίζετε ότι τα πάντα θα σας επιτρέπονται μέχρι τέλους; Δεν σας φοβόμαστε πλέον. Είμαστε τυλιγμένες... στο μίσος μας για σας. Παίρνουμε μορφή. Μη γελάτε! Προσευχηθείτε! Έχετε φάει τα ψωμιά σας, αγαπητή μου!» θα καγχάσει αφηνιασμένη, σφίγγοντας ηδονικά τις παλάμες της γύρω από τον λαιμό του μισητού ινδάλματός της.
Έτσι αρχίζει το έργο του Ζενέ, αλλά, προπαντός, έτσι αρχίζει το παιχνίδι της παραπλάνησής μας. Από την πρώτη στιγμή πέφτουμε στην παγίδα του: ο συγγραφέας μάς αφήνει να πιστέψουμε ότι κατανοούμε τα τεκταινόμενα, ότι έχουμε τον έλεγχο των δεδομένων. Ότι η γυναίκα με την ακριβή τουαλέτα είναι η Κυρία και η άλλη, η γονατισμένη με την ποδιά είναι η υπηρέτρια, η «δούλα», και πως όλη η σκηνή αυτή αναπαριστά μια παράξενη, ελαφρώς παλιομοδίτικη σκηνή υποταγής και ανυποταγής, στο όριο της παρωδίας και της πραγματικότητας. Όμως τελικά, ακόμη κι αν διαισθανθούμε, παραξενεμένοι από τον αλλόκοτα γλαφυρό τρόπο ομιλίας των γυναικών, πως βρισκόμαστε μακριά από τη χώρα της κανονικότητας, ακόμα και τότε δεν θα έχουμε συλλάβει το μέγεθος της «απάτης» που διαπράττεται εις βάρος μας.
Οι δούλες βάφονται, ντύνονται, ακκίζονται, υποδύονται, δραματοποιούν, κάθε φορά με ακούραστη προσήλωση στη λεπτομέρεια, στην απόχρωση των λέξεων και των υφασμάτων, σε όλα τα μικρά αντικείμενα και αξεσουάρ που θα στοιχειοθετήσουν όσο το δυνατό πειστικότερα τον κόσμο της αμοιβαία καταστροφικής απόλαυσής τους.
Γιατί μόλις χτυπήσει το ξυπνητήρι, θα τελειώσουν όλα. Οι μάσκες θα πέσουν – ή τουλάχιστον έτσι θα νομίσουμε. Μόλις χτυπήσει το ξυπνητήρι θα καταλάβουμε πως η «Κυρία» δεν είναι «Κυρία» και η «Κλερ» δεν είναι η «Κλερ» αλλά η πρώτη είναι η Κλερ και η δεύτερη είναι η Σολάνζ, δυο δούλες ανυπέρβλητα αφοσιωμένες στη φαντασίωσή τους, για την αναπαράσταση της οποίας επιδίδονται καθημερινά, όποτε απουσιάζει η κυρία τους δηλαδή, σε αμέτρητες πρόβες, διορθώσεις και αναπροσαρμογές. Βάφονται, ντύνονται, ακκίζονται, υποδύονται, δραματοποιούν, κάθε φορά με ακούραστη προσήλωση στη λεπτομέρεια, στην απόχρωση των λέξεων και των υφασμάτων, σε όλα τα μικρά αντικείμενα και αξεσουάρ που θα στοιχειοθετήσουν όσο το δυνατό πειστικότερα τον κόσμο της αμοιβαία καταστροφικής απόλαυσής τους.
Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται: ό,τι είδους εντύπωση κι αν προκαλείται αρχικά, σταδιακά εξανεμίζεται. Ακόμα και η αληθινή Κυρία, μετά από λίγο, μοιάζει κι εκείνη ψεύτικη, ιμιτασιόν, αξεχώριστη ως προς τη νοοτροπία ή την ομιλία από τις δούλες της. Δεν υπάρχουν χαρακτήρες, με την κλασική έννοια, υπάρχουν μόνο ρόλοι-μέσα-στους-ρόλους: διαθλάσεις, προβολές, ταυτίσεις, μια φρενήρης σύγχυση ταυτοτήτων που προκαλείται από την απόλυτη εμβύθιση στο φαντασιακό. Ποτέ δεν είμαστε σίγουροι ποια κομμάτια είναι «παιγμένα» και ποια «ειλικρινή» (έτσι τα διαχωρίζει ο ίδιος ο Ζενέ) – το αντιλαμβανόμαστε εκ των υστέρων.
Καταργημένες διπλά –από τη ζωή τους και από τον συγγραφέα τους («Έτσι ήλπιζα να επιτύχω την κατάργηση των χαρακτήρων... και να τους αντικαταστήσω με σύμβολα», έγραφε ο Ζενέ για το έργο του), οι δούλες, μέσα από το παιδιάστικο «παίζω την Κυρία», πασχίζουν επίμονα να σφυρηλατήσουν μια ταυτότητα (Michel Corvin), να προσδώσουν μορφή και σχήμα στην άβυσσο εντός τους. Η θεατρική τελετουργία που επινοούν τούς χαρίζει όχι απλώς μια διαφυγή από τη λίγδα της κουζίνας και την αποφορά της σοφίτας τους αλλά τους προσφέρει σκοπό, νόημα, τη δυνατότητα άρνησης του (σιχαμερού, όπως πιστεύουν) εαυτού τους, διευκολύνοντας τη λαθραία εγκατάστασή τους στο μη-πραγματικό, εκεί όπου η ολοένα αναβαλλόμενη δολοφονία της Κυρίας τις μετατρέπει –δυνητικά πάντοτε, αυτό είναι όλο το ζήτημα– σε φημισμένες φόνισσες.
Πώς να εισέλθουμε σε αυτό το κρυπτικό σύμπαν;
Πώς να προσανατολιστούμε μέσα σε αυτό «το δωμάτιο με τα κάτοπτρα», όπου όλα είναι «αντανακλάσεις σ’ έναν καθρέφτη, όνειρα μέσα σε όνειρο» (Μάρτιν Έσλιν); Ο ρεαλισμός προφανώς δεν θα μας σώσει και ο Σάββας Στρούμπος το αντιλήφθηκε καθαρά αυτό: έστειλε τις Δούλες σε μια αργή, τελετουργικής φύσεως, αναρρίχηση που τις κατευθύνει ολοένα πλησιέστερα στην αρχή του τέλους. Διάθεση μινιμαλιστική (ένα γάντι και μια ουρά τουαλέτας τα μόνα αξεσουάρ), φωνές πληθωρικές και ανταριασμένες, κινήσεις αυστηρές, στυλιζαρισμένες. Η Κυρία παραδίδει εμφατικά το «γάντι» και το «έργο» αρχίζει.
Ανακουφιστικά αναδύεται η συνειδητοποίηση ότι ετούτες οι Δούλες δεν θα κινηθούν, όπως συνήθως γίνεται, μέσα σε μια κρεβατοκάμαρα ούτε θα αναπαραστήσουν τις σκηνικές οδηγίες του συγγραφέα. Δεν θα απενεργοποιήσουν ξυπνητήρια, δεν θα ανοίξουν ντουλάπες, δεν θα χαϊδέψουν γουναρικά, δεν θα σερβίρουν φλιτζάνια με τίλιο. Αντ’ αυτού, θα επιχειρήσουν να αφηγηθούν την ύπαρξή τους –την αέναη δέση και λύση της εμμονής τους– μέσα από φόρμες, κραδασμούς, στάσεις, κραυγές, μετατοπίσεις και επαναφορές.
Οι δύο νεαρές ηθοποιοί (Έλλι Ιγγλίζ και Μυρτώ Ροζάκη) αφιερώνονται ολόψυχα στον σκοπό αυτόν. Κελαρυστά, τσιριχτά, τραγουδιστά, ανεβοκατεβαίνουν τις κλίμακες, εκφέροντας τον λόγο με επιτηδευμένη ειρωνεία, χαιρεκακία, απέχθεια, τσαχπινιά, αψηφισιά, παραφορά: όχι ψυχολογικά στερεωμένες αλλά ξεχυμένες σαν λαγωνικά που αναζητούν τις σωστές συχνότητες, εκείνες που θα ξεκλειδώσουν τις θύρες εισόδου στον σαγηνευτικό εφιάλτη τους.
«Ο ρυθμός αφηγείται», έχει πει ο Θόδωρος Τερζόπουλος και, πράγματι, όταν αποχωρούμε από τις ασφάλειες του δραματικού θεάτρου, των «ρόλων» και της ψυχολογικής προσέγγισης, όταν επιλέγουμε τη στατικότητα, τη σωματικότητα και την αποπροσωποποίηση, τότε έχουμε ακόμη περισσότερο ανάγκη από τον ρυθμό (των τονισμών, των κινήσεων, των βλεμμάτων, των ήχων κ.ο.κ.) να μας καθοδηγήσει μέσα από τη μάζα του λόγου, να δημιουργήσει κρεσέντο και ντεκρεσέντο, διακοπές, ολισθήσεις και περιδινήσεις που θα νοηματοδοτήσουν τη διαδρομή μας.
Κι όμως, παρόλο που τίποτε δεν αφήνεται στην τύχη του, παρόλο που έχουμε ενώπιόν μας ένα θέαμα υπολογισμένο με λεπτολογία, παρόλη την εξαντλητική προσπάθεια των ηθοποιών, δεν καταφέρνουμε να δούμε τις Δούλες να βυθίζονται στα σκοτάδια της συγχώνευσής τους.
Θα έλεγε κανείς πως τα σώματα και οι φωνές των ηθοποιών πασχίζουν να γίνουν άλλα, να αφηγηθούν μια ιστορία, φωτεινή και τρομακτική, πέρα από τις λέξεις· στην πράξη όμως δεν διαθέτουν ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την επίτευξη του σκοπού αυτού, κι έτσι αρκούνται στη μονότονη επανάληψη των περιορισμένης εμβέλειας ευρημάτων τους. Ακριβώς επειδή απουσιάζει μια σθεναρή (σωματική, ηχητική κ.ο.κ.) δραματουργία, δεν οικοδομείται ποτέ η γλώσσα ενός «άλλου» κόσμου: το «ψέμα» τους δεν γίνεται ποτέ «αληθινό». Το πρόβλημα δεν είναι πως διατυμπανίζουν ότι παίζουν –«στα έργα του Ζενέ κάθε ηθοποιός πρέπει να υποδύεται ένα πρόσωπο που υποδύεται ένα πρόσωπο», λέει ο Σαρτρ, ως εκ τούτου το κείμενο επιζητά την εξεζητημένη επιτήδευση– αλλά ότι ο τρόπος τους, τα τεχνάσματά τους, οι ακκισμοί τους δεν συμπαρασύρουν ποτέ τον θεατή στο δωμάτιο με τους καθρέφτες: τον αφήνουν μετέωρο στον ανιαρό προθάλαμο, να περιμένει...
Η συγκίνηση που γεννάται παρατηρώντας τον κόπο των δυο γυναικών επί σκηνής (δεν μπορούμε να ισχυριστούμε το ίδιο για τον Ντίνο Παπαγεωργίου και τις στερεοτυπικές φόρμες «Κυρίας» που υιοθετεί) αδυνατεί, δυστυχώς, να αναπληρώσει το κενό αυτό.
* Η φράση είναι από τον «Άγιο Ζενέ» του Σαρτρ, μτφρ.: Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.