Δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά, η θυσία της Άλκηστης φαντάζει αδιανόητη. Θα έλεγε κανείς ότι οι αιώνες που πέρασαν και οι τόνοι μελάνης που χύθηκαν από τους μελετητές του ευριπίδειου έργου όχι απλώς δεν κατέστησαν την ηρωική πράξη της πιο οικεία ή περισσότερο θαυμαστή, αλλά σχεδόν το αντίθετο.
Στην εποχή του #metoo, των γυναικοκτονιών και της αυξανόμενης συνειδητοποίησης των δεινών της πατριαρχίας, η Άλκηστη, στην ερεθιστική εκδοχή της Έλλης Παπακωνσταντίνου, καλείται σχεδόν να… απολογηθεί για την επιλογή της: μα, πώς είναι δυνατόν τη σήμερον ημέρα να θυσιάζει μια γυναίκα τη ζωή της για χάρη ενός άνδρα;
Ο τόνος δίδεται από την αρχή της παράστασης, όταν ένας gender bender Απόλλων με τιρκουάζ ensemble και τεράστιες βλεφαρίδες (ο σαγηνευτικός Joel Valois) περιμένει τον Θάνατο να καταφθάσει στο ραντεβού τους και δέχεται οδηγίες στα ακουστικά από το πάνελ συντονισμού ή από τις όποιες «άνωθεν» δυνάμεις παρακολουθούν τα τεκταινόμενα: «Τι; Αλήθεια; Δηλαδή θέλετε τώρα να τον πείσω να ΜΗΝ τη σκοτώσει; “Όχι άλλες γυναικοκτονίες;” Έχουμε προχωρήσει; Καλά, εντάξει, θα δω τι μπορώ να κάνω», τους απαντά.
Η ελαφρότητα του θεού δίνει σταδιακά τη θέση της στην επιπολαιότητα του Χορού – ένα κράμα απλοϊκής δυσπιστίας αλλά και απόλυτης αδυναμίας ενσυναίσθησης χαρακτηρίζει λόγια του τελευταίου: Μήπως η βασίλισσα είναι αφελής; Μήπως το βλέπει ως παιχνίδι; Μήπως είναι χαμένη; Μήπως νιώθει αποτυχημένη; Γιατί, τέλος πάντων, το κάνει; Γιατί επιλέγει να κατέβει στον Άδη στη θέση του συζύγου της Άδμηττου; Είναι νευρωτική; «Τη μια γελάει πολύ, την άλλη κλαίει και μετά μερικές φορές παγώνει», λέει ένα μέλος του Χορού. Μπα, «αγαπάει υπερβολικά, αυτό είναι το πρόβλημά της», λέει ένας άλλος.
«Τίποτα δεν δικαιολογεί τη θυσία της!» αναφωνεί αγανακτισμένος ο Κορυφαίος. «Για όνομα του θεού, δεν μπορώ να επιτρέψω ένα τέτοιο πράγμα! Είμαστε προνομιούχοι πολίτες εμείς, δεν ζούμε στον Μεσαίωνα!»
Ποτέ δεν θα μάθουμε τι χάνεται όταν χάνεται μια ζωή. Το διαισθανόμαστε, όμως, χάρη στην επιμονή της σκηνοθέτιδος να αποτυπώσει τα μικρά και τα μεγάλα, τα ταπεινά και τα σπουδαία, τα υψηλά και τα γελοία, όλα όσα φέρει καθένας από εμάς στην αναντικατάστατη μοναδικότητα του βίου του.
Το πλήθος εξανίσταται, απαιτεί εξηγήσεις, δηλώνει σκανδαλισμένο. Επί της ουσίας, όμως, όχι μόνο δεν κάνει τίποτα για να εμποδίσει τον χαμό της Άλκηστης, αλλά σπεύδει να βυθιστεί ηδονοβλεπτικά στο αιματοβαμμένο σμίξιμό της με τον Θάνατο.
Τώρα πια, εν έτει 2021, ο Χορός του αρχαίου δράματος δεν στέκεται κρυφακούγοντας έξω από τις θύρες του παλατιού, γεμάτος αγωνία για το μέλλον της πόλεως. Τώρα πια, παρακολουθεί τη δράση σε μια μεγάλη οθόνη, σε απευθείας μετάδοση, πίνοντας μπίρες και βγάζοντας επιφωνήματα σεξουαλικής αδημονίας. Το συλλογικό διασταυρώνεται με το προσωπικό, αλλά η συνάντησή τους βουλιάζει στο κενό της αποχαύνωσης. Το «έξω» αδυνατεί να επικοινωνήσει με το «μέσα». Ένας αγελαίος θόρυβος τα καταπίνει όλα.
Κανένας απ’ όσους βρίσκονται στην Αγορά συναθροισμένοι δεν μπορεί να «δει» την Άλκηστη. Της ζητούν να πει η ίδια την ιστορία της: Τι πιο γαργαλιστικό από την εκδοχή του ίδιου του θύματος; Μια εκ βαθέων εξομολόγηση θα ήταν ίσως αρκετή για να κατευνάσει πρόσκαιρα τα αδηφάγα ένστικτά τους, εκείνη όμως αδυνατεί να τους ταΐσει με τον τρόπο που έχουν συνηθίσει. Επιμένει στη σιωπή της: «Εκείνο που είμαι μέσα μου εγώ είναι αθάνατο∙ τα άλλα όλα, κοσμήματα κι ενδύματα του θρήνου»¹, λέει ο Άμλετ φυλάττοντας, όπως και η Άλκηστη, την ιερότητα του πένθους από την εκτόνωση και τον ξεπεσμό.
Η ψυχή που αποχωρεί
Αν η ηρωίδα του πρωτότυπου έργου μπορεί –ύστερα από ένα μελοδραματικό αποχαιρετισμό στον ήλιο, στη νυφική κλίνη και στα παιδιά της–, να αποκαλύψει τα κίνητρά της και να θέσει, με εντυπωσιακή ευγλωττία και διαύγεια, τους όρους της για το μέλλον του οίκου και του Άδμηττου, η τωρινή Άλκηστη (η εύθραυστη, βραδυφλεγής και ανεξιχνίαστα γοητευτική Karin Franz Körlof) είτε σιωπά είτε εκφράζεται μέσα από αινιγματικές αναπολήσεις, αφηγήσεις ονείρων κι εφιαλτικές εικόνες που προδίδουν την αβάσταχτη θέρμη του ψυχικού της φορτίου.
Η σκηνοθέτις στρέφει την προσοχή μας προς τα ενδότερα του παλατιού, εκεί όπου λαμβάνει χώρα το αποχαιρετιστήριο δείπνο της οικογένειας προς τιμήν της θυσιαστήριας συζύγου, λίγο πριν από την κάθοδο της τελευταίας στον Άδη. Σε ποια αντικείμενα, με ποιες χειρονομίες γαντζώνεται η ψυχή που αποχωρεί τρεμάμενη;
Μονάχα το ευαίσθητο βλέμμα (η διεισδυτική κάμερα του Παντελή Μάκκα) συλλαμβάνει τις σημαίνουσες λεπτομέρειες, εκεί όπου κατοικεί η αλήθεια της θλίψης και της απόγνωσης.
Ένα χέρι που παίζει νευρικά με το πόδι του ποτηριού. Η σαμπάνια που αφρίζει αδιάφορη προς κάθε ζόφο. Το νύχι της ετοιμοθάνατης που ματώνει από το εμμονικό σκάψιμο. Το παγωμένο λευκό κύμα μαλλιών που απαξιοί να ανταποκριθεί στις δονήσεις των ανεκπλήρωτων αιτημάτων.
Πώς να αφηγηθεί κανείς μια ζωή που σβήνει τόσο εκτυφλωτικά; Τι λόγο να εκφέρει για να τη δικαιώσει; Πώς να σταθεί επάξια μπρος στο θάμπος της γενναιότητάς της χωρίς να φανεί ασήμαντος και δειλός;
Μάταιο το ξεφύλλισμα του φωτογραφικού άλμπουμ, μάταιοι οι στολισμοί, οι αποχαιρετισμοί, οι ασπασμοί, καμία υπόσχεση αιώνιας αφοσίωσης δεν μπορεί να απαλύνει την οδύνη μιας γυναίκας ολάνθιστης που χάνεται πρόωρα στο όνομα της αγάπης.
«Ορκίσου πως με αγαπάς! Ορκίσου!», εκλιπαρεί τον Άδμηττο (χαμένος και ανήμπορος μοιάζει ο χαμηλών τόνων ηθοποιός Shanti Roney) και τον αγκαλιάζει, διψώντας να βεβαιωθεί πως πήρε τη σωστή απόφαση, πως τούτος ο άνδρας αξίζει πράγματι τη θυσία της.
Μα δεν είναι στο χέρι των θνητών να αποφύγουν το μοιραίο. Κι ο Θάνατος είναι ένας αλκοολικός με λευκό κοστούμι, απέριττος στον κυνισμό του (Torkel Petersson). Αμετανόητος θα εισβάλει και με αγριότητα θα εισπράξει τα χρωστούμενα.
Ένα ποτό, ένας χορός, ένα πιστόλι, ένα μαχαίρι… Ή μήπως χάπια; Τι προτιμά η βασίλισσα; Το τέλος της δεν είναι καθόλου όμορφο, μοιάζει περισσότερο με σφαγή, με ανελέητο ερωτικό ξέσκισμα.
Μια τελετουργία εκδίκησης
Η αποχώρηση της Άλκηστης σηματοδοτεί το κλείσιμο του πρώτου μέρους. Μαζί της στερεύει ο λυρισμός, κάθε ανεκπλήρωτη προσδοκία για ένα θαύμα. Η πράξη της παραμένει ακατανόητη, ακόμη και από τον ίδιο τον αποδέκτη της: «Τι πήγες κι έκανες, Άλκηστη;» τη ρωτά επικριτικά ο Άδμηττος, λες και όλα συνέβησαν ερήμην του.
Ο χώρος της απουσίας της γεμίζει από μία νεκρική πομπή αντικειμένων, μια τελετουργία «εκδίκησης ενάντια στα πράγματα που επέζησαν». Ωσάν νεόκοποι σάτυροι με κλοουνίστικες μύτες-καρότα, τα μέλη του Χορού μεθοκοπούν, τραγουδούν κι ανταλλάσσουν σεξιστικά ανέκδοτα. Ένας υπερμεγέθης λευκός φαλλός εκτοξεύεται με χάχανα από χέρι σε χέρι. Η ώρα της Ανάστασης πλησιάζει…
Όπως και στον Ευριπίδη, η εμφάνιση του Ηρακλή (που ερμηνεύεται εδώ από την επιβλητική grande-dame Gunnel Fred) θα σημάνει την επιστροφή της Άλκηστης στη ζωή – και στον σύζυγό της.
Θα δεχτεί ο Άδμηττος αυτή τη μυστηριώδη –οικεία και ταυτόχρονα ανοίκεια– μορφή εντός του οίκου του; Θα καταπατήσει τους όρκους του; Η ερμηνεία του τέλους δεν θα αποκαλύψει μόνον την αληθινή φύση του βασιλιά, αλλά θα καθορίσει και το είδος στο οποίο ανήκει το πολυσυζητημένο κείμενο: είναι τραγωδία, σατυρικό δράμα ή τραγικωμωδία;
Εκ πρώτης όψεως, έχουμε να κάνουμε με ένα τέλος κωμικό: ο θάνατος οδηγεί στη ζωή και μια κηδεία μετατρέπεται σε γάμο. Η Άλκηστη, όμως, στέκεται βουβή. Στην ευριπίδεια εκδοχή δεν μαθαίνουμε ποτέ τι σκέφτεται ή πώς νιώθει για την ακύρωση της θυσίας της. Παραμένει ένα σώμα χωρίς φωνή, ένα σώμα που ανταλλάσσεται εν είδει δώρου μεταξύ δύο ανδρών, γεγονός που έχει προκαλέσει παραδοσιακά τη μήνιν της φεμινιστικής κριτικής.
«Επειδή είναι γυναίκα, η Άλκηστη διατίθεται να πεθάνει στη θέση του Άδμητου: βλέπει τη ζωή της ως λιγότερο σημαντική από τη δική του […] Όταν η επανασύνδεσή τους λαμβάνει χώρα, η εκ νέου υποταγή της στον γάμο συνεισφέρει για μία ακόμη φορά στον επανακαθορισμό των τακτοποιημένων ορίων ζωής και θανάτου, που είχαν διαταραχθεί από τον πρόωρο χαμό της», έγραφε ήδη το 1993 η Νάνσι Ραμπίνοβιτς.
Μήπως, όμως, η σιωπή αυτή είναι με τέτοιον κρυπτικό τρόπο υφασμένη, ώστε να αφήνει τους θεατές εκτεθειμένους στην αμφισημία;
Ανακτώντας τον φαλλό
Η Έλλη Παπακωνσταντίνου επιχειρεί μια τολμηρή έξοδο από την αμφισημία αυτή – χωρίς να την καταργεί, χωρίς να περιφράσσει την ανοιχτή φύση του τέλους. Η Άλκηστη-Karin διασχίζει σαν στρόβιλος την πλατεία και ανεβαίνει φουριόζα στη σκηνή: «Στοπ!», φωνάζει, «Τι είναι όλα αυτά; Τι κάνετε;».
Άπαντες την κοιτάζουν σαστισμένοι, καθώς εκείνη επιδίδεται σε έναν καταλογισμό ευθυνών. «Πες μου τι θέλεις. Είμαι δικός σου. Μπορώ να τα κάνω όλα διαφορετικά», της λέει ο Άδμηττος. «Και γιατί δεν τα έκανες;» απαντά εκείνη εμφατικά. Γιατί δεν υπάρχουν γυναίκες στον Χορό; Ποια είναι αυτή η πεπλοφορεμένη που στέκεται στην οροφή; Γιατί την έβαλαν να γδυθεί;
Η Άλκηστη παίρνει κυριολεκτικά και μεταφορικά στα χέρια της τον φαλλό. Τον στέλνει στην πλατεία, όπου ο ένας θεατής τον περνάει χασκογελώντας στον άλλον. Οι ηθοποιοί τηλεφωνούν στο κοινό: «Τι γνώμη έχετε για τον γάμο; Τι είναι ευτυχία;», τους ρωτούν. Όλοι μιλούν ταυτόχρονα, ένα μικρό πανδαιμόνιο επικρατεί.
Το δράμα, σε όλο το δεύτερο μέρος, γίνεται πράγματι σατυρικόν. Η πίεση των αιώνων βρίσκει μία διέξοδο. Κάτι συμβαίνει. Το πέπλο της σιωπής σκίζεται, όχι όμως με τρόπο μελοδραματικό, αλλά ευφρόσυνο, ανακουφιστικό.
Το πολιτικό ζητούμενο –η εκ νέου απόδοση ισχύος στη γυναίκα– επιτυγχάνεται χωρίς μεγαλοστομία, αλλά με μια ευρηματική ανατροπή των προσδοκιών, με ένα ευφυές αναποδογύρισμα, το άνοιγμα μιας πόρτας που οδηγεί σ’ έναν χώρο ευήλιο, εκεί όπου μπορεί κανείς ν’ ανασάνει και ν’ αναφωνήσει: «επιτέλους!».
Μέσα από τη δραματουργική και σκηνοθετική προσήλωσή της, η Παπακωνσταντίνου συντονίζεται με τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις και διεκδικήσεις του παρόντος, ενώ ταυτόχρονα διερευνά τη διαχρονική έννοια της θυσίας, αναδεικνύοντας όλη την αίσθηση του ακατανόητου, του παράλογου και του μάταιου που αυτή γεννά σε μια εποχή ευτέλειας. Οικειοποιείται όλες τις υφολογικές περιοχές του έργου, φωτίζοντάς τες με μια προσωπική ένταση, παλεύοντας να διαπεράσει τον ιστό του φαίνεσθαι και να εισχωρήσει στα άδυτα ενός ψυχικού ναρκοπέδιου – εκεί όπου χορεύει απελπισμένα η ηρωίδα της.
Ποτέ δεν θα μάθουμε τι χάνεται όταν χάνεται μια ζωή. Το διαισθανόμαστε, όμως, χάρη στην επιμονή της σκηνοθέτιδος να αποτυπώσει τα μικρά και τα μεγάλα, τα ταπεινά και τα σπουδαία, τα υψηλά και τα γελοία, όλα όσα φέρει καθένας από εμάς στην αναντικατάστατη μοναδικότητα του βίου του.
Η αδάμαστη φύση του πρωτότυπου, που μεταπηδά από το τραγικό στο κωμικό χωρίς ποτέ να κατασταλάζει, κατοικώντας πεισματικά σε μια ενδιάμεση περιοχή ενεργοποιήσιμων δυνατοτήτων, αποδίδεται και αυτή με αναζωογονητική ελευθερία: φωτίζει τόσο την τραγικότητα της μη αναγνώρισης του άλλου –της μη εκτιμητέας θυσίας που πέφτει στο κενό– όσο και το τραγελαφικό της σύγκρουσης που προκύπτει, όταν το υψηλόφρον προσκρούει στις κυρίαρχες αναπαραστάσεις (τι «πρέπει» να κάνει μια γυναίκα) και αναμετράται αναπόφευκτα με την πεζότητα, τον εγωκεντρισμό και την αναλγησία μας.
Παράλληλα, διατηρείται ακμαίο και συναρπαστικό το λυρικό στοιχείο, χάρη στην ατμοσφαιρική μουσική της Julia Kent, που σμιλεύει αβίαστα και υπόκωφα τους μεταμορφωτικούς κυματισμούς του συνόλου∙ η αξιοποίηση των βαρύτονων χορωδών της Βασιλικής Όπερας της Σουηδίας (αυτοί είναι που αποτελούν τον Χορό) προσδίδει στο θέαμα μια διάσταση οπερατική, εντύπωση που ενισχύεται από τις εξάρσεις και τις βυθίσεις της χρωματικής παλέτας των κοστουμιών.
Εξαίρετη η δουλειά της Μαρίας Πανουργιά, όχι μόνο σε ενδυματολογικό αλλά και σε σκηνογραφικό επίπεδο, όπου δημιουργεί ποικίλες «κρυψώνες» και πολλαπλά επίπεδα δράσης (αν και η «μικρή» σκηνή του Dramaten, η επονομαζόμενη Lilla Scenen, δεν επιτρέπει στο σύμπαν του έργου να απλωθεί όπως θα έπρεπε).
Ιδιαίτερη αναφορά, αξίζει, τέλος, να γίνει στη δουλειά του video artist Παντελή Μάκκα, που συνετέλεσε τα μάλα στην αύξηση της νοηματικής και αισθητικής πυκνότητας της παράστασης, αποτυπώνοντας το άλγος και τη διαμαρτυρία του βαλλόμενου από τον θάνατο σώματος.
1. «Άμλετ» του Σαίξπηρ, σε μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ.
Άλκηστη
Σκηνοθεσία & Συγγραφή Κειμένου: Έλλη Παπακωνσταντίνου
Μουσική Σύνθεση: Julia Kent
Μετάφραση: Mara Lee
Σκηνικά, Κοστούμια: Μαρία Πανουργιά
Μουσική: Julia Kent
Live video: Παντελής Μάκκας
Σχεδιασμός Μακιγιάζ: Nathalie Pujol/Moa Hedberg
Διανομή: MIA BENSON, KARIN FRANZ KÖRLOF, GUNNEL FRED, DAVID FUKUMACHI REGNFORS, STEN-JOHAN HEDMAN, GÖRAN MARTLING, TORKEL PETERSSON, CAMILLA RENSGÅRD, SHANTI RONEY, HELMON SOLOMON, JOEL VALOIS, MARCUS VÖGELI, PIERRE WILKNER, PETER ACHRÉN, THORVALD BERGSTRÖM, PETER HAEGGSTRÖM, HENRIK HUGO, IAN POWER, JAN SÖRBERG
H Έλλη Παπακωνσταντίνου είναι διεθνής σκηνοθέτις θεάτρου η οποία μετασχηματίζει τους κλασικούς σε immersive εμπειρίες που εμπλέκουν την κοινότητα, ενώ η τέχνη της ανοίγει διάλογο με τον μύθο, την πολιτική και τις μεγάλες αφηγήσεις της εποχής μας. Είναι ιδρύτρια της ομάδας ODC Ensemble, έχει τιμηθεί δύο φορές με το «Βραβείο Fulbright» για την έρευνα της στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και τη δημιουργία του έργου «Oedipus: Sex with Mum was Blinding», καθώς και με το διεθνές βραβείο «Music Theatre ΝΟW2018-9» για την παράστασή της «The Cave». Το 2019 σκηνοθέτησε και έγραψε για το Αυστριακό Regionen Festival την αντιφασιστική παράσταση “The Kindly Ones” βασισμένη στις Ευμενίδες του Αισχύλου που παίχτηκε στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν. To έργο της “Oedipus: Sex with Mum was Blinding” έκανε sold out παραστάσεις τον Σεπτεμβρίου 2019 στο φημισμένο θέατρο BAM (Brooklyn Academy of Music), στη Νέα Υόρκη (the «Opera WIRE choice of the Fall», the «OBSERVER choice»).