Του χρόνου συμπληρώνονται 50 έτη από το πρώτο ανέβασμα, το 1959, της παράστασης-ορόσημο των Ορνίθων του
Αριστοφάνη απ' το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, σε σκηνικά-κοστούμια Γιάννη Τσαρούχη και σε μουσική και τραγούδια Μάνου Χατζιδάκι. Με χορογραφίες της Ζουζούς Νικολούδη, αφού προηγουμένως εξωπετάχτηκε ευγενικά η Ραλλού Μάνου. Ακόμη κι ο ανεκδιήγητος και κάκιστος μεταφραστής του Σαίξπηρ Βασίλης Ρώτας ήταν και ευρηματικότατος και χαριτωμένος στην ελεύθερη ποιητική απόδοση του αρχαίου κειμένου.
«Μια στιγμή ευδαίμονος συνεργασίας και ζεστού, φιλικού περιβάλλοντος ασφαλώς» είχα πει κατά το 1970 εν Παρισίοις στον Τσαρούχη. «Κάθε άλλο. Ο ένας έπνεε μένεα κατά του άλλου. Κι ο καθένας κλεισμένος ερμητικά στον κόσμο του, δούλευε σαν ανεξάρτητα και σχεδόν εναντίον όλων των άλλων».
Και στην ουσία μάλλον θα επρόκειτο για τη μόνιμη μεταξύ τους κόντρα και το κατά καιρούς βρισίδι όπου ο «προλετάριος» Μάνος, όλος πυρ και μανία, θα πέταγε κάποια στιγμή κατάμουτρα στον «μεγαλοαστό» Γιαννάκη: «Πάψε, ρε σάπια κοινωνία». Μαζί με άλλα, πιο ωμά και ακατανόμαστα, που δεν θα παραθέσω εδώ βέβαια.
Και πάντα ο Γιάννης, που μάλλον θα καιροφυλακτούσε μουτρωμένος για να του τη φέρει, θα αναγκαζόταν μετά τις αλλεπάλληλες επιτυχίες του Μάνου και να χαμηλώνει τους τόνους και να του απαντά μειλίχια και σαν επιγραμματικά: «Άντε, σε συγχωρώ γιατί έχεις πολύ μεγάλο ταλέντο». Πόσω μάλλον στην παράσταση των Ορνίθων, φανταστείτε, όπου ο Χατζιδάκις μοιάζει σαν να συντρίβει τα πάντα και τους πάντες γύρω του, θέτοντάς τους σχεδόν σε θέση νοκάουτ. Τσαρούχη και Κουν, μάλιστα, συμπεριλαμβανομένων.
Ο Χατζιδάκις δεν ευθύνεται όμως μόνο για την κολοσσιαία εμπορική ανά τον κόσμο επιτυχία των Ορνίθων. Αλλά και για τη διεθνή επικράτηση και καριέρα της Νάνας Μούσχουρη. Για την κινηματογραφική τουλάχιστον ύπαρξη του Νίκου Κούνδουρου. Για τη διαμόρφωση μεγάλου μέρους, κι ίσως του πιο χαρακτηριστικού, του ταμπεραμέντου της Μελίνας Μερκούρη. Για την πιο δροσερή και κρυστάλλινη Αλίκη Βουγιουκλάκη που διαθέτουμε. Τέλος, ευθύνεται επίσης για το ότι με τα ακατανίκητα σουξέ του κάθε είδους υποχρέωσε τρόπον τινά τον Μίκη Θεοδωράκη να παρατήσει σύξυλη την «κλασική» του κατάρτιση στο Παρίσι και, επιστρέφοντας άρον άρον στην Ελλάδα, να ριχτεί με τα μούτρα στο ελαφρό και λαϊκοφανές μουσικό είδος, όπου και διέπρεψε.
Εντούτοις, για μένα, οι Όρνιθες κατ' αρχάς και οι Πέρσαι του Αισχύλου το 1964 δεν αποτελούν την αρχή ενός καλλιτεχνικού «κινήματος» αλλά κορυφή και κατακλείδα του Κουν ως μείζονος θεατρανθρώπου. Και σύντομα, τον Απρίλιο του 1967, θα τεθεί οριστικό και αμετάκλητο τέλος σ' ολόκληρη εκείνη την εποχή και την κοινωνία που έθρεψε αυτές τις παραστάσεις. Εκεί κοντά περίπου θα κατέφευγα κι εγώ μόνος στο οικουμενικό «Παρισάκι». Και για μην είμαι έρμαιο κανενός «Μαγεμένου Αυλού» του Χατζιδάκι ή των άλλων λίγο πολύ επαρχιώτικων αναγκαστικά «Αυλών» του Κουν και του Τσαρούχη, πίστευα.
Και για να μην ανακυκλώνω κατά βαλκανική προοπτική τα πέντε δέκα, ίδια πάντοτε, όπως καλή ώρα τώρα, πρόσωπα και πράγματα. Τα οποία πρόσωπα, σημειωτέον, πιασμένα στην ίδια τους τη φάκα, να ‘ναι σώνει και καλά υποχρεωμένα να προσποιούνται τους γκουρού, ενώ έχριζαν βοηθείας τα ίδια.
Ο «σεμνός και ταπεινός» Κουν, ο φανατικός πολέμιος του κάθε βεντετισμού, επί παραδείγματι, θα καταντήσει μια σούπερ βεντέτα ο ίδιος στο τέλος. Φορτώνοντάς μας έκτοτε στην πλάτη και τα δύο θέατρα των διαδόχων και επιγόνων του, να τα συντηρούμε οικονομικά επ' άπειρον. Αυτά τα λίγα για τους Όρνιθες από μένα που υπήρξα το «επιμελώς και καλά κρυμμένο σκονάκι οικουμενικού κύρους που διέθετε για πάμπολλα χρόνια ο Τσαρούχης». Κατά διαπίστωση και ομολογία κοινού ιδιοφυούς φίλου μας.
σχόλια