Εκλεκτές συγγένειες; Το βίντεο του Jesse Kanda για το Thievery του Arca με το σκοτεινό ανδρόγυνο πλάσμα που χόρευε swag –στην ουσία μία ψηφιακή drag queen, πληθωρική και τραγική- είναι σημείο αναφοράς για τη σημερινή ηλεκτρονική μουσική και κάθε φορά που το βλέπω με μαγνητίζει το ίδιο. Είναι μία εντυπωσιακή δουλειά που δύσκολα την ξεχνάς. Αυτό το ιδιαίτερο πλάσμα –ευτραφές, πληθωρικό, που καταλαμβάνει το χώρο και κινείται σπαρακτικά γελοία– μου θύμισε τη φιγούρα στην οποία είχε μεταμορφωθεί στο Relic ο Ευριπίδης Λασκαρίδης, σε μία από τις καλύτερες στιγμές του ελληνικού «θεάματος» τα τελευταία χρόνια. Η σύγκριση ήταν αναπόφευκτη γιατί το βίντεο του Arca με είχε σημαδέψει, αλλά το ίδιο μου συνέβη και με την παράσταση του Ευριπίδη.
Το Relic είναι μία εξαιρετική παράσταση που ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης, η οποία πίστευα ότι δύσκολα μπορεί να ξεπεραστεί. Κι η αλήθεια είναι ότι δεν είναι και τόσο εύκολο να επαναλάβεις κάτι τόσο εμπνευσμένο, απολαυστικό, διασκεδαστικό, που έγινε μεγάλη word of mouth επιτυχία.
Βγαίνοντας, όμως, από την πρόβα των Τιτάνων, το έργο που ετοιμάζει ο Ευριπίδης με την ομάδα του OSMOSIS, ήμουν ενθουσιασμένος. Γιατί δεν είχαμε δει απλά άλλη μία εξαιρετική παράσταση, είχαμε δει μία παράσταση που ήταν ακόμα πιο εμπνευσμένη, πιο σύνθετη, πιο ανθρώπινη. Με ψήγματα καθημερινότητας φιλτραρισμένα από τη ματιά του Ευριπίδη, αστεία αλλά και με σημεία συγκινητικά, όπως ακριβώς είναι η ζωή.
«Αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι οι άνθρωποι είμαστε πολύ γελοίοι, κι αυτό για μένα, με έναν παράδοξο τρόπο, περνάει μέσα από ένα φίλτρο αγάπης», λέει ο Ευριπίδης, «έχω έναν δικό μου τρόπο να βλέπω το ανθρώπινο γένος. Χθες το βράδυ, ας πούμε, έβλεπα στην τηλεόραση τη συνέντευξη μίας κυρίας, η οποία πρέπει να είναι μεγάλη σοπράνο, σπουδαία φωνή, και ο τρόπος που μιλούσε, όλες οι εκφράσεις της, με έκαναν να μην μπορώ να κρατηθώ από τα γέλια, ήταν σαν καρικατούρα. Αυτό που είμαστε και ο καθένας μας. Ο τρόπος που είχε βαφτεί, ο τρόπος που είχε ντυθεί, το πώς ανταποκρινόταν στα κομπλιμέντα του δημοσιογράφου, το ψεύτικο γέλιο της, ήταν κανονική παράσταση.
Με γοητεύουν πολύ άνθρωποι που είναι κάπως ταπεινοί, που συνεχίζουν να παλεύουν στη ζωή ενώ αντιλαμβάνονται ότι δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα, ότι υπάρχει ήττα και ρωγμή. Μου αρέσουν οι άνθρωποι που προχωράνε μπροστά.
Όταν εμπνέομαι από μία τέτοια περσόνα για να δανειστώ ένα στοιχείο της, δεν το κάνω χαιρέκακα για να τη μειώσω ή να την καυτηριάσω, το κάνω επειδή την καταλαβαίνω απόλυτα. Το δανείζομαι από αγάπη. Θέλω να εκπροσωπήσω όλες αυτές τις υπάρξεις, όλους τους ανθρώπους που είναι λίγο ατσούμπαλοι, είναι κάπως διαφορετικοί από τη νόρμα, είναι π.χ. υπέρβαροι ή υπερβολικά αδύνατοι, που είναι, δηλαδή, το ανθρώπινο είδος μας. Μιλάω για την ψυχή του καθενός. Αυτό θέλω να κάνω, τώρα, εάν το καταφέρνω, αυτό είναι άλλη ιστορία. Το χρώμα της σκιάς στο μάτι, η κίνηση του μαλλιού, είναι επιλογές που εκείνη την ώρα μου σπαράζουν την καρδιά, όταν βάζει μοβ με κίτρινο και νομίζει ότι έτσι είναι μοντέρνα. Σηκώνω τα χέρια και λέω, "ναι, ρε μαλάκα, αυτή είναι η ζωή".
Στο θέατρο ο πρώτος αγαπημένος μου ήταν ο Ιονέσκο, το παράλογο. Έβλεπα την αγάπη του ανθρώπου που παρατηρεί πόσο γελοίοι και αστείοι είμαστε, με τις κουβέντες που κάνουμε, τα πάθη μας, που αποφασίζουμε ότι αυτό είναι "το αγαπημένο μου" και αυτό είναι "το μισητό μου". Γιατί πώς θα περάσουν τα χρόνια άμα δεν πω "αυτός είναι ο έρωτας της ζωής μου", "αυτό το μισώ θανάσιμα", "σε αυτόν τον θεό πιστεύω" - αν δεν τα κάνεις αυτά τα κόλπα πώς θα ζήσεις την άτιμη τη ζωή μέχρι να πεθάνεις;».
Οι φιγούρες που υποδύεται και στο Relic και στους Τιτάνες είναι ιδιαίτερα πλάσματα που όμως δεν έχουν ξεκάθαρο φύλο, είναι οντότητες άφυλες, οι οποίες θα μπορούσαν να είναι οποιοσδήποτε ή οποιαδήποτε, ο καθένας μας. «Αν καταλαβαίνω καλά κι εγώ από τις δουλειές μου, νομίζω ότι έχω μια αγάπη προς το να μην "κλειδώνω" ούτε το νόημα, ούτε την ιστορία, ούτε το φύλο, ούτε τη συνθήκη» εξηγεί. «Δηλαδή, μου αρέσει το ανοιχτό σε ερμηνεία, να μην πω "αυτή τώρα είναι η τάδε γκόμενα και αυτός είναι ο τάδε τύπος και τους συμβαίνει αυτό και αυτό, και μετά τους συμβαίνει εκείνο". Μου αρέσει το ανοιχτό σχήμα, νομίζω ότι είναι πιο αποτελεσματική αυτή η συνθήκη στον κόσμο που δημιουργώ. Εγώ δίνω απλά την κατεύθυνση. Και οι θηλυκοί χαρακτήρες μου, δεν είναι τόσο γυναίκες όσο είναι υπάρξεις, είναι ανθρώπινες ψυχές».
Τον ρωτάω από πού προέρχεται αυτή η εμμονή που έχει με τις μεταμορφώσεις – στο Relic ήταν ντυμένος με ένα κοστούμι με μεγάλες καμπύλες και κεφάλι που άλλαζε κάθε τόσο, στους Τιτάνες είναι ένα υπέρ-ροζ ψιλόλιγνο πλάσμα με μεγάλο μέτωπο, σχεδόν με υδροκεφαλία θα μπορούσε να πει κανείς, «ολίγον έγκυος». «Νομίζω ότι δεν μπορώ να το εξηγήσω, να σου πω ότι ξέρω από πού προέρχεται η μανία μου αυτή για μετασχηματισμούς του ανθρώπινου σώματος, σίγουρα, όμως, είναι κάτι απελευθερωτικό», λέει.
«Η μεταμόρφωση νομίζω ότι είναι ένα δομικό στοιχείο της ύπαρξης, μεταμορφωνόμαστε κάθε λεπτό, απλώς τη μεταμόρφωση αυτή δεν την αντιλαμβάνεσαι. Ο εαυτός μου ως παιδί, ο εαυτός μου τώρα και ο εαυτός μου όταν θα είμαι γέρος είναι τρεις διαφορετικοί άνθρωποι, είναι μεταμόρφωση. Σίγουρα καταλαβαίνω ότι μέσα από αυτές τις μεταμορφώσεις που κάνω στο θέατρο, πολύ φανερά εξωτερικές, είναι σαν να βουτάω, σαν να συμμετέχω σε μια μεταμόρφωση ψυχική. Μέχρι εκεί το καταλαβαίνω. Και ότι προσπαθώ να μετουσιωθώ περισσότερο, παρά να μεταμορφωθώ. Δηλαδή αυτό που αναζητώ είναι μία μετουσίωση και αυτό με εξιτάρει τρελά.
Αυτή τη στιγμή μπορεί να είμαι πολύ κουρασμένος από τις πρόβες, τον κόπο, το στρες, αλλά όταν ξέρω ότι σε δύο εβδομάδες αυτό θα το μοιραστώ και θα ανέβω πάνω στην σκηνή παίρνω δύναμη – στη σκέψη της δυνατότητας για μετουσίωση εκείνη τη στιγμή. Αισθάνομαι ότι προτείνω μία θεατρική γλώσσα την οποία μπορεί να μην τη βλέπουμε συχνά, ίσως και καθόλου, αλλά στο μυαλό μου υπάρχει, σκέφτομαι τα πράγματα μπορεί να γίνουν και έτσι. Και μιλάω για την αγάπη, μιλάω για τον πόνο, μιλάω για τον θάνατο, με τον δικό μου τρόπο. Όχι με λόγια, αλλά με τρισδιάστατα εργόχειρα όπως μου αρέσει να λέω. Αυτό είναι η μεταμόρφωση για μένα, ότι παίρνεις αυτό το φλιτζάνι και το γυρνάς και από φλιτζάνι γίνεται η μισή γη».
Οι Τιτάνες, το νέο έργο της ομάδας OSMOSIS, «αποτίνουν φόρο τιμής σε κάθε αποτυχημένη προσπάθεια, σε κάθε ατομική ή συλλογική αποτυχία για την εδραίωση ενός άθραυστου εαυτού, ενός άμωμου κόσμου». «Το Relic ξεκίνησε από μία επιθυμία να ενσαρκώσω μία ύπαρξη αρκετά ευτραφή που αισθάνεται περιστέρι. Αισθάνεται πιτσουνάκι» λέει. «Και μπαίνει πολύ διακριτικά στο χώρο και τα γκρεμίζει όλα. Αυτό ήταν το Relic στην αρχή. Στους Τιτάνες είχα μια επιθυμία να υπάρχει μία περίπτωση στεγνή, με ένα μέτωπο μεγάλο, που μπορεί να έχει πολύ μυαλό, να έχει πάθει εγκεφαλοπάθεια ας πούμε, και να είναι και λίγο έγκυος. Να εγκυμονεί ιδέες, να εγκυμονεί κινδύνους, να εγκυμονεί κόσμους. Και στον Άγγελο τον Μέντη που μου έχει φτιάξει τα κοστούμια για τις δύο υπάρξεις, αυτά του είπα όταν του εξήγησα τι θέλω, δεν του είπα κάτι παραπάνω, άντε να του έδειξα και κανένα σκιτσάκι.
Επίσης είχα καταλάβει ότι στους Τιτάνες εκτός από την νευρωτική ύπαρξη πρέπει να υπάρχει ακόμα μία, σαν σκιά, η οποία όσο περνάει η ώρα αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό που είναι το ήσυχο, το διακριτικό, κρύβει όλη τη δύναμη, και ότι χωρίς αυτό δεν μπορείς να πας πουθενά. Είναι η σκιά του εαυτού, η σκιά στον τοίχο, ή σκιά του σύμπαντος πάνω μας, η μαύρη τρύπα... Στους Τιτάνες, λοιπόν, έχω παρτενέρ, παίζω με έναν νέο ταλαντούχο χορευτή, τον Δημήτρη Ματσούκα».
Ο Ευριπίδης ξεκίνησε να σπουδάζει αρχιτεκτονική, μετά πέρασε στο Θέατρο Τέχνης και έγινε ηθοποιός –βρέθηκε, μάλιστα, υποψήφιος για το βραβείο καλύτερου ηθοποιού από την ένωση κριτικών θεάτρου αμέσως μόλις τέλειωσε τη σχολή– ενώ στον χορό βρέθηκε «από την πίσω πόρτα», όπως λέει. «Ήμουν μία πολύ κλασική περίπτωση έφηβου που λόγω της μεγάλης ανασφάλειας για το τι σημαίνει να ασχοληθεί κανείς με τα καλλιτεχνικά, κι έχοντας μια αγάπη για την αρχιτεκτονική, πατέρας αρχιτέκτονας κ.λπ., μπήκα στην αρχιτεκτονική» εξηγεί. «Μου έλεγαν "μπες και μετά κάνε ό,τι θέλεις" κι έτσι κι έκανα.
Κι ήταν εξαιρετική η αρχιτεκτονική, αλλά δυστυχώς δεν ολοκλήρωσα τις σπουδές γιατί ήμουν στο Θέατρο Τέχνης από το πρωί ως το βράδυ. Ζωγράφιζα από μικρός, είχα αντίληψη του χώρου, δεν νομίζω να ήμουν κακός αρχιτέκτονας, απλά έτυχε στην έκτη δημοτικού να μας κάνει θέατρο μία εξαιρετικά ταλαντούχα και μοναδική γυναίκα, η Μαρία Χρυσομάλλη Κατζουράκη, κι εκεί τσίμπησα "το μικρόβιο". Μου άρεσε πάντα και μου αρέσει πάρα πολύ ο χώρος, η αίσθηση του χώρου, το βάθος, η κίνηση μέσα στο χώρο, είναι κάτι που το αντιλαμβάνομαι, με βοήθησε σε αυτό και η αρχιτεκτονική».
«Στον χορό πώς βρέθηκες;». «Όταν ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στο Θέατρο Τέχνης, κατάλαβα ότι ήθελα να φύγω από την Ελλάδα. Εκείνη την περίοδο δεν άντεχα άλλο και την ελληνική πραγματικότητα των mid-'90s, ήμουν εχθρός του ελληνικού φραπέ, εχθρός του ωχαδερφισμού, έτυχε μέσα από το Θέατρο Τέχνης να κάνω παρέα με χορευτές από την ομάδα του Κωνσταντίνου Ρήγου και γίναμε πολύ φίλοι. Ένα από αυτά τα παιδιά, ο Γιώργος Μάτσκαρης, είχε πάρει υποτροφία κι έμενε στη Νέα Υόρκη και με ξεσήκωσε να πάω ένα Πάσχα εκεί. Και πήγα. Έπαθα έρωτα με την πόλη, σκάλωμα, είπα "εδώ θα έρθω να κάνω κάτι". Έτσι αποφάσισα να φύγω.
Για καλή μου τύχη, κάποιος μου ψιθύρισε ότι υπάρχει το Brooklyn College που έχει πάρα πολύ καλό πρόγραμμα σπουδών, το λέγανε το Χάρβαρντ των φτωχών, "κάνε αίτηση εκεί". Εγώ, τελείως αφελής, νόμιζα ότι κάνεις αίτηση και επειδή υπάρχουν δίδακτρα απλά πας, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι έχεις και οντισιόν. Οπότε, έκανα την αίτησή μου, μόνο σε αυτό το πανεπιστήμιο, το οποίο έπαιρνε έξι άτομα από όλον τον κόσμο κάθε χρονιά και κάποια στιγμή, τον Γενάρη, πήρα τηλέφωνο στο γραφείο του καθηγητή να τον ενημερώσω ότι θα είμαι μαθητής του. Το σήκωσε ο δάσκαλος αυτός, ο υπεύθυνος του τμήματος σε μάστερ σκηνοθεσίας θεάτρου και μου λέει "από πού το ξέρεις ότι θα είσαι μαθητής μου;". Του λέω "μα έχω κάνει αίτηση", και μου λέει "και πού το ξέρεις ότι θα σε πάρω;". Του λέω "δεν το ξέρω, αλλά γιατί να μην με πάρετε;". Μου λέει "γιατί παίρνω έξι άτομα κάθε χρόνο κι έχω γύρω στις 150 αιτήσεις", και παθαίνω κοκομπλόκο.
Αποφασίζω ή ταν ή επί τας, μαζεύω όλες τις οικονομίες μου και πηγαίνω εκεί για να τον συναντήσω και να του παρουσιάσω υποθετικά projects, και με ρωτάει "είσαι σκηνοθέτης;". Λέω "όχι", και μου λέει "τότε γιατί θα κάνεις μάστερ στη σκηνοθεσία;". Του λέω "για να τη μάθω", μου λέει "μα εμείς κάνουμε μάστερ σε κάτι που ήδη ξέρουμε". Του λέω "εμείς στην Ελλάδα το αντίθετο, αν κάτι το ξέρουμε δεν πάμε να το σπουδάσουμε". Αυτός γέλασε και μάλλον κάτι κατάλαβε από τη μανία μου και έτσι πήγα στο Brooklyn College.
Εκεί, λοιπόν, συμπτωματικά συγκατοίκησα με διάφορους Έλληνες χορευτές. Εγώ έκανα θέατρο κι αυτοί έκαναν χορό και άρχισε μια ανταλλαγή. Εκεί κατάλαβα ότι υπάρχει μία γλώσσα που αντιλαμβάνομαι. Γυρνώντας στην Αθήνα με πήρε τηλέφωνο ο Δημήτρης Παπαϊωάννου –του οποίου τη δουλειά γνώριζα ως μαθητής στο Θέατρο Τέχνης και θαύμαζα βαθιά– και μου είπε "κάνω μία παράσταση, το Δύο, έλα στην οντισιόν". Και πήγα στην οντισιόν και από τότε ακολούθησαν κι άλλες συνεργασίες με την ομάδα του Δημήτρη και ξεκίνησα να θεωρούμαι ότι ανήκω κι εγώ σε αυτόν τον χώρο.
Η αλήθεια είναι ότι όταν ήμουν στη Νέα Υόρκη οι παραστάσεις που με επηρέαζαν καλλιτεχνικά ήταν κυρίως χορευτικές, θυμάμαι την έκπληξή μου όταν πρωτοείδα Πίνα Μπάους, Γουίλιαμ Φόρσαϊθ ή Ρόμπερτ Γουίλσον, αυτές με ιντρίγκαραν. Και μετά από χρόνια έγινε αυτό με το Relic, βρέθηκα, δηλαδή, το 2015 και με την παρότρυνση της Βίκυς Μαραγκοπούλου σε μια πλατφόρμα χορού, στο Aerowaves, με σαράντα καλλιτεχνικούς διευθυντές από όλη την Ευρώπη, οι οποίοι κάθε χρόνο επιλέγουν περί τις 12 παραστάσεις, τις οποίες θεωρούν ότι είναι παραστάσεις που πρέπει να ταξιδέψουν, αυτές που αξίζει να τις δει ο κόσμος.
Έτσι επελέγη και ο Χρήστος Παπαδόπουλος με το Elvedon, η Ίρις Κάραγιαν και η Κατερίνα Παπαγεωργίου πιο παλιά, η Αναστασία Βαλσαμάκη τώρα, έτσι ξεκίνησα κι εγώ. Έπαιξα στη Βαρκελώνη το Relic για να το δουν οι καλλιτεχνικοί διευθυντές που καλεί αυτή η πλατφόρμα, κι εκεί άρχισε η παράσταση να καλείται σε φεστιβάλ κυρίως χορού και έτσι να με χρίζουν χορογράφο.
Εγώ νομίζω ότι έχω βρει καταφύγιο στο χορό γιατί η καλλιτεχνική μου φωνή είναι πάρα πολύ ιδιαίτερη, και ο χορός είναι από της λίγες τέχνες που δεν έχει σύνορα. Ο χορός μιλά πολλές γλώσσες κι έτσι καταλαβαίνει και πολλές γλώσσες».
«Με γοητεύουν πολύ άνθρωποι που είναι κάπως ταπεινοί, που συνεχίζουν να παλεύουν στη ζωή ενώ αντιλαμβάνονται ότι δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα, ότι υπάρχει ήττα και ρωγμή. Μου αρέσουν οι άνθρωποι που προχωράνε μπροστά. Αυτοί που παραμένουν στον μαραθώνιο έχοντας γνώση ότι μπορεί να έχουν κάνει και λάθος επιλογές, ότι μπορεί να έχουν στραβοπατήσει, ότι θα πονέσουν. Εκεί εγώ σηκώνω τα χέρια ψηλά και λέω "με αυτούς θα τρέχω".
Δεν είμαι καθόλου σίγουρος αυτή τη στιγμή τι με ενδιαφέρει στη ζωή. Ειδικά μετά από αυτή την περίοδο προβών. Όχι από κάποια απογοήτευση – κάθε άλλο, απλά επειδή σκάβω βαθιά σε αυτό το έργο βρίσκομαι να αναρωτιέμαι τι πραγματικά αξίζει. Σκέφτομαι πολύ ότι είμαι στο μέσο της ζωής μου και αν είμαι τυχερός θα ζήσω άλλο τόσο κι επειδή κάπως καταλαβαίνω την αγάπη, καταλαβαίνω τη φιλία, καταλαβαίνω τον έρωτα, καταλαβαίνω το small scale, ξυπνάω και με ρωτάω κάθε μέρα τι θες να κάνεις του χρόνου σε αυτόν τον πλανήτη, προς τα πού θες να το πας;.
Χαρά μου δίνουν οι ωραίοι άνθρωποι. Οι ακομπλεξάριστοι. Μου αρέσει πολύ να ταξιδεύω, να κάνω κουβέντες με ανθρώπους που έχουν ανοιχτό μυαλό και παιδεία. Στα ταξίδια αν δεν εμπλέκεται και κάποια ανθρώπινη επαφή, να συναντήσω ένα ωραίο μυαλό, έναν άνθρωπο με ιδιαίτερη ενέργεια να συναναστραφώ, να μιλήσω, ψιλοβαριέμαι. Κάτι άλλο που μου αρέσει είναι να μπορώ να μοιράζομαι την εμπειρία μου, ή ό, τι έχω καταλάβει, με άλλους που αισθάνομαι ότι ψάχνουν. Όπως μου έδωσαν κι εμένα κάποια κλειδιά, να δίνω κι εγώ κανένα κλειδί.
Το πιο μεγάλο μου όφελος από το θέατρο και τον χορό, αυτό που εγώ προτιμώ να λέω "το θέαμα" μιας και μου τη δίνουν οι κατηγοριοποιήσεις, είναι ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία δεν σταματάω να σκάβω όλο και πιο βαθιά μπας και καταλάβω τίποτα παραπάνω για τη ζωή. Κάθε έργο είναι σαν ένα μικρό πανεπιστήμιο, είναι μια δικαιολογία για να βαθύνω σε αυτό το πράγμα που λέγεται ζωή. Δεν σταματάει η μόρφωσή ποτέ... Και σε αυτό βοηθά πολύ η μεταμόρφωση. Έτσι, μέχρι να πεθάνω».
Info:
«ΤΙΤΑΝΕΣ»
Ευριπίδης Λασκαρίδης – OSMOSIS
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Υποσκήνιο Β΄ Αίθουσας Αλεξάνδρα Τριάντη
23, 24 & 25 Νοεμβρίου, στις 21:00
Ερμηνευτές: Ευριπίδης Λασκαρίδης, Δημήτρης Ματσούκας
σχόλια