Oι Ginger Creepers είναι μία «θεατρική μπάντα», όπως λένε οι ίδιοι και όχι μια θεατρική ομάδα. Προτιμούν αυτήν την περιγραφή, επειδή λειτουργούν σαν μουσική μπάντα που πειραματίζεται, χωρίς να επιδιώκει να καταλήγει οπωσδήποτε κάπου. Και συγχρόνως, δεν ακολουθούν εσωτερικό κώδικα ή προγραμματισμό, όπως συνήθως συμβαίνει με τις θεατρικές ομάδες. Ξεκίνησαν το 2017, από τον σκηνοθέτη Γρηγόρη Χατζάκη και τον ηθοποιό Χρήστο Καπενή, που συνιστούν τον βασικό πυρήνα. Στη συνέχεια, η μπάντα απέκτησε πολύ σταθερούς συνεργάτες, όπως είναι η σκηνογράφος Ζωή Αρβανίτη και ο μουσικός Βύρων Κατρίτσης.
Ο Γρηγόρης Χατζάκης και ο Χρήστος Καπενής κάνουν μαζί τον δραματουργικό σχεδιασμό των παραστάσεων τους, που συνήθως βασίζεται σε κείμενα που γράφουν οι ίδιοι ή σε μεταγραφές για το θέατρο κειμένων που δεν είναι βέβαιο ότι θα περίμενε κάποιος πως κάποια μέρα θα τα έβλεπε σε θεατρική σκηνή. Ένα καλό τέτοιο παράδειγμα θα ήταν οι περίφημοι «Θλιβεροί Τροπικοί», οι σημειώσεις εν είδη απομνημονευμάτων του σπουδαίου Γάλλου ανθρωπολόγου και στρουκτουραλιστή Κλοντ Λεβί-Στρος (1908 - 2009), που αποσπασματικά και σε συνδυασμό με τον Τζόαν Παντάν του Ντάριο Φο, μεταφέρθηκε στη σκηνή του «Μπάγκειον», πριν από 3 χρόνια. Μέσα σε αυτό το πνεύμα έρευνας, πειραματισμών και «υπόθαλψης» του απροσδόκητου, παρουσίασαν κατά το τελευταίο εξάμηνο καραντίνας, πέντε (5) διαφορετικές παραγωγές, τις οποίες περιγράφουν ως «ραδιοπτικές παραστάσεις», εκ του «radioptical theater» που είναι η ονομασία στα αγγλικά του νέου είδους που δημιούργησαν.
Εάν μία γκαλερί τέχνης παρουσίαζε μία ραδιοπτική παράσταση ως εικαστικό βίντεο, τότε θα είχε διαπράξει μία κατάχρηση εις βάρος της παράστασης, επειδή θα την κατηγοριοποιούσε σε μία συνθήκη στην οποία δεν είναι υποχρεωτικό ότι ανήκει, γιατί δεν θα συνομιλούσε απαραίτητα με τα θεωρούμενα ως ομοειδή της έργα. Γι’ αυτό και η έννοια του υβριδικού είδους είναι πιο γοητευτική και πιο ακριβής.
Με αφορμή λοιπόν την περιέργεια που γεννά αυτή η νέα παραστατική φόρμα που εμφανίστηκε εν μέσω πανδημίας, ο Γρηγόρης Χατζάκης εκλήθη για να δώσει χρήσιμες εξηγήσεις: «Όλα ξεκίνησαν από μία μίξη DJaying, VJaying, και ηχογραφήσεων από υλικό έρευνας για την παράσταση που θα ανεβάζαμε και την ανέστειλε το κλείσιμο των θεάτρων, και που εν τέλει οδήγησε σε μία “μουσικο-εικαστική σύνθεση” και παρουσιάστηκε στην aejaa -μία καινοτόμο διαδικτυακή πλατφόρμα παραγωγής και παρουσίασης οπτικοακουστικών έργων. Τότε γνωριστήκαμε με τους ιδιοκτήτες της. Πιο πριν δεν ξέραμε καν ότι είναι Έλληνες που ζουν στο Βερολίνο. Είχαν ανοίξει την πλατφόρμα τους εν μέσω καραντίνας, αλλά την προετοίμαζαν επί τρία χρόνια. Το ερώτημα που μας έθεσαν ήταν τι είδους παράσταση, εκτός από μουσική, θα μπορούσαμε να τους προτείνουμε. Και έτσι, γεννήθηκε η ιδέα του ραδιοπτικού θεάτρου. Δηλαδή, αυτό που προτείναμε θα κρατούσε μία αναφορά στο ραδιοφωνικό θέατρο -με την λογική ότι ο ήχος θα είναι αυτός που θα δίνει την ροή- αλλά παράλληλα αυτή η αναφορά θα “οπτικοποιείται” και η εικόνα θα παρέχει στο όλον “κλειδιά” για τον ήχο. Με άλλα λόγια, ο θεατής δεν θα παρακολουθεί τον ηθοποιό που ακούγεται να μιλάει ούτε θα βλέπει το σκηνικό περιβάλλον, στο οποίο αυτός θα βρισκόταν αν η παράσταση ήταν συμβατική θεατρική. Στην δομή που σκεφτήκαμε η εικόνα θα ήταν μια παράλληλη δράση συνδεδεμένη στο ηχητικό σκέλος του έργου».
Η πρώτη αίσθηση που αποκτά κάποιος βλέποντας μια παράσταση ραδιοπτικού θεάτρου είναι ότι παρακολουθεί ένα βίντεο για το οποίο είναι ξεκάθαρο ότι έχει εικαστική αξία. Αν, ας πούμε, έβλεπε κάποιος το ίδιο έργο σε μία γκαλερί έργων τέχνης ή σε ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης δεν θα του φαινόταν καθόλου παράταιρο το ότι βρίσκεται εκεί. Επίσης, παρατηρεί αμέσως ότι οι εικόνες που βλέπει είναι όμορφες και χάρη σ’ αυτήν τη γοητεία τους διαθέτουν μια συγκινησιακή δύναμη ικανή να τον κινητοποιεί. Αυτή ίσως να είναι και η βασική διαφορά του ραδιοπτικού θεάτρου από ένα βίντεο εικαστικού καλλιτέχνη, από το οποίο μάλλον θα απουσίαζε μια κάπως πιο «ευανάγνωστη ομορφιά» των εικόνων, επειδή πρόκειται για ένα είδος αισθητικοποίησης που έχει -κατά κάποιο τρόπο- εξοστρακιστεί από την σύγχρονη εικαστική γλώσσα.
«Ας ξεκινήσω από το ότι αντιπαθώ πάρα πολύ το διαδικτυακό θέατρο», λέει ο Γρηγόρης Χατζάκης, «Ούτε μου αρέσει ούτε συμφωνώ με τη λογική του, αλλά και ούτε μπορώ να το παρακολουθήσω. Θεωρώ ότι καταστρέφει την βασικότερη και την πλέον ουσιαστική δυναμική του θεάτρου, που είναι το “εδώ και τώρα” της επαφής με το κοινό. Δεν είναι τυχαίο το ότι, λόγω της καραντίνας, στο Εθνικό θέατρο της Αγγλίας παρουσιάζουν ως ταινίες τα θεατρικά έργα που θα ανέβαζαν. Το θέατρο είναι η τέχνη που στεγάζει όλες τις τέχνες μαζί - ή δύναται, τέλος πάντων, να το κάνει. Χωρά άμεσα και ζωντανά, με τον πιο πλήρη τρόπο, όλες τις άλλες μορφές τέχνης -π.χ. την ζωγραφική, την γλυπτική, τα animation και ό,τι άλλο θελήσεις. Όταν όμως αυτό παρουσιάζεται με την απόσταση και τη λογική του κινηματογράφου, αυτομάτως η βασική αρετή της παρουσίας όλων των τεχνών μαζί παύει να υπάρχει και το αποτέλεσμα είναι μία ταινία. Ως δημιουργός λοιπόν δεν καταλαβαίνω γιατί θα έπρεπε να στήσω μία θεατρική παράσταση για να παρουσιαστεί ως ταινία και να μην την σκηνοθετήσω εξαρχής για τις κάμερες. Αλλά και ως θεατής βαριέμαι να παρακολουθήσω ένα streaming.
Δεν βρίσκω το λόγο να ταλαιπωρούμαι για να βλέπω κάτι όπου φωνάζουν κάποιοι σε κάποιους άλλους που δεν βρίσκονται εκεί -και για να πετύχει όλο αυτό, εκείνοι που φωνάζουν πρέπει να ανακαλούν συνεχώς από μνήμης την αίσθηση του κοινού σαν αυτό να καθόταν στην πλατεία. Μου είναι άβολο. Θέλω να τελειώνει. Τα μόνα streaming που έχει τύχει να δω τα έβαζα να παίζουν στο fast forward. Και αυτό το έκανα μόνο για ενημέρωση -για να πάρω μια αίσθηση του πως ήταν κάποιες καλές παραστάσεις του εξωτερικού, κυρίως παλιότερες που παίζονταν μπροστά σε κοινό. Έχουν κρατήσει το ενδιαφέρον μου μόνο μερικά streaming παραστάσεων χορού, όπου ο χώρος λειτουργεί διαφορετικά και η εστίαση της κάμερας αναδεικνύει κάποιες μικρές κινήσεις των χορευτών, που από την πλατεία μπορεί να μην διακρίνονταν καθαρά. Για όλους αυτούς τους λόγους λοιπόν, όταν ακόμα σχεδιάζαμε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε διαδικτυακά, επειδή τα θέατρα είχαν κλείσει λόγω καραντίνας, σκεφτόμουν ότι δεν θα έπρεπε να είναι κάτι το οποίο υπακούει στους περιορισμούς που έθετε η συνθήκη της πανδημίας. Θέλαμε εξαρχής να δημιουργηθεί κάτι αυτούσιο, αυτόνομο και αυτόφωτο. ‘Όπως συνέβαινε στη δεκαετία του 1930 με το ραδιοφωνικό θέατρο που ήταν ένα πραγματικό θέατρο. Έτσι και τώρα θα έπρεπε να φτιάξουμε ένα άλλο είδος, που θα λειτουργεί στο διαδίκτυο ασχέτως περιορισμών, πανδημίας και καραντίνας. Σίγουρα λοιπόν δεν θέλω να σταματήσω το ραδιοπτικό θεάτρο, στο τέλος της καραντίνας. Αντιθέτως με έχει ιντριγκάρει πάρα πολύ η μέχρι τώρα διαδικασία και η παραγωγή του».
Έτσι λοιπόν δημιουργήθηκε ένα είδος υβριδικό. Κάτι που βρίσκεται σε μεταιχμιακή θέση. Εάν μία γκαλερί τέχνης παρουσίαζε μία ραδιοπτική παράσταση ως εικαστικό βίντεο, τότε θα είχε διαπράξει μία κατάχρηση εις βάρος της παράστασης, επειδή θα την κατηγοριοποιούσε σε μία συνθήκη στην οποία δεν είναι υποχρεωτικό ότι ανήκει, γιατί δεν θα συνομιλούσε απαραίτητα με τα θεωρούμενα ως ομοειδή της έργα. Γι’ αυτό και η έννοια του υβριδικού είδους είναι πιο γοητευτική και πιο ακριβής. Και ο Γρηγόρης Χατζάκης δεν ενοχλείται από αυτήν. Αντίθετα, σημειώνει ότι είχαν αναφέρει το υβριδικό στοιχείο στο πρώτο δελτίο τύπου που είχαν εκδώσει σχετικά με αυτές τις παραστάσεις.
Ωστόσο, σε κάποιους η περιγραφή ενός είδους ως υβριδικό δημιουργεί καχυποψία ή και απέχθεια, επειδή δεν ορίζει ευθέως αυτό που είναι, παρά επιστρατεύει συγκριτικές αναφορές για να το περιγράψει. Χωρίς όμως συγκριτικές αναφορές, δεν προσδιορίζονται διαχωριστικές αποστάσεις. Γι’ αυτό και ο Γρηγόρης Χατζάκης διευκρινίζει ότι: «Στο ραδιοφωνικό θέατρο, τα ηχητικά εφέ συμμετέχουν προκειμένου να τονίσουν, να υπογραμμίσουν ή να ενισχύσουν την αληθοφάνεια της ακουστικής παράστασης. Στο ραδιοπτικό θέατρο τα χρησιμοποιούμε με πιο “ανοικτό” τρόπο. Για παράδειγμα, στην “Τελευταία μαγνητοταινία του Κραππ”, του Μπέκετ, μεταφράζαμε ηχητικά αυτό που ο ήρωας αισθάνεται ή αντιλαμβάνεται. Κι έτσι το ηχητικό φόντο ερχόταν σε αντίθεση με τα λόγια. Γενικότερα, στη δική μας περίπτωση, παίζεις με άλλα κριτήρια. Και κυρίως παίζεις πιο θεατρικά. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι οι παύσεις, οι οποίες είναι πολύ δύσκολες στο κανονικό ραδιοφωνικό θέατρο. Ενώ στη δική μας φόρμα μπορείς να δώσεις περισσότερο χώρο, ώστε να αναπτυχθούν παύσεις πολύ πιο συγγενικές με αυτές που θα είχες σε μία κανονική θεατρική παράσταση. Θα έλεγα επίσης ότι στις ραδιοπτικές παραστάσεις μας, παρά τις αναλογίες που μπορεί να αναγνωρίσει κάποιος με τα εικαστικά βίντεο, έχει μεγάλη σημασία ο ρυθμός με τον οποίο εξελίσσεται το οπτικό κομμάτι. Είναι πολύ πιο καθαρός και δομημένος ο ρυθμός της ροής των εικόνων, επειδή έχουν μία παραστατική πρόθεση, ενώ σε ένα εικαστικό βίντεο ο δημιουργός μπορεί να αδιαφορεί ή να παραβλέπει αυτήν την παράμετρο. Το βίντεο στις παραστάσεις μας είναι ένα βασικό σκηνοθετικό και αφηγηματικό εργαλείο. Από το γεγονός αυτό προκύπτει ότι προέχει η λειτουργικότητά του. Το να οδηγήσει σε όμορφες εικόνες δεν είναι αυτοσκοπός του. Όταν υπάρχουν όμορφες εικόνες αυτές είναι απόρροια μιας αίσθησης για το πώς θα έπρεπε να είναι τα πράγματα και όχι κάποιας πρόθεσης ή στόχευσης. Κατά τα άλλα και παρά τις όποιες αναλογίες μπορεί να αναγνωρίσει κάποιος, το ραδιοπτικό θέατρο δεν είναι video clip. Είναι εντελώς διαφορετική η λογική τους. Ένα video clip προσπαθεί αφενός να ντύσει μια μουσική με εικόνα και αφετέρου προσπαθεί να πουλήσει αυτή τη μουσική. Διαφημίζει δηλαδή, το έργο του μουσικού. Δεν διαφημίζει το έργο του σκηνοθέτη που σκηνοθέτησε το video clip. Το ραδιοπτικό θέατρο δεν προσπαθεί να πετύχει τίποτα από αυτά τα δύο και η σύνθεση δεν μπορεί να σταθεί μόνη της χωρίς την εικόνα ή να σταθεί η εικόνα χωρίς τον ήχο. Πιστεύω ότι είναι αλληλένδετα το οπτικό και το ακουστικό στοιχείο και όσο προχωράμε δουλεύοντας αυτές τις παραγωγές, τόσο πιο πολύ αναζητάμε την πλέον χρυσή τομή σύνδεσης τους, ώστε να γίνεται όσο το δυνατόν πιο άμεση η αλληλεπίδραση τους».
Η πρώτη παραγωγή ραδιοπτικού θεάτρου παρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 2020. Ήταν βασισμένη στο παραμύθι του Λουδοβίκου των Ανωγείων «Η καλαμιά και ο Άνεμος», στο οποίο η Καλαμιά ερωτεύεται τον Άνεμο και με τη βοήθεια ενός γερακιού προσπαθεί να συμβιβαστεί με την ιδέα της συνεχούς απουσίας του και την προσωπική όσο και οικουμενική ελευθερία.
Ακολούθησε η παραγωγή «My buddy is a vessel», ένα ραδιοπτικό mocumentary για ανθρώπους, ρομπότ και το ανάμεσά τους.
Τον περασμένο Νοέμβριο προβλήθηκε, σε ραδιοπτική παραγωγή, το πασίγνωστο έργο του Σάμιουελ Μπέκετ «Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραππ», στο οποίο, κάποια στιγμή σε χρόνο μελλοντικό και απροσδιόριστο, ο γηραιός Κραππ ακούει μαγνητοταινίες με ηχογραφήσεις της φωνής του όταν ήταν νέος, στις οποίες αφηγείται διάφορα ζητήματα, προσωπικά κυρίως, που τον απασχολούσαν τότε. Και απαντά στην ηχογραφημένη φωνή του. Το έργο θεωρείται μια σπαρακτική πραγματεία πάνω στο χρόνο, στην αντίληψη της φθοράς που προκαλεί στην ανθρώπινη ύπαρξη (αλλά όχι στους δαίμονες της) και στην αίσθηση του φορτίου της μοναξιάς. Η ερμηνεία του Κραππ από τον Χρήστο Καπενή ήταν εντυπωσιακά ζυγισμένη και αισθαντική.
Τον Δεκέμβριο παρουσιάστηκε η ραδιοπτική παράσταση, «Το Φως Είναι Σαν Το Νερό», βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Πρόκειται για δύο παιδιά, των οποίων οι γονείς ικανοποιούν μεν τις επιθυμίες τους για παιχνίδια, δώρα κλπ, αλλά μόνο με εκβιαστικούς όρους ανταλλαγής τους με αριστεία στο σχολείο. Έτσι, τα παιδιά αποκτούν μια βάρκα, ως δώρο Χριστουγέννων. Δηλαδή, κάτι που έχουν ζητήσει, αλλά και που μοιάζει άχρηστο για τη ζωή τους μέσα σε ένα διαμέρισμα. Ένα βράδυ, που τα δύο αδέλφια μένουν μόνα στο σπίτι, σπάνε μία λάμπα του σαλονιού, και καθώς το «φως» αρχίζει να τρέχει από μέσα της χρυσαφί και δροσερό σαν νερό, τα παιδιά ταξιδεύουν, με την βάρκα τους, «στα νησιά του σπιτιού» (που σιγά-σιγά γίνεται παρανάλωμα πυρός).
Η τελευταία ραδιοπτική παράσταση των Ginger Creepers παρουσιάστηκε το τελευταίο διήμερο του Μαρτίου και είχε τίτλο «Η Μάσκα του Μπάτμαν» (Batman’s mask). Ξεκίνησε από την διερώτηση σχετικά με το πώς θα μπορούσε να νιώθει ο Μπάτμαν τώρα που, λόγω πανδημίας, όλοι οι άνθρωποι γύρω του έχουν καλυμμένα με την ιατρική μάσκα τη μύτη και το στόμα, ενώ για κείνον αυτά είναι τα μόνα δύο σημεία του σώματός του που δεν προστατεύει η θωράκιση της περίφημης στολής του.
Με άλλα λόγια, το έργο βασίστηκε στο πόσο λάθος και γελοίος θα έμοιαζε υπό αυτήν την συγκυρία ο σπουδαίος αυτός υπερήρωας. «Αλλά και τι θα μπορούσε να κάνει ο κακομοίρης, που η δουλειά του είναι να υπερασπίζεται την πόλη του από τους κακοποιούς και αυτή η λειτουργία του που τον καθιστά υπερήρωα και αγαπητό σε όλους, ξαφνικά ακυρώνεται, επειδή λόγω καραντίνας δεν κυκλοφορεί κανένας στους δρόμους;», λέει ο Γρηγόρης Χατζάκης, που διευκρινίζει επίσης ότι «όλο αυτό άρχισε να πηγαίνει και παραπέρα, προς την ιδέα ότι ο Μπάτμαν υπερασπίζεται την πόλη όχι από μια αίσθηση για το δίκαιο ή την αξία του ευνομούμενου τόπου, αλλά από μία δική του ανάγκη για δράση και ένταση, ως καλή δικαιολογία, για να ξεφεύγει από τους δικούς του δαίμονες και τις έξεις τους ή από οποιεσδήποτε τυχόν άλλες προσωπικές και υπαρξιακές του αναζητήσεις, που η αντιμετώπισή τους θα του ήταν βασανιστική. Τι θα του συμβεί όμως τώρα που το “άλλοθι” του απέναντι στον εαυτό του πάει περίπατο;» Και η αλήθεια είναι ότι στην παράσταση ο Μπάτμαν, δημιουργεί την εντύπωση ότι είναι λίγο παραιτημένος. Το μούσι του σίγουρα είναι κάπως αφημένο. Ίσως και γενικότερα, αυτόν τον καιρό να μην περιποιείται και τόσο πολύ τον εαυτό του. Εξακολουθεί βέβαια να είναι ο Μπάτμαν που ξέρουμε, αλλά δεν έχει και κανένα λόγο να φροντίζει την εμφάνιση του, δεδομένου ότι δεν συναντά κόσμο. «Θέλει να είναι όπως πάντα άψογος, αλλά δεν έχει την επιχειρησιακή ανάγκη για να ταυτιστεί με το ρόλο και το image του. Του συμβαίνει αυτό που λίγο-πολύ συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους που η δραστηριότητά τους είναι και ψυχικός θωρακισμός τους –σε κείνους που “χρησιμοποιούν” δηλαδή, το τρέξιμο, τις καθημερινές υποχρεώσεις τους και γενικότερα την συνήθη λειτουργικότητα τους μέσα στην ημέρα, για να αποφύγουν να μπουν σε άλλες διεργασίες εσωτερικές δικές τους και να έρθουν κατ’ αυτό τον τρόπο αντιμέτωποι με όλα όσα θα προτιμούσαν να καταχωνιάσουν μέσα τους», λέει ο Γρηγόρης Χατζάκης, «Τον Μπάτμαν ερμηνεύει ο Βαγγέλης Στρατηγάκος, αλλά στην παράσταση ακούμε τη φωνή του στους διαλόγους, να μπλέκει με εκείνη του Χρήστου Καπενή που μονολογεί τις σκέψεις του. Κατά κάποιο τρόπο, αυτό σηματοδοτεί ότι όλα όσα ακούγεται ότι διαδραματίζονται συμβαίνουν μόνο μέσα στο μυαλό του Μπάτμαν. Παραμένει, δηλαδή, ανοιχτό το αν αυτά που ακούγονται έχουν ήδη συμβεί ή εκείνος σκέφτεται ότι θα μπορούσαν να έχουν συμβεί. Για τα κείμενα που γράψαμε με τον Χρήστο Καπενή μία πηγή έμπνευσης υπήρξε η μεγάλη και πασίγνωστη αφηγηματική ενότητα Batman: contagion που παρατίθεται, ως επεισόδια που συνεχίζονται σε διάφορα κόμιξ της σειράς Μπάτμαν. Σε αυτήν την ενότητα η βασική ιδέα στηρίζεται στο ότι υπάρχει μία επιδημία που πλήττει την Gotham City και για το λόγο αυτό οι επιφανείς κάτοικοί της μαζεύονται όλοι σε έναν ουρανοξύστη για να προστατευτούν από τη μόλυνση, ενόσω ο Μπάτμαν αποπειράται να σώσει την πόλη από το κακό. Όμως, μεταξύ τους υπάρχει ένας ξενιστής του ιού και έτσι, όσοι είναι κλεισμένοι εκεί προοδευτικά πεθαίνουν. Η ιδέα του Batman: contagion προέρχεται από το διήγημα η "Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου" του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Η εισαγωγή της ραδιοπτικής παράστασης όπου περιγράφεται το πως είναι το κτίριο όπου έχουν μαζευτεί όλες οι εξέχουσες προσωπικότητες της πόλης είναι αυτούσιο απόσπασμα του κειμένου του Πόε. Παρά το ότι έχουμε αλλάξει το όνομα της πόλης σε Gotham City…».
Με αφορμή τα γενέθλια για την συμπλήρωση ενός χρόνου λειτουργίας της, η διαδικτυακή πλατφόρμα προβολών aejaa διοργάνωσε ένα τριήμερο φεστιβάλ που ολοκληρώνεται την Τετάρτη 21 Απριλίου με την προβολή (μεταξύ 17:00 και 23:00 ώρα Ελλάδος) όλων των ραδιοπτικών παραστάσεων των Ginger Creepers, (μέση διάρκεια παράστασης: 40 λεπτά).
Για μια γρήγορη παρουσίαση του προγράμματος του φεστιβάλ μπορεί κάποιος να ακολουθήσει αυτόν τον σύνδεσμο.
Ενώ όποιος επιθυμεί να βρει αναλυτικά το πρόγραμμα προβολών του φεστιβάλ η σωστή ηλεκτρονική διεύθυνση είναι εδώ.
Στον ακόλουθο σύνδεσμο διατίθεται μια συνοπτική παρουσίαση των πέντε παραστάσεων ραδιοπτικού θεάτρου που ανέβηκαν μέχρι σήμερα.
Στον ακόλουθο σύνδεσμο υπάρχει teaser για την «Μάσκα του Μπάτμαν».
Ενώ εδώ μπορεί να δει κάποιος το teaser για την «Τελευταία μαγνητοταινία του Κραππ».
Στις αρχές Ιουνίου θα παρουσιαστεί (πάντα στην διαδικτυακή πλατφόρμα προβολών aejaa) η επόμενη παραγωγή ραδιοπτικού θεάτρου, με τίτλο «Mr. Leonard...» η οποία βασίζεται στο έργο των Ginger Creepers που είχαν παρουσιάσει θεατρικά το 2019-2020 και ήταν εμπνευσμένο από 10 τραγούδια του Leonard Cohen.