Όσο περίμενα στο φουαγέ του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, μια παρέα ηθοποιών έλεγαν τα λόγια τους για να ξεκινήσουν πέρασμα ενός έργου στην Κεντρική Σκηνή. Γύρω στις 11:00 τα χειροκροτήματα και τα μπράβο από το Δώμα απέσπασαν την προσοχή μου από την πρόβα τους και λίγο μετά οι θεατές άρχισαν να κατεβαίνουν από τον πάνω όροφο. Η μικρή θεατρική σκηνή γεμίζει ασφυκτικά κάθε βράδυ με ανθρώπους κάθε ηλικίας για μια παράσταση μεγάλης συγκίνησης, που ταυτόχρονα προσφέρει πολύ γέλιο. Κι όλα αυτά χάρη σε ένα τρυφερό έργο και την εξαιρετική ερμηνεία της Ελένης Ουζουνίδου.
Είναι ένα κείμενο που διαρκώς υπονομεύει κάτι, μια γενιά ή περισσότερες, και κάποιες γυναίκες, αλλά κυρίως μια χώρα που τυλίγει στα σεμεδάκια τα πάντα και σιωπά.
Αναρωτιόμουν αν θα είχε το κουράγιο μετά από δύο παραστάσεις να μου μιλήσει, Κυριακή βράδυ, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, αλλά δεν είχαμε άλλη επιλογή, λόγω περιορισμένου χρόνου. Όταν έφτασε μετά από λίγο, το πρόσωπό της έλαμπε, χωρίς ίχνος κούρασης, ενώ διέκρινα εκείνο το κάπως φευγάτο χαμόγελο που έχει και η ηρωίδα που ενσαρκώνει, η Σταματία.
Το έργο Σταματία, το γένος Αργυροπούλου του Κώστα Σωτηρίου είναι ακόμα μια εξιστόρηση της νεότερης Ελλάδας μέσα από γεγονότα-ορόσημο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του τόπου, από την Κατοχή μέχρι σήμερα, με μια ιδιαιτερότητα όμως σε σχέση με άλλα έργα. Η αφήγηση, που βρίσκεται στα όρια του κωμικο-τραγικού, δίνεται μέσα από τα πάθη μιας δεξιάς οικογένειας. Η Σταματία δεν είναι ηρωίδα για κάποιον λόγο, αλλά ο μέσος όρος. Η Ουζουνίδου καταφέρνει να την αποδώσει ακριβώς στο μεταίχμιο μεταξύ γελοιοποίησης, ως μια σαλεμένη γεροντοκόρη, και τραγικής φιγούρας.
Καθόμαστε στον ξύλινο πάγκο, όσο οι συνάδελφοί της συνεχίζουν να προθερμαίνονται, και σχολιάζω το γεγονός ότι τα χρόνια της κρίσης έχουν κάνει την εμφάνισή τους αρκετές παραστάσεις επανεκτίμησης της ελληνικής ταυτότητας, σαν να προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε τα αίτια που μας έφεραν μέχρι εδώ. Η Ουζουνίδου, χαλαρή και με δυο μεγάλα φωτεινά και διεισδυτικά μάτια, συμφωνεί: «Προσπαθούμε να επαναπροσδιοριστούμε, κατά κάποιον τρόπο, κι αυτό συμβαίνει συχνά μέσω του θεάτρου. Όποτε βρισκόμαστε σε βαθύ προβληματισμό, ανατρέχουμε στην ιστορία. Βέβαια, με τη Σταματία γίνεται μια ανατροπή, γιατί την ιστορία, ειδικά στο θέατρο, την ξέρουμε από την πλευρά των ηττημένων, των αριστερών. Η Σταματία είναι μια γυναίκα συντηρητική, δεξιά». Που όμως ο συγγραφέας την εκθέτει ως καρικατούρα, παρατηρώ, για να πάρω την απάντηση: «Ναι, αλλά μέσα από την αφέλεια και την καλοσύνη της. Νομίζω ότι ο Σωτηρίου την έχει γράψει με πολλή αγάπη, όπως την αντιμετωπίσαμε κι εμείς, ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος κι εγώ, με μεγάλη αγάπη και συμπάθεια. Την κρίνουμε, βέβαια, γι' αυτό και αποκτάει χιούμορ η παράσταση, γιατί είναι μια γυναίκα με βαθύ συντηρητισμό, υπερβολικά πιστή στις αξίες».
Η Σταματία είναι η κλασική θεία, γεροντοκόρη ή χήρα, που συμπαραστέκεται στην ελληνική οικογένεια παντοιοτρόπως. Πρόκειται για μια ηλικιωμένη γυναίκα που πέρασε μια ολόκληρη ζωή μένοντας πιστή στη μνήμη του αρραβωνιαστικού της, ο οποίος πέθανε πριν καν προλάβουν να χαρούν τον έρωτά τους, καταλήγοντας να διοχετεύσει όλη της την αφοσίωση στα παιδιά της αδελφής της. Η ηθοποιός, που επί σκηνής ταυτίζεται απόλυτα με τον χαρακτήρα, λέει: «Η αλήθεια είναι ότι έρχονται και μου λένε "αχ, μου θύμησες τη θεία μου'', "μου θύμησες τη μεγάλη μου αδελφή'', "έτσι τα λέει και με αυτό ακριβώς τον τρόπο''. Η κακομοίρα η Σταματία δίνει ό,τι έχει και δεν έχει στ' ανίψια της για να μεγαλώσουν με ανέσεις και να μορφωθούν». Ας προσθέσουμε, λοιπόν, ότι στο έργο θίγεται πρωτίστως η κλασική ελληνική αχαριστία...
Αλλά ακόμα και αν δεν έχουμε μια τέτοια θεία, την ξέρουμε, τη βλέπουμε στις απογευματινές των θεάτρων ή σε αξιοπρεπή ζαχαροπλαστεία με συνομήλικές της. «Εσύ σε ποια θεία πάτησες για να την ερμηνεύσεις;» ρωτάω. «Πάτησα όχι σε κάποια θεία μου αλλά σε γυναίκες που ξέρω. Έκανα μια σύνθεση από πολλές γυναίκες που ξέρω στη ζωή μου και τελικά βγήκε ένας χαρακτήρας, συγκεκριμένος και αναγνωρίσιμος. Από την αρχή των προβών άρχισα να ανακαλώ μνήμες από γειτονιές, καθώς έχω μεγαλώσει στην επαρχία, όπου ο κόσμος είναι πιο αθώος, σαν τη Σταματία. Όταν μεγάλωνα, αυτά τα πρόσωπα ήταν πολύ έντονα μέσα στην πόλη μου, την Κομοτηνή».
«Γιατί ένα τέτοιο έργο σήμερα;» αναρωτιέμαι, καθώς δεν παύει να μηρυκάζει ένα είδος λογοτεχνικής παράδοσης που έχουμε ξαναδεί ουκ ολίγες φορές. «Πρώτα απ' όλα έχει, μια πολύ ύπουλη και πολιτική σκέψη. Είναι ένα κείμενο που διαρκώς υπονομεύει κάτι, μια γενιά ή περισσότερες, και κάποιες γυναίκες, αλλά κυρίως μια χώρα που τυλίγει στα σεμεδάκια τα πάντα και σιωπά. Έχει πολύ έντονα αυτή την πολιτική σκέψη από πίσω». Το σκηνικό που υπογράφει η Μαγδαληνή Αυγερινού καλύπτεται από πολλά σεμεδάκια, ενώ ένα μεγάλο patchwork από δαύτα παίζει και δραματουργικό ρόλο. «Τι καλύπτουν τα σεμεδάκια;» ρωτάω. Μου απαντάει: «Τα πάντα. Τα εγκλήματα που έχουν γίνει. Τα εγκλήματα που γίνονται στα σπίτια και τα εγκλήματα που γίνονται στη χώρα. Αλλά και τις ασχήμιες και τη φτώχεια. Παράλληλα, τα σεμεδάκια της παράστασης είναι και νοσοκομείο, ένας ψυχικός τόπος».
Πού την πονάς τη Σταματία; «Την πονάω που πραγματικά έδωσε όλο της το είναι να μεγαλώσει τα ανίψια της. Είναι βαθιά δεξιά, συντηρητική, υπερβολικά χριστιανή και θρήσκα, αλλά παράλληλα έδωσε τα πάντα για να μεγαλώσει δυο παιδιά που δεν της ανήκαν και τελικά την πίκραναν, γιατί απλώς ζούσαν και μεγάλωναν σε ένα κόσμο τελείως διαφορετικό από αυτό που είχε συνηθίσει εκείνη. Αυτή είναι η πληγή της, η ρωγμή της: ο κόσμος που της δίδαξε ο πατέρας της, η αυλή του σπιτιού της και η βιβλιοθήκη με 2-3 βιβλία ιστορίας περί Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οτιδήποτε ξεπερνάει αυτά τα όρια είναι εγκληματικό, επικίνδυνο, επαναστατικό. Παρόλο που δεν τους καταλαβαίνει, τους προσφέρει τα πάντα. Και, βέβαια, η μοναξιά στο τέλος. Εκεί πικραίνομαι και βλέπω και τους θεατές που συγκινούνται, όταν πια μένει παντελώς μόνη με τα σεμεδάκια της. Βλέπω τα μάτια των ανθρώπων, που ενώ πριν έχουν γελάσει, καθώς υπάρχει αυτό το έντονο χιουμοριστικό στοιχείο στην παράσταση, να δακρύζουν. Καταλαβαίνω ότι τη συμπονούν, της συγχωρούν την αθωότητα και την αφέλειά της».
«Ηλικιωμένες γυναίκες έρχονται να σου μιλήσουν;» ρωτάω. «Άπειρες! Με αγκαλιάζουν, με φιλάνε, μου χαρίζουν πράγματά τους και μου λένε πόσο τους συγκίνησε η παράσταση. Μάλιστα, πολλές από αυτές στενοχωριούνται που γελάει ο κόσμος. Έχουν μια τάση να με προστατεύσουνε. Αυτό που είναι καταπληκτικό και μου αρέσει πάρα πολύ είναι που με ρωτάνε πόσων χρόνων είμαι. Μου λένε ότι είμαι απροσδιορίστου ηλικίας. "Πάνω στη σκηνή βλέπαμε μια πολύ μεγάλη γυναίκα, αλλά εσύ είσαι κορίτσι'' μου λένε».
Η αφήγηση της Σταματίας ξεκινάει από τα γυμνασιακά χρόνια, όταν ο πατέρας της ήταν ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου Εμπορίου. Αν και ο συγγραφέας περιγράφει μια πενηντάρα, η αφήγηση δεν σταματάει στο παρελθόν. Στην παράσταση έχουν μπει με έξυπνο τρόπο εμβόλιμα σχόλια για τη σημερινή πολιτική κατάσταση και την επιστροφή της άκρας δεξιάς. «Αυτό ήταν ιδέα του Βαγγέλη και την υλοοποίησε με χαρά ο συγγραφέας» μου εξηγεί. Η Σταματία, που δεν απέχει πολύ από τις ηρωίδες του Τρίτου Στεφανιού, αλλά και άλλων που μιμήθηκαν τον εσωτερικό μονόλογο, έμεινε όλη της ζωή παρθένα. Η ανιψιά της λέει ότι "έχει τζαζέψει απ' το λιβάνι και την αγαμία"». Η ηθοποιός συμπληρώνει: «Ε, ναι! Δεν έχει χαϊδευτεί ποτέ, οι χυμοί της δεν έχουν εκτονωθεί ποτέ. Βάσει κειμένου, θα έπρεπε να είναι 50. Εφόσον γεννήθηκε το '33, σήμερα είναι 81 και δεν έχει νιώσει ποτέ κάτι στο σώμα της. Αυτό επηρεάζει και το μυαλό της».
Η Ελένη Ουζουνίδου, που έχει πίσω της μια θεατρική διαδρομή που ξεκίνησε στη Θεσσαλονίκη και στο ΚΘΒΕ, τα τελευταία δέκα χρόνια ζει και εργάζεται στην Αθήνα, έχοντας κάνει μια παρένθεση στη Λάρισα, στο Θεσσαλικό, όπου ερμήνευσε έναν άλλον διάσημο μονόλογο, τον Γάμο. Τολμώ να της πω ότι επάνω στη σκηνή διαθέτει μια σουρεαλιστική διάθεση και ένα δαιμόνιο χιούμορ που οδηγεί σε σπαρταριστά γέλια. «Θα μπορούσε το έργο να παιχτεί διαφορετικά;» ρωτάω. «Ο Βαγγέλης με επέλεξε γιατί η κωμικότητά μου δεν είναι τόσο εξωστρεφής, είναι σε ισορροπία με τη δραματικότητα. Ήθελε να συντονιστεί ακριβώς εκεί, και με την κλοουνερί και με το γκροτέσκο που υπάρχει, και να παίξει σε μικρές δόσεις. Να γίνει ένας πραγματικός άνθρωπος, να βγάλει μια γυναίκα γλυκιά και συμπαθητική» μου απαντάει.
Εν τέλει, χρειάστηκε μια κρίση για να γίνει φέρει αυτό το έργο ; «Ο Σωτηρίου το ολοκλήρωσε πρόσφατα, αλλά το ξεκίνησε πριν από δέκα χρόνια. Είναι και σαν να εκφράζει μια συλλογική συνείδηση σε καιρό κρίση. Δεν ξέρω αν θα είχε την ίδια ένταση και αποδοχή, αν το κάναμε σε πιο ανέμελους καιρούς». Συνεχίζω :«Είδες κάποιο συμβολισμό; Η Σταματία θα μπορούσε να είναι η ίδια η Ελλάδα. Η εμβληματική φιγούρα του πατέρα φασίστα ως μια ηγεσία προπολεμική, μετά μια ζωή ανεπαρκής, όπως υπήρξε η χώρα για δεκαετίες, μέχρι που οι περιστάσεις τρελαίνουν και τη Σταματία και την Ελλάδα, όπως η πραγματικότητα σήμερα. Ειδικά στο σπαρταριστό φινάλε». Βλέπω στο πρόσωπό της την έκπληξη. «Μα, είναι αυτό ακριβώς! Και κάτι άλλο. Συνειδητοποίησα ότι τελικά δεν είναι μονόλογος αλλά ένας διάλογος με το κοινό, που είναι πάρα πολύ ωραίο συναίσθημα, που με μαγεύει. Έχω παίξει κι άλλους μονολόγους, αλλά εδώ, καθώς είμαι πολύ κοντά στους θεατές, είναι σαν να συν-παίζουμε. Παίρνω τόσο πολλά από τις αντιδράσεις τους, το τι εισπράττουν, πιάνω το χιούμορ τους, συμβαίνει κάτι μαγικό. Κάνω διπλές παραστάσεις Σαββάτο και Κυριακή και παίρνω τέτοια χαρά μέσα μου! Τελειώνει η παράσταση και είμαι σε ανάταση γιατί περνάω πολύ ωραία με τους ανθρώπους. Ξέρεις, το γέλιο είναι ικανό να σε παρασύρει και να σε πάει σε εντελώς άλλο δρόμο από εκεί που ξεκίνησε το όλο πράγμα. Υπάρχει ο κίνδυνος να χαθεί το ύφος της παράστασης. Αλλά καταλαβαίνω ότι επικοινωνούμε με το κοινό κι αυτό είναι μεγάλη ικανοποίηση» μου λέει με απόλυτη ειλικρίνεια, που αντανακλάται στο τεράστιο χαμόγελο της. «Νομίζω τα είπαμε όλα» συμπληρώνει.
«Σταματία, το γένος Αργυροπούλου»
Μονόλογος του Κώστα Σωτηρίου
Σκηνοθ.: Β. Θεοδωρόπουλος
Ερμηνεύει: Ελ. Ουζουνίδου
Σκην.-κοστ.: Μ. Αυγερινού
Θέατρο του Νέου Κόσμου (Δώμα)
Αντισθένους 7 & Θαρύπου, Νέος Κόσμος
210 9212900
Πληροφορίες: Απόγ. Κυρ. 7 μ.μ. Βραδ. Τετ.-Σάβ. 9.15 μ.μ.
Τιμή: €12, 10, 8
σχόλια