Ο Γιάννης Χουβαρδάς διασκεύασε τη σαιξπηρική «Τρικυμία», έτσι ώστε όλος ο κόσμος του έργου να αναφέρεται στην ιστορία, στη γοητεία και στην αδάμαστη ποικιλομορφία της τέχνης του κινηματογράφου.
Με αυτή την επιδίωξη, το «ερημικό νησί» του τελευταίου έργου του Σαίξπηρ μετατρέπεται εδώ σ’ ένα ξεχασμένο κινηματογραφικό στούντιο που κρύβει στα σπλάχνα του παρατημένα σκηνικά, ζαρωμένες οθόνες και γερασμένους γερανούς. Τα κρεμαστά φώτα λαμπυρίζουν σαν άστρα μες στη νύχτα και οι κάμερες, καίτοι απαρχαιωμένες, ανασταίνουν τους νεκρούς. Η μαγεία του σινεμά είναι η δύναμη του Πρόσπερο, του περίφημου σαιξπηρικού μάγου που διαφεντεύει εδώ το νησί/στούντιο ως άλλος Όρσον Γουέλς (Αλέξανδρος Μυλωνάς), στα τελευταία, πικραμένα, χρόνια της ζωής του, σχεδιάζοντας να τιμωρήσει τους «δολοφόνους των ονείρων» του και να θαμπώσει τους σινεφίλ του πλανήτη, αφού συνενώσει δυναμικά όλες τις εμμονές, τα λάθη και τα πάθη του σ’ ένα ύστατο, βιωματικό αριστούργημα – το κύκνειο άσμα του, αυτό που επιτέλους θα επιφέρει την πλήρη ταύτιση μεταξύ της ζωής και της τέχνης του.
Το αποτέλεσμα κείτεται ακινητοποιημένο, ξέπνοο, κάτω από μια κουβέρτα αναφορών, παραπομπών και μιμήσεων, που ούτε καν hommage αξιώσεων δεν συνιστούν. Στατικότητα, πλαδαρότητα, επαναληπτικότητα, και η περηφάνεια ενός παιδιού που ταίριαξε θριαμβευτικά τα κομμάτια του παζλ για να φτιάξει την αγαπημένη του «εικόνα».
Οι αναλογίες «Τρικυμίας» - «Καταιγίδας» έχουν δουλευτεί (από τον Γ. Χουβαρδά και τη συνεργάτιδά του Έρι Κύργια) με πολύ μεράκι: έτσι, ο Άριελ, το ξωτικό-υπηρέτης του Πρόσπερο, είναι εδώ ένας ξεπεσμένος οπερατέρ (Έκτορας Λυγίζος) γαλουχημένος στα B-movies και στα ερασιτεχνικά πορνό, που τρέχει πέρα δώθε με την κάμερα στον ώμο, εκτελώντας «το δυσκολότερο πανοραμίκ, το πιο τρελό σου μονοπλάνο, κοντινό και μακρινό, plongée, contre-plongée, accéléré, ralenti κ.ο.κ.», προκειμένου να ικανοποιεί τα καπρίτσια του σκηνοθέτη του. Ο Κάλιμπαν, το παράξενο ημιανθρώπινο πλάσμα και παρολίγον βιαστής της θυγατέρας του Πρόσπερο, παρουσιάζεται εδώ (από τον Δημήτρη Πιατά) ως χιουμοριστική μετενσάρκωση του Πέτερ Λόρε-σίριαλ κίλερ παιδιών στο «Μ» του Φριτζ Λανγκ. Ο Στέφανο και ο Τρίνκουλο, το αλκοολούχο κωμικό δίδυμο, εμφανίζονται ως Χοντρός (Πυγμαλίων Δαδακαρίδης) και Λιγνός (Άρης Μπαλής). Οι δύο νέοι που δοκιμάζουν για πρώτη φορά τα μεθυστικά βήματα του έρωτα ακολουθούν το χορευτικό παράδειγμα του Φρεντ Αστέρ (Δημήτρης Πασσάς) και της Τζίντζερ Ρότζερς (Ελένη Μπούκλη), ενώ οι δύο κυνικοί και άπληστοι συνωμότες δανείζονται τους τρόπους του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ (Χάρης Φραγκούλης) και του Τζέιμς Κάγκνεϊ (Αντώνης Μυριαγκός). Όσο για το στούντιο που αφαίρεσε από τον μεγάλο σκηνοθέτη τα δικαιώματα επάνω στο σώμα του έργου του, τον εξόντωσε πνευματικά και τον μετέτρεψε σε παρία του Χόλιγουντ, φέρει το όνομα της κακούργας μάγισσας μάνας του Κάλιμπαν, της δαιμόνιας Sycorax.
Σε αυτή την παιχνιδιάρικη, μεταθεατρική συνθήκη όλα είναι ρόλος. Οι ήρωες πότε γκρινιάζουν για τον εγκλωβισμό τους σ’ έναν (και μοναδικό) ρόλο, πότε πασχίζουν να σπάσουν τα δεσμά του ρόλου και, γενικότερα, οι ρόλοι βγαίνουν ο ένας μέσα από τον άλλο σαν τις μπάμπουσκες. Ταυτόχρονα, ο σκηνοθέτης-θαυματοποιός-Όρσον-Πρόσπερο επιμένει να καθοδηγεί τους πάντες και τα πάντα, παρόλο που υποστηρίζει πως, σε αυτό το μαγικό νησί των ψευδαισθήσεων, όλα όσα συμβαίνουν είναι εντελώς αληθινά και όλοι εν αγνοία τους υποδύονται τους εαυτούς τους. Αφού περάσει από την εκδικητική μανία στη συγχωρητική επιθυμία, μαλακωμένος από τα χάδια της Ρίτας Χέιγουορθ (Άλκηστις Πουλοπούλου) που δεν έπαψε, όπως λέει, ποτέ να τον αγαπά, ο Όρσον θα διαβεί το κατώφλι της υπαρξιακής του κρίσης («Μα ποιο το νόημα, εν τέλει;», ρωτά κατ’ επανάληψη) και όλοι μαζί οι ήρωες θα βιώσουν το απόλυτο εορταστικό χάπι εντ: η θυγατέρα θα βρει τη χαμένη μητέρα, ο σύζυγος τη μετανιωμένη σύζυγο, «ο κεντρικός μας ήρωας την αυτοκρατορία του και όλοι εμείς την ψυχή μας», όπως λέει και η Ρίτα/Γκονζάλα.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι οι δύο κόσμοι, ο σαιξπηρικός και ο κινηματογραφικός, συναντήθηκαν με επιτυχία. Πράγματι, μπορεί να συναντήθηκαν∙ η επαφή τους όμως, παρ’ όλες τις ευγενείς προθέσεις, εξαντλήθηκε σε μια χειραψία. Ούτε απολαυστική κωμωδία, ούτε ηλεκτρισμένο ρομάντσο, ούτε χορταστικό μελόδραμα ή σπινθηροβόλα παρωδία. Μονάχα απανωτά κλεισίματα του ματιού, κι αυτά χωρίς ηλεκτρισμούς, σπίθες ή παρεμφερείς ερωτικές συνάψεις.
Το να συγκεντρώσει κανείς επί σκηνής όλα του τα favourite things και να τα βάλει να παρελάσουν φελινικά σε μεγάλο κύκλο, με υπόκρουση αλά Νίνο Ρότα, δεν αρκεί για να νοηματοδοτήσει ένα φιλόδοξο εγχείρημα.
Το αποτέλεσμα κείτεται ακινητοποιημένο, ξέπνοο, κάτω από μια κουβέρτα αναφορών, παραπομπών και μιμήσεων, που ούτε καν hommage αξιώσεων δεν συνιστούν. Στατικότητα, πλαδαρότητα, επαναληπτικότητα, και η περηφάνεια ενός παιδιού που ταίριαξε θριαμβευτικά τα κομμάτια του παζλ για να φτιάξει την αγαπημένη του «εικόνα». Όμως η «συγκόλληση» του Όρσον Γουέλς με τον Φελίνι, τον Λανγκ, τις femmes fatales, τους σταρ του σλάπστικ και της Χρυσής Εποχής του Χόλιγουντ δίνει περισσότερο στον θεατή την αίσθηση ότι ξεφυλλίζει ένα κουτσομπολίστικο περιοδικό: το μόνο που ικανοποιείται είναι η περιέργειά του («Ποιον υποδύεται αυτός; Ποια εκείνη;»), η ανάγκη του δηλαδή να εντοπίζει ομοιότητες και παραλληλισμούς μεταξύ προσώπων και πραγμάτων, μια εγκεφαλική σινεφίλ εξάσκηση δηλαδή, διαδικασία που ολοκληρώνεται στα πρώτα δέκα λεπτά της παράστασης.
Αν, πάλι, υποθέσουμε ότι η «Άλλη πλευρά της καταιγίδας» διαθέτει και ένα οντολογικό υπόστρωμα, αυτό θα ήθελε να ήταν η σχέση θεάτρου και κινηματογράφου. Δυστυχώς, τίποτε απ' αυτά που διαδραματίζονται επί σκηνής δεν μετουσιώνεται ούτε σε θέατρο ούτε σε κινηματογράφο. Λειτουργούν στο πιο απλοϊκό, στο πιο στοιχειώδες επίπεδο, ίσα ίσα για να μην πέσει ο διακόπτης και βυθιστούμε στο σκοτάδι. Γιατί δεν είναι εύκολη υπόθεση να αναχθεί η μία τέχνη στην άλλη, και σίγουρα όχι έτσι επιφανειακά και πρόχειρα, προβάλλοντας ζωντανά επί δυόμισι ώρες σε μια μεγάλη οθόνη όσα συμβαίνουν επί σκηνής με ελάχιστη επεξεργασία, χωρίς καμία διαμεσολάβηση, καμία σκέψη, καμία ή ενδιαφέρουσα στόχευση, η οποία να προσθέτει μια «άλλη» διάσταση πέρα από την προφανή και αυτονόητη (εξαιρούνται εδώ ο σχεδιασμός των βίντεο και το μοντάζ των βιντεοσκοπημένων σκηνών). Πόση φαντασία, πόση τέχνη χρειάζεται άραγε αυτό;
Μα και οι δράσεις είναι όλες ατσούμπαλες ή ανέμπνευστες. Το μεθυσμένο «τρίο της συμφοράς», άχαρο και άνευρο, βρίσκεται μονίμως βυθισμένο σε ένα ακατανόητο κινησιολογικό και λεκτικό σύννεφο ασάφειας και ανεκπλήρωτης κωμικής υπόσχεσης που ουδέποτε προκαλεί το γέλιο, ενώ το παρεάκι των «σοβαρών» σταρ σέρνεται από ξαπλώστρα σε ξαπλώστρα (κάτω από την οθόνη), με τον Όρσον να τους παρακολουθεί από το γυάλινο υπερυψωμένο δωματιάκι του και τον Άριελ να τους τραβά με την κάμερα, μεταδίδοντας την εικόνα στην οθόνη. Το παραμικρό δεν εκτυλίσσεται που να ερεθίσει ή να διασκεδάσει τη διψασμένη μας συνείδηση. Επιπλέον, πόσο άστοχο είναι να βάλεις την ηθοποιό σου να μιμηθεί τις χορευτικές κινήσεις της Ρίτα Χέιγουορθ στο «Amado Mio», όταν η κινησιολογία αυτή βρίσκεται απαράγραπτα χαραγμένη στο συλλογικό ασυνείδητο ως σημειολογική αποθέωση της έννοιας «Γυναίκα»;
Θα περίμενε κανείς ότι η λαχτάρα του Γ. Χουβαρδά να στραφεί από τη μια στο τελευταίο έργο του Σαίξπηρ, στην ιστορία ενός μάγου που σπάει την μπαγκέτα του και απαρνείται τις υπερφυσικές δυνάμεις του, και, από την άλλη, στην ιστορία της τελευταίας, ανολοκλήρωτης και καταραμένης ταινίας του Όρσον Γουέλς θα εκπορευόταν από μια διάθεση πιο προσωπική, πιο αποκαλυπτική σε σχέση με την αγωνία του επαγγέλματος, την ουσία της δημιουργικής διαδικασίας, τη διάψευση των προσδοκιών, τη μάχη με τον χρόνο και τα πάσης φύσεως εμπόδια που εγείρονται στον δρόμο του δημιουργού – ακόμα κι αν η εν λόγω διάθεση ντυνόταν ένα κωμικό ή κάποιο άλλο, ανάλαφρο περίβλημα. Αντ’ αυτού, στη σκηνή καλείται ο βετεράνος Γιάννης Βογιατζής να μιλήσει σε ύφος πιο προσωπικό και να ευχαριστήσει τον σκηνοθέτη της παράστασης που έδωσε το φιλί της ζωής στην καριέρα του.
Πέραν τούτου, ουδέποτε επιτρέπεται στο συναίσθημα να εισέλθει στο αρραγές οικοδόμημα της «Άλλης πλευράς της καταιγίδας». Η ζωή τελικά δεν συναντά την τέχνη, παρά τις συνεχείς δηλώσεις του Όρσον/Πρόσπερο: «άλλη» σημαίνει απλώς «μια ματιά στα παρασκήνια». Ούτε η μαγεία του σινεμά ούτε του θεάτρου ζωντανεύει ενώπιόν μας, παρά μόνο περιγραφικά, εξωτερικά, χωρίς καμία βαθύτερη συναισθηματική σύνδεση, χωρίς καμία εξερευνητική διάθεση.
Κωμικό δεν σημαίνει αφελές ή ανούσιο. Αλλά και δυόμισι ώρες τσαχπινιάς μάς αφήνουν μετέωρους, συγχυσμένους, ανίκανους να πιαστούμε από το ο,τιδήποτε.
«Η άλλη πλευρά της καταιγίδας»
Μια φανταστική συνάντηση του Όρσον Ουέλς με τον κόσμο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ
Πειραιώς 260
Έως 7/6
Σύλληψη - κείμενο - σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς
Συνεργασία στο κείμενο: Έρι Κύργια
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική σύνθεση και εκτέλεση: Θοδωρής Οικονόμου
Σχεδιασμός βίντεο - Μοντάζ βιντεοσκοπημένων σκηνών: Παντελής Μάκκας
Σχεδιασμός φωτισμών - Κινηματογράφηση βιντεοσκοπημένων σκηνών: Σίμος Σαρκετζής
Σχεδιασμός ζωντανών πλάνων: Έκτορας Λυγίζος, Παντελής Μάκκας
Χορογραφίες: Φωκάς Ευαγγελινός
Παίζουν: Γιάννης Βογιατζής, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Έκτορας Λυγίζος, Άρης Μπαλής, Ελένη Μπούκλη, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Αντώνης Μυριαγκός, Δημήτρης Παπανικολάου, Δημήτρης Πασσάς, Δημήτρης Πιατάς, Άλκηστις Πουλοπούλου, Χάρης Φραγκούλης, Αχιλλέας Χαρίτος