Η Μέλπω Ζαρόκωστα έγινε γνωστή μέσα από τις παλιές ελληνικές ταινίες, ασχέτως του αν δεν υπήρξε ποτέ πρωταγωνίστρια. Η μορφή της και ο λόγος της ήταν ταυτισμένα με μια σπάνια φινέτσα «αμερικανικού τύπου», όπως της είχαν πει κάποτε, ή και «γαλλικού τύπου αλά nouvelle vague», όπως της είπα εγώ στη συζήτηση που θα διαβάσετε. Τη συνάντησα ένα βράδυ στην οικία της στα Ιλίσια, λίγες ώρες μετά το πρώτο αναγνωριστικό τηλεφώνημα που της έκανα. Πίνακες υπογεγραμμένοι απ' τους καλλιτέχνες στους τοίχους της, ένα πολύ νεανικό πορτρέτο της απ' όταν έπαιξε την «Ευρυδίκη» του Ανούιγ στην Αυστραλία, αλλά και πολλά βιβλία, άλλα στριμωγμένα σε βιβλιοθήκες και άλλα ατάκτως ερριμμένα στο τραπεζάκι του καθιστικού της. Ανάμεσά τους, η «Γέννηση της Τραγωδίας» του Νίτσε, μια συλλογή φιλοσοφικών αποφθεγμάτων σε επιμέλεια του Κώστα Γιαννακάκη, όπως και αρκετά αντίτυπα του δικού της βιβλίου με τίτλο «Στιγμές πάθους...», ένα από τα οποία μού χάρισε λίγο πριν κλείσει την πόρτα της πίσω μου. Γνώριζα πως η Ζαρόκωστα είναι μια καλή και γλυκιά κυρία, δραστήρια επίσης, αφού τον καιρό αυτό υποδύεται μια καπάτσα γιαγιά στο σίριαλ «Αστέρας Ραχούλας» του ALPHA. «Καμιά ώρα θα κάνουμε» μου είχε πει, θέλοντας να μη χάσει την τηλεοπτική μετάδοση ενός από τα επεισόδια του σίριαλ. Όσο η κουβέντα μας άναβε και η ώρα περνούσε, εκείνη ξέχασε το σίριαλ κι εγώ το τρόλεϊ που θα με πήγαινε σπίτι μου. Λογικό. Η συνέντευξη τελικά διήρκεσε δυόμισι ολόκληρες ώρες, στη διάρκεια των οποίων η Μέλπω Ζαρόκωστα αφηγήθηκε όλη, μα όλη όμως, τη ζωή της. Μπορείτε κι εσείς να την απολαύσετε ευθύς αμέσως!
— Να και μία ηθοποιός της γενιάς σας που δεν κατοικεί στην Κυψέλη!
Α, ναι, εδώ είναι θεατρογειτονιά! Η Καρέζη έμενε διαγωνίως του νοσοκομείου «Συγγρός», ο Γιάννης Βογιατζής και ο Ληναίος με τη Φωτίου επίσης μένουν λίγο παραπάνω. Αλήθεια, όμως, πώς τη βλέπετε την Κυψέλη;
— Σαν ένα τεράστιο οίκο ευγηρίας παλαίμαχων ηθοποιών, όπως είχα γράψει παλιότερα.
Σοβαρά, ε;
— Ναι, αλλά σε εσάς ταιριάζει απόλυτα ο φωταγωγημένος Λυκαβηττός που βλέπουμε απέναντί μας.
Έμενα πάντα κεντρικά. Έπρεπε, και ήθελα, να βρίσκομαι κοντά σε όλες τις δουλειές μου. Εγώ, ξέρετε, είμαι περισσότερο συγγραφέας και τα δάχτυλά μου έχουν στραβώσει από το να γράφω και να μεταφράζω εκατοντάδες θεατρικά έργα. Δεν ήξερα ελληνική γραφομηχανή και όλα τα έκανα στο χέρι. Πέρασαν πολλά λεφτά από τα χέρια μου, αλλά δεν τα κράτησα, γιατί κι εγώ κι ο άντρας μου ήμασταν μποέμ. Ο άντρας μου ήταν ο Βίκτωρας ο Παγουλάτος...
— Μη βιάζεστε, κυρία Ζαρόκωστα, θα τα πούμε όλα στην ώρα τους, γι' αυτό είμαι εδώ.
Καλά, ας τα πάρουμε απ' την αρχή. Γεννήθηκα το 1933 στον Πειραιά από σύμπτωση, πέρασε δηλαδή η μάνα μου από 'κει, όπου έμεναν και τα πεθερικά της, και με γέννησε. Πολύ καλή οικογένεια, ο πατέρας μου ήταν ο πρώτος αναλογιστής στην Ελλάδα που του είχαν αναθέσει να κάνει τον σχεδιασμό του ΙΚΑ. Ο παππούς μου ήταν ένας πολύ καλός δικηγόρος της εποχής, παντρεμένος με τη γιαγιά μου, επίσης από καλή οικογένεια.
Η λογική μού απαντάει σε όλα τα υπαρξιακά μου ερωτήματα. Η λογική με κάνει να μη φοβάμαι και να λέω ότι δεν μπορώ να γκρινιάξω, αφού δεν θα ζω αιωνίως. Νιώθω γεμάτη κι αν έβλαψα άνθρωπο, θα το 'κανα άθελά μου. Εκτιμώ πάρα πολύ τον εαυτό μου και τον βάζω στη θέση του.
— Μου περιγράφετε ένα μεγαλοαστικό background.
Θα το έλεγα μάλλον εξ αγχιστείας μεγαλοαστικό, αφού δεν άφησε άσχημα αποτελέσματα σ' εμένα. Οι υπόλοιποι, ξέρετε, αδέρφια, συγγενείς, εξαφανίστηκαν.
— Εννοείτε λόγω ηλικίας ή λόγω καταστάσεων;
Λόγω καταστάσεων και άλλων πολλών εγκλημάτων που έχουν κάνει.
— Εγκλημάτων εντός εισαγωγικών, φαντάζομαι. Εξηγήστε το μου αυτό.
Θα το καταλάβετε μέσα από το story της οικογένειάς μου! Ήμουν εργασιομανής από μικρή, έγραφα εκθέσεις και σκετσάκια. Μας βρήκε ο πόλεμος εδώ και σε ηλικία 15 ετών περίπου βρέθηκα στην Αυστραλία. Είχαμε κάτσει κι έναν χρόνο στην Αίγυπτο, απ' όπου προλάβαμε να φύγουμε λίγο πριν κλείσει η διώρυγα του Σουέζ. Στην Αυστραλία, δυστυχώς, δεν αναγνωρίστηκαν τα γερμανικά πτυχία του πατέρα μου κι έπρεπε να δώσει εξετάσεις ο άνθρωπος, παρόλο που κόντευε τα 50 και τα αγγλικά του ήταν φτωχά. Τα παράτησε κι άνοιξε διάφορες επιχειρήσεις που πήγαν κακήν-κακώς.
— Δεν ήταν εύκολη η προσαρμογή τότε σε έναν ξένο τόπο στην άλλη μεριά του πλανήτη.
Η προσαρμογή ήταν πολύ δύσκολη, ακριβώς, σε έναν τόπο που δεν ξέρεις καλά τη γλώσσα του, παρότι εμείς κάναμε εγγλέζικα από την περίοδο της Κατοχής στην Ελλάδα. Ο πατέρας μου μάθαινε στα αδέρφια μου γερμανικά, φοβούμενος να ομολογήσει οπουδήποτε ότι μίλαγε γερμανικά. Ήταν άνθρωπος εγκρατής και καθόλου τολμηρός, από ένα συντηρητικό οικογενειακό περιβάλλον, όπου όλοι ήταν αξιωματικοί του Ναυτικού κ.λπ. Στα 16 του τον έστειλαν στη Γερμανία κι αυτός έφερε τρία πτυχία: Λογιστικής, που τότε δεν υπήρχε στη χώρα μας, Νομικής και, τι άλλο − φαντάζεστε; Χορού! (γελάει τρανταχτά) Ξέρετε, φοξ-τροτ και τέτοια!
— Ο άνθρωπος αυτός, λοιπόν, έφτασε στο σημείο να ανοίξει σαντουιτσάδικο στην Αυστραλία για την επιβίωσή σας, σωστά;
Έτσι ακριβώς! Και πέσαμε έξω, γιατί κανείς μας δεν είχε σχέση με αυτά τα πράγματα. Καμία απολύτως! Ούτε η μητέρα μου ήταν καμιά σπουδαία μαγείρισσα. Ανέκαθεν είχε από μια-δυο υπηρέτριες και ξαφνικά βρέθηκε μόνη σ' ένα σπίτι να φροντίζει ένα τσούρμο κόσμο. Προερχόταν από χαμηλή κοινωνική τάξη, αλλά παντρεύτηκε μικρή, στα 20, κι έτσι έμπλεξε νωρίς με μια αριστοκρατική οικογένεια. Η μητέρα μου δεν άντεξε την όλη κατάσταση στην Αυστραλία, εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική και υπέστη ηλεκτροσόκ. Ο πατέρας μου είχε μισοτρελαθεί κι αυτός. Ήταν μια απερίγραπτη κατάσταση κι έπρεπε κάποιος να σηκώσει τα βάρη. Ο πατέρας μου απ' την κατάθλιψη έχασε τελείως το ενδιαφέρον του για τη ζωή, η μητέρα μου χάλια, με φάρμακα... Είχε μείνει σκελετός, ήταν ολόκληρη σαν το ένα μου χέρι, κι όμως συνήλθε, έγινε καλά!
— Σίγουρα, πάντως, όχι από το ηλεκτροσόκ!
Το άσχημο ήταν ότι ήμουν μπροστά στο ηλεκτροσόκ της! Είναι ένα θέαμα φρικτό, όχι μόνο για τη μητέρα σου, αλλά και για κάθε άνθρωπο. Να σας το περιγράψω;
— Αν είναι κάτι που δεν σας ταράζει, ναι, θα το ήθελα.
Σε βάζουν σε ένα ειδικό φορείο με δεμένα χέρια-πόδια, γιατί παθαίνεις σπασμούς και τινάζεσαι. Στο στόμα σού βάζουν προθέματα από καουτσούκ για να μη δαγκώσεις τη γλώσσα σου. Προηγουμένως σου έχουν κάνει μια ένεση χαλαρωτική και ενδοφλέβια σου βάζουν το φάρμακο. Αρχίζεις να βγάζεις αφρούς απ' το στόμα και να πετάγονται τα μέλη σου! (μιμείται τις κινήσεις) Εγώ τα 'χα κάνει πάνω μου! Μα, να μην μπορώ να το μιμηθώ... Θα ήθελα να 'χω παίξει έναν τέτοιο ρόλο.
— Γιατί νομίζετε πως σας είπα να μου αφηγηθείτε ένα τόσο δυσάρεστο συμβάν; Ήμουν σίγουρος ότι θα το παίξετε μπροστά μου.
Πώς αλλιώς μπορείς να αντιμετωπίσεις κάτι τέτοιο, πώς αλλιώς να το δεχτείς; Και πώς αλλιώς να δεχτείς έναν πατέρα που υπήρξε σκληρός μαζί μου γιατί ήμουν η πιο δυνατή; «Κάτσε εσύ εδώ τώρα» ή «διαχειρίσου τα επιχειρηματικά μας»... Εξού και έχω όλες αυτές τις ικανότητες τις διοικητικές, ας τις πούμε. Τα αδέρφια μου, πάλι, νέα παιδιά ήτανε, την είχαν κοπανήσει με γκόμενες δεξιά-αριστερά, ένα χάος στο σπιτικό μας. Η μάνα μου να μου τηλεφωνεί απ' την κλινική «έλα πάρε με, θα πέσω απ' το παράθυρο», ο πατέρας μου δίπλα να τραβάει τα μαλλιά του...
— Πολύ δύσκολες καταστάσεις.
Με έσωσε το θέατρο!
— Το οποίο θέατρο, όμως, το σπουδάσατε για τα καλά εκεί.
Το σπούδασα κρυφά. Από μικρή, 7-8 ετών, με σούρνανε στις όπερες. Είδα και τη Μαρία Κάλλας, πάνχοντρη, λίγο πριν φύγει, το '45 νομίζω.
— Πόσο καλή μνήμη έχετε!
Είμαι οπτικός τύπος και όλα μου τα συναισθήματα έχουν εικόνες. Θυμάμαι που όταν μέναμε στη Θεσσαλονίκη, στη Διαγώνιο, είδα να υψώνουν στον Λευκό Πύργο μια τεράστια ελληνική σημαία. Ύστερα από τέσσερις ώρες άρχισαν οι βομβαρδισμοί. Οι άλλοι κοιμόντουσαν και δεν ήξεραν τι γινόταν. Ήταν η έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου μετά το ΟΧΙ του Μεταξά.
— Μιλήσατε πριν για οικογένεια συντηρητική. Μεταξική κιόλας;
Βεβαίως, όχι απλώς μεταξική. Ο αδερφός του πατέρα μου ήταν στο επιτελείο που έφυγε για την Αγγλία και μετά μετατέθηκε στην Αυστραλία ως λιμενάρχης. Είχε σούρτα-φέρτα με πλοία, εμπορικά κυρίως. Ήταν ο captain στην Αυστραλία! Πειράζει που τα λέω τόσο εκτενώς;
— Αλίμονο, η χαρά του δημοσιογράφου είστε!
Στην Αυστραλία πήγα αφού τα 'χα «κανονίσει» με το θέατρο. Εδώ πέρα μάθαινα χορούς και μπαλέτα, σαχλαμάρες που έκαναν τα κοριτσάκια των καλών οικογενειών. Και πιάνο έκανα! Το πέταξα! Δέκα χρόνια πιάνο και δεν ξέρω ποιο είναι το ντο και ποιο το ρε. Εμένα με ενδιέφερε να εκφράζομαι.
— Με τη μουσική ή τον χορό δεν μπορεί να εκφραστεί κανείς;
Μπορεί, αλλά με το ζόρι, μάνα μου, δεν γίνεται τίποτα. Οι περισσότεροι γονείς κάνουν τραγικά λάθη... Πιάνο έπαιζαν όλοι στην οικογένειά μου, από τη γιαγιά μου μέχρι τον πατέρα μου. Και κλήθηκα εγώ, τώρα, σε ηλικία τεσσάρων ετών, να ξεκινήσω πιάνο με μια κακάσχημη γεροντοκόρη (κάνει γκριμάτσες). Είχα και φαντασία, καταλαβαίνετε πώς την έβλεπα. Και δεν μπορούσες να πεις και «όχι» εκείνα τα χρόνια!
— Γιατί είπατε πριν πως σπουδάσατε κρυφά το θέατρο;
Η μάνα μου το ήξερε μόνο. Έπαιζα σε παραστάσεις στην Αυστραλία. Όταν το 'μαθε ο πατέρας μου ήθελε να με σφάξει. Έψαξα, ρώτησα για σχολή εκεί πέρα και πήγαινα κρυφά αμέσως μετά τη δουλειά.
— Πρωτοκλασάτη σχολή;
Ήθελα το καλύτερο, δεν υπήρχε περίπτωση να πάω σε δευτεράτζα σχολή − άλλωστε τρεις-τέσσερις σχολές θεάτρου υπήρχαν σε όλη την Αυστραλία. Άνεση οικονομική υπήρχε, δούλευα στις δουλειές του πατέρα μου, είχα και το χαρτζιλίκι μου. Ύστερα από λίγο καιρό με έπιασε η διευθύντρια και μου είπε: «Δεν μας χρειάζεσαι εσύ. Πρώτα απ' όλα, είσαι πολύ εκφραστική, σε έχει βοηθήσει η γλώσσα σου και μιλάς τις λέξεις με το στόμα σου». Οι υπόλοιποι κάνανε κάτι τσαπ-τσουπ-γιου-τσουπ (μιμείται λέξεις ασυνάρτητες στα αγγλικά). Δεν τους βοηθούσε η γλώσσα τους, σε αντίθεση μ' εμένα και όλα τα ελληνικά μου φωνήεντα. Και μέσα σε όλα αυτά να 'χω και τα δράματα στο σπίτι μου... Με διώχνουν, λοιπόν, απ' τη σχολή και πάω σε μια οντισιόν. Γινόταν σ' ένα θέατρο μέσα σε στάβλο, πρωτοποριακά πράγματα από τότε στην Αυστραλία! Ήμασταν κοριτσόπουλα από Αυστραλία και Αγγλία, η μόνη ξένη ήμουν εγώ, η μοναδική Ελληνίδα. Είχε έρθει, λοιπόν, μια καλή Αγγλίδα σκηνοθέτις, η Λέσλι τάδε −δεν θυμάμαι το επίθετό της− με ένα έργο λίγο αριστερό που είχε κάνει επιτυχία στο Λονδίνο. Εγώ, απ' την πολλή δουλειά, τη δυστυχία και το τρέξιμο ήμουν να πέσω κάτω. Δεν υπολόγισα τον πυρετό που είχε φτάσει 38 κι ένα βαρύ κρυολόγημα, τυλίχτηκα σ' ένα σακάκι και πήγα. Θυμάμαι τη σκηνοθέτιδα με κάτι ματομπούκαλα. Με βλέπει από μακριά σαν το κακόμοιρο και μου φωνάζει: «Πώς σε λένε εσένα;». «I' m terribly sorry» της λέω επειδή είχα αργήσει, «αλλά ήμουν κρυωμένη, ξέρετε». «Δεν πειράζει», μου κάνει, «ανέβα πάνω». Αμέσως της γυάλισα, της είπα και για Ελλάδα, Έλληνες, αρχαίο θέατρο κ.λπ. Τι είναι η τύχη, βρε παιδί μου, στον άνθρωπο! Και είχα αργήσει κιόλας και τα άλλα κορίτσια είχαν πάει βαμμένα και καλοντυμένα. «Δεν μου λες», μου κάνει η σκηνοθέτις, «άμα σ' τα μάθω, μπορείς να μιλήσεις λέξη-λέξη τα σκωτσέζικα;». Τι άλλο να έλεγα, παρά ναι; Έπαιξα ένα 14χρονο κορίτσι κατώτερης κοινωνικής τάξης που έπιασε φιλίες με μια αριστοκράτισσα. Το έργο λεγόταν «Δαντέλα στο μεσοφόρι» − ήταν δείγμα αριστοκρατίας τότε αυτό κι εγώ υποδυόμουν την πληβεία. Οι κριτικοί εκεί έγραψαν: «Τα ελληνο-σκωτικά της Μέλπως Ζαρόκωστα είναι πάρα πολύ ευχάριστο να τα ακούς!».
— Ωραία όλα αυτά, μα στα κρυφά; Πόσο άγχος θα υπήρχε;
Προσέξτε, η μάνα μου μόνο είχε έρθει να με δει. Ο πατέρας μου, από τότε που το 'μαθε, δεν μου μιλούσε για τέσσερα ολόκληρα χρόνια!
— Μες στο ίδιο σπίτι; Μη χειρότερα!
Μες στο ίδιο σπίτι! Καθόμασταν να φάμε κι έλεγε: «Πες της να μου δώσει το αλάτι!».
— Σας πλήγωνε η κατάσταση αυτή;
Πάρα-πάρα πολύ! Μια μέρα με τσάκωσε να καπνίζω, γιατί ένιωθα πολύ δυστυχισμένη. Μόνο δουλειά ήξερα! Κι άλλα πολλά έκανε ο πατέρας μου, αλλά ας μην τα ομολογήσω. Θεός σχωρέσ' τον τον άνθρωπο, πήγε κακήν-κακώς κι αυτός... Μου λέει, λοιπόν, αυστηρά: «Τα κορίτσια δεν καπνίζουν!». Και του λέω: «Τα κορίτσια δουλεύουν, τα κορίτσια κάνουν λογιστικά, τα κορίτσια πλένουν, σιδερώνουν, και τα αγόρια τι;». Εκεί ένιωσα ότι ήθελα να πνίξω όλους τους άντρες! Πώς δεν έγινα λεσβία, δεν λες; (γέλια) Ήταν που είχα ερωτευτεί τον πρώτο άνδρα μου από μικρή ηλικία.
— Αυστραλός;
Έλληνας σολίστ του πιάνου.
— Είδατε; Παρατήσατε μικρή το πιάνο, σας βρήκε αυτό αργότερα. Είναι εν ζωή σήμερα ο άνθρωπος αυτός;
Πέθανε πριν από πολλά χρόνια. Έκανε φοβερή καριέρα στην Αυστραλία σε φεστιβάλ και διαγωνισμούς. Καλλιτεχνόπουλα κι οι δυο μας, παντρευτήκαμε λίγο αργότερα. Εγώ ήμουν 22 κι εκείνος στα 24. Επρόκειτο να πάμε στο Λονδίνο να σπουδάσει φούγκα, μα έβγαλε ένα λίπωμα στο χέρι. Ευτυχώς, το γλίτωσε το χέρι του. Φεύγουμε για Λονδίνο, αρρωσταίνει ο πατέρας μου, άντε πάλι. Δυστυχώς, όμως, τον εγκατέλειψα τον πατέρα μου! Έμεινα στο Λονδίνο! Η μάνα μου η ίδια μου είπε: «Φύγε, παιδί μου, φύγε. Θα τα βολέψω εγώ». Άλλον ενάμιση χρόνο έζησε ο πατέρας μου.
— Αυτό το «δυστυχώς», κ. Ζαρόκωστα, ακούγεται ενοχικό ως προς την απόφαση να μη γυρίσετε στα στερνά του πατέρα σας, ενός ανθρώπου που σας παίδεψε πολύ. Η ζωή νομίζω ότι απαιτεί τέτοια γενναία ξεκαθαρίσματα.
Δεν ήταν σωστό, όχι, αφού δεν ήξερα αν η μάνα μου θα τα 'βγαζε πέρα μόνη της. Τα αδέρφια μου ήταν σχεδόν εξαφανισμένα. Ο ένας πήγε και παντρεύτηκε κρυφά στα 19 του, ο άλλος είχε καλή τύχη και μετά από οικονομικές σπουδές έφτασε σε υψηλές βαθμίδες της Εφορίας, που ήταν ενωμένη με το αυστραλιανό υπουργείο Οικονομικών. Παντρεύτηκε ένα θαυμάσιο κορίτσι, Εβραιο-αυστραλέζα. Έρχεται καμιά φορά στην Ελλάδα και με βλέπει ή μιλάμε πολύ στο τηλέφωνο. Με τη γυναίκα του, εννοώ, αφού ο αδερφός μου δεν είναι εν ζωή. Ξαναλέω, όμως, ότι δεν εγκαταλείπει μια κόρη τον πατέρα άμα αυτός βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση. Έμεινα στο Λονδίνο, λοιπόν, ο άντρας μου ξανάβγαλε λίπωμα στο χέρι και τα παράτησε με το κλασικό πιάνο. Έπαιζε μόνο τζαζ που δεν χρειαζόταν μεγάλη ακρίβεια και λεπτομέρεια στο παίξιμο. Πεθαίνει ο πατέρας μου και δεν το λέμε στη γιαγιά μου, τη μάνα του, η οποία είχε ήδη χάσει τον άντρα της, εκείνο τον περίφημο παππού. «Η κόρη μου δεν θα γίνει πόρνη, θεατρίνα» φώναζε ο πατέρας μου κι εκείνος, πολύ προχώ, έλεγε ήρεμα: «Γιατί; Το επάγγελμα του καλλιτέχνη είναι υπέροχο!». Κι άρχιζε να απαγγέλλει την «Αντιγόνη» στα αρχαία.
— Και στην Ελλάδα πότε γυρίζετε;
Οριστικά, το '58. Πέθανε κι η γιαγιά μου κι έμεινα ολομόναχη, αφού ο άντρας μου είχε τη δουλειά του στο Λονδίνο. Έπρεπε να έρθω εδώ να στρώσω τα οικογενειακά μου. Με πετάει κι έξω απ' το σπίτι ο πεθερός μου − δεν ξέρω τι του 'ρθε.
— Για ποιον λόγο; Μαζί μένατε;
Εκεί έμενα, με τα πεθερικά. Επειδή ήμουν θεατρίνα.
— Δεν ξέρω αν δηλώνετε συντηρητική −και δεν εννοώ από πολιτικής άποψης−, αλλά το μόνο σίγουρο απ' όσα μου λέτε είναι ότι ο συντηρητισμός σάς ταλαιπώρησε πολύ στη ζωή σας.
Από μια μεριά ο συντηρητισμός κράτησε τα ήθη. Πολλοί γλίτωσαν από αυστηρότητες και κέρδισαν την ελευθερία τους, αλλά μετά το '55-'56 που άρχισε να εισρέει το χρήμα από τους Έλληνες μετανάστες στη Γερμανία − 45% του εργατικού μας δυναμικού έφυγε για τη Γερμανία! Εγώ δεν θα ζούσα στη Γερμανία, δεν συμπαθώ τους Γερμανούς, αν και προέρχομαι από γερμανοτραφή πατέρα. Κοιτάξτε, είμαι δημοκράτισσα, αλλά δεν είμαι αριστερή. Δηλαδή δεν είμαι εντελώς, αφού αριστερή είναι η καρδιά μου. Θα έλεγα ότι είμαι ενός χώρου κεντρώου, όπου οι άνθρωποι δεν είναι τόσο σπουδαιοφανείς και επικριτικοί.
— Έχετε ένα αίσθημα δικαιοσύνης, εν πάση περιπτώσει.
Μου το δημιούργησε το γεγονός ότι έζησα δυστυχισμένη στην Αυστραλία από τα 15 ως τα 22 μου. Κι έκανα μεγάλη καριέρα στην Αυστραλία! Και πού δεν έπαιξα!
— Κι εδώ όμως δεν παίξατε σε λίγες ταινίες.
Ήταν το στυλ μου, η μορφή μου, δεν ξέρω... Ήμουν και γαλανή, εμφανίσιμη, πάντα κομψοντυμένη.
— Μια φιγούρα της γαλλικής nouvelle vague στο ελληνικό σινεμά, προ nouvelle vague κιόλας!
Σωστά, δεν είχα σχέση με το ελληνικό status. Κάποτε ρώτησαν τον Φίνο: «Έχεις μια τόσο όμορφη κι εκλεπτυσμένη κοπέλα, γιατί δεν την κάνεις πρωταγωνίστρια;». Και απαντάει: «Δεν ταιριάζει με το θέμα το ελληνικό. Μπορείς να πεις αυτό το κορίτσι δυστυχισμένο που το ξεγελάσανε;». Ήμουν σπίρτο μοναχό, όπως αντιλαμβάνεστε. Στην πραγματικότητα, όμως, τότε ήταν που ήθελα να πεθάνω. Άφησα την Αυστραλία όπου ήταν απλά τα πράγματα και εδώ μου φάνηκε σαν τη διαφορά μεταξύ φάβας και πικάντικου ροσμπίφ.
— Φάβα η Ελλάδα δηλαδή;
Το αντίθετο! Το ροσμπίφ, η νοστιμιά, ήταν η Ελλάδα! Ξανάδα τις συμμαθήτριές μου − λες και δεν είχα λείψει όλα αυτά τα χρόνια. Πήγα στην ΕΙΡ, λοιπόν, με πολλά έργα που είχα φέρει μαζί μου, στα αγγλικά, τα οποία μετέφραζα. Τους εξήγησα ποια είμαι και τι σπουδές έχω κάνει, σκηνοθεσίας και σεναρίου στο Canendale. Ήμουν ώριμη για να δράσω στο ραδιόφωνο και στον κινηματογράφο. Δεν γνωρίζουν πολλοί ότι ήμουν η πρώτη που έφτιαξα το πρώτο ραδιοφωνικό έπιπλο, όπως το είχα δει στο εξωτερικό. Oscar λεγόταν το μηχάνημα αυτό ως έπιπλο. Θέλω να σας πω ότι ταλαιπωρήθηκα και εδώ.
— Ας πάμε στο 1959 και στο «Ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο», γιατί αυτό δεν θα 'ναι συνέντευξη, τελικά, αλλά η βιογραφία σας!
Έτυχε να γνωρίζω τον Ντίνο Κατσουρίδη. Αυτός είπε του Φίνου: «Έχω μια νέα Ελληνίδα ηθοποιό, θες να τη δεις;». Μόλις με είδε −γιατί κι αυτός ήταν Φίνος όνομα και πράγμα− του είπα ότι είχα μεγάλη πείρα από κινηματογράφο. Κι έτσι έγινα μία από τις συμμαθήτριες της Βουγιουκλάκη στην ταινία.
— Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σας πω ότι αν έπαιρνες τα βιογραφικά όλων των ηθοποιών εκείνου του καιρού, εσείς ήσασταν η πιο «προωθημένη» καλλιτεχνικά...
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία! Το λέω με συστολή, καταλαβαίνετε.
— Σύμφωνοι, αλλά δεν αισθανόσασταν μια υπεροχή έναντι όλων των άλλων;
Όχι. Ξέρετε τι είχα παίξει στην Αυστραλία; Αν θες, κλείσ' το αυτό το μαραφέτι, γιατί δεν είναι ωραίο να μιλάω για τον εαυτό μου και τι κριτικές είχα πάρει σε εποχές που εκεί έπαιζαν ο Λόρενς Ολίβιε και ο σερ Ραλφ Ρίτσαρντσον! Γνωρίζετε ότι εκεί έπαιξα «Αντιγόνη» του Ανούιγ; Και δεν ξέρω πού τις έχω καταχωνιασμένες αυτές τις κριτικές τόσα χρόνια τώρα, αν δεν τις έχουν φάει και τα ποντίκια... Περασμένα - ξεχασμένα!
— Καταλαβαίνω. Επιμένω όμως, δεν είπατε «τι σαχλαμαρίτσα είν' αυτή που παίζω τώρα»;
Εμένα με ενδιέφερε η δουλειά. Η οποιαδήποτε δουλειά, να σκάβω, να πλένω, να μεταφράζω. Και έγραφα συνέχεια, Μόνο για την ΕΡΤ έχω κάνει 500 μεταφράσεις. Ήθελα την επιβίωσή μου με έναν τρόπο σεμνό. Ούτε και γκομένιζα, άλλωστε δεν είχα ανάγκη να γκομενίζω, γιατί ήμουν ένα πάρα πολύ ωραίο κορίτσι. Και με τον άντρα μου χωρίσαμε. Ήταν επόμενο, αυτός εκεί κι εγώ εδώ. Κάποια στιγμή τού τηλεφώνησα: «Ο πατέρας σου με έδιωξε και με ζητάνε τώρα να παίξω σε πολλά πράγματα. Τι να κάνω;». «Να μείνεις στην Ελλάδα», μου απάντησε! Ε, μετά αυτός ξεμυαλίστηκε με μιαν άλλη, και καλά έκανε, νέο παιδί ήτανε. Εγώ ήμουν ένα αθώο πλάσμα που δεν ήξερα τα τρία κακά της μοίρας μου. Δεν είχα ζήσει έντονα, ερωτικά... Ξέρετε τι θα ήθελα να σας εξομολογηθώ; Ακόμα δεν έχω ικανοποιηθεί, δεν έχω χορτάσει!
— Ερωτικά εννοείτε;
Όχι, πιο πολύ στη δουλειά αναφέρομαι!
— Φαίνεται αυτό έτσι όπως σας βλέπω και μου μιλάτε. Έχετε απωθημένα, όχι με την κακή έννοια.
Μα, και απωθημένα μπορείς να τα πεις. Δεν είναι κακό πράγμα η δημιουργία. Έχω το δισυπόστατο εγώ. Έχω γευτεί το υπέρτατο για κάθε ηθοποιό: να παίζω στο έργο που έχω γράψει!
— Να φανταστώ ότι μετά το «Ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο» η μια ταινία ερχόταν πίσω απ' την άλλη;
Βέβαια. Επειδή ήμουν η καλοντυμένη της παρέας, με τα συνολάκια μου...
— Δικά σας ήταν τα ρούχα που φοράγατε στις ταινίες;
Φυσικά! Για μια 20ετία πλήρωνα τα ρούχα που φορούσα!
— Καλά, δεν υπήρχε ενδυματολόγος στη βιομηχανία του Φίνου;
Ενδυματολόγος; Τι λες, παιδάκι μου; Δεν υπήρχε καν η έννοια του ενδυματολόγου στις ταινίες! Το πολύ-πολύ να μας έδινε ο Κατράντζος κάποια πράγματα, αλλά εγώ δεν καταδεχόμουν. Η Βουγιουκλάκη εμένα ακολουθούσε κατά πόδας! Όπου αγόραζα παπούτσια, μου 'λεγε: «Θα με πας κι εμένα να πάρω κι εγώ;». Ήμουν η τσαχπίνα της παρέας!
— Υπήρξατε φίλες με τη Βουγιουκλάκη;
Φίλες-φίλες, όχι. Τη συμπαθούσα και τη λυπόμουν αφάνταστα! Το πιο δυστυχισμένο κορίτσι που είχα συναντήσει! Την πρωτογνώρισα όταν ήθελε να κυριαρχήσει στο κινηματογραφικό στερέωμα.
— Η ίδια, λέτε, είχε επίγνωση της δυστυχίας της;
Νομίζω, ναι, γιατί άμα δεν έχεις επίγνωση, δεν είσαι και δυστυχής. Ήθελε να λάμψει για να σβήσει το bullying που είχε υποστεί στα παιδικά της χρόνια για λόγους που δεν θα ήθελα να σας πω. Παίξαμε και σ' άλλες ταινίες μαζί, με αγαπούσε και μ' εκτιμούσε και μάλιστα μου το 'χε πει: «Μέλπω, σ' εκτιμώ πολύ». «Παρομοίως», της απάντησα! Ήτανε απίστευτα καλή φίλη. Θυμάμαι τη μανία της να έχει σαλονάκι για να μαζεύει τους φίλους της. Ο Παπαμιχαήλ θεωρώ πως δεν τη βοήθησε καθόλου. Αυτή έκανε ό,τι μπορούσε. Θεός σχωρέσ' τους κι αυτόν κι αυτήν... Μετά έγινε κι αυτή σκλάβα του επαγγέλματος, όπως έγινα κι εγώ βέβαια. Εγώ δεν ζούσα, δούλευα μονάχα. Ήμουν και μόνη μου. Μείναμε φίλοι με τον άντρα μου και πολλά χρόνια μετά πέθανε στα χέρια μου. Δύο άντρες είχα στη ζωή μου, κι οι δύο στα χέρια μου έσβησαν. Ο πιανίστας πέθανε νέος εδώ στην Ελλάδα, στα 52 του, από καρκίνο.
— Με τον φόβο να γίνω αδιάκριτος, σας ρωτάω ευθέως: δεν είχατε αναπτύξει κάποια ερωτική σχέση, όπως είθισται μεταξύ συναδέλφων; Τόσο ωραίο κορίτσι ήσασταν.
Ποτέ. Καταρχάς, δεν τολμούσαν. Πάγωναν. Μέχρι σήμερα μου λένε: «Βρε Μέλπω, ήσουν σαν ξερολούκουμο και δεν τολμούσαμε να σου πούμε κάτι»... Ήμουν καταδεκτικό άτομο, αλλά πάντα μονογαμική.
— Αυτό δεν έχει να κάνει...
Σε σημείο βλακείας. Ίσως οφείλεται στο περιβάλλον όπου μεγάλωσα... Δεν υπήρξα ποτέ ερωτικός άνθρωπος!
— Το παραδέχεστε σαν να 'χετε μετανιώσει.
Όχι, αλλά λυπάμαι τους άντρες, γιατί μαζί τους ουδέποτε υπήρξα διαχυτική.
— Ψυχρή;
Ούτε ψυχρή. Δεν με ενδιέφερε να κάνω την ωραία, τη ναζιάρα. Χριστέ μου, πόσο ντροπαλή υπήρξα! Μιλούσα τότε με τη φίλη μου τη Μίρκα Καλαντζοπούλου, η οποία είχε τα φλερτάκια της... Της έλεγα: «Τι να σου πω, εγώ μια ζωή με το σεντόνι απάνω μου!». Μου 'λεγε ο άντρας μου: «Αμάν πια, βγάλ' το αυτό το σεντόνι», μου το τραβούσε κι εγώ υπέφερα. Και να πεις, δεν είχα ωραίο κορμί. Κορμάρα ήμουν, αλλά ντρεπόμουν τον ίδιο μου τον άντρα! Μα, τι κάθομαι και σας λέω τώρα; Σας βλέπω πρώτη φορά, δεν θα το φανταζόμουν!
— Έχει πλάκα η συζήτησή μας, κυρία Ζαρόκωστα. Δεν σας είχε αγγίξει όλη αυτή η περιβόητη σεξουαλική επανάσταση τέλη του '60;
Καθόλου, τίποτα. Είχα δει και κακά αποτελέσματα επ' αυτού από μικρή. Σας είπα, 19 ετών παντρεύτηκε ο αδερφός μου και έκανε και πολλά παιδιά, μια δυστυχία. Εγώ τα έβλεπα όλα ονειρικά, καθόμουν και παρατηρούσα τα χέρια του άντρα μου.
— Λογικό, πιανίστας ήταν. Τουλάχιστον ήταν κεραυνοβόλος ο έρωτας με τον δεύτερο σύζυγο, τον Βίκτωρα Παγουλάτο;
Όχι, δεν είχα εγώ τέτοια πράγματα. Έψαχνα τον εσωτερικό κόσμο, αν ήταν καλός, ευγενικός. Ήμουν επιλεκτική, γιατί μπορούσα να είμαι. Είχα και εκδηλώσεις στον δρόμο από απλό κόσμο, αλλά όχι πολλές, γιατί δεν ήμουν πρωταγωνίστρια. Ζούσα την εποχή της Βουγιουκλάκη και της Καρέζη. Τι καλές ηθοποιοί που ήταν και οι δυο τους − αλλά εγώ τα 'βλεπα λίγο σαχλά τα σενάρια που έπαιζαν.
— Στα λόγια μου έρχεστε!
Έβλεπα τις προάλλες την Τζένη σε μια ταινία με όλες αυτές τις μούτες, τα νάζια, τα αγορίστικα κι έλεγα: «Μα, δεν συμπεριφερόταν έτσι ο κόσμος». Πρόσφατα μου έκαναν ένα κομπλιμέντο και το θεωρώ το ομορφότερο στη ζωή μου: «Όταν σας βλέπαμε, κ. Ζαρόκωστα, λέγαμε ότι αυτή είναι απ' άλλο ανέκδοτο. Πολύ αμερικανικά παίζατε, αφαιρετικά»!
— Μα, όλη αυτή η φτήνια δεν σας κούραζε, συγκριτικά με το τι είχατε στις αποσκευές σας;
Έκανα πολλά άλλα πράγματα. Για τρία χρόνια είχα δική μου εκπομπή στην τηλεόραση, «Από την κωμωδία στο δράμα». Έγραφα τα σενάρια, τα θεατροποιούσα, τα σκηνοθετούσα και έκανα πρόβες στο σπίτι μου. Κάθε εβδομάδα ένα κομμάτι − ξέρετε πόσο χρόνο απαιτεί αυτό; Κι έπαιζα και στο θέατρο! Μιλάμε για το 1970.
— Ας μην υποτιμούμε τόσο, όμως, εκείνες τις ταινίες. Θα ήμουν ψευτοκουλτουριάρης αν έλεγα ότι δεν σας απολαμβάνω κάθε φορά στη «Βίλα των οργίων» και στο «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» δίπλα στον Λάμπρο Κωνσταντάρα.
Αγαπιόμασταν πολύ με τον Κωνσταντάρα! Να, είναι ο μόνος άντρας που με χούφτωσε!
— Κατά το «χούφτωσ' την, χούφτωσ' την» που του 'λεγε κι ο Παπαγιαννόπουλος!
Ήμασταν περιοδεία. Ανεβαίναμε μια σκάλα κι αυτός ερχόταν από πίσω μου. Ακούω ένα χλαπ! Γυρνάω: «Τι κάνεις, ρε;», του λέω. «Τι κάνω;», μου απαντάει, «να μη βάλω και λίγο χέρι;». «Τον δικό μου πισινό βρήκες;». Το τι γέλιο κάναμε! Ήταν πραγματικός φίλος, καρδιάς!
— Σας θλίβουν σήμερα όλες αυτές οι απώλειες;
Πάρα πολύ! Έφυγε πολύ ταλέντο και άδικα! Ξοδεύτηκε, αφού θα μπορούσαν να 'χουν παίξει σε πολύ καλύτερα πράγματα. Γενικά, περάσαμε κι ένα στάδιο που ήταν πολύ φτηνά τα πράγματα. Τότε που τα παράτησα και καθόμουν κι έγραφα μόνο.
— Τότε που άρχισε να πέφτει το εμπορικό ελληνικό σινεμά και να εμφανίζεται το νέο αίμα: Αγγελόπουλος, Βούλγαρης, Φέρρης κ.ά. Αυτό υπονοείτε;
Κατά μία έννοια, ναι. Εγώ, πηγαινοερχόμενη στο Λονδίνο, την είχα ζήσει αυτή την άνθηση της τέχνης από το '70 και μετά. Τον Αγγελόπουλο μπορείς να τον θαυμάσεις εν μέρει. Θεωρώ υπερβολικό τον ντόρο γύρω απ' το έργο του. Δεν με ενδιέφερε όλη αυτή η άργητα στις ταινίες του, εγώ ήμουν και είμαι άνθρωπος της δράσης. Ο Βούλγαρης μου πάει πιο πολύ και τότε όλοι αυτοί με γνώριζαν περισσότερο ως σεναριογράφο. Δεν μπορούσα να κάνω και 35 δουλειές ταυτόχρονα. Τότε ήταν που κάπνιζα τρία πακέτα Rothmans την ημέρα.
— Να πάμε τώρα και στον Βίκτωρα Παγουλάτο.
Εξαίρετος δάσκαλος, ηθοποιός και σκηνοθέτης. Δεν ήταν όμορφος αντικειμενικά, αλλά παχουλός και φαλακρός. Παίζαμε μαζί σε ένα έργο με τον Κωνσταντάρα και κάποια στιγμή ανέβηκα στον εξώστη και άρχισα να παρατηρώ πόσο σπουδαίος ηθοποιός ήταν ο Βίκτωρας. Και μ' αυτόν χώρισα, μη νομίζεις, περίμενα απλώς να πάει επτά ετών ο γιος μας.
— Τελικά, κ. Ζαρόκωστα, στα προσωπικά σας δεν τα πηγαίνατε και πολύ καλά.
Ισχύει. Χώρισα και πάλι λόγω οικογενειακών συνθηκών. Είχαμε μαζί μας τη μάνα μου από την Αυστραλία και γίνονταν πολλά μες στο σπίτι μας. Ο Βίκτωρας με αγαπούσε και δεν με είχε απατήσει ποτέ, εμφανώς τουλάχιστον. Ύστερα από 30 χρόνια που είχαμε χωρίσει, εγώ τον μάζεψα και πέθανε στα χέρια μου. Εγώ μαζί με τη Μαρία Μπακοπούλου, την ξάδερφη της Ντόρας, της πιανίστριας. Δεν ήταν εύκολο να μεγαλώνω παιδί και να δουλεύω τόσο, γι' αυτό είχα και τη μάνα μου, η οποία δεν τα πήγαινε καλά με τον Βίκτωρα. Του έσπασε τα νεύρα, δεν την άντεχε άλλο.
— Μα, πόσο αγκάθι πια υπήρξε στη ζωή σας η γονική παρουσία;
Και για μένα, όπως και για όλους τους ανθρώπους. Εγώ, ok, θυσιάστηκα για τη μάνα μου, ο άλλος όμως μπορούσε να θυσιαστεί; Και να 'χω παράλληλα την καλύτερη πεθερά του κόσμου, την αγία Αθηνά! Και μην ξεχνάτε επίσης ότι η μάνα μου ήταν μια βοήθεια στη ζωή μου. «Φύγε στο Λονδίνο», μου είχε πει τότε. Ποια μάνα θα το 'λεγε; Σπαρτιάτισσα γυναίκα! Το παιδί μου το 'κανα μεγάλη σχετικά, κοντά στα 40, έχοντας κάνει εκτρώσεις πολλές με τον Βίκτωρα τον άντρα μου. Σκεφτείτε ακόμη ότι έπιασα σπίτι κοντά στους Ραδιοθαλάμους για να πετάγομαι όποτε μου τηλεφωνούσαν για κάτι, ακόμα και μες στη νύχτα. Ό,τι σας λέω είναι αλήθεια! Δεν λέω ποτέ ψέματα! Και δεν λέω, γιατί φοβάμαι ότι θα με ανακαλύψουν! Από τον Βίκτωρα άκουσα το πιο ωραίο σχόλιο για μένα! Του λέω μια μέρα: «Μου ζήτησαν να γράψω ένα θεατρικό έργο. Μπορώ, λες;». Και μου απαντάει: «Αν δεν μπορείς εσύ, ποιος άλλος μπορεί;». Συγκινούμαι πολύ τώρα...
— Είπατε ότι γράφατε, μεταφράζατε. Προβλήματα λογοκρισίας δεν αντιμετωπίσατε εν μέσω χούντας;
Έγραψα ένα αντιστασιακό έργο, δεν το κατάλαβαν και μου το περάσανε. Παίχτηκε σε φεστιβάλ και κέρδισε ένα κάρο βραβεία. Λεγόταν «Η ανταρσία των 10» και το έγραψα ως αντίδραση στη χούντα. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα μου απαγορεύσουν να εκφράζομαι. Σας είπα, αριστερή είμαι μέσα μου μόνο, ένα κομμάτι ψωμί να 'χω θα το μοιράσω στα δύο. Ό,τι παράγω, λέω «παιδιά μου, πάρτε το». Ζω, μπορώ να ζήσω με τη σύνταξή μου και με δικαιώματα που εισπράττω. Και με 500 ευρώ μπορώ να ζήσω, το σπίτι μου το έχω, απαιτήσεις άλλες δεν έχω. Ποτέ δεν μου άρεσε το χρήμα που έβγαινε τόσο άφθονο. Στη χούντα αντιδρούσα ήρεμα, γιατί δεν με είχαν και για αριστερή. Εγώ, επίσης, είδα το δράμα του Εμφυλίου, άντρες να τους κουβαλάνε με τα κάρα και με χυμένα τα άντερά τους. Ζούσαμε στην πλατεία Αμερικής που ήταν άντρο κομμουνιστών τότε. Οι Άγγλοι είχαν πιάσει την Κυψέλη παραπάνω. Ένα μπαμ-μπουμ ακούγαμε συνέχεια! Ξέρετε, ωστόσο, ότι κατέδωσα έναν φασίστα στους κομμουνιστές;
— Ομολογώ πως με εκπλήσσετε συνέχεια. Σας ακούω!
Αυτός ήταν δωσίλογος κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Χειμώνας ήταν, θυμάμαι, κι εμφανίζεται ένας κομμουνιστής με ένα βαρύ παλτό. Μας ρωτούσε όλους «αυτόν τον ξέρετε;». Κανείς δεν μιλούσε, ούτε η μάνα μου, ούτε η μάνα του που την ξέραμε. Ώσπου πετάγομαι εγώ: «Ξέρω εγώ!». Παγώσανε όλοι! «Πήγαινέ με» μου λέει. Με πήρε η μάνα μου να με συνοδεύσει μαζί μ' αυτόν. Φτάσαμε εκεί και τον πιάσανε τον τύπο, ο οποίος είχε πολλά λεφτά, ήταν εφοπλιστής. Γυρίζοντας στο σπίτι, μόνο που δεν με δάγκωσε η μάνα μου: «Τι σου 'ρθε και πετάχτηκες; Μην ξαναμιλήσεις ποτέ!». Τιμωρήθηκα, όμως, γιατί επί μία εβδομάδα άκουγα πυροβολισμούς και νόμιζα ότι τον εκτελούσαν.
— Φτάνοντας στη δεκαετία του 1980, κάνατε και πολλές βιντεοταινίες, κ. Ζαρόκωστα, κάτι που σήμερα λογίζεται ως καλλιτεχνική έκπτωση εν πολλοίς.
Δεν το πιστεύω. Κάθε έκφραση καλλιτεχνική έχει αξία! Σάμπως για τις ταινίες με τον Χοντρό - Λιγνό στον καιρό τους δεν λέγανε «τι βλακείες είναι αυτές;». Οι βιντεοταινίες που έκανα εγώ ήταν σε δικά μου σενάρια οι περισσότερες. Καθόμουν επί τόπου και τα σκάρωνα. Όταν «έχεις» ολόκληρη την αγγλική δραματουργία, σου είναι εύκολο να γράψεις κάτι.
— Μόνο που οι ταινίες αυτές στήνονταν πρόχειρα, άρπα-κόλλα που λένε.
Ήταν οι ίδιες σχεδόν συνθήκες με το παλιό σινεμά, μη νομίζετε. Εγώ δεν έκανα άρπα-κόλλα δουλειές. Δούλεψα με τον Καραγιάννη κι ένιωθα σαν να έπαιζα στο σινεμά.
— Θα βγάλατε και πολλά λεφτά τότε.
Πάρα πολλά, αλλά ζούσα μποέμικα. Υπήρξε εποχή που παίζονταν τέσσερα δικά μου θεατρικά έργα. Έπαιρνα 5% από τη μετάφραση-διασκευή και 5% από τα ακαθόριστα έσοδα με μεγάλες επιτυχίες. Το τι τρώγαμε και το τι ξοδεύαμε σε γιατρούς δεν λέγεται. Είχε μεγάλο πρόβλημα με αλλεργίες ο γιος μου και ο πρώτος μου άντρας μάς έστελνε φάρμακα από το Λονδίνο που κόστιζαν πολύ.
— Καρκίνο περάσατε κι εσείς, όμως.
Πάντα έκανα παρέα με γιατρούς και με ηθοποιούς. Χειρουργήθηκα δύο φορές στο στήθος με διαφορά 20 ετών. Την πρώτη φορά διαγνώστηκα σε περιοδεία. Φίλος καλός γιατρός ήρθε από τη Θεσσαλονίκη και με χειρούργησε στην Αθήνα. Μετά, λες και δεν είχα ιδέα, λες και δεν είχα χάσει δικούς μου, ξαναψάχτηκα μια ωραία πρωία και έκανα «ωχ»! Ήμουν γύρω στα 68. Ο ίδιος γιατρός με εξετάζει και, να μην τα πολυλογώ, την επομένη των γενεθλίων μου, στις 8 Μαΐου, ξαναχειρουργήθηκα. Δεν είχα πει τίποτα στον γιο μου και στη νύφη μου, που ήταν έγκυος. Αφού, λοιπόν, ξαναχειρουργήθηκα στο ίδιο στήθος κι έκανα ακτινοβολίες, ξανάβγαλα ένα κομματάκι, καρκινικό απομεινάρι, λίγο παραπάνω από το χειρουργημένο σημείο. Το εξαλείψαμε με ακτινοβολίες μόνο. Έκτοτε, δεν επανήλθε ο καρκίνος, αλλά ο φόβος παραμένει.
— Εξετάζεστε ακόμη;
Κάθε χρόνο!
— Λένε πως όσο τα χρόνια περνούν, τα καρκινικά κύτταρα...
Τίποτε απ' αυτά δεν ισχύει. Με ενδιέφερε και έμαθα από έναν διάσημο ογκολόγο που με συμπεριέλαβε στις στατιστικές του ότι ο καρκίνος δεν μασάει από ηλικίες. Με θορύβησε ο καρκίνος, τρελάθηκα για ένα μικρό διάστημα, αλλά δεν τον πολυκατάλαβα. Σημειωτέον, η μόνη φορά που φοβήθηκα ότι θα πέθαινα ήταν όταν έπαθα μετωπιαία κολπίτιδα, μια σοβαρότατη λοίμωξη που θα μπορούσε να γεμίσει με πύον τον εγκέφαλό μου. Το πρόλαβα στο παρά πέντε. Από μία απλή γρίπη!
— Είστε μαχήτρια, κανονικά όμως.
Μήπως σας κούρασα; Συνήθως δεν μιλάω τόσο πολύ, ακούω τον άλλον περισσότερο... Τώρα πρόκειται να χειρουργηθώ στο ισχίο μου. Έτρεχα τόσα χρόνια σε διάφορα, στο Σπίτι του Ηθοποιού, για να προσφέρω, από την καρδιά μου. Δεν πειράζει, αυτό με κράτησε, έχω πολλούς φίλους που μ' αγαπάνε. Η χαρά της ζωής μου είναι αυτή! Δεν με ενδιέφερε να κάνω τα μέγαρα της Βουγιουκλάκη γιατί ήμουν χορτασμένη από μικρή. Με χρυσό κουτάλι μεγάλωσα, μέχρι που έγινε ο πόλεμος. Πήρα δύο σπίτια, αυτό, το δικό μου, και ένα του γιου μου. Δεν χρειαζόμουν άλλα! Έχω γευτεί ό,τι με ικανοποιούσε, παρόλες τις ατυχίες μου.
— Περνάτε μοναχικά τον χρόνο σας σήμερα;
Δεν μου μένει καιρός να πλήξω. Έχω στα σπάργανα ένα-δυο έργα ακόμα. Και θεατρικά θέλω να διασκευάσω την «Ανταρσία των 10» μου.
— Αντιστασιακό έργο γράψατε, δωσίλογο καταδώσατε, την μπουκιά σας δίνετε, μήπως όλη σας τη ζωή υπήρξατε καταπιεσμένη κρυφοκομμουνίστρια;
Αφήστε με τώρα, είδα και τι κάνανε όλοι της γενιάς του Πολυτεχνείου. Φωνάζανε, κάνανε και μετά όλοι μια θεσούλα θέλανε να πιάσουν! Εγώ θεσούλες δεν έπιασα! Μου ζήτησαν να πολιτευτώ με την ΕΡΕ και το αρνήθηκα, ξέροντας πόσο σε φθείρει η πολιτική. Βοήθησα πάρα πολλούς ανθρώπους, φίλους απ' όλα τα κόμματα, όταν έκανα τα castings σε έργα που ανέβαζα. Έδωσα δουλειά σε πολλούς. Απορώ πώς κάνουν όλοι τα εκατομμύριά τους. Μαζεύουν το χρήμα να το κάνουν τι, μετά; Η Αλίκη έτσι ήταν, ένα κορίτσι που ήθελε να λάμψει και στο τέλος θαμπώθηκε από το χρήμα κι ένιωθε πάρα πολύ μόνη! Σημασία ξέρεις τι έχει μόνο; Που σε έχω απέναντί μου, σου μιλάω και νιώθω σαν να σε ξέρω από τότε που γεννήθηκες.
— Να είστε καλά.
Μα, αυτή είναι η αλήθεια, απλώς ο κόσμος δεν το ξέρει. Έτσι πρέπει να 'ναι οι άνθρωποι. Να σας πω και μια ιστορία με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον γλυκό μου τον Μάνο;
— Πολύ ευχαρίστως!
Όταν έκανε την «Οδό Ονείρων», το '62, του ζήτησαν οι χορευτές να φεύγουν νωρίτερα απ' τις πρόβες για να προλαβαίνουν το τρόλεϊ. «Πόσα παίγνετε;», τους ρώτησε ο Μάνος με το «ρο» του. Του είπαν, ξέρω 'γω, «80 δραχμές». «Θα πάγετε τον επιχειγηματία εκ μέγους μου», τους είπε, «να σας δίνει 100 δγαχμές». Το μαθαίνει ο Μίκης ο αριστερός που έπαιζε απέναντι και τηλεφωνεί του Χατζιδάκι: «Μάνο μου, τι έκανες και τώρα ζήτησαν αύξηση κι οι δικοί μου;». Αδερφή ο Χατζιδάκις −γνωστό αυτό−, αλλά σας πληροφορώ ότι δεν υπήρχε πιο «άντρας» απ' αυτόν! Συνεργαστήκαμε πάρα πολύ στην Ένωση των Δημιουργών της ΑΕΠΙ. Τόσο λογικός, τόσο τετράγωνη σκέψη, τόσο μαγικός! Ήμουν και πρόεδρος για ένα φεγγάρι στην Εταιρεία Θεατρικών Συγγραφέων. Έχω γράψει και στίχους σε ένα τραγούδι, στον «Παλιάτσο», σε μουσική του Νότη Μαυρουδή.
— Δηλώσατε αυτάρκης άνθρωπος.
Μα, δεν με ενδιέφεραν ποτέ τα μπιζού και όλα αυτά. Υπάρχουν, μωρέ, τόσα άλλα ουσιαστικά ενδιαφέροντα. Όταν έχεις φτάσει τρεις φορές κοντά στον θάνατο, τι να σου πουν όλα τα άλλα, τα επίγεια; Έλα να χαρείς τώρα! Αυτή η κουβέντα που κάναμε απόψε δεν ήταν πολύτιμη;
— Για μένα πάρα πολύ!
Για μένα δεν είναι; Όχι που μιλάω για τον εαυτό μου, για το ότι έχω εσένα απέναντί μου. Αχ, μωρέ, δεν είναι όλοι έτσι... Τους περισσότερους τους μιλάω, τους κοιτάζω και λέω μέσα μου: «Κινέζικα τους μιλάω, αλαμπουρνέζικα;».
— Πείτε μου κάτι άλλο. Τον Μάιο γίνεστε 84 ετών, ζωή να 'χετε. Αντιλαμβάνεστε πως ο χρόνος πλέον μετράει αντίστροφα;
Βεβαίως! Α, δεν σου είπα! Τώρα που παίζω στο σίριαλ, ένα 10χρονο παιδάκι ζήτησε να βγει φωτογραφία μαζί μου. Για να κερδίσει πόντους στους συμμαθητές του.
— Σας ρώτησα κάτι δυσάρεστο κι εσείς μου μιλάτε για ένα μικρό παιδί. Σαν να προβάλλετε τη ζωή απέναντι στον θάνατο. Καλό είν' αυτό!
Όχι, απλώς δεν είχα τίποτε άλλο από τη «Ραχούλα» να σου δείξω. Η λογική μού απαντάει σε όλα τα υπαρξιακά μου ερωτήματα. Η λογική με κάνει να μη φοβάμαι και να λέω ότι δεν μπορώ να γκρινιάξω, αφού δεν θα ζω αιωνίως. Νιώθω γεμάτη κι αν έβλαψα άνθρωπο, θα το 'κανα άθελά μου. Εκτιμώ πάρα πολύ τον εαυτό μου και τον βάζω στη θέση του.
— Θρησκευτικές πεποιθήσεις έχετε;
Όχι (με απαξιωτικό ύφος). Υπήρξα θρησκευόμενη ως νέο κορίτσι λόγω της γιαγιάς μου που με πήγαινε απ' το χεράκι στην εκκλησία, όπως με πήγαινε στην όπερα. Εδώ είναι ο Παράδεισος, εδώ είναι η Κόλαση. Φρόντισε να αφήσεις απογόνους, άμα μπορείς. Είπα του 16χρονου εγγονού μου: «Εσύ είσαι η αιωνιότητά μου». Σ' αυτό πιστεύω μόνο και άλλωστε δύο μόνο στιγμές μας δεν καταλαβαίνουμε: τη γέννηση και τον θάνατό μας!
— Αγαπάτε τους Έλληνες ως λαό;
Τους αγαπάω τόσο πολύ, αλλά θέλω να τους δώσω και πολύ ξύλο. Μισούν τον συνάνθρωπό τους οι Έλληνες. Τις προάλλες, μπροστά στο Χίλτον, ένα αμάξι παραλίγο να με σκοτώσει. Έκανε μια στροφή ο οδηγός στο φανάρι, θα με έκανε λιώμα! «Τι κάνεις, εκεί;», του φώναξα με στεντόρεια φωνή! Με διαβολόστειλε, βρίζοντας με χυδαία, ενώ θα μπορούσε να με έχει σκοτώσει. Τον δικαιολόγησα. Και ο δικός του φόβος τού έβγαλε ενδεχομένως το πρωτόγονο από μέσα του! Με μίσησε επειδή ήμουν εκεί τη συγκεκριμένη ώρα − δεν έπρεπε να 'μαι.
— Δώστε μου με δυο-τρία λόγια έναν χαρακτηρισμό της ίδιας σας της ύπαρξης.
Ζω για να αγαπώ και να δημιουργώ.
— Και να επικοινωνείτε. Είναι φως-φανάρι αυτό.
Μάνα μου, έχεις την εντύπωση πως δεν είσαι καλός συνομιλητής; Ξέρεις τι σου είπα απόψε στα 60 χρόνια που δίνω συνεντεύξεις; Σου μίλησα σαν να μην έχω πτυχές, σαν να μην έχω τσέπες μέσα μου.
— Τελειώσαμε. Δεν ξέρετε πόσο σας ευχαριστώ!
Εγώ σας ευχαριστώ. Την αγάπησα αυτήν τη συνέντευξη. Σας το λέω από τώρα!
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 9.4.2017