Η Ρένη Πιττακή είναι η Νόρα. Η Ράνια Οικονομίδου είναι η Εντα. Αλλά τα ονόματα δεν έχουν καμία σημασία. Οι δύο κορυφαίες ηθοποιοί που ποτέ ως τώρα δεν έχουν συνυπάρξει στο θεατρικό σανίδι, υποδύονται δύο αδερφές με πολλά κοινά και αιχμηρές διαφορές. Ακολουθώντας την υπόθεση του "Αέρα", του έργου που έγραψε ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, και υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Σύλβιας Λιούλιου οι δυο τους θα διηγηθούν μια ιστορία που εμπεριέχει γνώριμα στοιχεία μιας τυπικής ελληνικής οικογένειας με μπόλικη παθογένεια, σκοτεινά μυστικά, μεγάλα πάθη και ανείπωτους θυμούς.
Η παράσταση "Αέρας" κάνει αύριο πρεμιέρα στο ΠΟΛΗ Θέατρο του Δάνη Κατρανίδη. Λίγες ώρες πριν τις συναντήσαμε. Η κουβέντα ξεκίνησε από την παράσταση. Αλλά κατέληξε πολύ μακριά από αυτήν.
Ρ.Π: "Δεν μπορεί κανείς σε ένα τόσο δυνατό κείμενο να μείνει μόνο σε έναν ή δύο χαρακτήρες. Οι γυναίκες αυτές είναι τόσο ίδιες και τόσο διαφορετικές. Είναι σαν τις δύο όψεις ενός νομίσματος. Μία έρχεται από την πόλη, η άλλη ζει σε νησί αγαπώντας τη φύση. Εχουν χρόνια να βρεθούν αλλά με την πρώτη τους κιόλας ματιά, ξυπνάει μέσα τους ο μηχανισμός της εκδίκησης. Υπάρχουν μόνο μέσα από τη σύγκρουση".
Ρ.Ο.: "Παρακολουθούμε μια οικογένεια σε πλήρη διάλυση. Η Νόρα έρχεται στο νησί να αναγγείλει το θάνατο της μητέρας και αποφασισμένη να διεκδικήσει μια κληρονομιά. Το αντικείμενο της διεκδίκησης είναι κάτι πίνακες του μικρότερου αδερφού".
Η Ρένη Πιττακή και η Ράνια Οικονομίδου, δυο απόλυτα ιδιοσυγκρασιακές ηθοποιοί, συναντιούνται για πρώτη φορά σκηνικά σε μια «κωμωδία», που εκκινώντας από ένα φαινομενικά παραδοσιακό υλικό θεατρικής γραφής διαρκώς ανατρέπεται και εκπλήσσει, δίνοντας χώρο στο παράλογο, το αντισυμβατικό και το ανοίκειο.
Ρένη Πιττακή
Μετά το θάνατο της μητέρας τους δύο αδερφές, η Έντα και η Νόρα συναντιούνται ξανά, ύστερα από πολύ καιρό. Μέρα κακοκαιρίας, με τον αέρα να λυσσομανά. Ξεχασμένα μίση και περιουσιακές διεκδικήσεις τίθενται στο επίκεντρο αλλά κυρίως μια συλλογή ζωγραφικών πινάκων μεγάλης χρηματικής αξίας και δηλητηριάζουν όλο και περισσότερο τη μεταξύ τους ατμόσφαιρα. Διαφορετικές και όμοιες σκιαγραφούνται καθηλωμένες στους αλλεπάλληλους γύρους μιας παρτίδας αναμέτρησης. Οι δυο ισάξιες αντίπαλοι άλλα λένε και άλλα εννοούν, ελίσσονται και στρεψοδικούν αναδεικνύοντας τη βιογραφία μιας ασυνήθιστης οικογένειας. Το αλλόκοτο, το θρίλερ και το κωμικό παντρεύονται αρμονικά καθώς οι λέξεις που ξεστομίζονται λειτουργούν ως προσχήματα και γίνονται αέρας.
-Είναι, όμως, μόνο τα χρήματα που τις χωρίζουν;
Ρ.Ο: "Εχουμε μια κλασική περίπτωση οικογενειακής παθογένειας. Νομίζω πάντα υπήρχαν όλα αυτά. Απλώς παλαιότερα ο κόσμος κρατούσε τα προσχήματα. Πλεόν δεν ενδιαφέρεται κανείς αν όλα αυτά θα διαρρεύσουν, αν θα τους πάρει η κάμερα της τηλεόρασης να σφάζονται με τα μέλη της οικογένειάς τους, αν θα βγουν στις εφημερίδες. Παλιά τα μίση γίνονταν αρρώστιες. Σήμερα εξωτερικεύονται".
Ρ.Π.: "Το έργο δεν είναι ένα αστικό ψυχολογικό δράμα, είναι πιο πολύ καταστάσεις, οικείες, που συμβαίνουν ανάμεσά σε δύο αδεφές. Αυτές οι δύο γυναίκες είναι δύο αστές που έχουν μεγαλώσει με τα πρέπει, αλλά στην πραγματικότητα όλα περιστρέφονται γύρω απο το συμφέρον. Εχει πολύ ενδιαφέρον ο τρόπος που πλησιάζει η μία την άλλη για να την πληγώσει, το πόσο γρήγορα μεταλλάσσονται".
-Μια κοινωνική και οικονομική κατάσταση σαν αυτή που βιώνει σήμερα η κοινωνία, κάνει πιο αιχμηρές τις σχέσεις;
Ρ.Π.: "Τώρα πια πολύ έντονα και συχνά ακούς την περιβόητη φράση "η οικογένεια μας σώζει". Αλλά αυτό αν δεν είναι ένα μεγάλο ψέμα, είναι μια τραγική σύμβαση. Αυτό που μας φέρνει σήμερα κοντά με τον άλλον είναι ενδεχομένως ένας μισθός που μπαίνει στο σπίτι και μας κρατά ζωνταντούς. Είναι μια σύνταξη γύρω από την οποία μαζεύονται όλοι. Η ανάγκη, όμως, δεν κρύβει απαραίτητα την αλήθεια. Η δική μας γενιά έζησε την ελευθερία και τον αγώνα να φύγουμε από το σπίτι μας. Αυτήν την κίνηση την θεωρώ πολύ πιο αληθινή από την σημερινή έλλειψη επιλογής που κρατά την οικογένεια δεμένη κάτω από ψέματα και κλειστά στόματα. Είναι σαν αυτή τη φοβερή φράση που ακούγεται και στο έργο: κάτι βρωμάει στο πατάρι μαμά"".
Ρ.Ο: "Εξαρτάται από το χαρακτήρα του καθενός πως διαχερίζεται τις κρίσεις. Πάντα υπάρχουν οι εξωγενείς παράγοντες. Πάντα, όμως, έχει σημασία πως τους αντιμετωπίζει κανείς. Το σωστό είναι να φεύγεις και όχι να μένεις. Νομίζω μετά από χρόνια, αυτή η σημερινή, υποχρεωτική συνύπαρξη θα φέρει στην επιφάνεια φοβερά δράματα. Είναι αρρώστια να μην μπορείς να ζήσεις όπως θες".
-Τελικά το κωμικό στοιχείο στο έργο που είναι;
Ρ.Ο.: "Μάλλον στον τρόπο που λέγονται όλα και κυρίως στον τρόπο που είναι γραμμένο. Εχει μια φινέτσα και μια λεπτότητα που κανείς παρακολουθεί χαμογελαστά".
Ρ.Π.: "Οι ακραίες αλλαγές όταν συμβαίνουν σε μας δεν σημαίνουν κάτι. Ωστόσο, όταν κάποιος μας παρακολουθεί να λέμε μια το ένα και μια το άλλο, γελά με την ανακολουθία μας και τον τρόπο που αλλάζουμε για να προσαρμοστούμε σε καταστάσεις λόγω συμφέροντος".
-"Αέρας" γιατί;
Ρ.Ο.: "Κυρίως λόγω τοποθεσίας. Ολα διαδραματίζονται σε ένα κλασικό ελληνικό νησί που φυσά πολύ. Κι έπειτα είναι και ο τρόπος που τελειώνει το έργο. Παρά τα όσα συμβαίνουν μεταξύ τους στο τέλος παραδέχονται: "όσα είπαμε είναι αέρας". Είναι σαν να αιωρούνται όλες τους οι εκκρεμότητες".
Ρ.Π.: "Επίσης στο κείμενο φυσάνε διάφοροι αέρηδες στα συναισθήματα και τις διακυμάνσεις. Θέλω να πω πως πρέπει κανείς να βρει μια λεπτή ισορροπία παιξίματος διότι δεν είναι ούτε δράμα, ούτε σπαρταριστή κωμωδία. Ούτε φυσικά είναι ένα σύγχρονο ανέβασμα με την έννοια της μοντερνιάς".
- Προέρχεστε και οι δύο από τελείως διαφορετικές θεατρικές σχολές. Σήμερα υπάρχουν ακόμα πιστεύετε αυτές οι σχολές;
Ρ.Π.: "Νομίζω ότι η Ράνια έχει μέσα της το Εθνικό κι εγώ τον Κουν. Το είδα στις πρόβες για παράδειγμα όταν εγώ κινούμαι πιο παρορμητικά κι η Ράνια με μεγαλύτερη προσοχή. Αυτός είναι ένας διαχωρισμός ανάμεσα στις σχολές. Υπάρχει για παράδειγμα μια σκηνή με ένα χαστούκι που εγώ ήμουν πιο άνετη κι η Ράνια δίσταζε και πρόσεχε πολύ".
Ρ.Ο.: "Ο τρόπος οικειοποίησης του ρόλου είναι που αλλάζει από ηθοποιό σε ηθοποιό. Εμένα ένα πράγμα που με δυσκολεύει πολύ είναι ότι είχα συνηθίσει στις ομάδες που δούλεψα σε πολύμηνες πρόβες. Επίσης από χαρακτήρα δυσκολεύομαι να εκφραστώ σύντομα. Πρέπει πρώτα να ωριμάσουν μέσα μου τα πράγματα. Αυτό είναι ένα δράμα για τους συναδέρφους μου. Δεν έχει να κάνει με το Εθνικό, έχει να κάνει με τους προσωπικούς ρυθμούς. Στο Γυάλινο κόσμο για παράδειγμα κάναμε 9 μήνες πρόβες. Σε αντίθεση με το θέατρο που ορίζει μια πρεμιέρα και πρέπει να την τηρήσεις εγώ 25 χρόνια έμαθα σε μια νοοτροπία πολυτέλειας".
-Είσαστε θα λέγατε καλομαθημένες δηλαδή.
Ρ.Ο.: "Καλομαθημένες σε ό,τι αφορά στην ουσία της δουλειάς γιατί από χρήματα ουδέποτε υπήρξαμε προνομιούχες. Βεβαίως αυτό ήταν εις βάρος του θεάτρου διότι δεν μπορούσε ποτέ κανείς με δύο μήνες παραστάσεων να ξεπληρώσει τόσο καιρό προβών".
-Δυστυχώς οι συνθήκες πια στο θέατρο απαιτούν μεγάλες θυσίες καθώς οι ηθοποιοί μοιράζονται από ένσημα μέχρι το κόστος των παραγωγών.
Ρ.Ο.:"Για πρώτη φορά στη ζωή μου θα πληρωθώ με ποσοστά. Βλέπετε είχα μάθει στον Αντύπα ο οποίος πάντοτε υπήρξε εξαιρετικός και σε αυτόν τον τομέα. Ημουν πάντα πληρωμένη από την πρώτη πρόβα".
Ρ.Π.: "Το αυτονόητο είναι πια η εξαίρεση. Εγώ μετά τον Κουν έχω ξαναζήσει τέτοιες δυσκολίες στην ελεύθερη αγορά αλλά ποτέ τόσο δύσκολες συνθήκες για την θεατρική δημιουργία όσο οι σημερινές".
-Πέρα από τις θεατρικές σχολές, οι προσωπικές σας διαδρομές έχουν κοινά στοιχεία;
Ρ.Π.: "Είμαστε και οι δύο κορίτσια της πόλης. Μην φανταστείτε, τα κοινά μας τα συζητάμε και τα ψάχνουμε ακόμα. Θυμάμαι για παράδειγμα τη Ράνια να μου λέει πως ο πατέρας της σκοτώθηκε όταν ήταν ενάμιση έτους, δεν τον γνώρισε καν. Εμένα επίσης τα σημάδια από τις σφαίρες πάνω από το κρεβάτι μου ήταν από τις κυρίαρχες μνήμες από το σπίτι στα Εξάρχεια που μεγάλωνα. Ο Εμφύλιος είχε τελειώσει...".
Ράνια Οικονομίδου
-Εσείς είχατε αδέρφια;
Ρ.Π.: «Εγώ παρόλο που γεννήθηκα δίδυμη δεν επέζησε ο αδερφός μου. Είχα ξαδέρφια. Είχα την αγάπη τους αλλά είχα και το σπίτι ολόδικό μου», λέει γελώντας. «Το πλήρωσα ακριβά αργότερο αυτό το προνόμιο των παιδικών ετών διότι κάποια στιγμή αντιλαμβάνεσαι ότι δεν είσαι ο μόνος στον κόσμο».
Ρ.Ο.: «Εγώ έχω έναν αδερφό με τον οποίο ήμουν και νομίζω δεν θα πάψω ποτέ να είμαι υπερπροστατευτική. Αισθάνομαι ότι είναι λιγότερο δυναμικός και διεκδικητικός από εμένα και νιώθω να τον φυλάω».
-Περίεργο δείχνετε πάντα τόσο ήρεμη και χαμηλών τόνων.
Ρ.Ο.: «Μπα δεν είμαι. Διεκδίκησα από πολύ μικρή την ελευθερία μου, έφυγα από το σπίτι, γλύτωσα από διάφορα. Θυμάμαι κάποτε στην σχολή του Εθνικού, ήμουν απόμακρη, δειλή και συνέχεια βουτηγμένη σε ένα βιβλίο. Σαν αυτιστική δηλαδή. Ο Βόκοβιτς που μας έκανε μάθημε έλεγε: "Αυτό το κορίτσι πρέπει να είναι πολύ ευτυχισμένο, το βλέπω και ηρεμώ". Που να ήξερε ότι εγώ ήμουν για ψυχιατρείο».
Ρ.Π.: «Κι εγώ κάπως έτσι θυμάμαι τα νιάτα μου».
-Το γεγονός ότι βρεθήκατε πλάι στον Κουν τόσο μικρή δεν σας βοήθησε;
Ρ.Π.: «Στην αρχή όχι. Διότι ο Κουν της δεκαετίας του '60 δεν είχε σχέση με αυτόν της δεκαετίας του '80. Τα πρώτα χρόνια ήταν ένας πολύ κλειστός κόσμος, με συγκεκριμένους ανθρώπους. Στη συνέχεια όλα μετριάστηκαν. Μην νομίζετε η ενασχόληση με το θέατρο ήταν η δική μου προσωπική επανάσταση. Ηταν σαν να είπα σε όλους: "φεύγω από την οικογενειακή ασφάλεια και πάω σε έναν χώρο που δεν μπορείτε να τον ελέγξετε". Το θέατρο τότε ήταν ένας χώρος που δεν ταίριαζε σε ένα καθωσπρέπει περιβάλλον. Ούτε με τα έργα συμφωνούσαν, ούτε την πρωτοπορία του Κουν καταλάβαιναν. Για να μην μιλήσω για την ομοφυλοφιλία που δεν ήταν εύκολα αποδεκτή. Μπήκα σε ένα χώρο που δεν ήταν αρεστός στο αστικό περιβάλλον».
-Αργησαν να συμφιλιωθούν;
Ρ.Π.: «Οχι πολύ διότι έγινα γρήγορα πρωταγωνίστρια και τους αποστόμωσα. Εχασαν κάποια από τα επιχειρήματά τους. Αν είχα παρατήσει το πανεπιστήμιο για το τίποτα, σίγουρα δεν θα ήταν εύκολο. Ωστόσο, όταν είδαν για πρώτη φορά στις εφημερίδες τον τίτλο «Νέα πρωταγωνίστρια», τους αφόπλισα. Θυμάμαι όταν στην αρχή είχαν έρθει κάτι συγγενείς και με είχαν δει σε ένα έργο του Πίντερ μου είπαν μετά την παράσταση: «Ολα καλά βρε παιδί μου αλλά τί έργα είναι αυτά;».
Ρ.Ο.: «Εγώ αντιθέτως ξεκίνησα για αρχιτέκτονας ώσπου μια φίλη ηθοποιός μου ζήτησε να την δω πρόβες από μια ερασιτεχνική παράσταση που ετοίμαζαν για να τους κάνω σκηνικά. Οταν αυτή η φίλη μου αποχώρισε πήρα τη θέση της στο θίασο χωρίς να έχω συναίσθηση τί κάνω. Ο Χατζιδάκις που έτυχε να βρίσκεται στις πρόβες είπε στην ομάδα: «Καλοί είστε αλλά εγώ δεν βοηθάω παιδιά που δεν έχουν σπουδάσει το αντικείμενό τους». Μάλιστα δείχνοντάς με είπε: «Ειδικά εσύ δεν νομίζω ότι θα χάσεις αν ασχοληθείς». Αυτό ήταν. Την επομένη κιόλας πήγα στη μητέρα μου και της ανακοίνωσα ότι θα γίνω ηθοποιός».
-Και η αντίδρασή της ποια ήταν;
Ρ.Ο.: «Ηταν πολύ διακριτικός άνθρωπος. Αλλά παρόλα αυτά μου είπε: «Φαντάζεσαι τον εαυτό σου με αυτή τη δειλία που έχεις να ανεβαίνεις στη σκηνή;». Σχεδόν την ίδια αντίδραση εισέπραξα και από τον Κουν στον οποίο πήγα αρχικά. Στις πρώτες 15 μέρες μου είπαν πως η εσωστρέφειά μου δεν ταίριαζε με το θέατρο κι ότι καλύτερα να πήγαινα στο Εθνικό για να καταφέρουν να με ξεκλειδώσουν».
-Και για να κλείσουμε με κάτι που θίγεται στο έργο: τον χρόνο. Λειτουργεί πάντοτε υπέρ μας;
Ρ.Ο.: «Εγώ είμαι αφάνταστα πιο ισορροπημένη σήμερα σε σχέση με το πως ήμουν ως κορίτσι ή ως νέα γυναίκα. Είμαι πολύ πιο τακτοποιημένη, πολύ πιο υγιής ψυχικά και πνευματικά, πολύ πιο σίγουρη. Απλώς μεγαλώνοντας, δεν μπορώ καθόλου να συμφιλιωθώ με τη φθορά. Παρόλα αυτά εξακολουθώ να προτιμώ τη φθορά από τα νιάτα και την περίοδο εκείνη την εγωϊστική που σε απασχολεί μόνο ο εαυτός σου».
Ρ.Π.: «Είναι πώς τον δέχεται κανείς τον χρόνο. Αν πιστέψεις ότι το πέρασμά του μόνο σου στερεί (ομορφιά, νιάτα, ευκαιρίες) τότε πολύ εύκολα αφήνεσαι να σε κατασπαράξει. Αν πιστέψεις ότι το να μεγαλώνεις είναι μια μεγάλη ευκαιρία για να εισπράτεις καθημερινά δώρα τότε δίνεις νόημα στο χρόνο που περνά».
Ιnfo:
Κείμενο: Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης
Σκηνοθεσία: Σύλβια Λιούλιου
Σκηνικά-Κοστούμια: Εύα Μανιδάκη
Επιμέλεια Κίνησης: Αγγελική Στελλάτου
Μουσική: Γιώργος Πούλιος
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Θεανώ Βασιλείου
Φωτογραφίες: Πάνος Μιχαήλ
Πρωταγωνιστούν (αλφαβητικά): Ράνια Οικονομίδου, Ρένη Πιττακή
Παραστάσεις, ώρες και τιμές:
Δευτέρα & Τρίτη στις 20.30
20 € γενική είσοδος / 15 € φοιτητές
10 € άνεργοι, ΑΜΕΑ, νέοι κάτω των 23 ετών & συνταξιούχοι άνω των 65 ετών
Τετάρτη στις 18.30
15 € γενική είσοδος
10 € φοιτητές, άνεργοι, ΑΜΕΑ, νέοι κάτω των 23 ετών & συνταξιούχοι άνω των 65 ετών
ΠΟΛΗ θέατρο:
Φωκαίας 4 κ Αριστοτέλους 87 - Πλ. Βικτωρίας
(δίπλα στον ηλεκτρικό σταθμό)
Κρατήσεις: 211 18 28 900
Ώρες ταμείου: 10-1 και 5-9
*****
σχόλια