Eλειψαν οι μεγάλες παραστάσεις αυτόν το χειμώνα, αυτές που εντυπώνονται στη μνήμη ως πλήρεις καλλιτεχνικές πράξεις, στις οποίες ανατρέχεις από καιρό σε καιρό για να επαναπροσδιορίσεις εξωτερικά μέτρα και εσωτερικά κριτήρια. Και από πιο μικρά πράγματα, ωστόσο, μπορεί κανείς να συγκινηθεί και να επιβεβαιώσει το μεγαλείο της σκηνικής τέχνης – που για μένα συνδέεται με τα εξής δύο στοιχεία: τον λόγο και τον ηθοποιό, όταν αυτός λειτουργεί, οικειοθελώς και ανιδιοτελώς, σαν σφάγιο στην (επί σκηνής) τελετουργία της κάθαρσής μας. Το τελευταίο ακούγεται ως υπερβολή, αλλά είμαι ακόμα επηρεασμένη από την ερμηνεία της Αγλαΐας Παππά στον Ριχάρδο ΙΙ του Σαίξπηρ στο Βυρσοδεψείο κι εξακολουθώ να απορώ για τη δύναμη που κινεί έναν άνθρωπο σε μια τέτοια προσφορά.
Ο Ριχάρδος ΙΙ (1597) έχει ξαναπαρουσιαστεί άλλη μία φορά, το 1947, από το Εθνικό Θέατρο, με τον Δημήτρη Χορν στον ρόλο του τίτλου. Πώς διέφυγε την προσοχή μας, των ανθρώπων του θεάτρου, όλες αυτές τις δεκαετίες είναι απορίας άξιο! Πρόκειται για ένα εκπληκτικό έργο, που προετοιμάζει τις μεγάλες τραγωδίες του Σαίξπηρ. Σε αντίθεση με την κυρίαρχη έως τα μέσα του 20ού αι. άποψη, που αντιλαμβάνεται την Ιστορία ως πορεία προς τα εμπρός, και τις σκοτεινές σελίδες της ως το τίμημα που πληρώνει η ανθρωπότητα για να επιτύχει την πρόοδό της, σε αντίθεση με τον Χέγκελ και τον Μαρξ και πολύ νωρίτερα απ' αυτούς, ο Σαίξπηρ συλλαμβάνει εκπληκτικά την Ιστορία ως έναν αενάως επαναλαμβανόμενο κύκλο. Τόσο στον Ριχάρδο ΙΙ όσο και στον Ριχάρδο ΙΙΙ, η επανάληψη (της πορείας των επίδοξων βασιλέων, δηλαδή των ανθρώπων που επί αιώνες διαχειρίζονταν τις τύχες λαών και κρατών, προς τον θρόνο και της αντίστροφης πορείας προς την έκπτωσή τους, σε μια ατέρμονη διαδοχή του τέλους του ενός από την αρχή του επόμενου, στο πλαίσιο ενός μηχανισμού που ακυρώνει τις επιμέρους διαφορές) καθιστά σαφές ότι, παρά την εναλλαγή των προσώπων, ο κύκλος είναι φαύλος, νόημα δεν υπάρχει, ούτε πρόοδος.
Δεν είμαστε μακριά από τον Αngelus Novus, τον Άγγελο της Ιστορίας του Μπένγιαμιν, του οποίου το πρόσωπο στρέφεται στο παρελθόν κι εκεί «που εμείς βλέπουμε μια αλληλουχία γεγονότων, αυτός βλέπει μία και μόνη καταστροφή που στοιβάζει συντρίμμια πάνω σε συντρίμμια και τα σαρώνει στα πόδια του» (Θέσεις πάνω στην έννοια της Ιστορίας, 1940).
Η συγκίνηση που προκαλεί ο Ριχάρδος ΙΙ, ωστόσο, λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα. Γραμμένος όλος σε στίχο, έχει μερικά μέρη που σε αρπάζουν και δεν σε αφήνουν, αν δεν παραδοθείς ολοκληρωτικά στη γοητεία της σύλληψής τους: όπως όταν ο Μόουμπρι, ένας ευγενής που εξορίζει ο Ριχάρδος ΙΙ, ένα δεινό εντοπίζει στην καταδίκη του, ότι θα στερηθεί τη μητρική του γλώσσα! Με πόνο ομολογεί πως θα 'ναι σαν άρπα ή βιόλα χωρίς χορδές, σαν όργανο που κάποιος κρατά, αλλά δεν ξέρει πώς να χρησιμοποιήσει για να βγάλει μουσική. Και παρομοιάζει την εξορία με ποινή θανάτου στη σιωπή, αφού του στερεί «την ντόπια πνοή, της γλώσσας μου το φως»! Ή οι εκπληκτικοί μονόλογοι του Ριχάρδου, που «ο καιρός μουντζούρωσε την περηφάνια του» – οι στίχοι του, λίγο πριν από το τέλος του (Πράξη Ε', σκηνή 5), συγκαταλέγονται στους πιο όμορφους, τους πιο συγκινητικούς του σαιξπηρικού θεάτρου.
Στο πρόσωπο του βασιλιά που χάνει το μέτρο και μαζί τον θρόνο και τη ζωή του ο Σαίξπηρ πετυχαίνει το εξής εντυπωσιακό: αυτός που αδίκησε και δικαίως τιμωρείται, μέσα από το δράμα της έκπτωσης και τη σπαρακτική αυτοσυνείδησή του γίνεται ένα τραγικό πρόσωπο, που συμπονάς. Κι έτσι καταλύονται τα στεγανά περί δικαίου και αδίκου και οι σχετικές βεβαιότητες. Η ήττα εδώ είναι οντολογικής τάξης και αφορά εξίσου δικαίους και αδίκους.
Ακόμη κι αν η σκηνοθεσία προτείνει μια ανάγνωση που δεν υπηρετεί ακριβώς τον λόγο, όπως αυτή της Έλλης Παπακωνσταντίνου στο Βυρσοδεψείο, της οφείλουμε την (επ)ανακαλύψη του Ριχάρδου ΙΙ. Κινούμενη προφανώς από την αγωνία που προκαλούν φαινόμενα όπως η έκπτωση της πολιτικής ηθικής και η κρίση της δημοκρατίας, έστησε το έργο ως μία σειρά απειλητικών, σκοτεινών εικόνων όπου το πάσχον Σώμα (των τεσσάρων ηθοποιών που ερμηνεύουν πολύ περισσότερους ρόλους) πρωταγωνιστεί. Η Παπακωνσταντίνου υιοθετεί υφολογικά στοιχεία όχι μόνο από διαφορετικά παραστατικά είδη: το αυτοσχεδιαστικό θέατρο, το τσίρκο, το θέατρο του Μπρεχτ, το καμπαρέ, το visual theatre και τις περφόρμανς. Η video-art και ο κινηματογράφος του Πίτερ Γκρίναγουεϊ [που, ως γνωστόν, έχει μεγάλη αγάπη στους μεγάλους μετρ της ύστερης Αναγέννησης) σαφώς εγγράφονται στις επιρροές της: κάποια ταμπλό-βιβάν μπαρόκ ύφους, σε συνδυασμό με τους αχανείς χώρους του Βυρσοδεψείου, ανακαλούν εικόνες από την ταινία The cook, the thief, his wife and her lover (1989)]. Η μουσική, επεξεργασμένη από τον Τηλέμαχο Μούσα, συνδυάζει τραγούδια του 17ου αι. (το «Μusic for a while» και το «O let me weep» του Χένρι Πάρσελ) με το «This Corrosion» των Sisters of Mercy και ενισχύει τη σκοτεινή, μπαρόκ και πανκ αισθητική της παράστασης.
Οι αναφορές της Παπακωνσταντίνου, οι επιδράσεις που έχει δεχθεί, οι ιδέες που θέλει να μεταφέρει, είναι πολλές. Δεν χωρούν όλες και είναι, νομίζω, καιρός να αρχίσει να αφαιρεί από τις παραστάσεις, να συμπυκνώνει και να αποφεύγει την ακύρωση στην οποία οδηγείται από το παιχνίδι των αντιθέτων. Τι θέλω να πω; Όταν έχεις στα χέρια σου ένα έργο αυτής της ποιότητας δεν χρειάζεται να το σχολιάσεις, να υπονομεύσεις το «κλασικό», να ειρωνευτείς το δράμα, να κοροϊδέψεις στην τραγική πτώση. Σεβάσου τη σπουδαία ποίηση, άφησέ τη ν' ακουστεί (είναι πολύς ο θόρυβος γύρω μας και την έχουμε ανάγκη) και δούλεψε με τους ηθοποιούς σου την ερμηνεία της. Είναι «συντηρητική» η υπόδειξη; Κι όμως, δείτε πώς παίζουν η Αγλαΐα Παππά (με τη μεγάλη εμπειρία της, τη σκληρή δουλειά και τη συγκινητική διαθεσιμότητα που σταθερά διακρίνει τις ερμηνείες της) και ο Ηλίας Μελέτης, και συγκρίνετέ τους με τη Βάλια Παπαχρήστου, που είναι χορεύτρια, και τον Άντριαν Φρίλινγκ που, λόγω και της... ελληνογερμανικής προφοράς του, μόνο σε ρόλους κλόουν/τρελού και κονφερασιέ μπορεί να αποδώσει. Η διαφορά μεταξύ των δύο πρώτων και των δύο τελευταίων είναι τεράστια.
Που σημαίνει ότι ο Σαίξπηρ δεν είναι για τον καθένα, αν και το θέατρό του είναι τόσο γενναιόδωρο ώστε να «στηρίζει» ακόμα και τις ατελείς προσεγγίσεις του.
σχόλια