Το 1929 η ιστορία ενός 20χρονου κοριτσιού που μένει έγκυος και δεν μπορεί, ούτε επιθυμεί, να φέρει στον κόσμο ένα παιδί έγινε θεατρικό έργο από τον πολιτικοποιημένο Γερμανοεβραίο δραματουργό και γιατρό Φρίντριχ Γουλφ (Friedrich Wolf). Το «Κυανιούχο Κάλιο» έκανε πρεμιέρα στο θέατρο Lessing του Βερολίνου προκαλώντας πρωτοφανές σκάνδαλο. Το έργο αποτέλεσε «όπλο» στον αγώνα για την κατάργηση της διαβόητης παραγράφου 218 του γερμανικού ποινικού κώδικα που καθιστούσε παράνομες τις αμβλώσεις και μέρος μιας συζήτησης που απασχολεί τις γυναίκες σε όλο τον κόσμο μέχρι και σήμερα.
Η ιστορία της Χέτε είναι μία από τις ιστορίες εκατοντάδων χιλιάδων γυναικών που καταφεύγουν κάθε χρόνο σε παράνομες και επικίνδυνες επεμβάσεις, χάνοντας τη ζωή τους ή τραυματίζοντας ανεπανόρθωτα το σώμα και την ψυχή τους. Μιλώντας με αριθμούς, ο γερμανικός Ιατρικός Σύλλογος ήδη από το 1926 είχε δηλώσει ότι «ο αριθμός των ετήσιων αμβλώσεων στη Γερμανία υπολογίζεται σε 500.000 έως 800.000, συμπεριλαμβανομένων περίπου 10.000 θανάτων».
Έναν αιώνα σχεδόν αργότερα, το «Κυανιούχο Κάλιο» φαντάζει πιο επίκαιρο, τολμηρό και αναγκαίο από ποτέ και αποτελεί τον καμβά της σκηνοθέτιδας Μάρθας Μπουζιούρη, η οποία εμβαθύνει στην ενασχόλησή της με τα ζητήματα της έμφυλης βίας και της γυναικείας αυτοδιάθεσης, όπως αυτά έχουν αποτυπωθεί και σε προηγούμενες παραστάσεις θεάτρου ντοκιμαντέρ, δίνοντας αυτήν τη φορά περισσότερο χώρο στη μυθοπλασία.
Όσο κι αν το γεγονός σοκάρει, το δικαίωμα στην άμβλωση απαγορεύεται και σε ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Μάλτα, η Ανδόρρα και το Βατικανό, και εξακολουθεί να απαγορεύεται καθολικά σε 24 χώρες του κόσμου, ενώ περισσότερες από 50 χώρες επιτρέπουν τις αμβλώσεις μόνο όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι.
Η ιδέα για τη δημιουργία μιας παράστασης για το δικαίωμα σε νόμιμες, ασφαλείς και αξιοπρεπείς ιατρικές υπηρεσίες τεχνητής διακοπής κύησης ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια, όταν η Μάρθα Μπουζιούρη ετοίμαζε σε ένα κρατικό θέατρο στη Βαρσοβία μια παράσταση ντοκιμαντέρ με αφορμή την απαγόρευση των αμβλώσεων στην Πολωνία, όπου είχαν απαγορευθεί πλήρως και είχαν κριθεί «αντισυνταγματικές». Η καλλιτεχνική διευθύντρια του θεάτρου καθαιρέθηκε γιατί ο προγραμματισμός της αντανακλούσε μια «ατζέντα» που παραήταν «αριστερή» και «φεμινιστική» για τα πολιτικά δεδομένα της χώρας και η παράσταση «μπήκε στον πάγο».
Το ίδιο διάστημα, το 2022, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ ανέτρεψε το συνταγματικό δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση −το οποίο ήταν κατοχυρωμένο σε ομοσπονδιακό επίπεδο−, δίνοντας πλέον στις 50 Πολιτείες την εξουσία να θεσπίζουν τους δικούς τους νόμους περί αμβλώσεων. Η ανατροπή της ιστορικής απόφασης Roe v. Wade, που είχε ουσιαστικά νομιμοποιήσει τις αμβλώσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1973, γύρισε το ρολόι της Αμερικής πολλές δεκαετίες πίσω. Σήμερα ο Τραμπ, βλέποντας στα νούμερα των δημοσκοπήσεων να πλειοψηφούν οι απόψεις υπέρ του δικαιώματος στην άμβλωση, κάνει στροφή και επιχειρεί να παίξει το χαρτί του υπέρμαχου των «αναπαραγωγικών δικαιωμάτων» των γυναικών. Και κάπως έτσι, το δικαίωμα της επιλογής των γυναικών, η αυτοδιάθεση του σώματός μας, η υγεία και η ίδια η ζωή μας γίνονται μετοχές στο χρηματιστήριο της εκάστοτε κούρσας για την εξουσία.
«Είναι αδιανόητο το 2024 να συζητάμε για το αν μια γυναίκα δικαιούται να έχει πρόσβαση σε νόμιμες και ασφαλείς ιατρικές υπηρεσίες διακοπής ανεπιθύμητης κύησης. Είναι αφόρητο το “στατιστικό δεδομένο” πως τριάντα ως σαράντα χιλιάδες γυναίκες πεθαίνουν παγκοσμίως κάθε χρόνο από επιπλοκές κατά τη διάρκεια μη ασφαλών αμβλώσεων, επειδή ακριβώς δεν έχουν πρόσβαση στις παραπάνω –ιατρικές– υπηρεσίες. Όχι μόνο σε ανελεύθερα ή σκοταδιστικά καθεστώτα, αλλά στην καρδιά του δημοκρατικού κόσμου», λέει η Μάρθα Μπουζιούρη, που υφολογικά αντιμετωπίζει την παράσταση ως μυθοπλασία αλλά και docu-drama, καθώς βρίθει ιατρικών και κοινωνικοπολιτικών αναφορών. «Μοιάζει σαν ένα στρατευμένο μελόδραμα (με ευφυείς δόσεις χιούμορ που σε σημεία θυμίζουν την καυστική σάτιρα του Μπρεχτ), πιστό στο δόγμα “art is a weapon” που πρέσβευε ο Γουλφ, γεγονός που αποτελεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σκηνοθετική πρόκληση για μένα, από τη στιγμή που η δουλειά μου δεν έχει συναντηθεί ποτέ με το μελό ή το agit-prop και γενικότερα με την προπαγάνδα “για καλό σκοπό”», λέει.
Μια παράσταση για τον κόσμο του χθες και του σήμερα
Η παράσταση κινείται σε δύο δραματουργικά επίπεδα. Στο πρώτο, ξεδιπλώνει την ιστορία της 20χρονης Χέτε, η οποία μένει έγκυος και δεν μπορεί, ούτε επιθυμεί, να φέρει στον κόσμο ένα παιδί και τελικά πληρώνει με τον πιο βίαιο τρόπο την επιλογή της. H ιστορία αναδεικνύει σημαντικά επιμέρους ζητήματα, όπως η ταξική διάσταση του δικαιώματος της επιλογής, η κοινωνική υποκρισία, η διαφθορά στον χώρο της υγείας, οι στερεοτυπικές αναπαραστάσεις και οι προσδοκώμενες επιτελέσεις της γυναικείας ταυτότητας, η εκμετάλλευση του πάσχοντος σώματος/γυναίκας σε ευάλωτη θέση. Στο δεύτερο επίπεδο, η παράσταση επιχειρεί μια «συνομιλία» με το πρωτότυπο έργο και τον δημιουργό του, ρίχνοντας μια γέφυρα που διατρέχει έναν αιώνα και αναστοχάζεται πώς οι έμφυλες και ταξικές προκλήσεις, τα διακυβεύματα και οι διεκδικήσεις που ξεδιπλώνει ένα έργο 100 ετών βρίσκονται ανησυχητικά κοντά σε αυτές της εποχής μας.
«Τα δύο αυτά επίπεδα ακροβατούν μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας και “δένονται” μέσα από την αξιοποίηση ενός σπάνιου κινηματογραφικού υλικού: βλέποντας την παράσταση να ξεσηκώνει θύελλα αντιδράσεων και τελικά να απαγορεύεται στη Γερμανία, ο Γουλφ φροντίζει να απευθυνθεί σε μαζικότερα ακροατήρια και ίσως να καταστήσει το έργο του “αθάνατο”, με τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη το 1930. Αποσπάσματα από τη βωβή ταινία “Cyankali” συνομιλούν με τη σκηνική δράση και φωτίζουν αυτό το “τόσο μακριά, τόσο κοντά”: την ομοιότητα συνθηκών και γεγονότων που τα χωρίζει ένας ολόκληρος αιώνας, την τρομακτική δυνητικότητα της Ιστορίας που επαναλαμβάνεται», λέει η Μάρθα Μπουζιούρη.
Όσο κι αν το γεγονός σοκάρει, το δικαίωμα στην άμβλωση απαγορεύεται και σε ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Μάλτα, η Ανδόρρα και το Βατικανό, και εξακολουθεί να απαγορεύεται καθολικά σε 24 χώρες του κόσμου, ενώ περισσότερες από 50 χώρες επιτρέπουν τις αμβλώσεις μόνο όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι.
Στην Ελλάδα οι αμβλώσεις είναι νόμιμες από το 1986. Κατά πόσο όμως είναι καθολικά προσβάσιμες; Πέρα από την κοινωνική κατακραυγή και τις πιέσεις που ασκούν συντηρητικοί και εκκλησιαστικοί κύκλοι για επαναφορά του αναχρονιστικού νόμου που απαγορεύει τις αμβλώσεις, πολλοί γιατροί αρνούνται να προβούν σε ιατρικές πράξης διακοπής κύησης, επικαλούμενοι «λόγους συνείδησης». Δεν είναι λίγες οι μαρτυρίες γυναικών που καταγγέλλουν ότι όταν επισκέπτονται ένα δημόσιο νοσοκομείο προκειμένου να προχωρήσουν σε διακοπή ανεπιθύμητης κύησης, μέρος του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού επιχειρεί να τις αποτρέψει επικαλούμενο λόγους «ηθικής», ενώ δεν λείπουν οι εκφοβισμοί και οι λεκτικές επιθέσεις, με εκφράσεις όπως «θα σε τιμωρήσει ο θεός», «δεν θα μπορέσεις να ξανακάνεις παιδιά» κ.λπ. Στην πράξη, λοιπόν, το δικαίωμα στην άμβλωση κάθε άλλο παρά κατοχυρωμένο είναι.
Γιατί να κάνεις μια παράσταση για τις αμβλώσεις;
Στην ερώτηση-αντίλογο «γιατί να κάνεις μια παράσταση για τις αμβλώσεις; Αφού είναι νόμιμες», η Μάρθα Μπουζιούρη απαντά πως «είναι σημαντικό να ακουστεί πως η διασφάλιση του δικαιώματος των γυναικών σε ασφαλή και αξιοπρεπή άμβλωση δεν είναι κοινωνικά και ιατρικά κατοχυρωμένη, παρά τη νομική της ισχύ, πως το δικαίωμα στην άμβλωση όχι μόνο αμφισβητείται ή παρεμποδίζεται, αλλά μπορεί πολύ εύκολα να ανατραπεί, όπως μας έδειξε το πρόσφατο παράδειγμα των ΗΠΑ».
«Δεν ξέρω αν οι δηλώσεις του Βελόπουλου, ο οποίος ζήτησε δημοψήφισμα για τις αμβλώσεις, είναι περισσότερο φαιδρές ή τρομακτικές. Ούτε ξέρω για πόσο θα παραμείνουν περιθωριακές», λέει η σκηνοθέτιδα. «Είναι σημαντικό να ακουστεί πως, παρ’ όλες τις απειλές, τις απαγορεύσεις, τις κυρώσεις ή την απαξίωση, οι γυναίκες δεν θα πάψουν να κάνουν αμβλώσεις. Αν είναι απαγορευμένες στον τόπο διαμονής τους, θα ταξιδέψουν σε κάποια άλλη χώρα. Κι αν δεν έχουν τα οικονομικά μέσα να το κάνουν, θα τις κάνουν χωρίς ασφάλεια, ρισκάροντας τη ζωή και την υγεία τους, και τέλος είναι σημαντικό να ακουστεί πως η άμβλωση δεν είναι μια εύκολη επιλογή για καμία γυναίκα. Πως συχνά σηματοδοτεί μια τραυματική εμπειρία για το σώμα και την ψυχή, και πως ίσως έχουν προηγηθεί άλλες μορφές βίας –κοινωνική, ψυχολογική, οικονομική, έμφυλη– προτού οδηγηθεί μια γυναίκα σε μια τέτοια επιλογή».
Η Μάρθα Μπουζιούρη ανήκει στην ομάδα εκείνη των γυναικών που έχουν επιλέξει να μην κάνουν παιδιά. Έπιασε πολλές φορές τον εαυτό της να αναρωτιέται αν η απόφασή της αυτή είναι πλήρως συνειδητή και συνειδητοποιημένη, αν είναι εντελώς δική της ή αν προκύπτει τελικά ως αντικομφορμισμός ή αντίδραση στην ασφυκτική κοινωνική πίεση που δεχόταν, άμεσα ή έμμεσα, και τις νουθεσίες ότι «σε λίγο θα είναι αργά / θα θέλεις και δεν θα μπορείς / θα μετανιώσεις / ο σύντροφός σου θα σε αφήσει για κάποια που θα θέλει παιδιά».
«Το πράγμα ξεκαθάρισε μέσα μου», ομολογεί, «όταν συνειδητοποίησα πως μάλλον έχω και παραέχω μητρικό ένστικτο, αλλά πως αυτό δεν είναι εστιασμένο στη βιολογική αναπαραγωγή. Πως η φροντίδα, η τρυφερότητα, η στοργή –δομικά συστατικά της προσωπικότητάς μου– διοχετεύονται σε άλλες απελευθερωτικές κατευθύνσεις, αντανακλώντας τον τρόπο που ζω και τη σχέση μου με τους μαθητές μου, τους ηθοποιούς μου, τους φίλους μου, τα παιδιά των φίλων μου, τους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, τα ζώα. Και πως στην απίθανη περίπτωση που ξυπνούσα μια μέρα και ένιωθα την “ανάγκη για παιδί”, θα προσπαθούσα να υιοθετήσω. Μιλώντας για τις κοινωνικές πιέσεις και όχι μόνο, το πιο ενδιαφέρον σχόλιο το άκουσα από γυναίκα γυναικολόγο, σε μια συζήτηση που είχαμε με αφορμή την παράσταση. “Τώρα που τα έσοδα από τους τοκετούς (οι οποίοι στο 80% γίνονται με καισαρική και κοστίζουν περισσότερο από τον φυσικό τοκετό) μειώνονται, αφού οι σημερινές γυναίκες δεν γεννούν τόσα παιδιά όσα γεννούσαν παλιότερα, η ιατρική βιομηχανία αναζητά νέες αγορές προκειμένου να παραγάγει κέρδος. Μια από αυτές είναι η κατάψυξη ωαρίων, η οποία αρχίζει και αποδίδει ακόμα και σε πολύ νεαρές γυναίκες, συνδεδεμένη καθώς είναι με τις κοινωνικές πιέσεις περί τεκνοποίησης και τους ιατρικοποιημένους εκφοβισμούς περί μη δυνατότητάς της”».
«Αφήστε με να ζήσω» και το αφήγημα περί υπογεννητικότητας
Στην Ελλάδα, το δημογραφικό αφήγημα περί υπογεννητικότητας ή αυτό της «εξ Ανατολής απειλής» είναι ακόμα μια υπαρκτή μειοψηφία. Μπορεί οι απόψεις των εθνικιστών να ακούγονται ακραίες, αλλά δεν είναι οι μόνες.
Το κίνημα «Αφήστε με να ζήσω», στο οποίο συμμετέχουν 19 Ορθόδοξα Χριστιανικά Σωματεία Αθηνών και η Ανωτάτη Συνομοσπονδία Πολυτέκνων Ελλάδος (ΑΣΠΕ), τοποθετείται ανοιχτά κατά των αμβλώσεων με άρθρα και δημοσιεύσεις ιατρικού, νομικού, θεολογικού και βιωματικού περιεχομένου. Το 2019, η Ιερά Σύνοδος καθιερώνει την «Ημέρα του Αγέννητου Παιδιού», στο πρότυπο της Διεθνούς Μέρας του Αγέννητου Παιδιού (International Day of the Unborn Child), η οποία καθιερώθηκε από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β’ και γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 25 Μαρτίου για να συμπίπτει με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Ακόμα πιο πολυσυλλεκτική είναι η πρωτοβουλία του Συλλόγου Προστασίας Αγέννητου Παιδιού, η οποία συσπειρώνει πανεπιστημιακούς, γυναικολόγους, δημοσιογράφους και κληρικούς.
«Εκτός από τα επιχειρήματα των υπέρμαχων της πατρίδας-θρησκείας-οικογένειας, τον λόγο παίρνει και η επιστημονική κοινότητα, με απόψεις ιατρών και νοσηλευτών που τάσσονται κατά των αμβλώσεων και αρνούνται να τις εκτελέσουν, επικαλούμενοι λόγους συνείδησης. Ωστόσο, η συνειδησιακή ευαισθησία σταματάει εκεί που αρχίζει το οικονομικό όφελος. Το ηθικό κριτήριο συχνά χρησιμοποιείται ως μοχλός για να οδηγηθούν οι γυναίκες στον ιδιωτικό τομέα, πληρώνοντας –όσες έχουν τη δυνατότητα– ένα υψηλό οικονομικό αντίτιμο», λέει η Μάρθα Μπουζιούρη.
Το «κεφάλαιο άμβλωση» παραμένει ένα τεράστιο ταμπού. Από τους κατασταλτικούς νόμους του 1920, αμέσως μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, μέχρι τα φεμινιστικά κινήματα της δεκαετίας του ’60, η ιστορία του δικαιώματος των γυναικών επάνω στο σώμα μας ξετυλίγεται σαν να χρειάζεται ακόμα να αποδείξουμε ότι μας ανήκει. Σαν να χρειάζεται να απαντήσουμε, να λογοδοτήσουμε, να απολογηθούμε σε ένα αόρατο και πανταχού παρόν δικαστήριο, που αποφαίνεται πως η άμβλωση είναι έγκλημα. Ωστόσο, οι κοινωνίες προχωρούν και οι οπισθοδρομήσεις είναι κι αυτές μέρος της εξέλιξης. Το γυναικείο κίνημα έχει κερδίσει πολλές μάχες, έχει μετρήσει πολλές επιτυχίες, τις οποίες πρέπει να αναγνωρίζουμε γιατί μας συσπειρώνουν, μας δυναμώνουν, μας εμπνέουν να φανταζόμαστε και να σχεδιάζουμε κάθε μέρα έναν κόσμο πιο ασφαλή, πιο συμπεριληπτικό, λιγότερο βίαιο και μισαλλόδοξο.
Το χρονικό της νομιμοποίησης των αμβλώσεων στην Ελλάδα
Οι αμβλώσεις είναι νόμιμες στη χώρα μας από το 1986, σύμφωνα με τον νόμο 1609/1986, ο οποίος δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ στις 3 Ιουλίου εκείνης της χρονιάς. Η συζήτηση γύρω απ’ το νομοσχέδιο που έφερε προς ψήφιση στη Βουλή το ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε λίγες μέρες νωρίτερα, στις 26 Μαΐου, και ολοκληρώθηκε στις 5 Ιουνίου, με τη Νέα Δημοκρατία να είναι σχεδόν η μόνη που το καταψήφισε (μαζί με ορισμένους ανεξάρτητους βουλευτές).
Aνάμεσα στα πρόσωπα που πρωτοστάτησαν στον αγώνα για τα δικαιώματα των γυναικών (είχε προηγηθεί η ίδρυση της Ένωσης Γυναικών Ελλάδος το 1976) και για τη νομιμοποίηση της άμβλωσης ήταν η Μαργαρίτα Παπανδρέου, η Κάκια Γεννηματά και η χειρουργός-γυναικολόγος και τότε υφυπουργός υγείας Μαρία Κυπριωτάκη-Περράκη, η οποία εισηγήθηκε και πέτυχε την αποποινικοποίησή της. Η μάχη που έδωσε ήταν σκληρή. Βρήκε απέναντί της όχι μόνο την Εκκλησία, αλλά και μερίδα του πολιτικού κόσμου και του κόσμου της διανόησης. Με μια λέξη, το κλίμα ήταν εχθρικό απέναντι στο νομοσχέδιο. Η συντηρητική «Ακρόπολις» έγραφε: «Η άμβλωση είναι εγκληματική ανήθικη πράξη, συνδέεται με τον εθνικοσοσιαλισμό της Γερμανίας του μεσοπολέμου, θυμίζει τον δικό μας σπαρτιάτικο Καιάδα. Είναι μια γενοκτονία».
Η ηθοποιός και βουλεύτρια της Νέας Δημοκρατίας Άννα Συνοδινού είπε μέσα στη Βουλή: «Είμαι βέβαιη ότι όταν τους εξηγηθούν ορισμένα πράγματα, οι γυναίκες θα αλλάξουν πλώρη. Πιστεύω ότι αγαπάνε την Ελλάδα και στο βάθος τους είναι γυναίκες, που δεν θέλουν μέσω του φεμινισμού ανταγωνισμό με τον άντρα τους. Η νομιμοποίηση των αμβλώσεων είναι μία πράξη δικτατορική. Είναι μια απόφαση που ταιριάζει σε ένα άλογον ον, σε ένα ζώον […]. Προσβάλλει την γυναίκα γιατί την εντάσσει στην κατηγορία του κτήνους που συλλαμβάνει το μωρό για χάρη μόνο του ερωτικού οργασμού της και μόνο μετά, όταν καταστρέφει μονομερώς το προϊόν αυτής της ερωτικής πράξεως, αισθάνεται απελευθερωμένη, γιατί έκανε με λίγα λόγια το δικό της».
Η Φάνη Πάλλη-Πετραλιά, επισήμανε ότι «όπως νομοθετείται, η άμβλωση γίνεται σπορ».
Είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε το μέγεθος της υποκρισίας μέρους της ελληνικής κοινωνίας, η οποία τόσα χρόνια δεν αντιδρούσε για τις παράνομες αμβλώσεις, αλλά θα αντιδρούσε τώρα για τις νόμιμες.
Στο podcast του Άρη Δημοκίδη «Η ξεχασμένη ηρωίδα που νομιμοποίησε τις αμβλώσεις στην Ελλάδα / Ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ για τη Μαρία Κυπριωτάκη-Περράκη και τη μάχη στη Βουλή τις ταραγμένες μέρες του 1986» ακούμε: «Όσοι ήταν εναντίον των αμβλώσεων ποτέ δεν απαίτησαν να εφαρμοστεί ο νόμος που υπήρχε. Ποτέ δεν ζήτησαν φυλακίσεις των γυναικών που έκαναν παράνομα εκτρώσεις. Ποτέ δεν απαίτησαν συλλήψεις και καταδίκες των γιατρών που παρανομούσαν. Δεν είχαν πρόβλημα να γίνονται όλα στα κρυφά. Ήταν ok με έναν νόμο που δεν εφαρμοζόταν. Όμως ξύπνησαν ξαφνικά όταν αυτό που ήδη συνέβαινε νομιμοποιούνταν και θα γινόταν πλέον με ασφάλεια».
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση που ανεβαίνει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά εδώ.