— Είναι ο τρίτος χρόνος σου στο Φεστιβάλ. Πες μου τι σκέφτηκες για το φετινό πρόγραμμα, που είναι πολύ διαφορετικό από το περσινό, και θα το συζητήσουμε στη συνέχεια.
Ένα πράγμα είναι το τι σκέφτηκα και ένα το τι περιορισμούς είχα. Ας ξεκινήσουμε έτσι, γιατί είναι πολλά τα πράγματα που σκέφτηκα και πάλι δεν μπόρεσαν να γίνουν, για τρίτη φορά. Λυπηρό, αλλά είναι η πραγματικότητα.
Υπάρχει, λοιπόν, ένα κομμάτι σκέψεων και κινήσεων που είχαμε σχεδιάσει, άλλες περισσότερο, άλλες λιγότερο, που δεν μπόρεσε να υλοποιηθεί. Για παράδειγμα το showcase, το οποίο είχα αναγγείλει από το 2020.
— Μου το θυμίζεις;
Μια πρωτοβουλία εξαγωγής του ελληνικού θεάτρου στο εξωτερικό, παραστάσεων όχι αποκλειστικά του Φεστιβάλ αλλά και της συνολικής ελληνικής παραγωγής, της χειμερινής, που φυσικά περιλαμβάνει και κάποιες παραστάσεις-παραγγελία του Φεστιβάλ.
Μια δεκαμελής διεθνής κριτική επιτροπή θα ερχόταν πέντε φορές μέσα στον χειμώνα, θα έβγαζε μια βραχεία λίστα με επτά-οκτώ ενδιαφέρουσες δουλειές που θα μπορούσαν να βγουν στο εξωτερικό και να τις δει ένα κοινό όχι αποκλειστικά ελληνικό, συν κάποιες του Φεστιβάλ, συνολικά θα δημιουργούνταν ένα showcase δέκα δημιουργιών. Αυτές θα τις παρουσιάζαμε το καλοκαίρι σε ένα συμπυκνωμένο πενθήμερο, στα πρότυπα του εξωτερικού, στο οποίο θα καλούσαμε curators, programmers, διευθυντές θεάτρων και άλλων φεστιβάλ, με σκοπό να πάρουν κάποιες στο εξωτερικό.
Αυτό ήταν ένα πολύ μεγάλο εγχείρημα που είχε προχωρήσει πολύ, είχαμε κάνει και συζητήσεις με χορηγό, γιατί χρειαζόταν ενίσχυση για να πραγματοποιηθεί, αλλά δεν μπορέσαμε να το κάνουμε ούτε φέτος, γιατί τα θέατρα κατά τη διάρκεια του χειμώνα μία άνοιγαν και μία έκλειναν λόγω κορωνοΐού.
Τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα απ' όσο περίμενα, γιατί αντιμετωπίσαμε τον κορωνοϊό. Το μεγαλύτερο κομμάτι της θητείας μου αφορούσε ένα crisis management και λιγότερο τη χαρά της καλλιτεχνικής φροντίδας και δημιουργίας κι αυτό είναι κάτι που με στενοχώρησε πολύ.
— Θα πραγματοποιηθεί;
Φέτος η θητεία μου λήγει, οπότε δεν μπορώ να καταστρώσω ένα τέτοιο μεγάλο σχέδιο για τον χειμώνα. Προγραμματίζω, βέβαια, κάποιες παραστάσεις για το 2023-2024. Έτσι είναι ένα μεγάλο φεστιβάλ, δεν σταματάει ο προγραμματισμός.
— Πάμε πίσω στην αρχική ερώτηση. Τι σκεφτόσουν γι' αυτήν τη χρονιά;
Ένα φεστιβάλ όπως αυτό διαμορφώνεται σε μια μεγάλη χρονική περίοδο, π.χ. φέτος έχει και πράγματα που τα συζητούσαμε από το 2020. Κυρίως τα διεθνή, αλλά και όχι μόνο. Και τα Επιδαύρια φυσικά.
Να εξηγήσω ότι κάποιες φορές δεν γνωρίζεις ακριβώς ποια χρονιά θα μπορέσεις να υλοποιήσεις κάποια πράγματα. Μας ενδιέφερε πολύ το κομμάτι των διεθνών συμπαραγωγών, εξαγωγής ελληνικών παραγωγών αλλά και της παγκόσμιας πρεμιέρας, μας ενδιέφερε πολύ να υπάρχει μια ποικιλία στις προτάσεις και σε επίπεδο γλωσσών καλλιτεχνικών και σε επίπεδο γενεών.
Επίσης, επιδιώξαμε να φέρουμε στο Φεστιβάλ πράγματα καινούργια. Αυτά πάντα μας ενδιέφεραν και σιγά σιγά βλέπαμε ότι υπάρχει ένα πολύ έντονο κομμάτι κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού σε όλες τις προτάσεις, και τις διεθνείς και τις ελληνικές, το οποίο τελικά οδήγησε στη θεματική της ουτοπίας-δυστοπίας που είναι έντονα παρούσα στις παραστάσεις χορού και θεάτρου, κυρίως στην Πειραιώς.
Ακόμα, μας ενδιέφερε να συνεχίσουμε επιτυχημένους κύκλους όπως η ανάθεση σε συγγραφείς έργων βασισμένων στο αρχαίο δράμα, ο κύκλος χορού για τη street κουλτούρα, ο κύκλος electronica, που φέτος εγκαθιδρύεται και περνάει και στο Ηρώδειο, αγκαλιάζοντας ένα νεότερο κοινό. Τέλος, μας ενδιέφερε η συνολική εμπειρία του θεατή με τις ενότητες πριν και μετά τις παραστάσεις. Αυτά σε πολύ γενικές γραμμές.
— Θα ήθελα να ρωτήσω για τα έργα Ελλήνων συγγραφέων στη Μικρή Επίδαυρο. Δεν θα είχαν μεγαλύτερη ανταπόκριση αν τα βλέπαμε στην Αθήνα;
Πέρσι επιχειρήσαμε και κάναμε μια συνεργασία με τον δήμο Πετρούπολης στο θέατρο της Πέτρας. Ήταν μια συνθήκη οικονομικά αβάσταχτη για το Φεστιβάλ, γιατί το θέατρο αυτό δεν έχει εξοπλισμό.
— Μιλώ για την Πειραιώς 260.
Εμείς θέλουμε πάρα πολύ να ενισχύσουμε την εμπειρία της Επιδαύρου, και της μικρής και της μεγάλης, γι’ αυτό έχουμε την αποκλειστικότητα της παρουσίασης των έργων εκεί. Δεν είναι δυνατό να περιοδεύσουν οι παραγωγές μας αυτές, γιατί κι αυτό θα ήταν οικονομικά αβάσταχτο. Θα έπρεπε να ξαναπροσλάβουμε όλους τους ανθρώπους (τεχνικό και καλλιτεχνικό προσωπικό) για τον μήνα Σεπτέμβριο, πράγμα που δεν έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε. Επίσης, αν κάποιος ξέρει ότι θα δει ένα έργο στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο, δεν θα πάει τον Ιούλιο στην Επίδαυρο.
— Αυτό άκουσα που το είπες και στη συνέντευξη Τύπου, ότι δεν πας στην Επίδαυρο εύκολα, γιατί είναι και μια ακριβή μετακίνηση, πρέπει να ξοδέψεις 150-200 ευρώ για να δεις μια παράσταση, οπότε μάλλον πρέπει να υπάρχει κάτι στο θέαμα που θα σε παρακινήσει.
Σωστό είναι αυτό, οι οικονομικές συνθήκες είναι δύσκολες, αλλά είναι ένας τρόπος να φέρουμε τον κόσμο στην Επίδαυρο. Ας διαλέξει ένας θεατής ένα από τα οκτώ Σαββατοκύριακα. Ένας παλιός θεατρόφιλος που παλιότερα πήγαινε και τέσσερις και πέντε φορές, ίσως δεν μπορεί να το κάνει αυτό πια, αλλά μπορεί να οργανώσει σε ένα Σαββατοκύριακο να δει και τη Μικρή και τη Μεγάλη Επίδαυρο.
— Εσείς πώς ενθαρρύνετε τη μετακίνηση;
Με τα πούλμαν. Φέτος ο κόσμος θα είναι λιγότερο φοβισμένος ελπίζω και θα πάρει το πούλμαν. Αυτό είναι κάτι που ελπίζουμε να λειτουργήσει, γιατί ξέρω ότι στο παρελθόν πολλοί προτιμούσαν αυτό το είδος μετακίνησης.
— Φέτος έχετε στην Επίδαυρο οκτώ παραγωγές, πέρσι είχατε εννέα. Δουλεύει αυτό το σύστημα με τόσες παραγωγές;
Τα τελευταία είκοσι-τριάντα χρόνια ήταν τόσες ή περισσότερες, δεν είναι ένας ασυνήθιστος αριθμός.
— Θα ωφελούσε να είναι λιγότερες, ώστε και το κοινό να είναι πιο συμπυκνωμένο;
Κατά τη γνώμη μου, ναι, ωστόσο, όταν έχεις τρεις παραγωγές των Εθνικών Θεάτρων που είναι δεδομένες και καλλιτεχνικά φροντισμένες και οργανωμένες από άλλους οργανισμούς, οφείλεις κι εσύ να φτιάξεις ένα προφίλ, να έχεις να προτείνεις τρία-τέσσερα έργα τουλάχιστον. Και επειδή εμείς ενδιαφερόμαστε και για το διεθνές κομμάτι, δεν ξέρεις αν κάτι μπορεί να υλοποιηθεί τη μία χρονιά ή την επόμενη. Οπότε μπορεί να ανοίξεις τρεις πόρτες ταυτόχρονα σε ξένες παραγωγές και να συμπέσουν δύο από αυτές την ίδια χρονιά.
— Για να κλείσουμε την Επίδαυρο, πιστεύεις ότι πρέπει να διευρυνθεί και σε επίπεδο προγράμματος;
Εμείς αυτό το προτείνουμε από την πρώτη χρονιά, με τη συναυλία του Καβάκου. Επίσης έχουμε κάνει άνοιγμα σε καλλιτέχνες του χορού και σε ξένους καλλιτέχνες, αλλά είναι αρκετά πιο δύσκολο απ' ό,τι περιμέναμε.
— Δεν ονειρεύονται όλοι να παίξουν στην Επίδαυρο;
Υπάρχει ένας φόβος, ένας δισταγμός με το θέατρο αυτό, σε ανθρώπους που δεν το γνωρίζουν. Υπάρχουν πολλοί που είναι πάρα πολύ χαρούμενοι και ενθουσιώδεις αλλά και κορυφαίοι καλλιτέχνες με τους οποίους έχουμε κάνει συζήτηση, τους οποίους η κλίμακα του θεάτρου αυτού τους κάνει να διστάζουν, τους είναι ξένη, γι' αυτό τους προξενεί φόβο.
Επιπλέον, αυτή η παράσταση δύσκολα περιοδεύει μετά. Τους δυσκολεύει η διαδικασία μιας παραγωγής που θα δουλεύουν έξι μήνες αλλά θα παίξουν μόνο δύο ημέρες. Δεν είναι εύκολο αυτό για καλλιτέχνες μεγάλου βεληνεκούς.
Μου λένε μερικοί θεατές: «Γιατί δεν φέρνεις τον τάδε ή τον δείνα;». Σε πολλούς από αυτούς για τους οποίους με ρωτάνε έχουμε προτείνει και δεν θέλουν. Επίσης, επειδή με ρωτούν και για την όπερα, να πω δεν είναι ο καλύτερος χώρος γι' αυτήν: πού θα βάλεις την ορχήστρα, πώς θα φωτίσεις;
Είναι πολλά τα τεχνικά ζητήματα, όπως και τα προβλημάτα και σε σχέση με τη διαμονή ενός τόσο μεγάλου σχήματος – πάνω από διακόσιοι άνθρωποι. Δεν αντέχει ο τόπος αυτός να φιλοξενήσει ένα τόσο μεγάλο σχήμα. Ωστόσο, έχουν γίνει συζητήσεις και για όπερα.
— Πάμε λίγο πίσω στο 2021. Πώς πήγατε; Γιατί είχατε και ένα πρόγραμμα πολύ μεγάλο, σχεδόν αβάσταχτο για έναν θεατή, σε αντίθεση με το φετινό, που είναι πιο «καθαρό», πιο μαζεμένο.
Πέρσι κάναμε ενάμισι φεστιβάλ, γιατί είχαμε όλες τις παραστάσεις της Πειραιώς που μεταφέρθηκαν από το 2020 και τις καινούργιες αναθέσεις του 2021, που δεν μπορούσα να μην τις δώσω. Η επέκταση του προγράμματος έγινε για να σωθούν και οι ελληνικές και οι ξένες παραγωγές. Ανοίξαμε τις οροφές σε δύο αίθουσες και στεγάσαμε τις ελληνικές παραστάσεις Ιούνιο και Ιούλιο και τις ξένες τον Σεπτέμβριο.
Ήταν μια κίνηση που όχι μόνο έσωσε αλλά παρέδωσε και ένα φεστιβάλ με μεγάλη ποικιλία, δηλαδή ένα μεγάλο, διεθνές πρόγραμμα, καθώς το καλοκαίρι πολλοί καλλιτέχνες δεν μπορούσαν να έρθουν αεροπορικώς.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο σκοπός του Φεστιβάλ, πρώτα απ' όλα, είναι να είναι διεθνές, όχι να υποκαταστήσει το Εθνικό Θέατρο. Πρέπει να δώσει βήμα στη διεθνή δημιουργία, να δει ο θεατής πράγματα σπάνια, γι’αυτό δημιουργήθηκε.
Είχαμε 145.000 θεατές σε μια πολύ δύσκολη χρονιά και με χωρητικότητες το πρώτο μισό στο 60%, με κόσμο που ήταν διστακτικός ή φοβόταν. Ως προς το οικονομικό ήμασταν στα επίπεδα του προϋπολογισμού που ήταν εγκεκριμένος από το υπουργείο. Αλλά είχαμε διαθέσιμο αποθεματικό και ήρθαμε ίσα βάρκα, ίσα νερά.
— Όταν παρέλαβες το φεστιβάλ πώς ήταν;
Πολύ καλά. Ήταν μια κατάσταση που ήταν πολύ σωστά κουρδισμένη οικονομικά, δεν είχε χρέη, μια χαρά.
— Είσαι μια σκηνοθέτις με μια καλή καριέρα και εδώ και στο εξωτερικό. Θέλω να σε ρωτήσω πώς αποφάσισες να αναλάβεις την καλλιτεχνική διεύθυνση και μια πολύ δύσκολη «δουλειά», να διοικήσεις ένα μεγάλο οργανισμό.
Στο παρελθόν, και σε μικρότερη ηλικία, μου είχαν ξαναπροταθεί πολύ σημαντικές θέσεις καλλιτεχνικής διεύθυνσης και για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά είχα αρνηθεί. Τώρα, εδώ, ήταν μια πρόταση που δεν την περίμενα, μια έκπληξη και με έβαλε σε μεγάλες σκέψεις ομολογώ, δεν ήταν αυτόματη η απάντηση. Μου πήρε λίγο καιρό να το σκεφτώ, να δω αν έχω κάτι να προσφέρω, αν μπορώ να το συνδυάσω με τη δική μου καριέρα, που βρίσκεται σε πολύ μεγάλη ενέργεια αυτά τα χρόνια.
Τελικώς το γιατί είπα το «ναι» δεν είναι εύκολο να το απαντήσω. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόκληση, με ενδιέφερε να προτείνουμε καινούργια πράγματα. Το Φεστιβάλ είναι ένας θεσμός που παρακολουθώ από τα γεννοφάσκια μου και ως θεατής και ως σκηνοθέτις, η διεθνής εικόνα της Ελλάδας είναι κάτι που με ενδιαφέρει πάρα πολύ και ως καλλιτέχνις θεώρησα ότι έχω κάτι διαφορετικό να προσφέρω απ' ό,τι ένας μάνατζερ ή ένας curator. Και μάλιστα ένας καλλιτέχνης που προέρχεται από τα σπάργανα της ελληνικής καλλιτεχνικής κοινότητας, έχοντας όμως περάσει από το εξωτερικό και για δημιουργία και για σπουδές.
Ήξερα ότι εδώ υπάρχει μια πολύ δυνατή ομάδα εργαζομένων, ένα γερό κοινό που ακολουθεί το Φεστιβάλ, ότι είναι μια κατάσταση πολύ καλά οργανωμένη. Όλα αυτά έπαιξαν ρόλο στην απόφαση αυτή και θεώρησα ότι ήταν η στιγμή που θα μπορούσαν να αλλάξουν καταστάσεις και να συνεχίσουν ενδιαφέροντα πράγματα που είχαν ξεκινήσει ήδη. Και είχα μια πίστη στις δυνάμεις μου ότι μπορώ, με μια καλή ομάδα, να τα καταφέρω.
— Τα κατάφερες; Πώς νιώθεις; Τι σημαίνει να διοικείς;
Δύσκολο να το πω τώρα που είμαστε εν μέσω της θητείας, αλλά εδώ θα μιλήσω για μια μεγάλη αρετή που υπάρχει στο οργανόγραμμα και είναι ο διοικητικός διευθυντής, ο οποίος είναι μια τεράστια ελάφρυνση, γιατί βεβαίως και έχω πολλά διοικητικά βάρη, αλλά φυσικά μοιράζομαι πολλά από αυτά με τον γενικό διευθυντή.
Το διοικητικό κομμάτι έχει μια γοητεία κι εγώ ήμουν πάντα ένας τέτοιος άνθρωπος, από παιδί, από το σχολείο μου άρεσαν τα οργανωτικά/διοικητικά. Γι' αυτό είπα και το «ναι». Αν μου ήταν κάτι απεχθές, αμήχανο, δεν θα είχα τη διάθεση, όπως πολλοί φίλοι μου καλλιτέχνες και σπουδαιότεροι από μένα δεν θέλουν καθόλου να «μπλέξουν».
Τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα απ' όσο περίμενα, γιατί αντιμετωπίσαμε τον κορωνοϊό. Το μεγαλύτερο κομμάτι της θητείας μου αφορούσε ένα crisis management και λιγότερο τη χαρά της καλλιτεχνικής φροντίδας και δημιουργίας και αυτό είναι κάτι που με στενοχώρησε πολύ.
Ταυτόχρονα ένας δημόσιος οργανισμός έχει και ζητήματα σχετικά με τη δημόσια διοίκηση, που δεν υπάρχουν σε έναν ιδιωτικό καλλιτεχνικό οργανισμό. Για παράδειγμα, μπορεί αυτομάτως να έχεις ένστικτο να κάνεις κάτι με έναν τρόπο, αλλά μέχρι να γίνει ο δρόμος είναι μακρύς.
Φυσικά, δεν θα ήταν τόσο δύσκολα αν δεν είχαμε τον κορωνοϊό, την τηλεργασία. Υπήρχαν περίοδοι που οι άνθρωποι έρχονταν εδώ δύο φορές στην εβδομάδα. Για να οργανώσεις ένα θηριώδες πρόγραμμα, δεν μπορεί να δουλεύεις από απόσταση, σε αυτές τις συνθήκες.
— Ξέρεις, πολλές φορές σκεφτόμαστε το Φεστιβάλ και νομίζουμε ότι το σύστημα δουλεύει μόνο το καλοκαίρι. Πώς πήγε η επέκταση του προγράμματος τον χειμώνα;
Κοίταξε, πολύς κόσμος δεν αντιλαμβάνεται ότι για να βγει ένα τέτοιο πρόγραμμα στον αέρα τον Μάρτιο, τρέχεις όλο τον χρόνο, όπως τρέχουν και όλα τα τμήματα. Όλη η προεργασία μέχρι να κλειδώσει κάτι και να προχωρήσει παίρνει μήνες. Οπότε όχι μόνο δεν κάθεται ο κόσμος στο Φεστιβάλ αλλά είμαστε και τρομερά υποστελεχωμένοι.
Θα έπρεπε να έχουμε πολύ περισσότερο προσωπικό. Πολλοί άνθρωποι έρχονται καλοκαίρι, δουλεύουν –έτσι είναι οι συμβάσεις– και φεύγουν, αλλά τους χρειάζεσαι. Οπότε πρέπει να έχουμε περισσότερο μόνιμο προσωπικό και ένα επιπλέον κομμάτι στον προϋπολογισμό μας, ώστε να μπορούμε να βοηθάμε ενέργειες όπως το showcase, μεγαλύτερες διεθνείς παραγωγές και συμπαραγωγές, την ουσιαστικότερη παρουσία μας στη διάρκεια του χειμώνα που έχει πολλές δυνατότητες να αναπτυχθεί – για παράδειγμα, κρατάω ένα κομμάτι από τα 4.000.000 του προϋπολογισμού για το καλλιτεχνικό πρόγραμμα και τον χειμώνα.
Και βέβαια η περίοδος δεν ήταν κατάλληλη για να ζητήσει κάποιος αύξηση του προϋπολογισμού του. Το OPEN PLAN, η επέκταση της παρουσίας μας και κατά τη διάρκεια του χειμώνα, βρήκε ενθουσιώδη υποδοχή και έχει άπειρες δυνατότητες εξέλιξης στο μέλλον.
— Ταξιδεύοντας και έξω και μιλώντας με πολλούς ανθρώπους, τι θέση πιστεύεις ότι έχει σήμερα το Φεστιβάλ; Και εννοώ σήμερα που δεν υπάρχουν τα πολλά χρήματα που υπήρχαν στο παρελθόν, για να μην το ξεχνάμε αυτό.
Το Φεστιβάλ στους κύκλους τους καλλιτεχνικούς, τους ευρωπαϊκούς κυρίως, είναι μια σταθερή αξία που, φυσικά, ξεκινάει από πολύ παλιά, αλλά εγκαθιδρύθηκε ειδικά για τη σύγχρονη καλλιτεχνική πρωτοπορία την περίοδο του Λούκου και συνεχίστηκε την περίοδο του Θεοδωρόπουλου. Υπάρχουν μεγάλοι φαν, καλλιτέχνες που θέλουν να έρθουν στην Αθήνα και πιστεύω ότι πρέπει να επενδύσουμε σε αυτούς.
— Σχετικά με τη δική σου καριέρα, τι συμβαίνει και τι σημαίνει για έναν καλλιτέχνη να σταματάει, για παράδειγμα, να σκηνοθετεί;
Δεν θα ήταν έτσι τα πράγματα αν δεν ήταν ο κορωνοϊός. Είχα τον «Άμλετ» το 2020 και τον «Ριγκολέτο» με τη Λυρική, που από το 2020 μεταφέρθηκε στο 2022, και άλλα δύο πρότζεκτ που ακυρώθηκαν. Και αυτό σχετίζεται με τον κορωνοϊό και με την καλλιτεχνική απραξία στην οποία περιήλθε ένα μεγάλο κομμάτι της καλλιτεχνικής κοινότητας.
Φέτος έχω τη χαρά να κάνουμε τον «Ριγκολέτο» και, φυσικά, είναι πολύ δύσκολο πράγμα να συνδυάσεις και τα δύο, πολύ κουραστικό και δεν ξέρω για πόσο διάστημα μπορεί να το κάνει κάποιος αυτό.
Βλέπω όμως πόσο καλά τα καταφέρνουν άλλοι συνάδελφοί μου, γενικά βλέπω ότι γίνεται και ελπίζω, είμαι αισιόδοξη, ότι θα τα καταφέρω κι εγώ, όπως το έκανα στην αρχή της θητείας μου με τον «Άμλετ».
— Επειδή έγινε και η ερώτηση στη συνέντευξη Τύπου, θα την ξανακάνω: κάποιος που συμμετέχει σε ένα Δ.Σ. μπορεί να κάνει έργο στο Φεστιβάλ; Χωρίς να υπαινίσσομαι κάτι ούτε για την Πατρίσια Απέργη ούτε για τον Σταύρο Γασπαράτο, που εκτιμώ πολύ και δουλεύουν και εδώ και διεθνώς.
Αυτό συμβαίνει σε πολλά Δ.Σ. στην Ελλάδα. Τα μέλη τους και μεταφράζουν και σκηνοθετούν και παίζουν και συνθέτουν. Επίσης, θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό το ότι έχουμε ενεργούς καλλιτέχνες στο Δ.Σ., καλλιτέχνες αυτής της γενιάς και αυτού του βεληνεκούς που υποστηρίζουν τους ομοτέχνους τους και έχουν μεγάλη πορεία και, φυσικά, δεν περιμένουν από το Φεστιβάλ για να έχουν δουλειά.
Όσο για τις παραγωγές στις οποίες βρίσκονται φέτος για πρώτη φορά στην τριετή θητεία τους, οι ίδιοι δεν πληρώνονται από το Φεστιβάλ. Θεωρώ, τέλος, πως όταν έχουμε καλλιτέχνες είναι επιβεβλημένο να δίνουν το στίγμα τους.
— Αν σου ζητούσα να μου περιγράψεις τη δουλειά σου τι θα μου έλεγες;
Παρά τις δυσκολίες, είναι μια συναρπαστική θέση που έχει μεγάλη γοητεία, που σου επιτρέπει να αγκαλιάσεις τους ανθρώπους όλων των τεχνών της χώρας σου και τους καλλιτέχνες διεθνώς. Μια θέση σε έναν οργανισμό που έχει μοναδικές δυνατότητες, γι' αυτό νιώθω μεγάλη τιμή και χαρά που βρίσκομαι σε αυτήν, παρόλο που ήμουν άτυχη, αν και αυτό δεν θα ήθελα να ακούγεται σαν γκρίνια.
Ναι, είναι μεγάλες οι δυσκολίες, δεν έχω καταφέρει αυτά τα τρία χρόνια, που δεν είναι ακριβώς τρία, να κάνω όλα όσα ήθελα, σκέφτομαι όμως πως έτσι κι αλλιώς οι καλλιτεχνικοί διευθυντές για τους οποίους μιλάμε είναι άνθρωποι που είχαν χρόνο μπροστά τους να διαμορφώσουν το όραμά τους, από τον Κούρκουλο και τον Χουβαρδά μέχρι τον Λούκο.
— Τι πιστεύεις για τις θητείες, σε ικανοποίει αυτή η αλλαγή σκυτάλης που γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη; Η θητεία πρέπει να είναι μεγαλύτερη;
Πιστεύω ότι οι θητείες πρέπει να είναι τετραετείς ή πενταετείς, ο άνθρωπος που θα έρθει να το γνωρίζει τουλάχιστον έναν χρόνο νωρίτερα, γιατί είναι αδύνατο να χτίσεις πρόγραμμα έτσι. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι διεθνείς διοργανώσεις έχουν τετραετείς ή πενταετείς θητείες αρχικά. Αυτό δείχνει στρατηγική και δίνει τη δυνατότητα να βάλεις σε άλλη τροχιά έναν θεσμό. Από την άλλη, ένας ενεργός καλλιτέχνης, μπροστά σε μια τέτοια δέσμευση, οφείλει και να αφουγκράζεται τις προσωπικές καλλιτεχνικές ανάγκες του.
— Τι σημαίνει η μετακίνηση του Φεστιβάλ, της διοίκησης και γενικά η αναμόρφωση στην Πειραιώς 260;
Είναι σημαντικό να πέσουν υπογραφές με την Εθνική Τράπεζα, είμαστε πιο κοντά από ποτέ, επειδή αυτή η κουβέντα που έχει η Εθνική Τράπεζα με το υπουργείο είναι ευρύτερη και τα πράγματα έχουν προχωρήσει πολύ. Πιστεύω ότι είμαστε μια ανάσα από αυτό και θα είναι καταπληκτικό και για τη διοίκηση και για τους χώρους των παραστάσεων, να ξέρουμε ότι μπορούμε να κάνουμε κάποιες επεμβάσεις, να έχουμε μίνιμουμ εξοπλισμό –που δεν έχουμε και νοικιάζουμε κάθε χρόνο– και πολλά άλλα. Αυτές είναι οραματικές κινήσεις, θέλουν βάθος χρόνου.
— Το έχω ακούσει πολύ και σε ρωτώ αν θα φύγεις από το Φεστιβάλ στο τέλος της θητείας σου. Θα μου απαντήσεις;
Όχι, δεν θα απαντήσω.