Τα Άσματα του Μαλντορόρ του Λωτρεαμόν (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ιζιντόρ Ντικάς, 1846-1870) κατέχουν μοναδική θέση στη λογοτεχνία του 19ου αι. Τυπώνονται τον Αύγουστο του 1869, παραμονές της Κομμούνας του Παρισιού, αλλά δεν κυκλοφορούν εξαιτίας του προκλητικού, εικονοκλαστικού, βίαιου περιεχομένου τους. Ο νεαρός συγγραφέας τους, που πέθανε έναν χρόνο μετά, ανήκει στη χορεία των δημιουργών που έφυγαν από τη ζωή χωρίς κάποιου είδους επιβεβαίωση για την αξία του έργου τους. Μόνο πέντε δεκαετίες αργότερα, μετά τη φρίκη του πρώτου μεγάλου πολέμου, οι σουρεαλιστές θα τον αναγνωρίσουν ως φυσικό πρόδρομό τους. Φαίνεταικαι σ’ αυτή την περίπτωση ότι η τομή στην τέχνη είναι αναγκαίο να προκύπτει ως συλλογικό αίτημα με συνειδητούς όρους και κριτήρια, ως πρακτική μιας ομάδας με κοινές ανησυχίες και στόχους, για να μπορέσει να σταθεί σ’ ένα ανοίκειο πνευματικό/καλλιτεχνικό, περιβάλλον.
Αλλιώς, περιπτώσεις σαν του Λωτρεαμόν, το έργο του οποίου είναι σαφώς ανώτερο του έργου των περισσότερων σουρεαλιστών, παραμένουν στο περιθώριο και πεθαίνουν μες στη θλίψη, μόνοι και αποξενωμένοι από τους ανθρώπους και το πνεύμα της εποχή τους.
Στα Άσματα είναι ευδιάκριτα τα στοιχεία που χαρακτήρισαν τους ρομαντικούς: ο αντι-ορθολογισμός και η ακύρωση της αρχής του αποχρώντος λόγου, ο εσωτερικός διχασμός ανάμεσα στον φαινόμενο κόσμο και στον ιδανικό της ανώτερης ηθικής τάξης που προτάσσουν οι κατεστημένοι πόλοι εξουσίας, η απόγνωση της διαρκούς διάψευσης που είναι η ύπαρξη, αλλά και η πίστη στην ιδιοφυΐα του καλλιτέχνη, στο συναίσθημα και στις συγκινήσεις που εκφράζει - οι ρομαντικοί προάγουν τους «λυρικούς τρόπους» σε «πηγές γνώσης» (η ενόραση του ποιητή προκαλεί την ενσυναίσθηση του αποδέκτη), διά των οποίων είναι εφικτή η σωτηρία τόσο του ενός όσο και του άλλου.
Για τη σύντομη ζωή του Λωτρεαμόν ελάχιστα γνωρίζουμε. Και όσο κι αν αποδέχομαι θεωρητικά ότι η ζωή του δημιουργού δεν έχει σημασία για την κατανόηση του έργου του και ότι τα δύο (βιογραφία - έργο) λειτουργούν ανεξάρτητα, με περιπτώσεις όπως ο Μπίχνερ, ο Λωτρεαμόν, ο (λίγο νεότερός του) Αρτύρ Ρεμπώ, συγγραφείς δηλαδή που γύρω στα είκοσί τους κατέθεσαν κείμενα μοναδικής δύναμης και σοφίας, δεν μπορείς να μην αναρωτηθείς ποιοι λόγοι οδήγησαν σ’ αυτές τις καθόλα εξαιρετικές συλλήψεις.
Πώς ο Λωτρεαμόν μεταξύ 21 και 24 ετών μπόρεσε να αντιμετωπίσει το Κακό, όχι ηθικολογικά αλλά οντολογικά, ως κυρίαρχη δύναμη της Φύσης – και της ανθρώπινης; Τι λειτούργησε μέσα του ώστε (μόλις έναν αιώνα μετά από τις θεωρίες των Διαφωτιστών για την ανάγκη επιστροφής στον Φυσικό Άνθρωπο) να παρουσιάσει τον άνθρωπο όχι απλώς ως ζώο, άρα ως ένα πλάσμα πέραν της ηθικής, αλλά ως τρομακτικό τέρας (ακριβώς λόγω της ανωτερότητας που του προσδίδει η δύναμη του Ορθού Λόγου), ικανό να προβεί στις πλέον αποτρόπαιες θηριωδίες; Το ότι υπήρξε ένα πολύ μοναχικό παιδί κι αργότερα ένας εγκαταλειμμένος από οικείους έφηβος, σε μια εποχή έντονων πνευματικών και πολιτικών ανακατατάξεων, ίσως να λέει κάτι, αλλά δεν αποδεικνύει τίποτα.
Hδη, από την πρώτη σελίδα του πρώτου Άσματος ο Λωτρεαμόν τοποθετείται ως προς τους ανθρώπους και την εποχή του, αναγνωρίζοντας ότι το κείμενό του δεν προορίζεται για τον πάσα ένα: «Δεν είναι καλό να διαβάσει όλος ο κόσμος τις σελίδες που θ’ ακολουθήσουν. Ελάχιστοι μόνο μπορούν να γευτούν ακίνδυνα αυτόν εδώ τον πικρό καρπό», γράφει (Μαλντορόρ, μτφρ. Στρατής Πασχάλης, εκδ. Νεφέλη, 2011). Το ίδιο ισχύει και για την περφόρμανς που έστησε ο εικαστικός και σκηνοθέτης Γιάννης Σκουρλέτης στο υπόγειο γκαράζ του Ιδρύματος Κακογιάννη. Δεν απευθύνεται στους πολλούς, αλλά σ’ αυτούς που γνωρίζουν από πριν τι εκφράζουν τα Άσματα, άρα μπορούν να αναγνωρίσουν στα περιορισμένα αποσπάσματα που χρησιμοποιούνται στην παράσταση το εύρος και το βάθος της ποιητικής σύλληψης. Αδιάβαστοι, οι θεατές δεν θα είναι σε θέση να εκτιμήσουν τον τρόπο που ο σκηνοθέτης εστιάζει στην κτηνώδη φύση του ανθρώπου, μπροστά στην οποία ακόμη και τα πιο επικίνδυνα σαρκοβόρα της στεριάς και της θάλασσας ωχριούν.
Ο Σκουρλέτης ευτύχησε να έχει στη διάθεσή του έναν σπουδαίο ερμηνευτή, με εξαιρετική ικανότητα στο να μετακινείται από τον υψηλό τραγικό τόνο στα κωμικοσατιρικά μπάσα με μία κίνηση ή έναν μορφασμό. Ο Ραντάνοφ, βαμμένος με άσπρη μπογιά (θυμίζοντας άλλοτε μπεκετικό κλόουν κι άλλοτε χορευτή Μπούτο), κινητοποιώντας κάθε μυ του σώματος και του προσώπου του, αποκάλυψε το Κακό στις δύο βασικές εκδοχές του: το Κακό που υφίσταται ο αδύναμος, ως δύναμη –σε δεύτερη φάση– εκδίκησης, αλλά και το Κακό που προκαλεί ο ισχυρός, παραδομένος άνευ όρων στη Θέληση για δύναμη. Homo homini lupus.
Όσο για τα ευάριθμα εικαστικά έργα που εκτίθενται σε παραπλήσιο μικρό χώρο, δεν είμαι σίγουρη ότι προσφέρουν κάτι ή ανοίγουν διάλογο με τη σκηνική πράξη. Ως συνομιλητή των Ασμάτων του Λωτρεαμόν μόνο τον Φράνσις Μπέικον μπορώ να φανταστώ.
σχόλια