Ο φετινός χειμώνας άφησε μία κάπως γλυκόπικρη γεύση στον Γεράσιμο Σκιαδαρέση.
Από τη μία έγινε ο πρώτος Έλληνας ηθοποιός που πρωταγωνιστεί σε μία σημαντική διεθνή παραγωγή του Netflix -στην ιταλική σειρά «Suburra (Aίμα στη Ρώμη)»- και από την άλλη είδε το όνομά του σε σκανδαλοθηρικά δημοσιεύματα που τον παρουσίαζαν να συμμετέχει σε δήθεν «όργια με κόκες», λόγω μίας τολμηρής σκηνής στο πρώτο επεισόδιο της συγκεκριμένης σειράς.
Ο ίδιος εξέδωσε μία οργισμένη δήλωση όπου ανέφερε μεταξύ άλλων ότι θα κινηθεί νομικά κατά των δημοσιευμάτων, κάτι που έπραξε στη συνέχεια.
Λίγους μήνες μετά και αφού ο θόρυβος έχει κοπάσει, του ζήτησα να συναντηθούμε για να μου περιγράψει την εμπειρία του από τα γυρίσματα μίας τόσο μεγάλης παραγωγής.
Αφορμή για τη συμμετοχή του στη σειρά στάθηκε μία ταινία που έκανε το 2010 στην Ιταλία, το «Appartamento ad' Atene».
Έκτοτε είχε διάφορες προτάσεις από τη γειτονική χώρα αλλά δεν μπορούσε να ανταποκριθεί λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων που τον κρατούσαν στην Ελλάδα. Η πρόταση για τη συμμετοχή του στο «Suburra», ωστόσο, ήρθε την κατάλληλη περίοδο.
«Γενικά οι συνθήκες στις ξένες παραγωγές, είτε πρόκειται για το Netflix, είτε όχι, είναι πολύ καλύτερες. Υπάρχει μεγαλύτερη άνεση και σεβασμός στη δουλειά σου. Και η λέξη "σεβασμός" που χρησιμοποιώ δεν είναι τυχαία. Σε σέβονται πραγματικά. Στην Ελλάδα είσαι ο τελευταίος τροχός της αμάξης
Το περίεργο, βέβαια, είναι ότι ο Σκιαδαρέσης δεν έχει καμία σχέση με την Ιταλία ενώ δεν ξέρει ούτε ιταλικά.
«Η επιλογή της χώρας ήταν τυχαία. Δεν ήξερα ιταλικά και ακόμη δεν ξέρω. Μετά το Suburra άρχισα να μαθαίνω» λέει ενώ κάθεται απέναντί μου σε ένα καφέ με αρκετό νεαρόκοσμο και πολλή φασαρία στην Αγία Παρασκευή.
Το ζήτημα αυτό της γλώσσας ήταν και η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισε στα γυρίσματα. «Έπρεπε να κάνω φοβερή προσπάθεια, όχι μόνο για να μάθω τα δικά μου λόγια αλλά και αυτά των υπολοίπων. Και αυτό γιατί πολλές φορές οι ηθοποιοί αυτοσχεδιάζουν ή αλλάζουν τη σειρά στα λόγια τους.
Εγώ, επειδή δεν ήξερα τη γλώσσα, είχα μάθει ακριβώς αυτό που έλεγε το σενάριο και περίμενα να ακούσω συγκεκριμένες λέξεις για να μπορέσω να απαντήσω. Και αυτό ήταν πολύ αγχωτικό. Άλλες φορές προσαρμοζόμουν και άλλες έκανα ότι σκέφτομαι μέχρι να καταλάβω ότι ο άλλος τελείωσε και είναι η σειρά μου».
Το Suburra αποτελεί prequel της ταινίας «Suburra: Υπόγεια Πόλη», που με τη σειρά της βασίστηκε στο βιβλίο των Κάρλο Μπονίνι και Τζανκάρλο ντε Κατάλντο «Suburra – Ρώμη, πρωτεύουσα της Μαφίας».
Όποιος έχει παρακολουθήσει έστω και μερικά επεισόδια στο Netflix καταλαβαίνει ότι πρόκειται για μία υψηλού επιπέδου παραγωγή, με σεναριακό βάθος και άφθονες σκηνές δράσης που δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα από αντίστοιχες τηλεοπτικές προσπάθειες που βλέπουμε συχνά από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Πώς είναι, όμως, για έναν Έλληνα ηθοποιό να δουλεύει σε μία τέτοια παραγωγή;
«Γενικά οι συνθήκες στις ξένες παραγωγές, είτε πρόκειται για το Netflix, είτε όχι, είναι πολύ καλύτερες. Υπάρχει μεγαλύτερη άνεση και σεβασμός στη δουλειά σου.
Και η λέξη "σεβασμός" που χρησιμοποιώ δεν είναι τυχαία. Σε σέβονται πραγματικά. Στην Ελλάδα είσαι ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Δεν τους νοιάζει αν έχεις κάπου να κάτσεις, αν κρυώνεις, αν διψάς, αν πεινάς.
Εκεί τους απασχολεί. Φροντίζουν να είσαι ξεκούραστος, να τρως και να μην κρυώνεις για να μπορέσεις να αποδώσεις όταν έρθει η ώρα για το γύρισμα.
Εδώ δεν τα υπολογίζει κανένας αυτά. Δεν θα ασχοληθούν π.χ. αν έχεις καρέκλα ή όχι. Θα ψάξεις μόνος σου να βρεις μία πέτρα ή ένα καφάσι, το οποίο θα κουβαλάς μαζί σου για να μην στο πάρουν ώστε να έχεις κάπου να κάθεσαι».
Τον ρωτάω τι νιώθει ένας ηθοποιός όταν έχει τέτοια μεταχείριση στις ξένες παραγωγές και πρέπει μετά να γυρίσει για να παίξει στην Ελλάδα. Απογοήτευση ίσως;
«Συνήθεια είναι. Εγώ δεν απογοητεύομαι. Εμείς οι Έλληνες ηθοποιοί είμαστε σκληρά εκπαιδευμένοι, μοιάζουμε λίγο με κομάντος, δεν καταλαβαίνουμε από δυσκολίες. Πάμε στο εξωτερικό και μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα.
Οι ξένοι συνάδελφοι, αν βρεθούν σε λίγο διαφορετικές συνθήκες, τα χάνουν, μπλοκάρουν, δεν θυμούνται τα λόγια τους. Για εμάς αυτά είναι αστεία πράγματα».
Στο «Suburra» o Σκιαδαρέσης υποδύεται τον μονσινιόρ Θεοδοσίου. Έναν ιερωμένο που τη μέρα ασχολείται με οικονομικά και επιχειρησιακά ζητήματα του Βατικανού αλλά τη νύχτα απεκδύεται τα ράσα και επιδίδεται σε «αμαρτωλά» σεξουαλικά όργια και χρήση ουσιών.
Μία από αυτές τις νύχτες «ακολασίας», η οποία περιλαμβάνεται στο πρώτο επεισόδιο της σειράς, προκαλεί ένα ντόμινο αλυσιδωτών αντιδράσεων που εμπλέκουν τις οικογενειακές φατρίες της τοπικής Μαφίας της Ρώμης, πολιτικούς παράγοντες, επιχειρηματίες και υψηλόβαθμα στελέχη του κράτους του Βατικανού, με κοινό στοιχείο τη διαφθορά που μοιάζει να έχει διαβρώσει όλα τα στρώματα της ιταλικής κοινωνίας.
Μέχρι το «Suburra» ο Σκιαδαρέσης δεν είχε κάνει ποτέ γυμνό. Η συγκεκριμένη σκηνή χρειάστηκε τρεις μέρες γυρισμάτων. Για την ακρίβεια τρεις νύχτες. Στο γύρισμα συμμετείχαν 30 γυναίκες συνολικά, όπως μου εξηγεί ο ίδιος, όλες πορνοστάρ στο επάγγελμα.
«Δεν είχα κάνει ποτέ γυμνό στην Ελλάδα. Όλο αυτό ήταν μία πρόκληση για μένα. Γενικά μ' αρέσουν οι προκλήσεις. Είπα στον εαυτό μου "αν δεν το κάνεις τώρα, δεν θα το κάνεις ποτέ, γερνάς, τελειώνεις, κάντο για να λες ότι το έκανες κι αυτό κάποια στιγμή"», μου εξηγεί.
«Τώρα θα το ξανάκανες και στην Ελλάδα;», τον ρωτάω. «Ίσως όχι. Θα το φοβόμουν γιατί εμείς εδώ δεν ξέρουμε να το χειριζόμαστε και τόσο καλά. Έχει να κάνει και με το πόσο εμπιστεύεσαι τους τεχνικούς, τη χρήση, όλο αυτό το πράγμα. Εκεί ένιωθα περισσότερη εμπιστοσύνη».
«Θυμάμαι», συνεχίζει, «όταν πήγα στο casting και αφού τέλειωσε η σκηνή μου, ζήτησα να μείνω μόνος με τον σκηνοθέτη. Έβγαλα τα ρούχα μου, του λέω "δες το προϊόν τώρα, γιατί δεν είμαι κανένας γυμνασμένος τύπος". "Μα δεν με ενδιαφέρει αυτό", ήταν η απάντησή του και μου έδειξε τα μάτια. "Αυτό με ενδιαφέρει"».
Όσο για τα σχετικά άρθρα που δημοσιεύτηκαν από μερίδα του ηλεκτρονικού και έντυπου τίτλου με τίτλους όπως «Σε πάρτι με όργια και ναρκωτικά ο Σκιαδαρέσης», χωρίς να κάνουν απόλυτα σαφές πως πρόκειται για ρόλο, είναι ξεκάθαρος:
«Καταλαβαίνω ότι μπορεί να τους παραξένεψε το γεγονός πως ένας άνθρωπος που δεν είχε κάνει ποτέ του γυμνό, αποφάσισε ξαφνικά να παίξει σε μία τέτοια σκηνή. Οκ, να το δεχτώ. Είναι και λίγο πιασάρικο σαν τίτλος, αν θέλεις, από δημοσιογραφική άποψη, αλλά μέχρι εκεί. Γιατί όπως το παρουσίασε συγκεκριμένη εφημερίδα ήταν σαν κάνω όργια και ναρκωτικά στην προσωπική μου ζωή».
Ρίχνοντας μια ματιά στο βιογραφικό του Γεράσιμου Σκιαδαρέση διαβάζει κανείς ότι ξεκίνησε την καριέρα του στην υποκριτική από τα μέσα της δεκαετίας του '80.
Πέρα από τους τηλεοπτικούς του ρόλους, έχει συμμετάσχει σε ταινίες του Αγγελόπουλου, στην πρώτη «Λούφα και Παραλλαγή», στο «Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι» αλλά και στα φιλμ «Βαλκανιζατέρ» και «Μπραζιλέρο» του Σωτήρη Γκορίτσα.
Στο ευρύ κοινό, ωστόσο, έγινε γνωστός κυρίως από τους τηλεοπτικούς του ρόλους, με πρώτο απ' όλους φυσικά αυτόν του Φατσέα στο «Καφέ της Χαράς». Τον ρωτάω αν τον ενοχλεί που οφείλει το μεγαλύτερο μέρος της δημοφιλίας του στον συγκεκριμένο χαρακτήρα.
«Η τηλεόραση έχει τεράστια δύναμη, αντικειμενικά να το δεις από εκεί θα γίνεις γνωστός. Θα μπορούσε να μου συμβεί ή και όχι. Είναι πιθανό αν δεν είχα παίξει τον Φατσέα να έλεγαν "κάπου τον ξέρω, αλλά δεν θυμάμαι συγκεκριμένα από πού".
«Ναι, σε ενοχλεί λιγάκι», προσθέτει, «γιατί αισθάνεσαι ότι αδικούνται όλοι οι άλλοι ρόλοι που έχεις παίξει. Αλλά μαθαίνεις να το αποδέχεσαι γιατί είναι τόσο μεγάλη η δύναμη του μέσου που δεν μπορείς να του αντισταθείς. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να το αποφύγεις, ούτε για να το αλλάξεις.
Είναι τόση η δύναμή της τηλεόρασης που σε όποιο χωριό στην Ελλάδα και να πάω, μόλις ακούσω "Φατσέα", τέλειωσε. Δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να το νικήσω, δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να το αλλάξω. Ακόμη και στον "Αστέρα Ραχούλας", ή στα "Μαύρα Μεσάνυχτα" έλεγαν ο Φατσέας που παίζει στον "Αστέρα", ο Φατσέας που παίζει στα "Μαύρα Μεσάνυχτα". «Ο Φατσέας που παίζει στο Netflix», συμπληρώνω. «Ακριβώς».
Προς επίρρωση όσων ακριβώς συζητάμε, δύο πιτσιρικάδες από το διπλανό τραπέζι μας πλησιάζουν και ζητούν να φωτογραφηθούν μαζί του. Μόλις φεύγουν, ο ένας γυρίζει και του λέει ότι τον βλέπει από την εποχή που ήταν 12 χρονών και ξέρει όλες τις ατάκες του Φατσέα απ' έξω.
«Πώς διαχειρίζεσαι αυτή τη δημοσιότητα» ρωτάω ορμώμενος από τα λόγια του πιτσιρικά. «Περισσότερο ως αναγκαίο κακό. Δεν αισθάνθηκα ποτέ καλά με όλο αυτό. Μου λείπει πολύ η ιδιωτικότητα.
Αυτό είναι κυρίως που με έχει ενοχλήσει με τον Φατσέα και με όλη αυτή την αναγνωρισιμότητα γιατί δεν την επεδίωξα ποτέ. Το θεωρώ λίγο πάρεργο, ξέρεις, δεν το θεωρώ κομμάτι της δουλειάς μου. Παρόλο που κάποιοι προσπαθούν να με πείσουν ότι είναι. Δεν μπορώ να το δεχτώ απόλυτα. Θα προτιμούσα να κάνω μόνο τη δουλειά μου και να φεύγω».
Αυτή την περίοδο ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης πρωταγωνιστεί στο «Τίμημα» του Άρθουρ Μίλερ που παρουσιάζεται στο θέατρο Ιλίσια μαζί με τους Γιώργο Μιχαλάκοπουλο, Ρένια Λουιζίδου και Χρήστο Σαπουντζή.
Όπως μου λέει, θεωρεί τη συγκεκριμένη παράσταση μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής του. «Πάει πάρα πολύ καλά. Είναι η δεύτερη φορά που συνεργάζομαι με τον Μιχαλακόπουλο στο θέατρο. Λατρεμένος άνθρωπος. Τον θεωρό δάσκαλό μου και στη ζωή και στο θέατρο».
Παράλληλα με το θέατρο, γυρίζει την Ελλάδα και παρουσιάζει σε λύκεια και γυμνάσια τον μονόλογο «Εκτός ύλης» του Κώστα Λεμονή. Πρόκειται για την ομιλία παραίτησης ενός υπουργού στη Βουλή, που, όπως μου εξηγεί, είναι τελείως διαφορετική από αυτές που έχουμε συνηθίσει.
Μάλιστα, στις 27/3, την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου, θα παρουσιάσει τον συγκεκριμένο μονολόγο στο κτίριο της Βουλής, στην Αίθουσα της Γερουσίας.
«Για μένα ήταν ένα μεγάλο προσωπικό στοίχημα, ήθελα πάρα πολύ να γίνει. Όχι μόνο για μένα δηλαδή, για το θέατρο γενικότερα, γιατί δεν έχει ανοίξει ποτέ η Βουλή στο θέατρο. Και ήθελα κάποια στιγμή να μου δοθεί αυτός ο χώρος όπως συμβαίνει και στο εξωτερικό. Να ανοίξουν την αίθουσα της Βουλής για μία διαφορετική εκδήλωση πέρα από την πολιτική. Έστω κι έτσι, έγινε», λέει.
Αλλάζοντας θέμα στη συζήτησή μας ζητάω τη γνώμη του για το αν θα μπορούσε να γίνει μία αντίστοιχη σειρά όπως το «Suburra» στην Ελλάδα. Δεν το θεωρεί απίθανο.
«Πιστεύω ότι θα μπορέσουμε κάποια στιγμή να κάνουμε μία αντίστοιχη ελληνική σειρά γιατί το Netflix ενδιαφέρεται. Αρκεί να φτιαχτούν τα κατάλληλα σενάρια και να μπορέσουμε να πουλήσουμε σωστά τις ιδέες μας. Γιατί, για την ώρα τουλάχιστον, δεν έχουμε μάθει να χειριζόμαστε πολύ καλά όλο αυτό το παιχνίδι της διεθνούς αγοράς. Αργά ή γρήγορα, όμως, θα γίνει μία συμπαραγωγή με το Netflix».
Φυσικά δεν μπορούμε να φτάσουμε τα χρήματα που θα δώσει το Netflix σε μία πιθανή μελλοντική παραγωγή του στην Ελλάδα αλλά γιατί απουσιάζουν οι καλές ελληνικές σειρές από την τηλεόραση; Μήπως είναι θέμα σεναρίων και γενικότερα ιδεών;
«Σενάρια υπάρχουν. Έχω δει καλά σενάρια. Οι επιλογές, ωστόσο, γίνονται συνήθως με οικονομικά κριτήρια. Λαμβάνονται από ανθρώπους που αποφασίζουν με βάση συγκεκριμένες συνταγές. Άμα οι ιδέες ξεφεύγουν λίγο από το μπάτζετ κανένας δεν είναι διατεθειμένος να δώσει παραπάνω χρήματα» μου εξηγεί και τον ρωτώ αν οι σειρές που παίζονται στην ελληνική τηλεόραση είναι τελικά αποτέλεσμα της προσφοράς ή της ζήτησης από το κοινό.
«Και τα δύο. Το κοινό ζητάει να δει τα ίδια πράγματα αλλά πρέπει και συ να δημιουργήσεις το δικό σου αγοραστικό κοινό. Να πάρεις το ρίσκο και να του προτείνεις καινούργια πράγματα, να έχεις την τόλμη, να επενδύσεις. Από την άλλη, όμως, και το κοινό έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης. Να σου πω ένα παράδειγμα. Τόσα χρόνια με ρωτούσαν γιατί δεν κάνουμε ελληνική μυθοπλασία. Μόλις κάναμε τον Αστέρα Ραχούλας, μας είπαν "μπράβο κάνατε ένα σήριαλ". Μόλις βγήκε το Survivor γύρισαν όλοι την πλάτη στον Αστέρα Ραχούλας και έπεσαν όλοι στο Survivor».
«Τι δηλαδή, είναι θέμα ποιότητας;», ρωτάω περιμένοντας την απάντησή τοθ. «Ναι, είναι και θέμα έλλειψης παιδείας και πολιτισμού και χίλια δυο. Εγώ δεν λέω όχι στο Survivor, αλλά όχι μόνο αυτό. Δεν μπορείς να γυρίζεις την πλάτη σου σε όλα τα άλλα και να στρέφεσαι αποκλειστικά στο Survivor, 3-4 ώρες την ημέρα Survivor και τίποτε άλλο».
Info:
O Γεράσιμος Σκιαδαρέσης πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Το τίμημα» του Άρθουρ Μίλερ που παίζεται στο Θέατρο Ιλίσια, σε σκηνοθεσία Ιωάννας Μιχαλακοπούλου.
Στις 27/3, την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου, θα παρουσιάσει στο κτίριο της Βουλής, στην Αίθουσα της Γερουσίας, τον μονόλογο «Εκτός ύλης ή Ο μονόλογος ενός καθ' ομολογία παράλογου» του Κώστα Λεμονή.