Η αίθουσα του Παλλάς είναι άδεια και ήσυχη. Ακούγονται μόνο οι ψίθυροι των ηθοποιών καθώς παίρνουν θέσεις για τη γενική και η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, σαν από παλιό δίσκο. Είναι η μουσική που έγραψε ο συνθέτης για την ιστορική παράσταση του Θεάτρου Τέχνης το 1957, όταν ο Κάρολος Κουν πρωτοσύστησε τον Μπέρτολτ Μπρεχτ στο ελληνικό κοινό με το έργο του Ο κύκλος με την κιμωλία σε απόδοση Οδυσσέα Ελύτη.
Τα παλιά υλικά: λόγια, μουσική και τραγούδια συνδέονται με το σκηνικό της Λίλης Πεζανού, ένα θέατρο με σκαλωσιές, ένα εργοτάξιο, ένα γιαπί, ένας τόπος πριν από τη λειτουργία ή την αναγέννησή του. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, σκηνοθέτης της παράστασης, δίνει τις τελευταίες οδηγίες, οι τεχνικοί με τα γιλέκα ασφαλείας μετακινούν τις ογκώδεις κατασκευές. Μικρό διάλειμμα για τους δυο μικρούς πρωταγωνιστές που παίζουν τον ρόλο του πρίγκιπα που σώζει η ευσπλαχνική υπηρέτρια, ο Αιμίλιος Χειλάκης σκαρφαλώνει στη σκαλωσιά-έδρανο για να ξεκινήσει η σκηνή του λαϊκού δικαστηρίου. Στη μέση της σκηνής, ζωγραφισμένος με κιμωλία, ένας κύκλος.
Το θέατρο μέσα στο θέατρο σου δίνει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσεις κάθε είδος και κάθε φόρμα για να πεις μια ιστορία, σου δίνει μια εκφραστική ελευθερία. Η μεταφορά που κάνουμε σε αυτό το έργο έχει να κάνει με την έννοια της ελπίδας, ότι κάτι που έχει γκρεμιστεί μπορεί να ξαναχτιστεί.
«Χρησιμοποιώ τη μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη και τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι γιατί έχουν αξία καλλιτεχνική έτσι κι αλλιώς» λέει ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. «Ιδίως στα λυρικά της μέρη η μετάφραση του Ελύτη φανερώνει και την καταγωγή της και η μουσική του Χατζιδάκι έχει όλα αυτά τα γνωστά τραγούδια – είναι κι αυτή μια μουσική που αγαπάμε, μουσική της καταγωγής μας. Όμως δεν είναι αυτός ο κυρίαρχος λόγος. Κυρίαρχος λόγος είναι ότι στην μπομπίνα που έχουμε με τη μουσική του Χατζιδάκι υπάρχουν 45 λεπτά ανέκδοτης μουσικής που δεν έχει ακουστεί ποτέ, παρά μόνο στην παράσταση του Τέχνης το '57. Θεωρώ ότι το να πάρουμε αυτά τα υλικά από μια παρελθούσα εποχή της κοινωνίας μας μάς βοηθάει να συνδεθούμε με εκείνη την περίοδο κι εκείνους τους ανθρώπους που αισθανόμαστε ακόμα και σήμερα ότι είναι πνευματικοί ταγοί μας. Επίσης, πιστεύω ότι σε αυτή την μπερδεμένη εποχή που ζούμε εμείς σήμερα, όπως και οι ήρωες που αφηγούνται αυτό το έργο, το παραμύθι του Κύκλου με την κιμωλία, έχουμε πολύ μεγάλη ανάγκη –τουλάχιστον εγώ το νιώθω έτσι– να κάνουμε ένα-δυο βήματα πίσω για να σταθούμε σε πιο στέρεο έδαφος».
Ο Μπρεχτ έγραψε τον Κύκλο με την κιμωλία όταν ο κόσμος έβγαινε από τα ερείπια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και προσπαθούσε να επαναπροσδιοριστεί για να χτίσει ξανά τη ζωή του. Ήταν η περίοδος της αυτοεξορίας του συγγραφέα στις ΗΠΑ και ο αρχικός τίτλος του έργου ήταν Ο καυκασιανός κύκλος με την κιμωλία. Ολοκληρώθηκε το 1945 και έμελλε να γίνει ένα από τα διασημότερα και πιο πολυπαιγμένα έργα του Γερμανού δραματουργού και ποιητή παγκοσμίως.
«Το σκηνικό είναι ένα εργοτάξιο θεάτρου. Είναι θέατρο μέσα στο θέατρο κι έχει έναν πρόλογο που δεν τον έχουμε δει ποτέ να παρασταίνεται» μας εξηγεί ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. «Είναι ένας πολύ επικαιρικός πρόλογος. Μιλά για την εποχή του πολύ καθαρά. Είναι η έριδα δύο γειτονικών χωριών της σοβιετικής Γεωργίας για το αν πρέπει να χρησιμοποιήσουν τη γη με τον παλιό τρόπο ή τους τρόπους της νέας εποχής. Ο πρόλογος δίνει στο κοινό δύο στοιχεία πολύ βασικά. Το πρώτο είναι ότι κάποιοι αφηγούνται ένα παραμύθι του χτες. Το θέατρο μέσα στο θέατρο σου δίνει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσεις κάθε είδος και κάθε φόρμα για να πεις μια ιστορία, σου δίνει μια εκφραστική ελευθερία. Το δεύτερο είναι αυτό που έλεγε και πίστευε απόλυτα ο Μπρεχτ, ότι η τέχνη δεν είναι μια αισθητική απόλαυση, είναι χρήσιμη. Ότι μπορείς να ανατρέξεις, να δεις, να ακούσεις, να μελετήσεις ένα έργο τέχνης για να λύσεις ένα πρακτικό πρόβλημα της ζωής σου. Η μεταφορά που κάνουμε σε αυτό το έργο έχει να κάνει με την έννοια της ελπίδας, ότι κάτι που έχει γκρεμιστεί μπορεί να ξαναχτιστεί».
Ο Κύκλος με την κιμωλία είναι ένα γοητευτικό, λαϊκό παραμύθι. Είναι η ιστορία μιας φτωχής υπηρέτριας, της Γρούσας, που σώζει τον μικρό διάδοχο του θρόνου, ένα βρέφος που παρατάει η μητέρα του στη βιασύνη της να γλιτώσει από τη σφαγή. Το έργο αφηγείται τη φυγή της προς τα βουνά για να σώσει τη ζωή του μικρού πρίγκιπα, που στην αρχή τής είναι βάρος, αλλά σιγά-σιγά μαθαίνει να τον αγαπάει σαν πραγματική του μητέρα. Με θυσίες κρατάει το παιδί κοντά της μέχρι την ημέρα που η βιολογική του μητέρα επιστρέφει και το διεκδικεί δικαστικά, κατηγορώντας τη Γρούσα ότι της το έκλεψε. Είναι η ιστορία ενός χωριού που δοκιμάζεται, η ιστορία ενός δικαστή, λαϊκού κλεφτοκοτά, που νομοθετεί με τον δικό του τρόπο. Ο σκηνοθέτης καλείται να επικαιροποιήσει τα νοήματα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον.
Η μεταφορά που κάνουμε σε αυτό το έργο έχει να κάνει με την έννοια της ελπίδας, ότι κάτι που έχει γκρεμιστεί μπορεί να ξαναχτιστεί...
«Έχει πάρα πολλές δυσκολίες το έργο» μας λέει σε ένα διάλειμμα για αλλαγή σκηνικού ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. «Οι πρώτες είναι αμιγώς τεχνικές. Είναι ένα πεντάπρακτο έργο με 75 σκηνές τουλάχιστον, με είκοσι περίπου χώρους και πάνω από 100 ρόλους. Ξεκινάς, δηλαδή, με έναν ογκόλιθο. Από τις 23 Νοεμβρίου που ξεκινήσαμε ήθελε μεγάλη προεργασία και μάζεμα. Οι ηθοποιοί είναι αξιοθαύμαστοι. Μπορούν και τα κάνουν όλα. Όμως, η πραγματική δυσκολία για μένα ήταν πώς θα έπαιρνα ένα έργο εμβληματικό για να το ανεβάσω σήμερα και να αποδείξω παράλληλα την αξία των στοιχείων του. Γιατί ο Κύκλος έχει ταυτόχρονα και πολλά άλλα στοιχεία του παρελθόντος, εκτός από τη συγκινητική ιστορία της Γρούσας».
Το έργο, που κυριαρχείται από το αντιπολεμικό πνεύμα του συγγραφέα, είναι μια αλληγορία, μια παραβολή «για τον πειρασμό της καλοσύνης», σύμφωνα με τα λόγια του Μπρέχτ. Σ' έναν κόσμο όπου θριαμβεύει η αδικία, η αλαζονεία της εξουσίας και του πλούτου, σε μια εποχή σκληρή και δύσκολη, όπως αυτή που ζούμε σήμερα, ο Μπρεχτ παραμένει μέγας ποιητής-οραματιστής και μέσα από τη θεατρική πράξη μεταφέρει την πίστη του στον θρίαμβο της Δικαιοσύνης και άρα της ανθρωπότητας.
Το κέντρο της ιστορίας της Γρούσας είναι, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη: «O στίχος που λέει: "Τι φοβερό, τι φοβερό, την ώρα που διακρίνεις μέσα σου να σκιρτάει ο πειρασμός της καλοσύνης!". Τι σημαίνει για τους κοινούς ανθρώπους, για εμάς, η επιλογή, της καλοσύνης. Αυτή η ιστορία μάς ανοίγει ένα παράθυρο σε μια επιλογή. Επιλέγουμε να είμαστε καλοί; Από την άλλη, η ιστορία του δικαστή Αζντάκ μας ανοίγει ένα παράθυρο στο τι είναι ηθικό και τι όχι. Ποια ηθική είναι σωστή; Η εφαρμοστέα από τους νόμους; Ποιος νομοθέτησε όμως; Μήπως χρειάζεται ένας αήθης παίκτης που μπορεί να μεροληπτήσει και άρα να κρίνει σωστά με το πραγματικό δίκαιο; Και ας μη γελιόμαστε. Αυτό εξακολουθεί να μας απασχολεί και σήμερα, τώρα».
Οι σκηνές που ξεχωρίζει ο σκηνοθέτης ως τις συγκινητικότερες και αξεπέραστες είναι αυτές της περιπλάνησης της Γρούσας, όταν παίρνει το παιδί για να το σώσει. Όπως και τη σκηνή που αποφασίζει να πάρει μαζί της το παιδί. «Κυρίως με συγκινεί η βαθιά έννοια που προκύπτει μέσα από αυτές τις πράξεις. Ότι η σχέση της αγάπης με τον άλλο δεν έρχεται μέσα από μια σχέση ιδιοκτησιακού καθεστώτος αλλά μέσω της φροντίδας, μέσω της επαφής, μέσω του βάρους και του δεσμού που αποκτάς με τον άλλο. Ο στίχος που έχει γραφτεί είναι σπαρακτικός. Είναι μια σύνοψη της αγάπης και της αλληλεγγύης. Είναι σαν ευχή και κατάρα. Είναι αυτός: "Κείνος που κάνει τον κουφό σαν του ζητούν βοήθεια / και δεν ακούει, και πάει να φύγει, ξέρε το, ποτέ, / ποτέ του πια δε θ' αξιωθεί κάλεσμ' αγαπημένου του / ν' ακούσει, ούτε φωνή κορυδαλλού μες στα χαράματα, ποτέ!"».
«Ο κύκλος με την κιμωλία».
Θέατρο Παλλάς, Βουκουρεστίου 5, City Link.
Παραστάσεις: Τετ. & Κυρ. 19.15, Πέμ.-Σάβ. 20.15
σχόλια