Ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος κάποια στιγμή ήρθε σε επαφή με τη μελέτη του John Waller «A time to dance, a time to die: The extraordinary story of the dancing plague of 1518» σχετικά με μια άγνωστη πτυχή της ευρωπαϊκής ιστορίας: το 1518 ξέσπασε στο Στρασβούργο μια επιδημία χορευτικής παραφροσύνης, κατά την οποία χιλιάδες άνθρωποι, παρακινημένοι από μια ακατανίκητη και μυστηριώδη παρόρμηση, βρέθηκαν να χορεύουν ασταμάτητα, μέχρις εξαντλήσεως, στους δρόμους της πόλης.
Με αφορμή αυτό το ιστορικό γεγονός ο ηθοποιός και σκηνοθέτης μερικών ιδιαίτερα πετυχημένων παραστάσεων των τελευταίων χρόνων, όπως το πολυβραβευμένο με τρία Queer Theater Awards «Ο Καραφλομπέκατσος και η Σπυριδούλα», βασισμένο σε κείμενα της Λένας Κιτσοπούλου, και η «Απαγωγή της Τασούλας», εμπνευσμένη από θρυλικά γεγονότα της Κρήτης, χάρη στο οποίο η πρωταγωνίστρια του Ελένη Στεργίου ήταν υποψήφια για το Βραβείο Μελίνα Μερκούρη, έγραψε και ανεβάζει στη Σκηνή Ω του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά τη «Χορευτική Πανούκλα». Μας συστήθηκε και μας μίλησε για το πώς εμπνεύστηκε και συνέθεσε το έργο του και τι θέλει να πει μέσα από αυτό.
— Ήταν πάντα επιθυμία σου να σκηνοθετήσεις;
Ξεκίνησα να παίζω στο θέατρο ως ηθοποιός, όμως το μικρόβιο της σκηνοθεσίας υπήρχε από την αρχή μέσα μου. Εκδηλωνόταν με μια παραπάνω έγνοια για το συνολικό αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή αποδέχτηκα ότι το όλον με αφορούσε περισσότερο από το επιμέρους, οπότε αποφάσισα να μετακινηθώ προς τη σκηνοθεσία χωρίς, παρ’ όλα αυτά, να εγκαταλείψω τον ηθοποιό.
Στην πορεία προέκυψε και η συγγραφή και, συνυπολογίζοντας το γεγονός ότι η μουσική κατείχε από την αρχή πρωτεύοντα ρόλο στην ανάπτυξη της σκηνικής μου γλώσσας, μάλλον η τάση όσον αφορά την προσέγγιση της θεατρικής τέχνης γίνεται όλο και πιο ολιστική.
Το βασικό θέμα που καυτηριάζει το έργο που ετοιμάζουμε είναι ότι η εξουσία δεν είναι κάτι που αναζητά κανείς έξω από τον εαυτό του και έξω από τις διαπροσωπικές του σχέσεις. Πάντα θεωρούμε εξουσία κάποιον άλλον που μας καταπιέζει, όμως οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πρωτίστως μέσα μας και μέσα στις σχέσεις μας με τον «άλλον» πόση κατάχρηση της προνομιούχου θέσης μας επιτρέπουμε στον εαυτό μας να κάνει.
— Έχεις κάνει σπουδές Θεατρολογίας;
Είμαι φοιτητής επί πτυχίω. Όταν ξεκίνησα να σκηνοθετώ, βρέθηκα αντιμέτωπος με δυσκολίες, έπεσα σε κενά. Μου έλειπαν εργαλεία δουλειάς: η ανάλυση, η εμβάθυνση. Ήταν συνειδητή επιλογή να φοιτήσω στη Θεατρολογία και μέχρι σήμερα είναι ίσως η πιο λειτουργική επιλογή που έχω κάνει. Ξεκίνησα να φοιτώ τη χρονιά πριν από την παράσταση του «Καραφλομπέκατσου και της Σπυριδούλας».
— Τα κενά έχουν να κάνουν με τη λειψή θεατρική παιδεία στην Ελλάδα;
Φυσικά. Και αναφερόμαστε, φαντάζομαι, στις σχολές υποκριτικής. Και ας μην ξεχνάμε ότι σχολή σκηνοθεσίας δημιουργήθηκε μόλις… χθες!
— Οπότε η εμπειρία σου πάνω και κάτω από τη σκηνή δεν μπορεί παρά να σε κάνει να αντιμετωπίζεις εντελώς διαφορετικά τις σπουδές σου.
Η σχολή και η σκηνή για μένα είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Το ένα προσφέρει στο άλλο. Η Θεατρολογία, και συγκεκριμένα η επαφή με ορισμένους καθηγητές, όπως ο Γιώργος Πεφάνης, μου έχει ανοίξει ορίζοντες στη δουλειά μου είτε ως σκηνοθέτη, είτε ως συγγραφέα, είτε και ως ηθοποιού ακόμη. Μοιάζει οξύμωρο πώς μια κατά βάση θεωρητική σχολή εξυπηρετεί τόσο πολύ μια τέχνη με πρακτική φύση, αλλά το βιώνω έτσι ακριβώς.
Ιδιαίτερα η επαφή μου με την Ιστορία και τη Φιλοσοφία του Δράματος με βοηθά να αντιληφθώ εις βάθος την ουσία και τη λειτουργία του δραματικού έργου και της θεατρικής τέχνης, ενώ, ερχόμενος σε επαφή με τη Θεωρία του Δράματος, έχω εμπλουτίσει και οξύνει τα εργαλεία μου ως σκηνοθέτη.
— Ωστόσο η δική σου αφετηρία μοιάζει να είναι η λογοτεχνία και η εποχή όπως αντανακλάται μέσα σε αυτήν, αναζητώντας μάλλον ιδιόρρυθμες ιστορίες.
Με ενδιαφέρει οπωσδήποτε η λογοτεχνία. Αλλά και οι πραγματικές ιστορίες με πολιτικό και κοινωνικό υπόβαθρο που συνομιλούν με τη δική μας, σύγχρονη πραγματικότητα.
— Μπήκες από την αρχή στα βαθιά νερά, καθώς ξεκίνησες με τον «Ταρτούφο».
Μάλλον ήταν άγνοια κινδύνου. Δεν αρκέστηκα στο ίδιο το έργο αλλά εστίασα σε κάτι που με παρακίνησε να ασχοληθώ με τον «Ταρτούφο», την πραγματική ιστορία των περιπετειών του Μολιέρου με την Εκκλησία και τη λογοκρισία. Ο «Ταρτούφος» γράφτηκε τρεις φορές μέχρι να επιτραπεί η ελεύθερη παρουσίασή του στο κοινό, δηλαδή μέχρι ο συγγραφέας να κάνει τις απαραίτητες υποχωρήσεις και ο Λουδοβίκος 14ος να μπορέσει να πάρει, μετά τον θάνατο της μητέρας του, την ευθύνη της απόφασης.
Ο Μολιέρος, για να δείξει την ευγνωμοσύνη του, έγραψε το γνωστό φινάλε, έναν ύμνο στον βασιλιά. Ενσωματώσαμε στην παράσταση την αλληλογραφία μεταξύ του Λουδοβίκου και του Μολιέρου και δημιουργήσαμε έναν διάλογο μεταξύ της πραγματικής ζωής και της πλοκής του «Ταρτούφου». Σαν δύο έργα που έτρεχαν παράλληλα ή σε αντίστιξη, αναδεικνύοντας το ένα τα άρρητα συμφραζόμενα και τα κρυφά νοήματα του άλλου.
Προσωπικά, με είχε συγκινήσει, κι ακόμα με συγκινεί, η αγωνιώδης προσπάθεια ενός καλλιτέχνη να υπάρξει συγκρουόμενος και εξαρτώμενος την ίδια στιγμή από μια εξουσία. Το θέμα της εξουσίας διατρέχει κάθε έργο με το οποίο έχω ασχοληθεί μέχρι σήμερα και πολύ περισσότερο το έργο που ετοιμάζω τώρα.
— Θα μιλήσουμε και γι’ αυτό, αλλά θα ήθελα να μου μιλήσεις για την «Παρέλαση» της Αναγνωστάκη που ανέβασες. Φαντάζομαι ότι ως νέος σκηνοθέτης θα το χειρίστηκες με μια ιδιαίτερα ανανεωτική φόρμα και ερμηνεία.
Ήταν μια ιδέα της Ελένης Στεργίου, με την οποία συνεργαζόμαστε πολύπλευρα και σε μόνιμη βάση. Στην αρχή ήμουν διστακτικός, έπειτα αφέθηκα να το δω ως μια πρόκληση να βρούμε νέους κώδικες και αφορμές να ανέβει ένα πολιτικό αλλά και τόσο υπερβατικό έργο. Το νιώθαμε κάπως σαν «υποχρέωση» να αποδείξουμε ότι είμαστε ικανοί να το προσεγγίσουμε με έναν «διαφορετικό» σκηνικό τρόπο.
Στην πορεία έγινε καθαρό ότι τα μεγάλα έργα μπορούν να σε οδηγήσουν και να σε απαλλάξουν από φόβους, κατασκευασμένες ευθύνες και περιττά βάρη. Μια σκηνογραφική επιλογή έδωσε την οπτική γωνία μέσα από την οποία νιώσαμε δημιουργικοί και έναν σεβασμό προς το έργο. Φέραμε τον τοίχο και το παράθυρο-πρωταγωνιστή του έργου στο πάτωμα. Ήταν σαν να αιωρούμασταν σε ένα σκοτεινό σύμπαν. Φέρνοντάς το σήμερα στη μνήμη μου, νιώθω πως ίσως το σκοτεινό αυτό σύμπαν να συμβόλιζε όλα όσα ανέφερα πριν και μας πολιορκούσαν τότε.
— Λίγο σαν να έχεις φέρει τον κόσμο τα πάνω κάτω. Αλλά φαντάζομαι ότι όταν βρίσκεται κανείς στην ηλικία σου, αυτός είναι ο στόχος. Είχε σημασία η «Παρέλαση» να ξανανέβει στις μέρες μας;
Φαντάζομαι πως ναι, όσο είναι νέος κανείς τροφοδοτείται από μια εσωτερική παρόρμηση, ανάγκη ίσως, να ανατρέψει, να διαλύσει, να ανασυνθέσει. Δεν θέλω να ακουστώ πεσιμιστής ούτε νιώθω αποκομμένος από αυτή την ανάγκη που περιέγραψα, όμως, κάνοντας περιπάτους σε διάφορα χρονικά κομμάτια της Ιστορίας, καθώς έγραφα τα δύο θεατρικά μου έργα, διαπίστωσα ότι οι ανεπάρκειες, τα αδιέξοδα και οι ψευδαισθήσεις μας έχουν διαχρονικά τα ίδια χαρακτηριστικά. Απλώς αλλάζουν μορφές, μετασχηματίζονται στη ροή του χρόνου, ανακυκλώνονται, κι αυτό με κάνει να πιστεύω πως τελικά τίποτα δεν αλλάζει ριζικά, δεν υπάρχει καθορισμένο ή αναγνωρίσιμο «πάνω και κάτω», είμαστε όλοι ανεβασμένοι σε μια τραμπάλα με έψιλον κεφαλαίο και κάθε φορά που κάνουμε κατάχρηση της θέσης μας σε αυτήν ή αφήνουμε λίγο χώρο σε κάποιον άλλον άνθρωπο απολαμβάνουμε τη θέα από το ανάλογο ύψος. Η τραμπάλα, φυσικά, είναι οι σχέσεις εξουσίας που αναπόδραστα μας συνέχουν. Μια φυσική κατάσταση, όπως αναλύει και ο Φουκό, την οποία μπορούμε να χειριστούμε ανάλογα με τη συνείδηση και την ιδεολογία μας, αλλά χωρίς ψευδαισθήσεις ότι είμαστε μονίμως τα θύματά της.
— Τώρα έγραψες ένα έργο βασισμένο σε μια μελέτη που αναφέρεται σε ένα αξιοσημείωτο γεγονός, στο ότι το 1518 στο μεσαιωνικό Στρασβούργο έπιασε ολόκληρη την πόλη μια μανία χορευτική, εξαντλώντας κάποιους και οδηγώντας τους στον θάνατο. Υπάρχουν σύγχρονες ερμηνείες για το τι μπορεί να το προκάλεσε;
Η Χορευτική Πανούκλα εμφανίστηκε ξαφνικά και εκρηκτικά. Σταδιακά άρχισε να μολύνει όλους τους κατοίκους του Στρασβούργου, παίρνοντας διαστάσεις επιδημίας. Έχουν δοθεί πολλές πιθανές εξηγήσεις που ακολουθούσαν σε κάθε εποχή την εξέλιξη της σκέψης και της επιστήμης. Στην αρχή είπαν ότι ήταν μαγική επιρροή, μετά ότι οφειλόταν στα ανισόρροπα υγρά του οργανισμού των χορευτών, αργότερα ότι οφειλόταν σε έναν μύκητα που βρήκαν στο ψωμί που κατανάλωσαν οι «ασθενείς», την ερυσίβη, από την οποία φτιάχνεται και το LSD.
Η πιο σύγχρονη εκδοχή είναι ότι επρόκειτο για μια μαζική αντίδραση στην καταπίεση, στην ανέχεια και στην καταστολή. Καμία εκδοχή δεν έχει επικρατήσει. Αυτό προσωπικά με απελευθέρωσε γιατί έψαξα να βρω τις δικές μου αιτίες, έναν δικό μου λόγο να πω ξανά αυτή την ιστορία.
— Τρομερά ενδιαφέρουσα ιστορία και μάλλον άγνωστη. Εσένα τι σε παρακίνησε να το μεταφέρεις στη σκηνή;
Η σύγχρονη πραγματικότητα, αυτό που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Το πρότζεκτ το είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου για τέσσερα χρόνια. Στην πρώτη καραντίνα ήρθε στο προσκήνιο, αφού, όπως «διαβάζω» εγώ το συμβάν του Στρασβούργου, οι προεκτάσεις του συνομιλούν άμεσα με το σήμερα. Έτσι, αυτό που φτιάξαμε τελικά μπορεί να ιδωθεί ως μια αλληγορία. Οι δύο πυλώνες επάνω στους οποίους στηρίζεται το έργο είναι από τη μια η «ατομική επιλογή», άρα και ευθύνη, και από την άλλη η εξουσία και οι γκροτέσκοι μηχανισμοί της. Το αληθινό περιστατικό λειτουργεί μόνο ως αφορμή.
Οι αναφορές της δραματουργίας και η θεωρητική της σκευή με έναν τρόπο είναι από τη μια κάποιες ιδέες του υπαρξισμού και του Σαρτρ, π.χ. «με τις πράξεις μου διαμορφώνω το μέλλον, τον κόσμο μέσα στον οποίο ζω» ή «αν έχω συνείδηση πως όταν πράττω το οτιδήποτε, στην ουσία παίρνω θέση και επιλέγω το πώς θα ήθελα να πράττει κάθε άνθρωπος», ενώ από την άλλη η διάσταση της εξουσίας και των μηχανισμών της τροφοδοτείται από τις ιδέες του Φουκό για την επιτήρηση και την τιμωρία.
— Οπότε ουσιαστικά μιλάς για το σήμερα;
Για ολόκληρη την ιστορία του κόσμου. Η πλοκή ακολουθεί τη γενεαλογία των μεθόδων ελέγχου και καταστολής που έχει χρησιμοποιήσει η εκάστοτε εξουσία από τον Μεσαίωνα μέχρι τη δύση του εικοστού αιώνα, από την εκκλησιαστική στην ιατρική-επιστημονική, στη νομοθετική και στη δικαστική, με τελευταίο σταθμό την υβριδική μορφή ψυχιατρικής και δικαστικής εξουσίας όπως εκδηλώνεται με την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, η οποία δεν αξιολογεί την πράξη ως παραβατική ή μη αλλά εξετάζει το παρελθόν και ιχνογραφεί το ψυχολογικό προφίλ όποιου κατηγορείται επειδή έκανε κάτι αντικανονικό. Στην περίπτωσή μας ήταν ένας ακατανόητος χορός που προκάλεσε τις Αρχές απλώς επειδή διατάρασσε τη δημόσια τάξη.
Αυτό στο οποίο καταλήγει το έργο είναι ότι η εξουσία βρίσκει τρόπους, μέσω των δικαστικών λειτουργών στο έργο, να στραφεί κατά της ίδιας της προσωπικότητας, ενσταλάζοντας μέσα της τον έλεγχο και την καταστολή. Βλέπουμε και σήμερα πώς υπάρχει και πώς συνεργάζεται μια ολόκληρη αλυσίδα εξουσιών, από την εκλεγμένη κυβέρνηση, τους νομοθέτες και τους γιατρούς μέχρι τα μέσα ενημέρωσης, οι οποίες διεκδικούν, η καθεμία για τον εαυτό της και όλες μαζί, τον ρόλο της αυθεντίας, της κατόχου της απόλυτης γνώσης και αλήθειας και λύσης, την οποία, αν δεν αποδεχθείς, μπορεί να θεωρηθείς από ανεύθυνος έως και ανεπιθύμητος ή αποδιοπομπαίος. Έτσι εκπαιδεύεσαι να ελέγχεις είτε τον διπλανό σου είτε τον ίδιο σου τον εαυτό, γιατί φυσικά επιθυμείς να συνεχίσεις να είσαι ένα κοινωνικό ον.
— Ωστόσο, ακόμα και η πολιτική εξουσία μοιάζει να είναι όμηρος της ιατρικής επιστήμης.
Νομίζω ότι είμαστε όλοι όμηροι ο ένας του άλλου, και μάλιστα σε μια εποχή και σε έναν διευρυμένο κοινωνικό χώρο όπου το να παίξεις το παιχνίδι της εξουσίας απέναντι στον «άλλο» είναι πλέον εύκολο, αποδεκτό, μέχρι και απαιτητό.
Το βασικό θέμα που καυτηριάζει το έργο που ετοιμάζουμε είναι ότι η εξουσία δεν είναι κάτι που αναζητά κανείς έξω από τον εαυτό του και έξω από τις διαπροσωπικές του σχέσεις. Πάντα θεωρούμε εξουσία κάποιον άλλον που μας καταπιέζει, όμως οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πρωτίστως μέσα μας και μέσα στις σχέσεις μας με τον «άλλον» τι ποσοστό κατάχρησης της προνομιούχου θέσης μας επιτρέπουμε στον εαυτό μας να κάνει.
Το έργο μιλάει επίσης για την αυθυπαρξία της εξουσίας και για την εξουσία ως αναγκαία και αναπόφευκτη ανθρώπινη συνθήκη, κάτι που επιβεβαιώνεται, όπως ανέφερα και πριν, από τον γκροτέσκο χαρακτήρα της εξουσίας και τους ομοειδείς μηχανισμούς της. Αν σκεφτούμε τα πρόσωπα που βρίσκονται κατά κανόνα σε θέσεις εξουσίας και τη γελοιότητα με την οποία την ασκούν, θα βρεθούμε αβίαστα μπροστά στην πλήρη συνειδητοποίηση ότι αν δεν ήταν η εξουσία μια φυσική κατάσταση για εμάς και αν δεν τη «χρειαζόμασταν», κανείς από αυτούς τους «υμπικούς» χαρακτήρες, όπως τους ονομάζει ο Φουκό, δεν θα μπορούσε να αναρριχηθεί ως εκεί.
— Οι εποχές πώς διαπερνούν το έργο;
Υπαινικτικά. Καθώς η εξουσία, διατηρώντας τον γκροτέσκο χαρακτήρα της, αλλάζει μορφές μέσα στην πορεία του έργου, σηματοδοτεί και τις αλλαγές των εποχών. Η εναρκτήρια συνθήκη παρουσιάζει τους ίδιους τους Χορευτές του Στρασβούργου να ζουν για εκατοντάδες χρόνια και να ανεβαίνουν κάθε βράδυ στη σκηνή για να μας αφηγηθούν την ιστορία τους. Περιμένοντας το εκάστοτε κοινό, από τη θέση εξουσίας που του προσφέρει η απουσία ατομικοτήτων και ταυτοτήτων, να εκφέρει κρίση για την ακατανόητη πράξη τους και να αποφανθεί για το μέλλον τους, να τους κατατάξει, κάτι στο οποίο όλες οι προηγούμενες εξουσίες απέτυχαν ή εγκατέλειψαν.
Ελπίζουμε ότι ο θεατής της παράστασης θα παρακινηθεί να θέσει στον εαυτό του ορισμένα ερωτήματα, να εισχωρήσει σε μια θέση ενδοσκόπησης σχετικά με θέματα πολιτικά, κοινωνικά αλλά και οντολογικής διάστασης που θίγει το έργο, αφού και η γραφή του έργου αλλά και ο σκηνικός κώδικας είναι συγγενής με το επικό θέατρο του Μπρεχτ και παράλληλα ενεργοποιεί όλους τους μηχανισμούς της σάτιρας, υιοθετώντας τα εργαλεία της κωμωδίας και του μουσικού θεάτρου.
— Χορεύουν οι ηθοποιοί ακατάπαυστα όπως το 1518;
Αν και ξεκινήσαμε με τις καλύτερες προθέσεις και όλοι περιμέναμε να υπάρχει πολύς χορός, αυτό που πρωταγωνιστεί στην παράσταση είναι ο λόγος και η εξαιρετικά πνευματώδης και υπαινικτική μουσική του Λευτέρη Βενιάδη. Οι ηθοποιοί προζάρουν πολύ, τραγουδούν, παίζουν ζωντανά τη μουσική, δημιουργούν τα ηχοτοπία, χορεύουν ελάχιστα και όλοι μαζί λέμε πολύ σοβαρά πράγματα με μια επιτηδευμένα ναΐφ ερμηνευτική γλώσσα.
«Χορευτική Πανούκλα»
Συγγραφή - Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μάρκελλος
Σύμβουλος στη δραματουργία: Ελένη Στεργίου
Πρωτότυπες συνθέσεις - ενορχηστρώσεις: Λευτέρης Βενιάδης
Χορογραφίες - Επιμέλεια κίνησης: Ηρώ Κόντη
Σκηνικά - Κοστούμια: Νίκη Ψυχογιού
Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης
Βοηθός σκηνοθέτη: Βίβιαν Κραββαρίτη
Βοηθός Σκηνογράφου-Ενδυματολόγου: Σοφία Μπαμπανιώτη
Παίζουν: Ελένη Στεργίου, Γιάννης Μαστρογιάννης, Χρήστος Παπαδόπουλος, Iya Algaer, Μυρτώ Παπά, Σταύρος Ζαφείρης, Λευτέρης Βενιάδης, Κωνσταντίνος Μάρκελλος
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, Σκηνή Ωμέγα
Από 16/5 έως 30/5
Ημέρες & ώες: Δευτ., Τετ. 21:00 & Σάβ. 18:00