Ο Κώστας Κουτσολέλος τρολάρει ασύστολα στη σελίδα του στο Facebook. «Το χρησιμοποιώ πολύ, τα δίνω όλα, έχω κάνει μεγάλη καριέρα στο Facebook» μου λέει σαρκαστικά. Και στις επεισοδιακές συναντήσεις μας (την πρώτη φορά τον έστησα εγώ 36 λεπτά, τη δεύτερη με έστησε αυτός μία ώρα) δεν μπορείς να διακρίνεις πότε τρολάρει και πότε μιλάει σοβαρά. «Σκηνοθετώ παραστάσεις από το 2007», λέει, «που η μία είχε λιγότερο κόσμο από την άλλη. Ως ηθοποιός, όμως, ασχολούμαι με το θέατρο πολύ νωρίτερα». Χαρακτηρίζει αυτό που κάνει «μεταμοντέρνα περφόρμανς» και ξεκαρδίζεται. Του ζητάω να σχολιάσει το δελτίο Τύπου που στέλνει για τη νέα του δουλειά Ποτέ δεν σε ξεχνώ, στο οποίο αναφέρει ότι «δεν είναι μια σπουδαία παράσταση. Είναι ένα μικρό, προσωπικό τραγούδι», και η ειλικρίνειά του ξαφνιάζει:
«Παλιότερα, στα δελτία Τύπου προσπαθούσα να μιμηθώ αυτά που έγραφαν οι άλλοι: ότι έχω δουλέψει πολύ γι' αυτό, ότι έχω ερευνήσει για καιρό κ.λπ., και μου φάνηκε πολύ μεγάλο ψέμα – ειδικά τώρα που ξέρω τι είναι μια παράσταση και πώς φτιάχνεται. Νομίζω ότι οι περισσότεροι κάνουμε μια παράσταση επειδή δεν ξέρουμε να κάνουμε τίποτε άλλο. Και αν τύχει από κει μέσα να βγει και κάτι που είναι αυθεντικό, πάλι καλά. Μην ακούω όμως παπαριές ότι θέλεις να μιλήσεις για το σήμερα ή να αλλάξεις τα πράγματα και τέτοια βαρύγδουπα. Είσαι απλώς ανάπηρος, δεν ξέρεις πού αλλού να περάσεις την ώρα σου. Βέβαια, έχει και μια ωραία κοινωνικότητα μια παράσταση, την οποία την έχω ανάγκη. Είναι πολύ χρήσιμη. Να έρθουν άνθρωποι να σε δουν, να συζητήσετε μετά, είναι ένα άλλοθι για να συναντηθείς με τον άλλο και πολύ καλύτερο από το να πάτε απλώς για έναν καφέ».
Οι περισσότεροι κάνουμε μια παράσταση επειδή δεν ξέρουμε να κάνουμε τίποτε άλλο. Και αν τύχει από κει μέσα να βγει και κάτι που είναι αυθεντικό, πάλι καλά. Μην ακούω όμως παπαριές ότι θέλεις να μιλήσεις για το σήμερα ή να αλλάξεις τα πράγματα και τέτοια βαρύγδουπα.
Του ζητάω να μου μιλήσει για τον εαυτό του και τι τον έκανε να ασχοληθεί με το θέατρο. «Όποιος δεν με ξέρει, δεν χάνει και τίποτα» λέει. «Έχω μεγαλώσει στην Καλλιθέα. Δεν ασχολήθηκα με τον Ρεμπό από μικρός, δεν αγαπούσα το θέατρο, δεν είχα καμία σχέση με αυτό. Μπήκα στο τμήμα Μηχανικών του Πολυτεχνείου, δεν μου άρεσε καθόλου και το παράτησα. Έτσι, μπήκα στη δραματική σχολή τελείως για πλάκα, για να γνωρίσω γκόμενες, μα την Παναγία! Και έπεσα μέσα, γιατί ήταν ο καλύτερος χώρος γι' αυτό. Μου φαινόταν εύκολη η δραματική σχολή, το να ασχοληθείς με το θέατρο, ενώ η μουσική θέλει πειθαρχία. Το κλασικό θέατρο δεν μου άρεσε από τότε, αλλά δεν ήξερα ότι υπήρχε και κάτι άλλο. Κάποια στιγμή, έπειτα από 5-6 χρόνια, πήγα τυχαία, επειδή με σύρανε, σε μια παράσταση του Μαρμαρινού και από τότε μου άνοιξαν τα μάτια. Είδα ότι μέσα σε αυτό το μεγάλο πράγμα που λέγεται "θέατρο" υπάρχει ένας μικρός χώρος με τον οποίο μπορώ να ταυτιστώ και από τότε μου μπήκε το καταστροφικό μικρόβιο να κάνω κι εγώ παραστάσεις. Σκέφτομαι κάποιες φορές ότι αν δεν είχε μπει μέσα μου αυτό το μικρόβιο, θα μπορούσα να είχα κάνει καριέρα ως ηθοποιός –γιατί την έχω τη δεξιότητα– και θα μπορούσα να έχω βγάλει και κάποια χρήματα, αλλά από τη στιγμή που το κόλλησα, τέλειωσαν όλα. Ήρθε η καταστροφή. Και δεν μπορώ, δυστυχώς, με τίποτα να το σταματήσω».
Μου μιλάει για την παράσταση που παρουσιάζει στο Μπαγκλαντές, τον υπόγειο χώρο στη Χαλκοκονδύλη, «την άσχημη περιοχή της Ομόνοιας», που έφτιαξαν πέρσι μαζί με τον Βασίλη Νούλα και τη Βάσω την Καμαράτου. «Το Ποτέ δεν σε ξεχνώ δεν είναι κανένα μεγάλο, φιλόδοξο πρότζεκτ που θα μείνει χαραγμένο στην ιστορία του θεάτρου ή θα αγγίξει βαθιά τις καρδιές των θεατών – ή, τουλάχιστον, δεν είναι αυτός ο σκοπός» εξηγεί. «Είναι μια μικρή, προσωπική δουλειά, την οποία έχω βασίσει σε ένα ποίημα του Μπέκετ, το τελευταίο του, το "Ποια είναι η λέξη". Ο σκοπός της παράστασης δεν είναι να ακουστεί τόσο ο ίδιος ο λόγος του Μπέκετ, όσο να φτιάξει μια ατμόσφαιρα, ένα σύνολο που για μένα προσομοιάζει στην ατμόσφαιρα του Μπέκετ, και μέσα σε αυτό το πράγμα που μιλάει για την εμμονή με κάτι που δεν αλλάζει με τίποτα και την επανάληψη λέω κάποια πράγματα για μένα και το θέατρο, που είναι ακριβώς αυτό το πράγμα που θέλει να πει και ο Μπέκετ: ότι δηλαδή δεν έχω τίποτε άλλο να κάνω στη ζωή μου και ασχολούμαι κάθε μέρα με αυτό, και δεν με πάει και πουθενά, γιατί ούτε λεφτά έχω καταφέρει να βγάλω, ούτε έχω αναγνωριστεί, αλλά για κάποιον λόγο έτσι έχω μάθει να ζω τη ζωή μου και κάνω κάθε μέρα αυτό το πράγμα».
«Ο Μπέκετ δεν ξεχνάει, εσύ ξεχνάς;». «Όλοι ξεχνάμε. Αν δεν έχεις τη δυνατότητα να ξεχνάς πού και πού θα τρελαθεί το μυαλό σου, το να ξεχνάνε είναι από τις απαραίτητες λειτουργίες των ζωντανών. Αν δεν μπορούσαμε να ξεχνάμε τη θνητότητά μας, τον θάνατο, θα πέφταμε κατά δεκάδες από τα μπαλκόνια».
Κώστα, μέχρι πού θα έφτανες για την τέχνη;». «Πουθενά! Έχω απομακρυνθεί πια από αυτό το πράγμα. Είναι από τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή η τέχνη, αλλά όσο περνούν τα χρόνια –είμαι 45 και πλησιάζω προς τον θάνατο–, αρχίζει να πέφτει η σημαντικότητά της. Και η σημαντικότητα του ίδιου του θέματος αλλά και το τι θα κάνω εγώ μέσα στην τέχνη. Τελευταία σκέφτομαι ότι μέσα στις δυο-τρεις δεκαετίες που μου απομένουν αρχίζουν να γίνονται άλλα, πιο σημαντικά πράγματα: οι άνθρωποι π.χ. Επίσης, διαπίστωσα με τα χρόνια ότι δεν είμαι κανένα ιδιαίτερο ταλέντο, πράγμα που δεν είναι τόσο εύκολο να το καταλάβεις και να το αποδεχτείς – ενώ είναι αυτονόητο».
«Δεν θα ήθελες να κάνεις μια παράσταση που να μείνει στην ιστορία;». «Μα, δεν μπορώ να το κάνω. Και μου φαίνεται πολύ κουραστικό το να μπαίνεις να δεις μια παράσταση –που μπορεί να είναι πολύ ωραία– και να υπάρχει πρόθεση να δείξουν πόσο σημαντική είναι, ευρήματα σκηνοθετικά, να τα δίνουν όλα οι ηθοποιοί. Εντάξει, θα τελειώσει σε μια ώρα και θα πάμε στα δικά μας, τι θα γίνει δηλαδή, θα αλλάξει καμιά ζωή από αυτά που θα δείξεις; Κοροϊδευόμαστε τώρα; Θα περάσεις καλά, μπορεί και να αφηγηθείς μια ιστοριούλα που κάποιοι ίσως ταυτιστούν με αυτήν, αλλά δεν υπάρχει τίποτα βαθύτερο. Ή, αν υπάρχει, εγώ δεν το έχω δει. Παλιότερα, μπορεί να άλλαζε κάτι. Με τον μεταμοντερνισμό όμως, αυτήν τη λαίλαπα, έχεις δει τα πάντα και ίσως το μόνο που θα είχε πια νόημα για μένα θα ήταν να δεις κάτι μικρό και προσωπικό, κάτι που να είναι πολύ δικό σου, σχεδόν να αισθάνεσαι αδιάκριτος ως θεατής γιατί βλέπεις κάτι πολύ προσωπικό. Το δικό μου το μυαλό μέχρι εκεί φτάνει».
«Ζεις από το θέατρο;». «Δεν ζω από πουθενά, δεν έχω σταθερά έσοδα, επιβιώνω κουτσά-στραβά, όπως όλοι μας. Δεν ζω από κάτι. Δεν έχω καταφέρει να δω τι θα κάνω όταν μεγαλώσω. Για δέκα χρόνια δούλευα ως κλόουν σε παιδικά πάρτι, μια δουλειά που τη σιχαινόμουν, αλλά ήταν ο μόνος τρόπος να βγάλω χρήματα. Είχα γίνει ένας από τους καλύτερους κλόουν – και όσο καλύτερος γινόμουν, τόσο πιο πολύ το σιχαινόμουν. Έμπαινα στην τουαλέτα του σπιτιού που με καλούσαν για να αλλάξω κι άναβα ένα τσιγάρο πριν βγω και το τσιγάρο αυτό το θυμάμαι ακόμα. Κάποια στιγμή είπα ως εδώ είναι, τέλος, πέταξα στον κάδο των σκουπιδιών όλα τα εργαλεία μου, τις στολές, τα μαγικά, επειδή ήταν ο μόνος τρόπος να σταματήσω – είχαν τόση αξία που το κόστος και ο κόπος να τα ξαναβρώ δεν θα μου επέτρεπαν να συνεχίσω».
Του υπενθυμίζω μια συνέντευξη που είχαμε κάνει πριν από μερικά χρόνια για την εμπειρία του ως περιπτερά (είχε δουλέψει κάποιο διάστημα σε ένα περίπτερο της λεωφόρου Αλεξάνδρας) και γελάει. «Το έχω σβήσει από τη μνήμη μου αυτό», λέει, «ήταν άλλη μια κακή εμπειρία. Φαντάσου ότι πηγαίνω στο περίπτερο να ψωνίσω και δεν θυμάμαι καν ότι ήμουν κάποτε συνάδελφος».
«Βλέπεις θέατρο;». «Δεν πάω θέατρο, το κάνω πια μόνο από υποχρέωση. Έχω κουραστεί πολύ να βλέπω παραστάσεις και με το που μπαίνω σε μια παράσταση με πιάνει κάτι ψυχοσωματικό: στα πέντε λεπτά κοιμάμαι και μετά ξυπνάω με το χειροκρότημα». «Το Μπαγκλαντές το φτιάξαμε με τη Βάσω και τον Βασίλη. Με τον Βασίλη Νούλα και κάποια άλλα παιδιά ήμασταν στην Κίνηση Μαβίλη, μια συσπείρωση νέων πειραματικών σκηνοθετών που είχαμε κάνει διάφορα πράγματα. Είχαμε κάνει και μια κατάληψη για έναν χρόνο στο Εμπρός κι είχαμε φτιάξει ένα πρόγραμμα εκεί, διαφορετικό από των συνηθισμένων θεάτρων. Ύστερα από αυτό θέλαμε να βρούμε πάλι έναν χώρο που να έρχεται σε αντίθεση με αυτό που γινόταν με τις μεγάλες αίθουσες. Πήγαμε έτσι σε ένα υπόγειο στη χειρότερη γειτονιά της Αθήνας, σε μια περιοχή που είναι φουλ λουμπεναρία, αλλά καθόλου επικίνδυνη. Είναι πάρα πολύ ωραία η γειτονιά εκεί. Να δούμε όμως πόσο θα αντέξουμε να το έχουμε, γιατί εννοείται ότι δεν βγάζουμε τίποτα. Δεν έχουμε κανένα βαθύ όραμα για το Μπαγκλαντές, να σου πω την αλήθεια. Θέλουμε να έχουμε έναν χώρο που να κάνουμε τις πρόβες και τις παραστάσεις μας με την ησυχία μας. Αυτό, τίποτα πιο βαθύ.
Για να αλλάξει το θέατρο και να γίνει πιο καίριο, πρέπει να αλλάξει η κοινωνία και αυτήν τη στιγμή δεν γίνεται καμία αλλαγή. Παρόλο που έχουμε πολύ καλό υλικό στην Αθήνα, δεν βγαίνει τολμηρό θέατρο. Υπάρχει ανάγκη για έκφραση, υπάρχει αγωνία να γίνει κάτι, αλλά έχουν επικρατήσει τα κλασικά έργα και όλοι αισθάνονται ότι πρέπει να κάνουν κάτι σαν κι αυτό που μαθαίνουν στη σχολή. Οι νέες ομάδες κάνουν φρέσκες δουλειές, αλλά τις κάνουν με έναν χαζό τρόπο, νεανικο-αστείο. Η νεότητα στην τέχνη ένα ατού είχε πάντα: τον θυμό. Δεν ήταν διασκεδαστικά τα νέα παιδιά στην πανκ και στη ροκ, είχαν θυμό. Αυτό πρέπει να βγαίνει στη σκηνή, αλλιώς αφήστε να δούμε τον Χουβαρδά.
Δεν μπορείς να πεις τίποτα σε κάποιον που, ενώ ξεκίνησε συναρπαστικά και μεγαλούργησε στη μικρή κλίμακα, περνάει σε μεγάλες αίθουσες και απευθύνεται σε πολύ κόσμο. Είναι πολύ δύσκολες εποχές και τα χρειάζεσαι τα λεφτά, αλλά όταν γίνεσαι θεσμός, γίνεσαι βαρετός. Οι διασκευές κλασικών έργων με τρελαίνουν στη βαρεμάρα. Με πόσες μεταμοντέρνες ματιές να δεις ένα κλασικό έργο; Γι' αυτό το θέατρο έχει γίνει βαρετό. Θα μου πεις, τα θέατρα που παίζουν κλασικά έργα είναι γεμάτα. Το θέμα είναι γιατί πάει ο άλλος στο θέατρο. Οι περισσότεροι πάνε για να κάνουν μια δημόσια εμφάνιση. Οι λαϊκοί πάνε σε ένα σκυλάδικο και οι αληθινά ή ψεύτικα "ψαγμένοι" πάνε θέατρο. Δεν τους ενδιαφέρει όμως να είναι μια εμπειρία, δεν επηρεάζεται η δομή του εγώ τους, δεν τους ταράζει αυτό που βλέπουν».
«Κώστα, βλέπεις καμιά προοπτική; Πώς το βλέπεις το μέλλον μας;». «Δεν θέλω να μιλήσω για πολιτικά, είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα, αλλά ένας σκηνοθέτης είμαι, τι να σου πω; Καλώς ή κακώς, κοινοβουλευτική δημοκρατία έχουμε και ή πρέπει να παίξουμε με αυτό το παιχνίδι και να δούμε τι πρέπει να κάνουμε ή να κάνουμε επανάσταση – που δεν βλέπω να υπάρχει καμία όρεξη γι' αυτό. Το κακό είναι ότι συνηθίζεις τα πάντα. Περίμενες πριν από πέντε χρόνια, με όλες αυτές τις δυσκολίες, τις περικοπές, τους ΕΝΦΙΑ και τους φόρους, ότι θα περνούσαν όλα έτσι όπως πέρασαν και δεν θα αντιδρούσαμε; Μπορεί να πίστευες ότι θα γινόταν κάτι, αλλά λες "έλα μωρέ" και το συνηθίζεις. Τα συνηθίσαμε. Ίσως ο κόσμος δεν είναι έτοιμος για μια ριζική αλλαγή του τρόπου ζωής του. Παρόλο που κράζουνε τρελά την κυβέρνηση που πρόδωσε το "όχι" –και έχουν δίκιο–, από την άλλη βλέπεις από το Facebook των αγνώστων που είναι γεμάτο παραλιάρες, διακοπάρες και ποτάρες ότι ακόμα πιστεύουν σε αυτό τον τρόπο ζωής. Δεν είναι έτοιμοι να τον αλλάξουν, οπότε καλά έκανε και τους πρόδωσε».
«Μου έχεις πει τρεις φορές "μα την Παναγία" στην κουβέντα μας. Mε τη θρησκεία πώς τα πας;». «Εγώ τα πάω μια χαρά, το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει Θεός!».
«Πριν κλείσουμε, θέλεις να μου λύσεις την απορία: πού κατουράνε οι περιπτεράδες;». «Δεν μπορώ να σου μιλήσω για όλους, γιατί αυτοσχεδιάζεις. Εγώ, πάντως, κατούραγα σε ένα μεγάλο πλαστικό μπουκάλι από νερό».
«Ποτέ δε σε ξεχνώ» του Κώστα Κουτσολέλου, στο Μπαγκλαντές, Χαλκοκονδύλη 35, Αθήνα. Μέρες & ώρες παραστάσεων: Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη & Πέμπτη, 21:30. Για τρεις εβδομάδες.
Διάρκεια: 45 λεπτά
Είσοδος ελεύθερη, με προαιρετική οικονομική συνεισφορά
Πληροφορίες-κρατήσεις: 6976 653260 (απαραίτητη κράτηση)
σχόλια