Πολλά έργα βλέπουμε, λίγα αξίζουν πραγματικά. Συγκινήθηκα βαθιά με τον Ιμμάνουελ Καντ του Τόμας Μπέρνχαρντ που προτείνει (επιχειρώντας την πρώτη του σκηνοθεσία) ο Γιάννος Περλέγκας στο Θέατρο Τέχνης. Eπιτέλους, ένα έργο που σε ωθεί να βουτήξεις στα βαθιά, στον κόσμο της σκέψης και στο δράμα της ύπαρξης. Η αφορμή διττή: η βιογραφία του «συστημικού» φιλόσοφου Ιμμάνουελ Καντ (1724-1804) και του «αντι-συστημικού» συγγραφέα Τόμας Μπέρνχαρντ από τη μία, το αποτύπωμά τους στη γραφή και στη σκέψη από την άλλη. Το γεγονός ότι το έργο και των δύο είναι τόσο στενά συνδεδεμένο με τη ζωή τους αποτελεί για μένα όχι μόνο στοιχείο αυθεντικότητας αλλά και αιτία ανυπόκριτου σεβασμού. Με διαφορετικό τρόπο, και για διαφορετικούς λόγους, έγραψαν τα κείμενά τους με το αίμα τους, με μια εμπλοκή βαθιά, επώδυνη, δραματική.
Και οι τρεις μονόλογοι επεξηγούν κατά έναν τρόπο την απελπισία του Καντ, την τύφλωσή του, τη δραματική αναγνώριση, δηλαδή, ότι μια ζωή πάλευε με ιδέες που αποδείχτηκαν άχρηστες.
Για τον Ιμμάνουελ Καντ κυκλοφορούν αρκετά ιστορικά ανέκδοτα, όπως αυτό που είπε ο Χάινριχ Χάινε, ότι ο Καντ ήταν πιο ακριβής ακόμη και από το μεγάλο ρολόι του καθεδρικού ναού της Καινιξβέργης (σ.σ. της πόλης της Ανατολικής Πρωσίας, όπου ο Καντ έζησε σχεδόν όλη του τη ζωή). «Οι γείτονες ήξεραν κατά προσέγγιση δευτερολέπτων πως ήταν τρεις και μισή κάθε φορά που ο Καντ, με το γκρίζο κοστούμι του και το λεπτό μπαστούνι στο χέρι, έβγαινε από το σπίτι του κατευθυνόμενος προς τη μεγάλη δενδροστοιχία με τις φιλύρες» (Θεοδόσιος Πελεγρίνης, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα, 1997).
Όχι μόνο δεν απομακρύνθηκε ποτέ από το Καίνιξμπεργκ, αλλά παρέμεινε ευπειθής στην εξουσία του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Α', σ' ένα καθεστώς, με άλλα λόγια, σιδηράς πειθαρχίας, καταπίεσης, καταστολής κι ανέχειας, στο όνομα του λαμπρού μέλλοντος της χώρας. Ο Ερνστ Κασίρερ (Καντ / Η ζωή και το έργο του, εκδ. Ίνδικτος, 2001) επισημαίνει ότι η επιλογή του αυτοπεριορισμού υπήρξε αναμφισβήτητα θετική και δημιουργική για τη φιλοσοφική του σκέψη. Ο Καντ δεν παντρεύτηκε, δεν απέκτησε οικογένεια, για να μείνει ανεξάρτητος και απερίσπαστος. Με τη δύναμη και την καθαρότητα μιας άκαμπτης βούλησης, επικεντρωμένης στον ρόλο του δασκάλου και φιλοσόφου, αρνήθηκε μια πλήρη συναισθημάτων και εμπειριών ζωή.
Το δραματικό, ωστόσο, είναι ότι η σημαντικότερη προσφορά του στην ηθική φιλοσοφία, η κατηγορική προσταγή («Πράττε έτσι ώστε η ρυθμιστική αρχή της βούλησής σου να μπορεί να καταστεί καθολικός νόμος», που σημαίνει ότι οφείλω, κάθε φορά που πρόκειται να κάνω κάτι, να αναρωτηθώ αν αυτό που σκέφτομαι να πράξω μπορεί να αποτελέσει καθολικό νόμο, μια αρχή από την οποία δεν θα εξαιρείται κανείς, ούτε εγώ ο ίδιος), δεν μπόρεσε να απαντήσει απολύτως και διά παντός στο πρόβλημα του πώς ζει κανείς σωστά. Γιατί, ως γνωστόν, δεν επιλέγουμε πάντα ελεύθερα. Η ελευθερία της βούλησης υπάρχει υπό προϋποθέσεις και συχνά ακυρώνεται από ανεξέλεγκτους παράγοντες και σκοπιμότητες.
Ο Μπέρνχαρντ (1931-1989), παιδί του πολέμου (μάλιστα νόθο) και του ναζιστικού ονείδους, είχε βασανιστεί με όλα αυτά τα ζητήματα. Συχνά αναφέρεται στον Μονταίνι, στον Ντεκάρτ, στον Βολταίρο, στον Καντ, στον Σοπενάουερ. Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε διαποτίζουν το σύνολο του έργου του: απόγνωση και απελπισία. Γιατί δεν έβλεπε σχεδόν κανέναν, πίσω στον χρόνο ή γύρω του, να θέλει να αποκαλύψει την αλήθεια: ο κόσμος δεν προοδεύει, ο άνθρωπος δεν γίνεται καλύτερος, ο πολιτισμός, οι τέχνες, τα γράμματα βοηθούν, αλλά, ας μας πει κάποιος, σε τι ακριβώς; «Ένα άνοιγμα στο αίνιγμα, ένας νυγμός στον λυγμό, μια πύλη στη λύπη: ιδού το έργο του Μπέρνχαρντ» κατά τη θαυμάσια διατύπωση του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη (στην εισαγωγή του στον συλλογικό τόμο Ο άγνωστος Τόμας Μπέρνχαρντ, εκδ. Νάρκισσος, 2005).
Στο αφήγημα του Μπέρνχαρντ που αγαπώ πιο πολύ, στους Παλιούς Δασκάλους (1985, στα ελληνικά εκδ. Εξάντας, 1994), γράφει: «Δεν αγαπάμε, ναι, τον Πασκάλ επειδή είναι τόσο τέλειος, αλλά επειδή είναι κατά βάθος τόσο ανήμπορος, όπως αγαπάμε και τον Μονταίνι επειδή είναι ανήμπορος, επειδή σ' όλη του τη ζωή έψαχνε και δεν βρήκε, τον Βολταίρο επειδή είναι ανήμπορος. Αγαπάμε τη φιλοσοφία και την πνευματική επιστήμη στο σύνολό της, ναι, επειδή είναι απολύτως ανήμπορη. Αγαπάμε αληθινά μόνο τα βιβλία που δεν είναι ακέραια, που είναι χαοτικά, που είναι ανήμπορα». Η ιδέα αυτή αναπτύσσεται έξοχα νωρίτερα, το 1978, στο θεατρικό του που φέρει τον τίτλο Ιμμάνουελ Καντ. Πρόκειται για μια φαντασία που εξελίσσεται σ' έναν ου-τόπο, στα ανοιχτά του ωκεανού, σ' ένα πλοίο που μεταφέρει τον Καντ στην Αμερική. Είναι σχεδόν τυφλός από γλαύκωμα. Πιστεύει ότι στην Αμερική υπάρχουν γιατροί που θα αποκαταστήσουν την όρασή του (κι όμως, «Ο αμερικανισμός βαρύνεται για το τέλος του κόσμου» λέει). Όλη η σύλληψη είναι μια συνεχής μεταφορά, μια αλληγορία, που απελπισμένα διακηρύσσει το τέλος των Φώτων, το τέλος στην πίστη της προόδου της ανθρωπότητας, το τέλος της Ευρώπης. Ο Καντ, ο μεγάλος ηθικός φιλόσοφος, επικοινωνεί μόνο με τον παπαγάλο του. Κι όσο για το ταξίδι στην Αμερική, στον Νέο Κόσμο; «Καμία άλλη ερώτηση σ' αυτό το ταξίδι εκτός από: ως πού μπορούμε να φτάσουμε στην εξολόθρευση του Νοήματος» που λέει ο Μποντριγιάρ στην Αμερική του.
Ο Γιάννος Περλέγκας αντιμετώπισε το έργο του Μπέρνχαρντ με την προσοχή και την ευαισθησία που του αξίζει. Επενέβη στη μορφή του, προσθέτοντας τέσσερις μονολόγους από άλλα κείμενα του συγγραφέα, τρεις από την Αυτοβιογραφία του κι έναν από τους Παλιούς Δασκάλους. Ο εισαγωγικός, που ερμηνεύει ο υπηρέτης του Καντ, καταγγέλλει τη φυσική θηριωδία των ανθρώπων, απόδειξη της οποίας είναι ο τρόπος που διασκεδάζουν στα σχολεία, και στις άλλες «κοινότητες», με τους αναξιοπαθούντες και τους άσχημους. Στον δεύτερο, που αναλαμβάνει η κυρία Καντ, καταγγέλλεται με τον πιο έντονο τρόπο η αποτυχία της οικογένειας και των εκπαιδευτικών μηχανισμών του κράτους να δημιουργήσουν τους φωτισμένους και ηθικούς ανθρώπους που θα επέτρεπαν να ελπίζουμε στο μέλλον της ανθρωπότητας. Στον τρίτο, ο Συλλέκτης αποκαθηλώνει τον μύθο της μεγάλης τέχνης και των ανυπέρβλητων μετρ.
Και οι τρεις μονόλογοι επεξηγούν κατά έναν τρόπο την απελπισία του Καντ, την τύφλωσή του, τη δραματική αναγνώριση, δηλαδή, ότι μια ζωή πάλευε με ιδέες που αποδείχτηκαν άχρηστες. Έψαχνε το φως και στο τέλος δεν βρήκε παρά σκοτάδι – και είναι έξοχη η προτελευταία σκηνή του έργου, με τον Μάκη Παπαδημητρίου (επιτέλους, σ' έναν ρόλο αντάξιο του μεγάλου ταλέντου του!) να κινείται τυφλός και δακρυσμένος ανάμεσα σε μεγάλες, στρογγυλές λάμπες. Είναι από κείνες τις στιγμές που νιώθεις το μέσα σου να εκρήγνυται σ' ένα βουβό κλάμα – κι όταν συμβαίνει αυτό, το θέατρο συναντά τον ουσιαστικό, λυτρωτικό ρόλο του. Γι' αυτό και ο τελευταίος μονόλογος, ερμηνευμένος από τον «χαλαρό» Μιχάλη Τιτόπουλο, είναι περιττός. Ακόμη χειρότερα: αδειάζει απότομα όλη αυτή την πολύτιμη συγκίνηση.
Κάτι ακόμα υπονομεύει την ενδιαφέρουσα παράσταση: το άνισο των ηθοποιών. Από τη μία, εξαιρετικοί, ο Παπαδημητρίου, η Σύρμω Κεκέ, η Κατερίνα Λυπηρίδου και ο Χρήστος Μαλάκης, από την άλλη οι υπόλοιποι (νέοι, βέβαια, και άπειροι, αλλά...). Ο Κορνήλιος Σελαμσής έγραψε τη μουσική που δένει ιδανικά με τη λεκτική παρτιτούρα του έργου.
Ιμμάνουελ Καντ του Τόμας Μπέρνχαρντ
Σκηνοθεσία: Γιάννος Περλέγκας
Ερμηνεύουν (αλφαβητικά): Γιάννης Καπελέρης, Σύρμω Κεκέ, Κατερίνα Λυπηρίδου, Χρήστος Μαλάκης, Μάκης Παπαδημητρίου, Γιάννος Περλέγκας, Μιχάλης Τιτόπουλος
Θέατρο Τέχνης «Καρόλου Κουν», Φρυνίχου 4, Πλάκα 210 3222464 & 210 3236732
19/2-5/4. Τετάρτη 20.00, Πέμπτη 20.30, Σάββατο 18.00, Κυριακή 18.00. Πέμπτη γενική είσοδος: 10 ευρώ
σχόλια