Mε φράσεις του Αισχύλου, του Ρουσό και του Κονστάν σε μεγάλα πανό και τη Δικαιοσύνη ως ευμεγέθη κούκλα, ντυμένη στα λευκά, με σπαθί στο ένα χέρι και τη ζυγαριά στο άλλο, λαβωμένη, κυνηγημένη από μαύρα πουλιά, εμφανίστηκαν η Αριάν Μνουσκίν και το Θέατρο του Ήλιου το προηγούμενο Σάββατο στην πλατεία Συντάγματος. «Η αλλαγή δεν μπορεί να έρθει απ’ τους πολιτικούς, αλλά απ’ τους πολίτες», υποστήριξε σύσσωμος ο θίασος με μια χειρονομία συμπαράστασης προς τους πολλαπλά δοκιμαζόμενους Έλληνες και το «κίνημα της πλατείας», που εισάγει νέους προβληματισμούς και μεθόδους δράσης στο πολιτικό σκηνικό της Ευρώπης.
Την επόμενη μέρα, το μεσημέρι της Κυριακής, σε συνάντηση με το κοινό που οργάνωσε το Φεστιβάλ Αθηνών και το ΤΘΣ του Πανεπιστημίου Αθηνών, η Αριάν Μνουσκίν τόνισε ότι ουτοπικό δεν είναι αυτό που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, αλλά αυτό που δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμη.
Η ίδια υποστήριξε τη Σεγκολέν Ρουαγιάλ στις γαλλικές εκλογές του 2007, γεγονός που περιπλέκει τα πράγματα, με δεδομένο το γνωστό, ιδεολογικό και «πρακτικό» έλλειμμα των σοσιαλιστικών κομμάτων στην Ευρώπη. Αλλά η Ρουαγιάλ ήταν η πρώτη γυναίκα υποψήφια Πρόεδρος στη Γαλλία, κάτι που προφανώς επηρέασε θετικά τη Μνουσκίν, της οποίας στενή συνεργάτις (συγγραφέας του Θεάτρου του Ήλιου) είναι η σπουδαία φιλόσοφος της αποδόμησης και του φεμινισμού, Ελέν Σιξού.
Ακόμη κι έτσι, αυτή η γεμάτη ζωή, πίστη κι αισιοδοξία γυναίκα, η τελευταία εν ζωή μεγάλη σκηνοθέτις, τιμώντας επί 45 χρόνια την τέχνη, τη χώρα της, τις πολιτικές ιδέες της, το φύλο της, δίνει το παράδειγμα που αδυνατούν να δώσουν οι δικοί μας σκηνοθέτες. Η Μνουσκίν κατεβαίνει στον κόσμο, συνομιλεί, ανταλλάσσει ιδέες, δίνει και παίρνει δύναμη για τον αγώνα προς έναν πιο δίκαιο κόσμο, που, όπως δείχνει η Ιστορία, δεν τελειώνει ποτέ. Χωρίς υπεροψία, αδικαιολόγητο ναρκισσισμό και περισπούδαστο ύφος.
Το μέτρο, παρ’ όλα αυτά, στην πολιτική δράση της δίνουν πάντα οι παραστάσεις της. Στους Ναυαγούς της τρελής ελπίδας, ας πούμε, το μέτρο (τι σημαίνει δημιουργός σ’ έναν κόσμο σαν κι αυτόν που ζούμε;) δίνει η τελική πρόταση της παράστασης. Η απληστία για χρήμα κι εξουσία θα στέκει πάντα εμπόδιο σ’ όλους όσοι αγωνίζονται για κοινωνική δικαιοσύνη. Ο αναρχικός ήρωας της ιστορίας τραβάει τον μοναχικό δρόμο του μ’ αυτές τις λέξεις: «Αυτές τις μέρες του ζόφου, έχουμε μια αποστολή. Να δώσουμε στα καράβια που περιπλανιούνται μες στη νύχτα το επίμονο φως ενός φάρου». Το θέατρο δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, μπορεί όμως να θέσει ερωτήματα και ν’ αφυπνίσει συνειδήσεις.
Η Μνουσκίν γνωρίζει καλά τη συνθετότητα των πραγμάτων. Μια παράσταση αποτυχημένη με όρους αισθητικούς σίγουρα δεν θα κατορθώσει να περάσει ούτε και τα πολιτικά μηνύματά της. Γι’ αυτό και οι Ναυαγοί της τρελής ελπίδας είναι, πρώτα απ’ όλα, σπουδαίο, πολυεπίπεδο σε ιδέες και σκηνικές πρακτικές, θεαματικό, πολυφωνικό, λαϊκό και μαζί πνευματώδες θέατρο. Γιατί συνδέει δύο τέχνες, το θέατρο και τον κινηματογράφο, και δύο χρόνους, τον ιστορικό χρόνο με τον μυθοπλαστικό, σε παράλληλη ανάπτυξη.
Λίγο πριν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ένας σκηνοθέτης του βωβού κινηματογράφου, απολυμένος από την Pathé, τη γαλλική κρατική κινηματογραφία, θέλει να γυρίσει μια επιμορφωτική για τον λαό ταινία, βασισμένη στο όψιμο μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν Οι ναυαγοί του Ιωνάθαν. Για ηθοποιούς χρησιμοποιεί ερασιτέχνες, το προσωπικό μιας εξοχικής ταβέρνας. Σύμφωνα με την πλοκή, το πλοίο ναυαγεί στο αρχιπέλαγος της Γης του Πυρός, τα άγρια ρεύματα του οποίου είναι γνωστά από την εποχή του Μαγγελάνου.
Οι επιβάτες του καλούνται να επιβιώσουν σ’ έναν τόπο σχεδόν αχαρτογράφητο, που διεκδικούν η Αργεντινή και η αποικιοκρατική Μεγάλη Βρετανία. Κι όμως, τυχοδιώκτες λευκοί ήδη επιδίδονται στο κυνήγι των ιθαγενών κατοίκων. Από τους ναυαγούς, η λυρική καλλιτέχνις δεν θ’ αντέξει τις κακουχίες, ο σοσιαλιστής θα φονευθεί από τους κερδοσκόπους, οι κερδοσκόποι θα πέσουν θύματα της απληστίας τους. Ο αναρχικός ήρωας του Βερν, αυτός που ήθελε να προστατεύσει τους ιθαγενείς και να κρατήσει μακριά τους τις μολυσματικές ασθένειες του δυτικού πολιτισμού, και κυρίως τη μανία πλουτισμού των αποίκων, θα γλιτώσει - για ν’ αναλάβει τον φάρο που θα σώζει τις άγριες νύχτες τα αποπροσανατολισμένα πλοία.
Η Μνουσκίν συνδέει την Ιστορία με τη μυθοπλασία, ταυτίζοντας τον ήρωα του Βερν με τον Ιωάννη Σαλβατόρ (1852-1890), ξάδελφο του διαδόχου της Αυστροουγγαρίας (του οποίου η δολοφονία σήμανε την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου), ο οποίος παντρεύτηκε μια χορεύτρια της όπερας, απαρνήθηκε τον τίτλο του αρχιδούκα, ναύλωσε ένα καράβι και τράβηξε για τη Νότια Αμερική - τελευταία φορά που τον είδαν ήταν τον Φεβρουάριο του 1890 στο Μοντεβιδέο, στο δρόμο προς τη Χιλή. Είναι πιθανό ο Ιούλιος Βερν να είχε διαβάσει για τον μυθιστορηματικού ενδιαφέροντος αρχιδούκα και να είχε εμπνευστεί απ’ αυτόν, όταν έγραφε τους Ναυαγούς του Ιωνάθαν.
Η ταύτιση των δύο προσώπων επιτρέπει την ανάπτυξη των δύο πλοκών: από τη μία ο «πραγματικός» χρόνος και η ομάδα που γυρίζει σε ταινία το μυθιστόρημα του Βερν παραμονές του πολέμου, κι από την άλλη ο μυθοπλαστικός χρόνος της ταινίας που γυρίζουν. Στο τέλος, η καλλιτεχνική δημιουργία θ’ απορροφήσει την Ιστορία, οι περιπέτειες των φανταστικών ηρώων θα υπερισχύσουν των «πραγματικών» ανθρώπων.
Το θαύμα με τους Ναυαγούς της τρελής ελπίδας έχει να κάνει ακριβώς με το μεγαλείο της κατασκευής τους και δη τον «ρεαλιστικό» τρόπο που στήνονται τα πλάνα της βωβής ταινίας. Η στιγμή προτού αρχίσει η παράσταση, μ’ όλα τα σχοινιά, τις τροχαλίες, τους χειροποίητους μηχανισμούς έτοιμους να θέσουν σε κίνηση τον κόσμο της, προοικονομεί το εντυπωσιακό θέαμα που θ’ ακολουθήσει. Η Μνουσκίν εστιάζει με χιούμορ στις απαρχές της τεχνολογίας που επέτρεψε το πέρασμα απ’ το θέατρο στη λαϊκή, μαζική τέχνη του κινηματογράφου, όταν ακόμη η κουλτούρα της εικόνας δεν είχε μολύνει τη ζωή των ανθρώπων. Πλην όμως, εκατό χρόνια μετά, κι ενώ η τεχνολογική επανάσταση ακόμη συνταράσσει τις παλιές, προαιώνιες ισορροπίες, ο κόσμος εξακολουθεί να διεκδικεί «ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα». Τρελή ελπίδα; Σας ακολουθούμε, κυρία Μνουσκίν.
σχόλια