Tην άνοιξη του 2009 ήταν το Γένεσις 2 του Ιβάν Βιριπάγεβ (έργο του 2004 που παρουσίασε ο θίασος Κανιγκούντα στο Θέατρο Τέχνης) που μ’ έπεισε ότι, αν θέλαμε να μιλήσουμε για σύγχρονη δραματουργία, έπρεπε να στραφούμε στο ρωσικό Νέο Δράμα (Novaya Drama), στη γενιά των Ρώσων συγγραφέων που άρχισαν να γράφουν τη δεκαετία του ’90. Τρία χρόνια μετά, με αφορμή τις Ψευδαισθήσεις (2011), πάλι του Βιριπάγεφ, που παρουσιάζονται στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων, επανέρχομαι με τον ίδιο ενθουσιασμό.
Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στη Ρωσία, μετά την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος, λειτουργούσαν περί τα 600 κρατικά θέατρα, ένα τουλάχιστον θέατρο με εναλλασσόμενο ρεπερτόριο σε κάθε μεγάλη πόλη, με μόνιμο θίασο 40 ηθοποιών κι έναν βασικό σκηνοθέτη. Εξέλιπαν τα μικρά θέατρα, αυτά που στη Δύση πειραματίζονται με τις νέες μορφές γραφής και σκηνοθεσίας. Αναλόγως κατεστημένη ήταν και η λειτουργία των σχολών υποκριτικής και σκηνοθεσίας, ιδίως στην απομακρυσμένη από την πρωτεύουσα, αχανή περιφέρεια. Όταν η κρατική επιχορήγηση μειώθηκε δραστικά, ευνοώντας την εξάρτηση των θεάτρων από τους χορηγούς και το ταμείο, η προϊούσα παρακμή του συστήματος αποκαλύφθηκε σε όλο το μεγαλείο της.
Γι’ αυτούς τους λόγους, ο Ιβάν Βιριπάγεφ (γεν. 1974) εγκατέλειψε τη γενέτειρά του, το μακρινό Ιρκούτσκ (μια πόλη 600.000 κατοίκων στην κεντρική Σιβηρία, με κρατικό θέατρο και δραματική σχολή) για ν’ ασχοληθεί με το θέατρο στη Μόσχα. Αναζήτησε ανθρώπους με κοινές ανησυχίες και χώρους όπου να μπορεί να κάνει ένα θέατρο ζωντανό, σαφώς πολιτικό, που ν’ αποτυπώνει καίρια το δράμα της μετασοβιετικής συνθήκης.
Μαζί με άλλους ταλαντούχους νέους στράφηκε στις κατακτήσεις του σύγχρονου ευρωπαϊκού θεάτρου. Ήρθαν σ’ επαφή με την άλλη, μεγάλη ευρωπαϊκή θεατρική σχολή, την αγγλική, και με τη βοήθεια του Βρετανικού Συμβουλίου άρχισαν οι ανταλλαγές με το Royal Shakespeare Company (που ήδη έχει οδηγήσει στη συγγραφή νέων έργων και στο ανέβασμά τους στο Λονδίνο) και η συνεργασία με φορείς (όπως το Lubimovka Festival και το Νew Drama Festival από το 2002 έως το 2009) και θέατρα που προωθούν το νέο ρωσικό δράμα, όπως το Teatr.Doc ή το θέατρο Praktika από το 2005. Η νέα γενιά Ρώσων συγγραφέων επηρεάστηκε από την οργισμένη γραφή των συγγραφέων του Ιn-yer-face θεάτρου, μυήθηκαν στο θέατρο-ντοκουμέντο και στο «θέατρο της επινόησης», στις τεχνικές αποδόμησης του υλικού και επανασύνθεσής του με τον τρόπο του μοντάζ. Συγγραφείς όπως ο Βιριπάγεβ, ο Τσιγάρεφ, οι αδελφοί Πρεσνιακόφ, ο Βλαντιμίρ Σορόκιν, ο Έντουαρντ Μπογιάκοφ άρχισαν να συζητιούνται εντόνως στη Δυτική Ευρώπη που διψά, ως γνωστόν, για φρέσκο αίμα.
Αλλά ο Βιριπάγεφ, όπως κάθε μεγάλος δημιουργός, προχώρησε στην αναζήτηση του δικού του, προσωπικού ύφους στα θέματα, στη δομή του σκηνικού κειμένου, στις αφηγηματικές τεχνικές. Τελευταίο δείγμα των αναζητήσεών του είναι οι Ψευδαισθήσεις που σκηνοθετεί η Κατερίνα Ευαγγελάτου στη Νέα Σκηνή. Είναι για μένα το καλύτερο καινούργιο έργο που είδαμε τη χρονιά που σε λίγο κλείνει.
Σκέφτομαι πως οι Ψευδαισθήσεις συγγενεύουν κατά έναν τρόπο με το Closer του Μαρκ Ρέιβενχιλ. Μόνο που ο Βιριπάγεφ πηγαίνει πιο βαθιά τα ζητήματα που τον απασχολούν, καθώς απελευθερώνεται από την ανάγκη να στήσει μια ιστορία μπροστά στα μάτια των θεατών. Η ελευθερία που του προσφέρει το αφηγηματικό θέατρο αποδεικνύεται εξαιρετικά γόνιμη: θέτει ένα ερώτημα, «Τι σημαίνει αληθινή αγάπη;», και αντιμετωπίζοντάς το ως θεώρημα που πρέπει ν’ αποδειχτεί χρησιμοποιεί δυο ζευγάρια ογδοντάχρονων (Ντάνι+Σάντρα, Άλμπερτ+Μάργκαρετ) με συζυγική ζωή μεγαλύτερη των 50 χρόνων, που συνδέονται με στενή φιλία επί δεκαετίες. Ο Ντάνι είναι πρώτος που πεθαίνει. Φεύγει ευτυχισμένος, γιατί μπόρεσε να πει στη γυναίκα του πόσο πολύ την αγαπά, πόσο ευτυχισμένος έζησε μαζί της και πως η αληθινή αγάπη δεν μπορεί παρά να είναι αμοιβαία - για χάρη αυτής της αμοιβαιότητας, αν και μπήκε στον πειρασμό, δεν την απάτησε ποτέ. Η γυναίκα του, νιώθοντας ότι και το δικό της τέλος πλησιάζει, καλεί τον Άλμπερτ και του εξομολογείται πως εκείνον αγαπούσε μυστικά σ’ όλη της τη ζωή -κι ας έζησε καλά με τον άνδρα της- και ότι η αληθινή αγάπη δεν εξαρτάται από την αμοιβαιότητα. Ένα ντόμινο εξομολογήσεων ανά δύο ακολουθεί, καθώς η ειλικρίνεια, που συχνά δεν έχει να κάνει με την αλήθεια αλλά με εγωισμούς και πείσματα, προκαλεί τεράστια σύγχυση - και μία αυτοκτονία.
Οι ηθοποιοί αφηγούνται τις ιστορίες, παρεμβάλλοντας ένα «φίλτρο» που λειτουργεί με τον τρόπο του επικού θεάτρου: ακούς και συνδέεις, δεν ταυτίζεσαι. Αυτό απαιτεί μια υποκριτική άλλου τύπου από πλευράς ηθοποιών, που να φωτίζει τα σωστά σημεία, να δημιουργεί εικόνες στο μυαλό του θεατή, να κινητοποιεί έστω και μέσω της τριτοπρόσωπης αφήγησης διανοητικά και συναισθηματικά το κοινό.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου ξαναβρίσκει τον παλιό εαυτό της (μετά από το αδιάφορο έως κακό Cock πέρσι στο Θησείον και τον στεγνό και ψυχρό φετινό Γυάλινο Κόσμο στο Χορν) και στήνει μια παράσταση που επικεντρώνει στον λόγο και στις ερμηνείες του Παντελή Δεντάκη, της Αλεξίας Καλτσίκη, του Βασίλη Κουκαλάνι και της Ηλέκτρας Νικολούζου (η οποία, στην καλύτερη μέχρι σήμερα ερμηνεία της, σαφώς ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους). Μην το χάσετε, αν και συμμερίζομαι τις αντιρρήσεις σχετικά με το ακριβό εισιτήριο, που κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή είναι 22 ευρώ.
σχόλια