Την είχε, λέει, εξιτάρει η ιστορία της Μπρουνχίλντε Πόμσελ, μίας από τις γραμματείς του Γκέμπελς στο υπουργείο Προπαγάνδας που πέθανε υπέργηρη το 2017, χωρίς να αναλάβει ποτέ τις ευθύνες της για τα ναζιστικά εγκλήματα, και όταν διάβασε το εν λόγω θεατρικό έργο του Κρίστοφερ Χάμπτον, πρότεινε η ίδια στον Γιάννη Κανελλόπουλο, τον παραγωγό του θεάτρου Ιλίσια, και στον σκηνοθέτη Γιάννη Μόσχο να ανεβάσουν αυτό αντί για μια άλλη παράσταση που συζητούσαν. Αυτό επειδή στη μορφή της Πόμσελ, μιας «γυναίκας της διπλανής πόρτας», που όταν μπήκε στη δούλεψη των ναζί έκλεισε τα μάτια στις φρικαλεότητες που διέπραξαν, αντικατοπτριζόταν ο «μέσος άνθρωπος», η σιωπηρή μειοψηφία όπου στηρίζεται κάθε ολοκληρωτικό καθεστώς, η δράση εξτρεμιστικών οργανώσεων όπως η Χρυσή Αυγή επίσης. Ανησυχεί όταν ζωντανεύουν φαντάσματα του παρελθόντος, νιώθει ακόμα ενοχές γιατί στη χούντα δεν έκανε κάτι παραπάνω από «αντιστασούλα» μέσα από το θέατρο.
Ένα θέατρο το οποίο σπούδασε και δούλεψε σε πιο συντηρητικές εποχές, οπότε υπήρχε, λέει, εντούτοις, ένα επίπεδο, ένα πάθος, μια «μανία» και μια αφοσίωση που σήμερα είναι δυσεύρετα. Αυξήθηκαν μεν οι ηθοποιοί και τα θέατρα, απελευθερώθηκαν τα ήθη, λείπουν όμως οι γερές βάσεις, «τουλάχιστον ας διαβάζουμε όλοι συχνά το “Πρώτο Σκαλί” του Καβάφη!», προτείνει. Θαυμάζει όσες/-ους είχαν την τόλμη να φωνάξουν «metoo», αναδεικνύοντας ζητήματα-ταμπού, σκέπτεται όμως μήπως κάποιες σκοπιμότητες εκφυλίσουν αυτήν τη σοβαρή υπόθεση. Κι ενώ καθόλου δεν φοβάται για τον εαυτό της, τη φοβίζει «η έλλειψη πνευματικών προσωπικοτήτων που θα λειτουργούσαν ως ανάχωμα στη βαβούρα, στην αλαζονεία και στη βαρβαρότητα», λέει αφού συμβουλευτεί ξανά τις σημειώσεις που κρατά σε ένα μεγάλο, μαύρο τετράδιο. «Δεν εμπιστεύομαι τις λέξεις, έλα όμως που μόνο αυτές έχουμε, καθώς γράφει και ο Μπέκετ! Παλιότερα ήμουν πολύ συγκρατημένη και εσωστρεφής, τώρα μιλάω περισσότερο, τα καταγράφω όμως πρώτα, όπως εσείς τις ερωτήσεις σας»!
Έχω ομολογήσει ότι νιώθω ένοχη επειδή δεν είχα το θάρρος να μπω τότε σε μια αντιστασιακή ομάδα. Δεν πήγαμε, βέβαια, με το απριλιανό καθεστώς, αλλά κλειστήκαμε στο θεατράκι μας και μας έφτανε που νιώθαμε ότι κάναμε μια αντιστασούλα μέσα από τα έργα που ανεβάζαμε. Γνωρίζαμε δε ότι, ενώ εμείς δουλεύαμε, προχωρούσαμε, ζούσαμε κανονικά, υπήρχαν εκεί έξω άνθρωποι, ακόμα και συνάδελφοι που είχαν συλληφθεί, βασανιστεί, εκτοπιστεί, είτε διαφύγει στο εξωτερικό, δεν μπορούσαμε να προσποιηθούμε άγνοια.
«Εκείνο που καταρχάς με εντυπωσίασε περισσότερο στον χαρακτήρα της και που προσπάθησα να καταλάβω και να αποδώσω ήταν οι διαδρομές, οι μηχανισμοί που εφευρίσκει στο μυαλό της για να ξεγλιστράει από τα χάσματα, από τους γκρεμούς που ανοίγονται μέσα της, όπως επίσης και οι τρόποι που προσπαθεί να θάψει τις ενοχές της. Επέμενε μέχρι τέλους ότι δεν είχε ιδέα για τη φρίκη που σκορπούσαν ο άνθρωπος και το καθεστώς που υπηρετούσε, και μάλιστα στην “καρδιά” του, ότι αγνοούσε ακόμα και τη γενοκτονία των Εβραίων, ότι έκανε απλώς τη δουλειά της. Ακόμα φοβερότερη ήταν η ελαφρότητα με την οποία αντιμετώπιζε τα πράγματα ‒ δεν ήξερα αν ήθελα να εξοργιστώ ή να γελάσω νευρικά».
Υπήρχε, άραγε, περίπτωση να μη γνώριζε; «Όχι φυσικά, δεν το πιστεύω. Η ίδια η Πόμσελ, εξάλλου, αναφέρει στη βιογραφία της με καμάρι ότι ανήκε στη ναζιστική ελίτ, κάτι που θεωρούσε μεγάλο επίτευγμα, καθώς προερχόταν από φτωχή οικογένεια. Σε κάποια άλλη αποστροφή του λόγου της παραδέχεται μάλιστα ότι άνθρωποι σαν εκείνη απλώς δεν θέλανε να ξέρουν». Μήπως, όμως, τελικά δεν χρειαζόταν να τους κρύψει κάποιος την αλήθεια, αλλά επέλεγαν οι ίδιοι να μην τη δουν, ακόμα και όταν βρισκόταν μπροστά στα μάτια τους, από φόβο, ανασφάλεια, αδιαφορία, μισαλλοδοξία ή συνενοχή; «Ακριβώς. Έτσι δεν διαμορφώνεται η λεγόμενη σιωπηρή πλειοψηφία, η μεγάλη μάζα που αποτέλεσε τη βάση του Γ’ Ράιχ, στη συναίνεση της οποίας στηρίζονται όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα; Άνθρωποι που μπορεί να μην είναι φανατικοί, να ήταν μέχρι χτες οι καλύτεροι γείτονες, φίλοι, συνεργάτες, αλλά που αν εσύ βρεθείς στο στόχαστρο της εξουσίας, γίνεσαι γι’ αυτούς αυτομάτως ένας άγνωστος, ένας ξένος, ένας εχθρός. Νομίζω ότι o Χάμπτον επιδιώκει ακριβώς να σε κάνει να αναρωτηθείς σε ποιο βαθμό έχουμε εσύ, εγώ, ο καθένας μας κάτι από τον χαρακτήρα της Πόμσελ, πόσο εύκολα θα μπορούσαμε να βρισκόμασταν στη θέση της, υπακούοντας στο ένστικτο της επιβίωσης αντί για τη συνείδησή μας, όσο κι αν φρίττουμε ως παρατηρητές με την ιδέα».
Είχαμε και στην Ελλάδα, τηρουμένων των αναλογιών, μια αντίστοιχη εμπειρία από την περίοδο της χούντας; Ναι, και οι συνταγματάρχες στη σιωπηρή πλειοψηφία πόνταραν. Και δεν βγάζει, λέει, τον εαυτό της απέξω: «Έχω ομολογήσει ότι νιώθω ένοχη επειδή δεν είχα το θάρρος να μπω τότε σε μια αντιστασιακή ομάδα. Δεν πήγαμε, βέβαια, με το απριλιανό καθεστώς, αλλά κλειστήκαμε στο θεατράκι μας και μας έφτανε που νιώθαμε ότι κάναμε μια αντιστασούλα μέσα από τα έργα που ανεβάζαμε. Γνωρίζαμε δε ότι, ενώ εμείς δουλεύαμε, προχωρούσαμε, ζούσαμε κανονικά, υπήρχαν εκεί έξω άνθρωποι, ακόμα και συνάδελφοι που είχαν συλληφθεί, βασανιστεί, εκτοπιστεί, είτε διαφύγει στο εξωτερικό, δεν μπορούσαμε να προσποιηθούμε άγνοια».
Ερχόμενη στο σήμερα, λέει πως όχι, στην εποχή της πληροφορίας δεν ξέρει πόσοι από τους τριακόσιους τόσους χιλιάδες ψηφοφόρους που είχε φτάσει κάποτε η Χρυσή Αυγή θα μπορούσαν να επικαλεστούν άγνοια για τα πιστεύω και τις πρακτικές της. «Φαίνεται μάλιστα ότι αυτός ο εφιάλτης δεν έχει τελειώσει. Το έργο είχε πρωτοανέβει πέρσι λίγες μέρες πριν τελειώσει η δίκη της Χρυσής Αυγής στο Εφετείο, όταν όλοι περιμέναμε με αγωνία την απόφαση, φέτος ανεβαίνει λίγο καιρό μετά τα γεγονότα στα ΕΠΑΛ στη Θεσσαλονίκη και άλλες επιθέσεις με ακροδεξιό πρόσημο. Ακροδεξιοί και συμπαθούντες είναι και οι περισσότεροι αρνητές της πανδημίας. Εγώ, να σας πω, τρόμαξα, “ξανά μανά τα ίδια θα ’χουμε;”, αναρωτήθηκα. Τρόμαξα, επίσης, με το πόσα μηνύματα συμπαράστασης έλαβε ο Κασιδιάρης όταν του περιόρισαν αυστηρά τις επικοινωνίες στη φυλακή. Εύχομαι να μην έχουμε χειρότερα, φοβάμαι όμως ότι γενικότερα στην Ευρώπη έχουν και πάλι πέραση ακραίες ιδέες που τις θρέφουν η άγνοια, η ανέχεια και η ανασφάλεια. Αποδιοπομπαίοι τράγοι σήμερα είναι οι μετανάστες που έρχονται να μας πάρουν τις δουλειές, να μας κατακτήσουν, να μας αλλαξοπιστήσουν κ.λπ.».
Το σημείο που τη συγκλόνισε περισσότερο στο έργο; «Για μένα είναι εκεί που πάει η Πόμσελ, μετά τον πόλεμο, στο Μουσείο Ολοκαυτώματος και μαθαίνει ότι η Εύα, μια καλή της φίλη Γερμανοεβραία, την οποία θαύμαζε, χάθηκε στο Μπούχενβαλντ και κανείς από την παρέα τους στο Βερολίνο, ούτε βέβαια κι εκείνη, την είχε προειδοποιήσει ή βοηθήσει ώστε να διαφύγει έγκαιρα. Οι αναμνήσεις και οι ενοχές ξυπνούν και τη στοιχειώνουν σε εκείνη την επίσκεψη, ειδικά όταν βρίσκεται στις ντουζιέρες του στρατοπέδου συγκέντρωσης, από όπου διοχετευόταν το φονικό αέριο, εκεί όπου εξοντώθηκε και η Εύα. Γυρνάει, παρά ταύτα, και μας επαναλαμβάνει ότι μόνο μετά τον πόλεμο έμαθε για το Ολοκαύτωμα, όπως ισχυριζόταν και εν ζωή. Ξαναδείχνει, δηλαδή, το άλλο της πρόσωπο, αυτό που είναι διαρκώς παρόν στη σκηνή ως μια προβολή-“ρεπλίκα”, όπως τη λέω, και όπου τη βλέπουμε σε πολλές στιγμές να χαιρετά ναζιστικά ως αφοσιωμένη κρατική λειτουργός, φορώντας με καμάρι το ακριβό ταγέρ που της είχε χαρίσει η κ. Γκέμπελς». Όχι, δεν πίστευε ποτέ ότι τέτοιες μισαλλόδοξες απόψεις θα έβρισκαν τόση απήχηση μετά τον Β’ Παγκόσμιο. «Γεννήθηκα, ξέρετε, λίγο μετά την Απελευθέρωση και τα Δεκεμβριανά, ο πατέρας μου ήταν στον Εθνικό Στρατό, αλλά η γειτονιά μας, τα Εξάρχεια, ήταν ανταρτοκρατούμενη. Ωστόσο, υπήρχε αλληλεγγύη σε ανθρώπινο επίπεδο, οι γείτονες ειδοποίησαν τη μάνα μου να κρύψει τη στολή του άντρα της, μη μας πειράξουν οι αντάρτες. Κι εκείνη, με τη σειρά της, νοιάστηκε γι’ αυτούς στα δύσκολα, δεν απέστρεψε το βλέμμα, όπως θα μπορούσε. Μεγαλώνοντας εγώ και παρότι η οικογένειά μου βρισκόταν στην ασφαλή πλευρά, αυτή των νικητών, αντιλήφθηκα ότι κάτι λάθος συμβαίνει. Γυρνούσα που λες σπίτι από τη σχολή, τους έλεγα διάφορα “περίεργα πράγματα” κι εκείνοι τρελαίνονταν που είχα ξεφύγει από το “εθνικό μονοπάτι”!»
Πιστεύει στους νέους ηθοποιούς, θα τους συμβούλευε ωστόσο αρχικά και ασχέτως ταλέντου «να εξασκήσουν και τις αντοχές τους γιατί θα χρειαστούν πολλές», να διαβάσουν και να ξαναδιαβάσουν το «Πρώτο Σκαλί» του Καβάφη επίσης. «Βγαίνουν κατά καιρούς διάφορα “πυροτεχνήματα” που λάμπουν για μια στιγμή και ύστερα εξαφανίζονται γιατί δεν υπάρχουν πόλοι να συγκεντρώσουν αυτά τα παιδιά και τις ομάδες που φτιάχνουν. Άνθρωποι όπως ο Κουν και ο Βογιατζής βάζανε χάμω μια πέτρα και κοπανιόντουσαν πάνω σε αυτή με ένα πάθος και μια αφοσίωση στα όρια της μανίας. Οι περισσότερες σχολές υποκριτικής είναι πλέον κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Πόσοι κάνουν σήμερα κάτι ανάλογο;» Μήπως όμως οι παλιότεροι ήταν αυστηροί, υπερβολικά πιεστικοί κάποιες φορές; «Ναι, στο πλαίσιο όμως της τελειομανίας, του απόλυτου δοσίματος στην τέχνη στην οποία διακρίνονταν και εμείς τους ακολουθούσαμε. Σήμερα δεν υπάρχει η “ενός ανδρός αρχή”, η ιεραρχία και η γεροντοκρατία που είχαμε τότε κι αυτό είναι όντως πρόοδος, φτάσαμε εντούτοις στο άλλο άκρο, στο “νέο παιδί είναι, μωρέ, άσ’ το”. Χωρίς μελέτη και δοκιμασία, όμως, δεν καλλιεργούνται σωστές βάσεις, δεν καταφέρνεις να πεις και να δώσεις κάτι ουσιαστικό και τελικά τι απομένει; Μια ζαλάδα! Έπειτα, πολλοί ηθοποιοί κινούνται μεταξύ ερασιτεχνισμού και επαγγελματισμού, σαν να διστάζουν να διαλέξουν. Εκείνος που θα ξεχωρίσει, βέβαια, πραγματικά θα δώσει αμέσως στίγμα, δεν κρύβονται αυτά στο σινάφι μας, άσχετα με την κοινωνική θέση, τις γνωριμίες ή τις δημόσιες σχέσεις. Η εξέλιξη και η διάρκεια, όμως, θέλουν κυνήγι».
Αισθάνθηκε ποτέ η ίδια την ανάγκη να φωνάξει «metoo»; «Προσωπικά όχι, δεν μου έτυχε, συνέβαιναν όμως, τα μαθαίναμε, αλλά παλιότερα επικρατούσε η αντίληψη “τα εν οίκω μη εν δήμω”. Σε πολλούς χώρους, αν ψάξεις, θα βρεις πράγματα σπρωγμένα κάτω από το χαλί, μ’ εμάς όμως έγινε ο κακός χαμός, γιατί είμαστε η “βιτρίνα”», θα πει. «Καλά κάνουν και καταγγέλλουν σεξουαλικές παρενοχλήσεις στον χώρο του θεάματος, όπως έγινε και στον αθλητισμό, θαυμάζω πραγματικά όσες/-ους τόλμησαν και τον λόγο έχει τώρα, φυσικά, η Δικαιοσύνη», συνεχίζει, παρότι ορισμένα άτομα χρησιμοποιούν, πιστεύει, το ΜeΤoo για προβολή ή για να βγάλουν απωθημένα, «με κίνδυνο έτσι να αποδυναμωθεί μια σημαντική υπόθεση». Κατά τα άλλα, λέει, είναι γενικά άνθρωπος με χιούμορ, φύσει αισιόδοξος και νιώθει αρκετά καλά με τον εαυτό της. Την ανησυχούν πολύ, όμως, όσα συμβαίνουν στον κόσμο και γύρω της στην κοινωνία, την οικονομία, το περιβάλλον: «Με ανησυχεί επίσης η έλλειψη σοβαρών ηγετών και κυρίως πνευματικών προσωπικοτήτων που θα λειτουργούσαν ως ανάχωμα στη βαβούρα, στην αλαζονεία και στη βαρβαρότητα. Αυτό που θα ήθελα, όταν πλέον παρέλθω –το λέγαμε αστειευόμενες με την Ξένια Καλογεροπούλου‒, είναι να μπορώ να βγαίνω καμιά φορά από το μνήμα μου και, απολαμβάνοντας ένα μαρτίνι, να παρατηρώ τι γίνεται στον κόσμο, όπως γράφει ο Μπουνιουέλ στην «Τελευταία Πνοή».
Μια Γερμανίδα γραμματέας
Μονόλογος του Κρίστοφερ Χάμπτον
Θέατρο Ιλίσια, Παπαδιαμαντοπούλου 4
Διάρκεια : 85 '
Σκηνοθεσία: Γ. Μόσχος
Ερμηνεύει: Ρ. Πιττακή
Σκηνικά-κοστούμια: Τ. Τζόκα
Μουσική: Θ. Οικονόμου