Κάθε φορά που βλέπω τη Σοφία Κόκκαλη στην οθόνη ή στη σκηνή παθαίνω κάτι περίεργο: περιμένω οπωσδήποτε μια έκπληξη. Σαν να μην έχει το περιθώριο να δώσει ούτε μια απλή συμβατική ερμηνεία, νιώθω πάντα πως οφείλει να ξεπεράσει, με τρόπο που θα έχει επιλέξει η ίδια, σε συνεργασία με τους σκηνοθέτες της, τον εαυτό της. Και το κάνει. Μου το δίνει.
Φέτος μου το έδωσε όχι μία, όχι δύο, άλλα τρεις φορές. Το καλοκαίρι στο Digger, το αναπάντεχα εντυπωσιακό ντεμπούτο του Τζώρτζη Γρηγοράκη, μια ταινία εντελώς «ανδρική», όπου βρέθηκε να ισορροπεί ερμηνευτικά μεταξύ των εκρηκτικών εντροπιών του Βαγγέλη Μουρίκη και του Αργύρη Πανταζάρα – δυστυχώς δεν την πρόλαβα στο Σχολείο Γυναικών, την καλοκαιρινή παράσταση του Έκτορα Λυγίζου, για την οποία απέσπασε επίσης διθυραμβικά σχόλια. Και πρόσφατα στην ταινία Σελήνη, 66 Ερωτήσεις της Ζακλίν Λέντζου και στους Ναυαγούς, το (επίσης) ντεμπούτο της Ηρώς Μπέζου στο θεατρικό έργο. Μα πόσο πολύ εμπιστεύεται η Σοφία τους νέους δημιουργούς – και πόσο δικαιωμένη βγαίνει κάθε φορά! Και, κυρίως, πόσο απόλυτα ισορροπημένη πορεία έχει καταφέρει να διανύσει μεταξύ του κινηματογράφου και του θεάτρου κατά τη διάρκεια των περίπου δέκα ετών από τότε που οι πάντες έμαθαν –με το «καλημέρα σας», από τις πρώτες σκηνές της Μικράς Αγγλίας του Παντελή Βούλγαρη– το όνομά της.
Ενώ οι περισσότερες ηθοποιοί τόσο της δικής της γενιάς όσο και των παλαιότερων κάπως κατατάσσονται εύκολα σε «κινηματογραφικές» ή «θεατρικές» –με βάση και την πορεία τους–, η δική της περίπτωση είναι απλώς ακατάτακτη.
Την παρατηρώ καθώς κοιτάζει τον φακό του Πάρι Ταβιτιάν και προσπαθώ να μαντέψω τι σκέφτεται. Το τζίντζερ χρώμα των μαλλιών της είναι σχεδόν ίδιο με το χρώμα των τοίχων του Au Revoir. Φορά ένα μαύρο ζιβάγκο, ένα μαύρο παντελόνι και ένα γκρι παλτό, και δεν θα μπορούσε να βρεθεί πιο ταιριαστός χώρος για τη φωτογράφισή της. Το πρόσωπό της δείχνει να είναι πάντα, ακόμα κι όταν δεν βρίσκεται εντός ρόλου, ένας καμβάς έτοιμος να γεμίσει με κάθε πιθανή έκφραση συναισθημάτων. Καθώς μιλάμε περνά από την απορία στην έκπληξη, στον ενθουσιασμό και στη γλυκιά χειμωνιάτικη μελαγχολία με τρομερή ευκολία.
Βλέποντας τις δύο κόρες –οι οποίες φέρουν αμφότερες «daddy issues»–, την ιδιοσυγκρασιακή Άρτεμη, κόρη του Λάζαρου Γεωργακόπουλου, online, στην ψηφιακή πλατφόρμα του 61ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου έκανε την ελληνική της πρεμιέρα η Σελήνη (είχε προηγηθεί η Μπερλινάλε τον Ιούνιο), καθότι δεν κατάφερα να ανέβω πάνω φέτος, και τη νευρωτική Ευγενία, κόρη του Γιάννου Περλέγκα, σε απόσταση αναπνοής, στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, είμαι σχεδόν σίγουρος ότι τόσο η Ζακλίν Λέντζου όσο και η Ηρώ Μπέζου έγραψαν αυτούς τους δύο υπέροχους ρόλους αποκλειστικά για εκείνη, εντελώς πάνω της. Κάπως, και οι δύο ερμηνείες της, τόσο διαφορετικές, η πρώτη γεμάτη σιωπές, συναισθήματα και σκέψεις, και η δεύτερη στα κόκκινα, θορυβώδης, εκρηκτική, με πρόζα απολαυστικά τραγουδιστή, δεν αφήνουν περιθώρια να σκεφτείς άλλη στη θέση της. Τη ρωτώ αν είναι αλήθεια αυτή η διαπίστωση. «Η Ηρώ δεν έγραψε τον ρόλο για μένα, αλλά έχοντας στο μυαλό της ότι θα τον έπαιζα εγώ. Με τη Ζακλίν συνέβη το ίδιο, απλώς είχε λίγο περισσότερο στον νου της ότι θα ήταν σαν συνέχεια του Έκτορα Μαλό (σ.σ. τη βραβευμένη μικρού μήκους ταινία όπου ξανασυνεργάστηκαν). Οι ρόλοι εμπλουτίστηκαν μέσα από τη δική μου παρουσία. Αλλά όχι, καμία δεν έκατσε να γράψει κάτι για μένα!».
Εγώ όμως επιμένω ότι με αυτούς τους δύο ρόλους είναι σαν να συγκροτήθηκε φέτος μια πολύ δυνατή γυναικεία καλλιτεχνική τριάδα, με την ίδια στον πυρήνα της. «Μάλλον το νιώθεις επειδή βλέπεις εμένα πλάι στη Ζακλίν ή στην Ηρώ, δύο γυναίκες δημιουργούς. Σίγουρα πάντως είμαστε ομάδα, αφού με την Ηρώ είμαστε κολλητές και συνεργαζόμαστε χρόνια και με τη Ζακλίν είμαστε αγαπημένες, οι καλύτερες φίλες από τη στιγμή που γνωριστήκαμε. Σίγουρα βλέπεις ότι υπάρχει μια σχέση ανάμεσα στη δημιουργό και σ’ εμένα, δεν είναι απλώς μια συμμετοχή, είναι πράγματα που έχουν βιωθεί και έχουμε ανταλλάξει μεταξύ μας. Έτσι μου αρέσει να δουλεύω».
Όση ώρα μιλάμε, σκέφτομαι πως η Σοφία συγγενεύει με την Αγγελική Παπούλια, ως ηθοποιός της αμέσως επόμενης γενιάς φυσικά. Αυτή η αίσθηση ίσως έχει να κάνει με τη μεγάλη αγάπη που ξέρω ότι τρέφουν και οι δύο για το σινεμά του Κασαβέτη και αυτό που χαρακτηρίζεται κινηματογραφικά ως «κασαβετική ηρωίδα». Είναι τρομερή η αντίληψη που έχει η Σοφία όσον αφορά τα ερμηνευτικά μέσα και τις τεχνικές που διαθέτει κάθε φορά και μαγικός ο τρόπος που τα εκμεταλλεύεται. Στην ταινία της Λέντζου, για παράδειγμα, η νεαρή σκηνοθέτις εξελίσσει για πρώτη φορά σε επίπεδο μεγάλου μήκους το ονειρικό, υποκειμενικό σινεμά της, όπου πολλά πράγματα εννοούνται, δεν λέγονται, τα συναισθήματα αποτελούν ουσιαστικά την πλοκή, και η Σοφία μοιάζει να γεννήθηκε μέσα σε αυτό τον κόσμο, εσωστρεφής και εξωστρεφής ταυτόχρονα. «Πάρα πολλές συζητήσεις, αλληλογραφία μεταξύ μας, σημειώσεις, αυτό ήταν το υλικό από το οποίο πήρε μορφή ο ρόλος», είχε πει νωρίτερα φέτος η ίδια στο podcast του Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλου.
Κι ενώ οι περισσότερες ηθοποιοί τόσο της δικής της γενιάς όσο και των παλαιότερων κάπως κατατάσσονται εύκολα σε «κινηματογραφικές» ή «θεατρικές» –με βάση και την πορεία τους–, η δική της περίπτωση είναι απλώς ακατάτακτη. «Κοίτα, ξεκινώντας, εγώ πάντα το σινεμά είχα στον νου μου, ξέροντας κιόλας ότι είναι δύσκολο να χτιστεί μια καριέρα εκεί, ειδικά πριν από δέκα χρόνια, που το ελληνικό σινεμά ήταν ακόμα στη σκιά. Επειδή άρχισα να χτίζω σχέσεις με ανθρώπους του χώρου, επένδυσα πολύ σε αυτό. Το θέατρο, από την άλλη, ενώ δεν το συμπαθούσα ιδιαίτερα στην αρχή, άρχισα να το αγαπάω πολύ μέσα από σωστές συναντήσεις. Είναι σαν να έκανα προσπάθεια να ανοίξει ο δρόμος του σινεμά και το θέατρο να ήρθε σαν δώρο. Στο θέατρο γίνομαι καλύτερη ηθοποιός γιατί συνεχώς εξασκούμαι και μαθαίνω και στο σινεμά προτείνω κάτι, σε συνεργασία με τον δημιουργό. Το ένα συνεχώς ισορροπεί το άλλο, μου αρέσει αυτή η ισορροπία και δεν θέλω να αλλάξει ποτέ».
Συζητάμε για ταινίες που είδαμε φέτος και μας άρεσαν και συνειδητοποιούμε ότι η και για τους δύο μας η πιο αγαπημένη για το 2021 είναι το The worst person in the world, η νέα ταινία του Νορβηγού Γιόακιμ Τρίερ που είδαμε στις Νύχτες Πρεμιέρας και πρόκειται να κυκλοφορήσει σε κανονική διανομή μέσα στο 2022. Την ενθουσιάζει αυτή η διαπίστωση, που βρίσκει κάποιον που αγάπησε τόσο, όσο η ίδια, αυτή την ταινία, την απλή ιστορία μιας νεαρής γυναίκας μέσα από κεφάλαια της καθημερινότητας και των ερωτικών της σχέσεων της στο διάστημα κάποιων ετών. Έχει κι εκείνη μια μαγνητική πρωταγωνίστρια, όπως είναι η ίδια.
Η Σοφία Κόκκαλη θα πρωταγωνιστήσει στη νέα ταινία του Αλέξανδρου Βούλγαρη που ξεκινά γυρίσματα τον Απρίλιο. Παίζει στους «Ναυαγούς» της Ηρώς Μπέζου, που ανεβαίνει στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Η ταινία «Σελήνη, 66 Ερωτήσεις» της Ζακλίν Λέντζου θα βγει στις αίθουσες τον Φεβρουάριο.
Η φωτογράφιση έγινε στο μπαρ Au Revoir (Πατησίων 136, 210 8230474)
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.
Χαρούλα Αλεξίου
«Δεν θέλω τίποτε άλλο από το να υπάρχω απλώς»
Ελένη Καραΐνδρου
«Σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο φρόντιζα να επιβάλλομαι με τη δουλειά μου»
Νίκος Σταμπολίδης
«Χωρίς την επιστημονική λεπτομέρεια δεν μπορείς να πας πουθενά»
Ευριπίδης Λασκαρίδης
«Η ρευστότητα του φύλου των χαρακτήρων μου συμβαίνει χωρίς να τη σκέφτομαι»
Γιάννης Νιάρρος
«Αναγνωρίζω τον ανταγωνισμό του ανδρικού φύλου, του άντρα κόκορα»
Σοφία Κόκκαλη
«Μου αρέσει η ισορροπία μεταξύ σινεμά και θεάτρου, δεν θα ήθελα να αλλάξει ποτέ»
Μιχαήλ Μαρμαρινός
«Δεν με ενδιαφέρει το θέατρο ακριβώς, με συναρπάζει η θεατρικότητα των πραγμάτων»
Μαρίνα Σάττι
«Με αυτή την εποχή, που η πληροφορία ταξιδεύει τόσο γρήγορα, δεν πολυταυτίζομαι»
Λουκία Αλαβάνου
«Προτιμώ να κάνω λιγότερα έργα, θέλω να με αγγίζει βαθιά το κάθε θέμα»