Ο Σάιμον ΜακΜπέρνι δεν θεωρεί τον εαυτό του «ανανεωτή-εφευρέτη» του θεάτρου. Θεωρεί ότι όλα έχουν γίνει και ξαναγίνει τις προηγούμενες δεκαετίες και ότι κάθε γενιά ανακαλύπτει εκ νέου φόρμες και στυλ που θεωρεί ότι της ανήκουν. Κι όμως, υπάρχει ένα ολόκληρος κόσμος, ένα θεατρόφιλο κοινό, τόσο στη Βρετανία όσο και διεθνώς, που θεωρεί το λονδρέζικο θέατρο Complicité, του οποίου είναι ιδρυτής, τη σημαντικότερη πρόταση θεατρικής γλώσσας –ένας συνδυασμός devised και σωματικού θεάτρου− που έχει αναδειχτεί από τη δεκαετία του ’80 μέχρι σήμερα. Στην Ελλάδα έχει έρθει μία μόνο φορά, στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο των Δημητρίων, με το αξιομνημόνευτο «Mnemonic».
Ο σημαντικός αυτός δημιουργός, λοιπόν, ηθοποιός και σκηνοθέτης, ένας άνθρωπος που, όταν δεν δημιουργεί για την ομάδα του, συμμετέχει σε κάθε είδους ταινία και τηλεοπτικές σειρές, προφανώς για βιοποριστικούς λόγους, ή σκηνοθετεί στο Μπρόντγουεϊ διάσημους ηθοποιούς, βρίσκεται στην Αθήνα με την τελευταία του δημιουργία με τίτλο «The Εncounter» («Η συνάντηση»). Μια συνάντηση με τον εαυτό του και το κοινό, όπως μας άφησε να καταλάβουμε στη συνέντευξη που παραχώρησε μία μέρα πριν από την πρώτη του παράσταση.
Το κοινό, προσερχόμενο στην παράσταση, βιώνει μια εξωτική εμπειρία, καθώς, με τη συνδρομή της τεχνολογίας, διακτινίζεται στα βάθη του Αμαζονίου, όπου, ακολουθώντας τα βήματα του ερμηνευτή και τους ήχους που αναπαράγονται σε ένα ανηχωτικό περιβάλλον, ταυτίζεται με το εσωτερικό του «ταξίδι».
Το 1969, ο φωτορεπόρτερ του «National Geographic», Λόρεν ΜακΙντάιρ, χάθηκε στα τροπικά δάση μεταξύ Περού και Βραζιλίας, καθώς αναζητούσε τη μυθική κοίτη του Αμαζονίου. Τον βρήκαν και τον έσωσαν ιθαγενείς μιας άγνωστης φυλής, οι οποίοι τον μύησαν στις αρχέγονες τελετουργίες τους. Αυτό αποτέλεσε μια εμπειρία που διεύρυνε τη συνείδησή του και ακριβώς αυτή η διάσταση είναι που προκάλεσε το ενδιαφέρον του ΜακΜπέρνι, που ταξίδεψε και εκείνος στα ίδια μέρη, όχι απλώς για να διερευνήσει το περιβάλλον του Αμαζονίου.
«Πρόκειται για την ιστορία του ταξιδιού ενός άντρα, κατά τη διάρκεια του οποίου έρχεται σε επαφή με ανθρώπους μιας εντελώς διαφορετικής πραγματικότητας από τη δική του. Χάνεται στη ζούγκλα, αλλά, ουσιαστικά, αυτό που χάνεται είναι ο προσδιορισμός και η εσωτερική του βεβαιότητα και λιγότερο η γεωγραφική του θέση. Χάνει την αίσθησή του όσον αφορά τον χώρο και τον χρόνο, την ικανότητά του να προσδιορίζει τον εαυτό του σε σχέση με την πραγματικότητα και με τον ίδιο μέσα σε αυτή. Έτσι, αυτό που προκύπτει μέσα από τη συγκεκριμένη διαδικασία είναι ότι τίποτα δεν είναι μόνιμο, τίποτα από αυτά για τα οποία είμαστε βέβαιοι δεν είναι δεδομένο, όπως ούτε και η κοινωνική μας αξία. Αρχίζεις να αμφιβάλλεις και συνειδητοποιείς ότι όλα είναι μυθοπλασία. Στην ουσία, αυτή η παράσταση είναι μια έρευνα ως προς το πού βρισκόμαστε, τι είναι πραγματικότητα και τι όχι, ποιοι είμαστε αληθινά. Πόσο απέχουμε, λόγου χάριν, από τους πρόσφυγες που είδα σήμερα εδώ στην Αθήνα; Όλα αυτά που πιστεύουμε για εμάς τους ίδιους, η γλώσσα, ο πολιτισμός, η εθνική υπόσταση, είναι τόσο εύθραυστα… Όλες αυτές οι βεβαιότητες που μας προσδιορίζουν είμαι βέβαιος ότι είναι κατασκευασμένες». Αυτή είναι η ενδιαφέρουσα ανάλυση στην οποία κατέληξε μετά τη χρόνια ενασχόλησή του με το «Εncounter».
Ήταν είκοσι χρόνια πριν όταν έφτασε στα χέρια του το βιβλίο «Amazon Beaming» του Petru Popescu, στο οποίο περιγράφεται μια αληθινή ιστορία. Το 1969, ο φωτορεπόρτερ του «National Geographic», Λόρεν ΜακΙντάιρ, χάθηκε στα τροπικά δάση μεταξύ Περού και Βραζιλίας, καθώς αναζητούσε τη μυθική κοίτη του Αμαζονίου. Τον βρήκαν και τον έσωσαν ιθαγενείς μιας άγνωστης φυλής, οι οποίοι τον μύησαν στις αρχέγονες τελετουργίες τους. Αυτό αποτέλεσε μια εμπειρία που διεύρυνε τη συνείδησή του και ακριβώς αυτή η διάσταση είναι που προκάλεσε το ενδιαφέρον του ΜακΜπέρνι, που ταξίδεψε και εκείνος στα ίδια μέρη, όχι απλώς για να διερευνήσει το περιβάλλον του Αμαζονίου.
Ήρθε σε επαφή με τη φυλή Μαγιορούνα, της οποίας τα μέλη, αν και πλήρως «εκπολιτισμένα» σήμερα από τους δυτικούς ιεραπόστολους, απογυμνωμένα από τις παραδόσεις τους, αντιμετωπίζουν θέματα ταυτότητας και αυτοπροσδιορισμού, με συνέπεια τον διαδεδομένο αλκοολισμό και τον υψηλό δείκτη αυτοκτονιών. «Περίμενα ότι με αυτό το ταξίδι θα έπεφτα σε κατάθλιψη, αλλά βγήκα περισσότερο αισιόδοξος» λέει ο ίδιος.
Όλα αυτά τον οδήγησαν στο να χτίσει σιγά-σιγά τη «Συνάντηση», καθώς ποτέ δεν είναι σίγουρος πού θα τον πάει μια δουλειά, από τη στιγμή που καταπιάνεται με αυτήν. Αυτή η παράσταση, εν τέλει, λειτουργεί για το κοινό ως μια εμπειρία συνειδητοποίησης. Ο ΜακΜπέρνι εξηγεί: «Στην παράσταση ακολουθούμε τον άντρα στο ταξίδι του και το κοινό “συναισθάνεται”, ταυτίζεται μαζί του, όπως συμβαίνει πάντοτε όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο ή ακούμε μια ιστορία. Γιατί ακριβώς αυτό συμβαίνει με τη “συναίσθηση”, μπαίνουμε στη θέση του χαρακτήρα που παρακολουθούμε. Το κοινό αποκτά μια δυνατή εμπειρία, καθώς η παραστασιακή πραγματικότητα ζει χάρη στη φαντασία του. Αυτό που βλέπουμε επί σκηνής δεν είναι πραγματικό, αποκτάει πραγματική διάσταση χάρη στο μυαλό μας, τη φαντασία μας. Ο αφηγητής δεν είναι η ιστορία, η ιστορία υπάρχει κάπου ανάμεσα σ’ εμάς του δύο. Το να ακούς είναι πράξη δημιουργική, όπως και η μνήμη, όπως διαπίστωσα παλιότερα, όταν δούλευα πάνω στο “Mnemonic”. Αλλά το έργο αυτό έχει να κάνει εν μέρει και με τη συνείδηση, με το να διαθέτεις συνείδηση».
Το 2011 έκανε μια σειρά εργαστηρίων με νευρολόγους και αυτό ήταν το οριστικό ερέθισμα που του έδωσε την αφορμή για να χτίσει μια παράσταση γύρω από αυτό το θέμα – ωστόσο, το θεωρούσε αδύνατο να γίνει θέατρο. Χρειάστηκαν αρκετά χρόνια επεξεργασίας ώστε να καταλήξει στη μορφή που έχει πάρει τώρα το έργο του.
«Το θέατρο ανέκαθεν είχε να κάνει με τη συλλογική εμπειρία. Και αυτό ήταν ένας από τους λόγους που κατέληξα να κάνω το έργο αυτό. Αναρωτήθηκα ποια μπορεί να είναι η σχέση συλλογικότητας και υποκειμενικής εμπειρίας ενός ατόμου, ενός ανθρώπου μόνου και της μοναξιάς του, της συνείδησής του. Σκέφτηκα ότι μπορούμε να απαιτήσουμε από το κοινό να βρεθεί στη θέση του ανθρώπου που βλέπει επί σκηνής. Και με ποιον τρόπο μπορεί να επιτευχθεί αυτό; Στις μέρες μας, όλοι ζούνε σε απομόνωση. Είτε φορώντας ακουστικά είτε βυθισμένοι στο κομπιούτερ τους. Αυτό κάνουμε και στην παράσταση. Οι θεατές φοράνε ακουστικά και δεν έχουν επαφή με οτιδήποτε άλλο πέρα από τους ήχους της σκηνής, οι οποίοι όμως είναι ίδιοι για όλους. Όλα είναι τεχνολογία, δεν υπάρχει τίποτα το φυσικό εκεί επάνω. Οπότε, δημιουργείται μια παραδοξότητα και μια εικόνα του κόσμου μας που συνδέεται με το μέρος του πλανήτη που έχει τη μεγαλύτερη βιοποικιλότητα, τον Αμαζόνιο. Αυτομάτως, το κοινό μεταφέρεται εκεί. Και αυτό συμβαίνει, τελικά, χάρη στην ικανότητα της ανθρώπινης φαντασίας, ο θεατής είναι που τα δημιουργεί όλα αυτά. Όπως στον σαιξπηρικό “Ερρίκο Ε’”, που ο συγγραφέας ζητάει από το κοινό να φανταστεί τη σκηνή ως πεδίο μαχών της Γαλλίας. Εσύ ο ίδιος το δημιουργείς, εσύ είσαι που προσγειώνεσαι σε αυτό τον τόπο, χωρίς να το περιμένεις αποκτάς μια εμπειρία που δεν είχες ποτέ πριν. Το έργο εξελίσσεται και ο θεατής ακολουθεί όχι μόνο το ταξίδι αυτού του ανθρώπου αλλά και το ταξίδι το δικό του. Σε οδηγεί κάπου διαφορετικά από το θέατρο, με βήματα που σχετίζονται με αφήγηση, μυθοπλασία και ιστορία. Και στη “Συνάντηση” έχουμε δύο ιστορίες που μπλέκονται μεταξύ τους».
Θα το χαρακτήριζε ίσως μια οδύσσεια του σύγχρονου ανθρώπου του 21ου αιώνα; «Όντως, δεν πρόκειται για μια καινούργια ιστορία. Συγγενεύει με την “Οδύσσεια”, ως ένα “μεταφορικό”, εσωτερικό ταξίδι. Και οπωσδήποτε, αυτό που με ενδιέφερε όσον αφορά τη συνείδηση, ξεπηδάει από το πιο περίπλοκο σύστημα στον κόσμο, τον ανθρώπινο νου, ο οποίος πάντα θα εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες. Δεν λειτουργεί απομονωμένος. Και είναι ο λόγος που υπάρχει απόσταση μεταξύ της ανθρώπινης και της τεχνικής συνείδησης. Αυτό που πραγματικά επιθυμώ είναι το κοινό να βγει από την παράσταση με μια εμπειρία και κάποιες ερωτήσεις σε άμεση σχέση με αυτήν».
Να σημειώσουμε ότι η παράσταση του Σάιμον ΜακΜπέρνι «The Encounter» δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί, αν δεν υπήρχε η καθοριστική συμβολή του σχεδιαστή ήχου των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου, Γκάρεθ Φράι, ο οποίος αξιοποίησε προηγμένη «αμφιωτική» τεχνολογία (binaural technology), δημιουργώντας 3D-audio συνθήκη ακρόασης του ηχοτοπίου του αρχέγονου και απειλούμενου, όπως γνωρίζουμε, οικοσυστήματος του Αμαζονίου.
Simon McBurney / Complicité, The Encounter (Η συνάντηση)
Παρασκευή 15 Μαΐου (διαθέσιμο μέχρι τις 22 Μαΐου)
Ψηφιακό κανάλι Ιδρύματος Ωνάση
Με αγγλικούς και ελληνικούς υπότιτλους
Διάρκεια παράστασης: 120 λεπτά
Για να παρακολουθήσετε την παράσταση ψηφιακά, πρέπει να φορέσετε ακουστικά ώστε να βιώσετε τη 3D-audio συνθήκη ακρόασης.
σχόλια