Από τις εκδόσεις Απόπειρα μάς ήρθε αναπάντεχα, προς το τέλος του 2022, ένα βιβλίο για το blues. Και λέμε «αναπάντεχα», παρότι οι συγκεκριμένες εκδόσεις έχουν δώσει, μέσα στα χρόνια, μερικά από τα καλύτερα βιβλία γι’ αυτό το είδος της μουσικής, που τυπώθηκαν ποτέ στην Ελλάδα – και αναφερόμαστε βεβαίως στα... Samuel Charters «Η Ποίηση του Μπλουζ» (1982), Michael Bloomfield «Με τον Big Joe Williams» (1983) και Πωλ Όλιβερ «Η Ιστορία του Blues» (1995).
Είκοσι επτά ολόκληρα χρόνια, λοιπόν, μετά το ακρογωνιαίο, για την σχετική ελληνική βιβλιογραφία, πόνημα του Paul Oliver, ένα βιβλίο για τον θρυλικό bluesman Robert Johnson (1911-1938), γραμμένο από τον συμπατριώτη του αμερικανό μουσικογράφο-ερευνητή Peter Guralnick (γενν. 1943) και μεταφρασμένο από την προσφάτως εκλιπούσα Ιουλία Ραλλίδη (1949-2022) αποτελεί, οπωσδήποτε, μιαν έκπληξη (ακόμη και αν μιλάμε για την Απόπειρα).
Τούτο το λέμε γιατί το blues, εδώ και αρκετά χρόνια, έχει περάσει στο περιθώριο του μουσικού ενδιαφέροντος – και παγκοσμίως, και πολύ περισσότερο στην Ελλάδα.
Μοιάζει ορισμένες φορές σαν ο Robert Johnson να έζησε σ’ έναν άλλον κόσμο, σ’ έναν κόσμο πέρα από την πραγματικότητα, ποτισμένο από φοβικές ιστορίες και θρύλους.
Το blues δείχνει να αφορά, πλέον, σε ελάχιστο κόσμο. Συναυλίες με ξένους μουσικούς του blues δεν γίνονται πλέον στη χώρα, με την συχνότητα που γίνονταν παλαιότερα, για να μην πούμε πως έχουν σχεδόν μηδενιστεί, blues δίσκοι δεν εισάγονται από τις εναπομείνασες (ελληνικές) εταιρείες, στα περιοδικά και στα σάιτ σπάνια θα δεις άρθρα για το blues, σχεδόν ποτέ δεν θα δεις ένα δίσκο blues στα «καλύτερα της χρονιάς» κάποιου μουσικού συντάκτη, και γενικώς... σιωπή.
Είναι λυπηρό, από μια πλευρά, γιατί το blues είναι μια μεγάλη λαϊκή μουσική, που είχε τεράστια απήχηση, κάποτε, σε ολόκληρο τον κόσμο.
Δεν είναι μόνον το γεγονός ότι το blues είναι η βάση του rock and roll (σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό απ’ όσο η country), αλλά και το ότι το blues επηρέασε συντριπτικά το rock, την soul και το funk (γενικά την μαύρη μουσική δηλαδή) μέσα από τα οποία προήλθαν πλείστα όσα ιδιώματα στην πορεία – από την disco έως και το hip hop. Και δεν θα ήταν άστοχο αν λέγαμε, επίσης, πως χωρίς το blues το rock θα ήταν κάτι τελείως διαφορετικό, ενώ δεν θα υπήρχαν καν πολλές από τις υπόλοιπες μαύρες μουσικές, με την μορφή που σήμερα τις γνωρίζουμε.
Φυσικά, το blues, αποτέλεσε την πιο ισχυρή βάση και για την jazz, μην το λησμονούμε αυτό, επηρεάζοντας περαιτέρω, μέσα στις δεκαετίες, άπειρους μουσικούς, σε κάθε γωνιά του κόσμου.
Πώς και γιατί, λοιπόν, αυτή η αρχετυπική δυτική, λαϊκή μουσική βρίσκεται σήμερα σ’ ένα τόσο χαμηλό επίπεδο διάχυσης και διασποράς προς τις μάζες είναι ένα ζήτημα, οπωσδήποτε, που μπορεί να αποτελέσει, πάντως, αντικείμενο ενός άλλου άρθρου – και όχι τούτου εδώ.
Το βιβλίο του Peter Guralnick για τον Robert Johnson κυκλοφόρησε, για πρώτη φορά, στην αγγλική γλώσσα, ως “Searching for Robert Johnson” το 1989 (μια σχετικώς καλή μπλουζ-εποχή), ξανατυπώθηκε το 1998 και για τελευταία φορά το 2020. Και από αυτή την ανανεωμένη έκδοσή του γίνεται και η μετάφρασή του στα ελληνικά.
Το «Αναζητώντας τον Ρόμπερτ Τζόνσον» είναι ένα μικρό μάλλον βιβλίο, καθώς οι «καθαρές» σελίδες του είναι μόλις 95 ή και λιγότερες άμα αφαιρέσεις και τις φωτογραφίες. Βεβαίως το συνολικό βιβλίο έχει 132 σελίδες, αλλά σ’ αυτές περιλαμβάνονται και πολλά «βοηθητικά» κεφάλαια (βιβλιογραφία, ευχαριστίες, βιογραφικά συγχρόνων του Robert Johnson bluesmen, επιγόνων κ.λπ.).
Έτσι, μία φυσιολογική ερώτηση, που μπορεί να την κάνει ο οποιοσδήποτε, είναι... γιατί για έναν τόσο τεράστιο μουσικό, όπως ήταν ο Robert Johnson, έναν μουσικό θρύλο, που καθόρισε, τεχνικά σε πρώτη φάση, πολλά από την εξέλιξη του blues ου μην αλλά και του rock, δεν μπορεί να γραφτεί ένα πολυσέλιδο βιβλίο;
Η απάντηση, όσο και αν παραξενεύει, είναι απλή. Γιατί ξέρουμε ελάχιστα στοιχεία για τη ζωή του, ενώ ακόμη λιγότερα απ’ αυτά είναι ντοκουμενταρισμένα. Μοιάζει ορισμένες φορές σαν ο Robert Johnson να έζησε σ’ έναν άλλον κόσμο, σ’ έναν κόσμο πέρα από την πραγματικότητα, ποτισμένο από φοβικές ιστορίες και θρύλους.
Σαν το πέρασμά του από την κανονική ζωή να υπήρξε φασματικό, με ανακατωμένα και αξεδιάλυτα πραγματικά ή και φανταστικά στοιχεία – σε τέτοιο βαθμό διασκορπισμένα τα μεν ανάμεσα στα δε, ώστε ακόμη και αυτό το θρυλικό μυθοπλαστικό περαστικό, της συνάντησής του με τον Εξαποδώ, σ’ ένα σταυροδρόμι του Νότου, μετά από την οποία (συνάντηση) το παίξιμό του Robert Johnson θα απογειωνόταν, να αντιμετωπίζεται κάπως σαν, συγκαλυμμένη έστω, πραγματικότητα!
Ο Peter Guralnick ψάχνει τον Robert Johnson από την δεκαετία του ’60 ήδη, έχοντας φάει κατακέφαλα, και αυτός, το πρώτο άλμπουμ (LP), που κυκλοφόρησε ποτέ με τραγούδια του θρύλου-bluesman.
Λέμε για το περίφημο “King of the Delta Blues Singers”, με το σχέδιο-εξώφυλλο του Burt Goldblatt –καθώς τότε δεν υπήρχαν καν γνωστές φωτογραφίες του καλλιτέχνη, για να κοσμήσουν το cover– ένα LP, που τυπώνει η Columbia το 1961 και που περιλάμβανε οκτώ και οκτώ τραγούδια του Robert Johnson, μοιρασμένα στις δυο πλευρές του βινυλίου.
Λέμε για το άλμπουμ, που αφήνει άφωνους τους πάντες, καθώς το ακούνε όλοι οι folkists, οι bluesmen και οι rockers του ’60. Είναι το άλμπουμ που ακούει ο Bob Dylan, τα μέλη των Rolling Stones, ο Eric Clapton και όλοι υπόλοιποι, οι οποίοι θα επηρεαστούν σφόδρα απ’ αυτό, μεταφέροντας τα τραγούδια του Robert Johnson (“Love in vain blues”, “Cross road blues”, “Sweet home Chicago”, “From four until late” κ.λπ.) στην πιο νέα εποχή.
Μπορεί, όπως λέει ο Guralnick, το “King of the Delta Blues Singers” να πούλησε δέκα με δώδεκα χιλιάδες αντίτυπα στα πρώτα δέκα χρόνια της κυκλοφορίας του (ελάχιστα δηλαδή), αλλά σημασία έχει όχι πόσοι το αγόρασαν και το άκουσαν, αλλά ποιοι! Αρκεί να διαβάσει κάποιος τι λέει ο Bob Dylan γι’ αυτόν τον δίσκο (και για τον Robert Johnson φυσικά) στην αυτοβιογραφία του “Chronicles: Volume One” (2004), που την είδαμε και στα ελληνικά, ως «Η Ζωή μου» [Μεταίχμιο, 2005], για να αντιληφθεί για τι ακριβώς συζητάμε:
«Μόλις ακούστηκε η πρώτη νότα, οι δονήσεις από το ηχείο με έκαναν να ανατριχιάσω. Οι διαπεραστικοί ήχοι της κιθάρας μπορούσαν να σπάσουν τα τζάμια. Όταν ο Johnson άρχισε να τραγουδάει σκέφτηκα ότι ήταν σαν εκείνη τη θεά, που πετάχτηκε πάνοπλη από το κεφάλι του Δία. Αμέσως κατάλαβα τη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτόν και σε όποιον άλλο είχα ακούσει. Τα τραγούδια δεν ήταν συνηθισμένα blues. Ήταν άψογα κομμάτια – το κάθε τραγούδι είχε τέσσερις-πέντε στροφές και το κάθε κουπλέ έμπλεκε με το προηγούμενο με εντελώς πρωτόγνωρο τρόπο. Τα κουπλέ κυλούσαν απόλυτα φυσιολογικά. Στην αρχή πήγαιναν γρήγορα, πολύ γρήγορα, για να τα πιάσω. Απλώνονταν παντού και κάλυπταν μια τεράστια γκάμα θεμάτων, με σύντομες κοφτές στροφές, οι οποίες διηγούνταν μια πλήρη ιστορία.(...) Η φωνή και η κιθάρα του Johnson αντηχούσαν στο δωμάτιο κι εγώ είχα χαθεί μέσα τους. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς γινόταν να μην χαθεί κανείς.(...) Τις επόμενες λίγες εβδομάδες τον άκουγα συνεχώς, τη μια πλευρά μετά την άλλη, το ένα τραγούδι μετά το άλλο, ενώ καθόμουν και κοιτούσα το πικάπ. Κάθε φορά ένοιωθα σαν να είχε μπει φάντασμα μέσα στο δωμάτιο, μια τρομακτική υπερφυσική παρουσία. Τα τραγούδια ήταν οργανωμένα με εκπληκτική στιχουργική λιτότητα (...) Όταν ο Johnson μιλάει για τους σταλακτίτες που κρέμονται από τα δέντρα μου προκαλεί ρίγη, ή όταν λέει για το γάλα που ξινίζει... μου φέρνει ναυτία και αναρωτιέμαι πώς τα καταφέρνει. Επιπλέον, όλα τα τραγούδια του με συγκινούσαν με έναν περίεργο προσωπικό τρόπο».
Τα ίδια πάνω-κάτω μπορείς να διαβάσεις και από άλλους μουσικούς του ’60 (και από τους πιο κατοπινούς βεβαίως) για το σοκ που ένοιωσαν, όταν άκουσαν για πρώτη φορά τα τραγούδια του Robert Johnson.
Αυτό, δε, το σοκ ήταν και η αιτία, ώστε αμέσως μετά την κυκλοφορία τού “King of the Delta Blues Singers”, το 1961, να επικρατήσει ένας πανικός στις τάξεις των ερευνητών και των μελετητών του blues, οι οποίοι βάλθηκαν να ανακαλύψουν στοιχεία αυτού του ανθρώπου, που ήταν τελείως ανεξερεύνητα έως τότε (για δεκαετίες δεν υπήρχε καν γνωστή φωτογραφία του). Σιγά-σιγά θα βρεθούν διάφορα, βεβαίως, αλλά λίγα απ’ αυτά θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στην βάσανο ενός σκληρού ντοκουμενταρίσματος.
Να πούμε έτσι, ως παράδειγμα, πως κατά καιρούς εμφανίζονται διάφορες φωτογραφίες, για τις οποίες πιστεύεται ότι απεικονίζουν τον Robert Johnson, αλλά μόλις τρεις απ’ αυτές θεωρείται πως είναι 100% έγκυρες και εξακριβωμένες. Η πρώτη (δημοσιεύτηκε το 1986) τον δείχνει να κρατάει την κιθάρα του, έχοντας τσιγάρο στο στόμα, η δεύτερη (1989) τον δείχνει καθιστό και «στην πένα» ντυμένο, με κοστούμι, γραβάτα και καπέλο, κρατώντας πάντα την κιθάρα του, ενώ η τρίτη (2020) υπάρχει στο εξώφυλλο του βιβλίου της Annye C. Anderson “Brother Robert: Growing Up with Robert Johnson” (η Anderson είναι η υπερήλικη θετή αδελφή του Robert Johnson, με το βιβλίο να καταγράφει τις αναμνήσεις της).
Ο Peter Guralnick ήταν ένας από εκείνους τους ανθρώπους, που θα άρχιζαν να ψάχνουν από νωρίς τα του Robert Johnson, παράλληλα με τους Mack McCormick (1930-2015), Pete Welding (1935-1995), Gayle Dean Wardlow (γενν. 1940), David Evans (γενν. 1944) κ.ά., μελετητών δηλαδή, οι οποίοι μέσα σε μια δεκαετία χοντρικά, από τα μέσα του ’60 έως τα μέσα του ’70, θα έφερναν στο φως ό,τι πάνω-κάτω γνωρίζουμε, σήμερα, για τον τρανότερο των bluesmen.
Βασικά τo «Αναζητώντας τον Ρόμπερτ Τζόνσον» στο επίπεδο του researching, πέρα δηλαδή από τις προσωπικές εκτιμήσεις και κρίσεις του Guralnick, συγκροτείται γύρω από την φιλία του συγγραφέα με τον McCormick, τον άνθρωπο που είχε πραγματοποιήσει μια μεγάλη έρευνα για τον Robert Johnson και την οποία (έρευνα), υποτίθεται πως θα τύπωνε σε βιβλίο, υπό τον τίτλο “Biography of a Phantom”, ήδη από τα μέσα του ’70.
Το βιβλίο αυτό δεν τυπώθηκε ενόσω ζούσε ο Mack McCormick, αποκτώντας μέσα στα χρόνια μιαν αίσθηση θρύλου – σαν να το είχε αγκιστρώσει το... φάντασμα του Johnson και να μην το άφηνε να βγει. Τελικά, και όπως διαβάζουμε στα ξένα σάιτ, το “Biography of a Phantom / A Robert Johnson Blues Odyssey” του Robert “Mack” McCormick πρόκειται να κυκλοφορήσει τελικώς τον φετινό Απρίλιο! Να το δούμε και να μην το πιστέψουμε...
Αν από την μια μεριά λοιπόν είναι οι κουβέντες του Guralnick με τον McCormick, από την άλλη είναι οι ποικίλες συνεντεύξεις του με bluesmen, που γνώρισαν τον Robert Johnson από κοντά – και αυτοί βασικά ήταν ο Robert Lockwood Jr. (1915-2006) (ο Robert Johnson θα ζούσε για κάποια χρόνια με την μητέρα τού Robert Lockwood Jr., ενώ θα ήταν και δάσκαλός του) και ο Johnny Shines (1915-1992), ένας μουσικός, που θα περιόδευε με τον Robert Johnson στο διάστημα 1935-1937.
Το βιβλίο διαβάζεται «νεράκι», καθώς κυλάει σαν μικρό μυθιστόρημα – και επειδή κάποια μυθιστορηματικά στοιχεία, αν μιλάμε για τον Robert Johnson, δεν γίνεται να αποφευχθούν.
Από την αφήγηση, δε, του Peter Guralnick παρελαύνουν δεκάδες πρόσωπα (μουσικοί του blues βασικά, αλλά και παραγωγοί, ερευνητές κ.λπ.), με τα θέματα που θίγονται και αναπτύσσονται να είναι πολλά και διάφορα, ξεκινώντας από την παράθεση βιογραφικών στοιχείων, τα τεχνικά χαρακτηριστικά της τραγουδοποιίας του Robert Johnson και τις αναλύσεις των τραγουδιών του, όσον αφορά στους στίχους, μέχρι τις επιρροές του από προγενέστερους μουσικούς, τις περιγραφές των δύο ηχογραφικών sessions, που πραγματοποίησε στην πολύ σύντομη ζωή του και άλλα διάφορα, καταλήγοντας στον (οδυνηρό) τρόπο που θα έφευγε από τη ζωή, μόλις στα 27 χρόνια του (αν και αυτό το τελευταίο είναι γραμμένο με ισχνό ντοκουμεντάρισμα – λογικό).
Να υπενθυμίσουμε εδώ πως ο Robert Johnson μπήκε δύο φορές στη ζωή του σε στούντιο, ή σε κάτι σαν στούντιο τέλος πάντων. Η πρώτη ήταν τον Νοέμβριο του 1936 (23, 26 και 27), στο Gunter Hotel, Room 414 του San Antonio, στο Texas, όταν ηχογράφησε 16 τίτλους, εκ των οποίων οι δύο θα ακούγονταν για πρώτη φορά σε μεταγενέστερα LP. Αυτά τα 16 τραγούδια ήταν τα:
“Kind hearted woman blues”, “I believe I’ll dust my broom”, “Sweet home Chicago”, “Ramblin’ on my mind”, “When you got a good friend”, “Come on in my kitchen”, “Terraplane blues”, “Phonograph blues”, “32-20 blues”,“They’re red hot”, “Dead shrimp blues”, “Cross road blues”, “Walkin’ blues”, “Last fair deal gone down”, “Preachin’ blues (Up jumped the devil)” και “If I had possession over judgment day”.
Η δεύτερη και τελευταία φορά, που θα δρασκελούσε κατώφλι στούντιο ο Robert Johnson, θα ήταν τον Ιούνιο του 1937 (19 και 20), στα στούντιο της Former Vitagraph / Warner Bros., στην 508 Park Avenue του Dallas, στο Texas. Εκεί θα ηχογραφούνταν 13 κομμάτια, δύο εκ των οποίων θα ακούγονταν σε μεταγενέστερα LP. Αυτά τα 13 τραγούδια ήταν τα:
“Stones in my passway”, “I’m a steady rollin’ man”, “From four until late”, “Hell hound on my trail”, “Little queen of spades”, “Malted milk”, “Drunken hearted man”, “Me and the devil blues”, “Stop breakin’ down blues”, “Traveling riverside blues”, “Honeymoon blues”, “Love in vain blues” και “Milkcow’s calf blues”.
Είκοσι εννέα τραγούδια συνολικά, που θα σφράγιζαν όχι μόνον το blues, αλλά κι ένα μεγάλο μέρος του folk και του rock από τα χρόνια του ’60 και μετά.
Στο βιβλίο του Guralnick θα διαβάσεις ωραία λόγια για τα περισσότερα από τα τραγούδια του Robert Johnson και κυρίως για τα πιο σκοτεινά του, δηλαδή τα συγκλονιστικά “Hell hound on my trail” και “Me and the devil blues”.
Robert Johnson - Hellhound On My Trail
Και δυο λόγια για την μετάφραση της Ιουλίας Ραλλίδη.
Σε γενικές γραμμές αυτή είναι στρωτή και ικανοποιητική, αλλά δεν έχουν αποφευχθεί τελείως τα λάθη, όπως και κάποιες (μεταφραστικές) ατέλειες.
Στη σελίδα 11, όταν ο Guralnick γράφει για το LP τού Big Joe Williams “Piney Woods Blues” [Delmar, 1958], εμείς διαβάζουμε για την εταιρεία... Dolmar. Η Delmar να πούμε, απλώς, πως λίγο αργότερα θα μετονομαζόταν στην πασίγνωστη, τουλάχιστον για τους φίλους της jazz και του blues, Delmark Records.
Περαιτέρω, στην σελ.51, το γνωστό μουσικό περιοδικό “Rolling Stone”, γράφεται λανθασμένα ως “Rolling Stones”, με “s” στο τέλος, όπως το πασίγνωστο συγκρότημα δηλαδή.
Στη σελ.21 διαβάζουμε: «Μέσα σε δύο χρόνια, ο Lomax ανακάλυψε τον μέντορα του Τζόνσον, τον Son House, στη λίμνη Κόρμοραντ, βόρεια της Ρόμπινσοβιλ, με βάση τις πληροφορίες του McKinley Morganfield, κι ενός άλλου μαθητή του Τζόνσον (που αργότερα έγινε διάσημος ως Muddy Waters)».
Κατ’ αρχάς η Lake Cormorant είναι κωμόπολη και όχι λίμνη ακριβώς και θα έπρεπε να γραφτεί ως Λίμνη Κόρμοραντ (και όχι ως λίμνη), ενώ με βάση την μετάφραση κάποιος καταλαβαίνει πως ο McKinley Morganfield είναι διαφορετικό πρόσωπο από τον Muddy Waters, ενώ πρόκειται για το ίδιο (πρόσωπο)!
Στο πρωτότυπο διαβάζουμε: “… Son House in Lake Cormorant, just north on Robinsonville, on information supplied by McKinley Morganfield (later to become famous as Muddy Waters), another of Johnson’s disciples”. Είναι προφανές και σαφές δηλαδή, στο πρωτότυπο, πως ο McKinley Morganfield και ο Muddy Waters είναι το ίδιο άτομο (όπως είναι και το σωστό).
Παρά τις λίγες μεταφραστικές αβλεψίες, το «Αναζητώντας τον Ρόμπερτ Τζόνσον» του Peter Guralnick είναι ένα καλό, ενδιαφέρον και χρήσιμο βιβλίο, που εμπλουτίζει, όπως και να το κάνουμε, την πενιχρή ελληνική blues-βιβλιογραφία.
Να ευχηθούμε, λοιπόν, να δούμε κι άλλα ανάλογα βιβλία, από τις εκδόσεις Απόπειρα στο κοντινό μέλλον.
Robert Johnson - Sweet Home Chicago