«Είναι πενήντα δύο χρονών, διαζευγμένος και, για την ηλικία του, θεωρεί ότι έχει λύσει αρκετά ικανοποιητικά το πρόβλημα της σεξουαλικής του ζωής». Ο Τζ. Μ. Κουτσί μάς εισάγει στον κόσμο του ήρωα της «Ατίμωσης» χωρίς περιστροφές: ο Ντέιβιντ Λούρι, καθηγητής λογοτεχνίας σε τεχνικό πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν, σε μια περίοδο όπου οι ανθρωπιστικές σπουδές έχουν περιθωριοποιηθεί, «αναζωογονείται» εβδομαδιαίως με τη συνδρομή μιας πειθήνιας σεξεργάτριας. Κι όταν η τελευταία, πανικόβλητη στο ενδεχόμενο να μπερδευτεί η επαγγελματική με την οικογενειακή της ζωή, εξαφανίζεται, το ενδιαφέρον του Λούρι στρέφεται σε μια φοιτήτριά του.
Ο καθηγητής μοιάζει ανίκανος ν’ αντιληφθεί ότι η αγαπημένη του φοιτήτρια δεν τρέφει αντίστοιχα αισθήματα για κείνον. Την πρώτη φορά, πάντως, που μπουκάρει στο διαμέρισμά της, η εικοσάχρονη κοπέλα «δεν του αντιστέκεται. Απλώς στρέφεται αλλού· στρέφει αλλού τα χείλη, στρέφει αλλού τα μάτια της. Τον αφήνει να την ξαπλώσει στο κρεβάτι και να τη γδύσει (…) Με το που μένει γυμνή, χώνεται στο καπιτονέ πάπλωμα σαν τυφλοπόντικας που σκάβει το λαγούμι του και του γυρίζει την πλάτη. Δεν είναι βιασμός, όχι ακριβώς, αλλά κάτι ανεπιθύμητο, απολύτως ανεπιθύμητο. Είναι σαν να έχει αποφασίσει να παραμείνει αδρανής, να πεθάνει μέσα της όσο διαρκεί η πράξη…»
Πολύ σύντομα, ο Ντέιβιντ Λούρι θα κατηγορηθεί για σεξουαλική παρενόχληση και καθώς δεν πιστεύει πως διέπραξε κάποιο θανάσιμο λάθος, θ’ αρνηθεί ν’ απολογηθεί δημοσίως, όπως του προτείνουν από το πανεπιστήμιο, και θα χάσει τη δουλειά του. Όταν όμως, αναζητήσει καταφύγιο στη φάρμα που διατηρεί η λεσβία κόρη του, Λούσι, προσπαθώντας να καλλιεργήσει τη μοναδική σχέση που του έχει απομείνει, θα γίνει μάρτυρας ενός εξευτελισμού που θα τον συντρίψει…
Την εποχή που ο Κουτσί δημοσίευσε την «Ατίμωση», η εγκληματικότητα, η διαφθορά και η ανεργία στην Νότιο Αφρική κάλπαζαν, το AIDS θέριζε και οι επιθέσεις που δέχονταν οι λευκοί –το 10% του πληθυσμού– μέρα με τη μέρα πολλαπλασιάζονταν. Χρειαζόταν πολύς χρόνος ακόμα για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις μιας αρμονικής συμβίωσης.
Η απαισιοδοξία και ο σκεπτικισμός περισσεύουν σε αυτό το σύντομο και λιτό μυθιστόρημα που χάρισε το 1999 στον Νοτιοαφρικανό Τζ. Μ. Κουτσί το δεύτερο Booker της καριέρας του. Ένα μυθιστόρημα που πρωτοκυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2002 από τις εκδόσεις Λιβάνη σε μετάφραση Αλέξανδρου Καλοφωλιά και μόλις επανεκδόθηκε από τη Διόπτρα σε μετάφραση Χριστίνας Σωτηροπούλου, το οποίο όχι μόνο ανατέμνει την κοινωνική πραγματικότητα στη μετά το απαρχάιντ εποχή, αλλά και τις πατριαρχικές αντιλήψεις και πρακτικές που σήμερα πια βρίσκονται επιτέλους στο στόχαστρο.
Στο κατώφλι των γηρατειών, βυθισμένος στη μοναξιά και στο όνειρό του να ολοκληρώσει κάποτε μια όπερα για τον Μπάιρον, ο ήρωας της «Ατίμωσης» θα διαπιστώσει πως και μετά το τέλος του απαρτχάιντ, η φρίκη στην πατρίδα του βασιλεύει. Πριν καλά καλά συμφιλιωθεί με την απόφαση της κόρης του να ζήσει σαν αγρότισσα, χωρίς σύντροφο, πλάι σε άγρια κυνηγόσκυλα που αναλαμβάνει να φιλοξενεί και υπό την «προστασία» του μαύρου οικογενειάρχη γείτονά της που εποφθαλμιά τη γη της, ο ατιμασμένος καθηγητής θα βιώσει μαζί της ένα περιστατικό απίστευτης βίας: την εισβολή στο αγρόκτημα μιας συμμορίας –δυο αντρών και ενός αγοριού, επίσης μαύρων– οι οποίοι θ’ αρπάξουν ό,τι μπορούν ν’ αρπάξουν από το σπίτι, θα καταστρέψουν φυτώρια και θα θανατώσουν ζώα, θα τον ραντίσουν με οινόπνευμα και θ’ αποπειραθούν να τον κάψουν, κι όλα αυτά, αφού πρώτα, παλλόμενοι από μίσος, έχουν βιάσει και οι τρεις διαδοχικά το παιδί του.
Η στάση της Λούσι, εν τούτοις, είναι αποκαρδιωτική για τον πατέρα της: η κοπέλα δεν διανοείται να στραφεί εναντίον κανενός. Επωμίζεται τον ρόλο του θύματος καταχωνιάζοντας μέσα της το σοκ, λες και ξεπληρώνει μόνη της τα κρίματα της φυλής της. Για τη Λούσι, άλλος τρόπος για να επιβιώσει στη νέα πραγματικότητα της Νότιας Αφρικής δεν υπάρχει. Κι επιπλέον, όπως δηλώνει στον Λούρι ευθαρσώς, «σε σχέση με τους άντρες και το σεξ, δεν με εκπλήσσει τίποτε πια. Ίσως για τους άντρες το μίσος προς τις γυναίκες να κάνει το σεξ πιο συναρπαστικό. Άντρας είσαι, θα ξέρεις. Όταν κάνεις σεξ με κάποια άγνωστη –όταν την παγιδεύεις, την ακινητοποιείς, τη βάζεις κάτω, ρίχνεις όλο σου το βάρος πάνω της– δεν είναι λίγο σαν να τη σκοτώνεις;».
Την εποχή που ο Κουτσί δημοσίευσε την «Ατίμωση», η εγκληματικότητα, η διαφθορά και η ανεργία στη Νότιο Αφρική κάλπαζαν, το AIDS θέριζε και οι επιθέσεις που δέχονταν οι λευκοί –το 10% του πληθυσμού– μέρα με τη μέρα πολλαπλασιάζονταν. Χρειαζόταν πολύς χρόνος ακόμα για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις μιας αρμονικής συμβίωσης. Κι είναι χαρακτηριστικό ότι η βούληση του Κουτσί να καταγράψει μυθιστορηματικά την τόσο περίπλοκη κατάσταση της χώρας του τού φόρτωσε τη ρετσινιά του ρατσιστή από αξιωματούχους του Αφρικανικού Εθνικού Κονγκρέσου.
Το σίγουρο είναι πως η «Ατίμωση» είχε έρθει να προστεθεί σ’ έναν μακρύ κατάλογο έργων του ίδιου, που τον είχαν ήδη κατατάξει σ’ έναν από τους σημαντικότερους μεταμοντέρνους αγγλοσάξονες συγγραφείς. Μακριά από φτηνούς μελοδραματισμούς και πολιτικολογίες, το έργο του Κουτσί συνιστά μια σύγχρονη ανάλυση της αποικιοκρατίας και ταυτόχρονα μια απόπειρα προσέγγισης του σκοτεινού πυρήνα της ανθρώπινης φύσης. Γι’ αυτό άλλωστε το 2003 τιμήθηκε και με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.