ΘEΛΕΙΣ ΝΑ ΠΙΕΙΣ ΤΟ ΟΥΙΣΚΑΚΙ ΣΟΥ μετά τα μεσάνυχτα και να χαθείς στη νουάρ λογοτεχνία ή μήπως θέλεις να μαζεύεσαι γύρω από ένα τραπέζι τις Κυριακές και να συζητάς για δικαιώματα και να σχεδιάζεις δράσεις; Μήπως, πάλι, θέλεις να αράξεις σε μια γωνιά με το βιβλίο, το τάμπλετ, τους φίλους και τις φίλες σου και να βγείτε την επόμενη μέρα;
Όπως και αν το φαντάζεσαι, το μικρό βιβλιοπωλείο του μέλλοντος, για να υπάρξει, πρέπει να ακολουθήσει τις τάσεις της εποχής, να εκσυγχρονιστεί, να υιοθετήσει νέες τεχνικές marketing, νέες τεχνολογίες, νέες μεθόδους άμεσης και ποιοτικής εξυπηρέτησης των φίλων του και κυρίως να βρει ποιο κοινό τού ταιριάζει και γύρω από αυτό να χτίσει μια μικρή κοινότητα, η οποία να μπορεί, χωρίς περιορισμούς, να συνυπάρχει με τα βιβλία εξ απαλών ονύχων. Το βιβλιοπωλείο του μέλλοντος είναι ένα δυναμικό μόρφωμα, ένας ζωντανός οργανισμός που δεν εξαντλείται σε ωράρια και τέσσερις τοίχους, που δεν περιορίζεται στη διαδικασία «περάστε, ψωνίστε, τελειώσατε», αλλά σημαίνει κάτι περισσότερο για τους επισκέπτες του.
Αυτός, άλλωστε, είναι ο μόνος τρόπος για να επιβιώσουν τα μικρά, ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία έναντι των μεγάλων αλυσίδων, των μεγάλων βιβλιοπωλείων, των σούπερ μάρκετ που πωλούν βιβλία και των ηλεκτρονικών πωλήσεων, έναντι των εξουθενωτικά καλύτερων εμπορικών συμφωνιών που έχουν οι μεγάλοι σε σχέση με τους μικρούς.
Αυτός είναι ο στόχος. Και κάθε βιβλιοπώλης και βιβλιοπώλισσα έχει την ευθύνη να οδηγήσει την επιχείρησή του προς αυτή την κατεύθυνση, αλλιώς θα αναγκαστεί, αργά ή γρήγορα, να κλείσει και δεν θα τον/τη σώσει τίποτα, ούτε ο κρατικός προστατευτισμός, ούτε η ενιαία τιμή, ούτε κάποιο θαύμα!
Δεν πίστευα ότι θα έφτανα ποτέ στο σημείο να μιλάω για επιδόματα και κρατικές παρεμβάσεις, αλλά οι συνθήκες είναι τέτοιες, που ακόμη και ο πιο ακραίος φιλελεύθερος θα έβαζε νερό στο κρασί του.
Είμαστε, όμως, πολύ μακριά ακόμη από αυτόν τον στόχο κι αυτό στην Ελλάδα μπορούν να το καταφέρουν ελάχιστα μικρά ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία. Δεν είναι λίγα πια, αλλά δεν είναι και τόσα ώστε να μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι αν παραμείνουν ανοιχτά κατά τη διάρκεια της πανδημίας ‒αν υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση υιοθετεί την έκκληση εκδοτών και βιβλιοπωλείων‒, θα καταφέρουν να διατηρήσουν ένα ποσοστό πωλήσεων ικανό να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητά τους.
Η λογική είναι απλή. Ήδη, κατά τη διάρκεια της αναστολής λειτουργίας της εστίασης, και στην πρώτη καραντίνα και τώρα, τα περισσότερα από τα μικρά βιβλιοπωλεία αντιμετώπισαν σημαντική μείωση των πωλήσεών τους κι αυτό γιατί η αγορά ενός βιβλίου είναι συνήθεια για την οποία ο πελάτης αφιερώνει χρόνο (ο μέσος χρόνος παραμονής σε ένα βιβλιοπωλείο είναι περισσότερος από 20-30 λεπτά) και συνδυάζει με μια βόλτα, έναν καφέ, άλλες αγορές. Γι' αυτό άλλωστε πολλά φημισμένα βιβλιοπωλεία σε πολλά μέρη του κόσμου πρόσθεσαν και καφέ στις υπηρεσίες τους.
Αυτή η μείωση αναμένεται να επιδεινωθεί δραματικά την περίοδο της καραντίνας, αφού ο κόσμος δεν θα κυκλοφορεί σχεδόν καθόλου, παρά μόνο για να προμηθευτεί είδη πρώτης ανάγκης, και όλοι και όλες γνωρίζουμε καλά, από τις συνολικές ετήσιες αγορές βιβλίων, ότι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες δεν θεωρούν το βιβλίο είδος πρώτης ανάγκης. Θα έπρεπε να είναι, αλλά, δυστυχώς, οι επιδόσεις μίας ή δύο ημερών κάποιων βιβλιοπωλείων ή η πραγματικά ενθαρρυντική αύξηση της ζήτησης κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας δεν είναι επαρκές και ασφαλές στοιχείο που θα κρατήσει ένα βιβλιοπωλείο, το οποίο δεν κάνει παραδόσεις και δεν έχει ηλεκτρονικό κατάστημα, ανοιχτό.
Η λογική είναι επίσης απλή. Ας υποθέσουμε ότι ένα υγιές, νοικοκυρεμένο μικρό βιβλιοπωλείο (τα περισσότερα είναι υπερχρεωμένα και δεν καλύπτουν τα έξοδά τους υπό κανονικές συνθήκες) θέλει 100 ευρώ τον μήνα για να καλύψει τα έξοδά του σε πλήρη λειτουργία και έχει και 100 ευρώ έσοδα. Αν τα έσοδα μειωθούν κατά 50% στην καλύτερη περίπτωση, θα πρέπει να βρει έναν τρόπο να καλύψει τη διαφορά των 50 ευρώ στο τέλος του μήνα για να πληρώσει τις υποχρεώσεις του.
Τα μεγάλα βιβλιοπωλεία που έχουν απόθεμα ρευστότητας και καλή, γεμάτη αποθήκη μπορούν να το καταφέρουν αυτό. Τα μικρά όχι. Αν όμως παραμείνουν ανοιχτά και η κατάσταση καραντίνας διαρκέσει περισσότερο από 3 εβδομάδες, δεν θα τα καταφέρουν να αντεπεξέλθουν και θα αναγκαστούν κάποια στιγμή να κλείσουν λόγω συσσωρευμένων υποχρεώσεων αλλά και λόγω αδυναμίας ανανέωσης της αποθήκης τους, αφού πια οι περισσότεροι εκδότες ζητούν εξόφληση τοις μετρητοίς. Δηλαδή, ακόμη και αν έρχεται ο πελάτης στο μαγαζί, που πολύ αμφιβάλλω, ίσως να μην είναι διαθέσιμο το βιβλίο που θέλει!
Η κρατική ενίσχυση [επιδότηση ενοικίου, επιδότηση εργαζομένων με 800 ευρώ (!) κ.ά.] θα ήταν, εν προκειμένω, μια καλή, προσωρινή λύση και μια προσωρινή ανακούφιση μέχρι να περάσει η δύσκολη περίοδος. Αλλά, αν παραμείνουν ανοιχτά, δεν τη δικαιούνται ούτε αυτή!
Παρά το ζοφερό αυτό περιβάλλον που περιγράφω, όμως, κανένας και καμιά μας δεν θέλει να κλείσει! Θέλουμε να μείνουμε στις επάλξεις και να παλέψουμε μέχρι τελικής πτώσεως, όπως η Ρενάτα από τα Χανιά, που, ενώ έχει σπασμένο χέρι, ξεκίνησε παραδόσεις!
Η ολοκληρωμένη πρόταση, λοιπόν, θα έπρεπε να είναι: βιβλιοπωλεία ανοιχτά και ένταξη στο πρόγραμμα κρατικής ενίσχυσης για τις επιχειρήσεις με σημαντική μείωση του τζίρου τους και ένα επιπλέον επίδομα στους εργαζομένους τους.
Δεν πίστευα ότι θα έφτανα ποτέ στο σημείο να μιλάω για επιδόματα και κρατικές παρεμβάσεις, αλλά οι συνθήκες είναι τέτοιες, που ακόμη και ο πιο ακραίος φιλελεύθερος θα έβαζε νερό στο κρασί του.
Επίσης, δεν πιστεύω σε καμία περίπτωση ότι η κρατική βοήθεια είναι λύση απέναντι στην ανευθυνότητα ή στην ευθύνη κάθε βιβλιοπώλη να κάνει το καλύτερο για την επιχείρησή του, ώστε να παραμείνει ανταγωνιστική και ανοιχτή. Αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε να το κάνει χωρίς καμία απολύτως κρατική βοήθεια, χωρίς προστατευτισμούς. Αυτό που προέχει, όμως, τώρα είναι να προστατεύσουμε τα μικρά βιβλιοπωλεία, γιατί κινδυνεύουμε να χάσουμε πολλά από αυτά, σε πολλές γωνιές της Ελλάδας, ακόμα και τα πιο υγιή.
Αν, λοιπόν, το τίμημα για να μη στραφούν οι πελάτες μας σε κάποιο γειτονικό σούπερ-μάρκετ ή κάποια αλυσίδα είναι να μείνουμε ανοιχτά, so let it be: ανοιχτά και παραδόσεις ακόμη και με το ένα χέρι!
Μια βιβλιοπώλισσα
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.