ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΠΟΤΕ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ; Μπορεί ένας σεισμός να τους συνεφέρει; Μπορεί να τους αναγκάσει να δουν τον κόσμο αλλιώτικα, ή σύντομα γίνονται τα ίδια… καθάρματα, λες και δεν μεσολάβησε το παραμικρό; «Δεν ξέρω», ομολογούσε ο πρόωρα χαμένος Κωστής Γκιμοσούλης (1960-2023), «εξαρτάται από το σοκ». Στον ίδιο, πάντως, ο σεισμός από την περιπέτεια της υγείας του στις αρχές της περασμένης δεκαετίας έφερε τα πάνω κάτω, ωθώντας τον να παίρνει αποστάσεις ασφαλείας από την απληστία, την υποκρισία, τον υπέρμετρο εγωισμό. Καρπός εκείνης της περιπέτειας υπήρξε το βιβλίο του «Δυο μήνες στην αποθήκη» (Καστανιώτης, 2013), όπου οι ατέλειωτες νύχτες του στο νοσοκομείο πλέκονται με ποιητικά πετάγματα και μύχιες εξομολογήσεις.
«Δεκαεννιά Δεκεμβρίου μπήκα στο νοσοκομείο, ακριβώς δυο μήνες μετά βγήκα, δεκαεννιά Φεβρουαρίου. Για μένα τουλάχιστον, τεράστιο διάστημα. Χρειαζόταν να μείνω "ζωντανός" ως το τέλος. Κι έμεινα. Είδα πολλές εικόνες, εσωτερικές, εξωτερικές, μερικές περιγράφονται εδώ, άλλες όχι. Ήταν ένα σπουδαίο μάθημα υπομονής κι επιμονής. Στην αρχή έλεγα ότι οι σημειώσεις αυτές ήταν αποκλειστικά δικές μου, δεν θα τις μοιραζόμουν με κανέναν. Στο τέλος πίστεψα ότι αυτή η μαρτυρία μπορεί να βοηθούσε κάποιους που θα βρίσκονταν σε σχετικά παρόμοια θέση. Αγγίζεις και ξεπερνάς τα όριά σου, κι είναι παράξενο, μόλις αρχίσεις και χαλαρώνεις, επειδή τα αποδέχεσαι, αν είσαι ακόμα ζωντανός, βγαίνεις έξω στον κόσμο…».
Για τους δικούς του ανθρώπους, για τις νοσοκόμες, όπως και για τους ασθενείς και τους επισκέπτες που μοιράζονται τον ίδιο χώρο, ο Γκιμοσούλης είναι ο Κωστής. Στο δικό του μυαλό, όμως, είναι ο Αρχέλων αυτοπροσώπως, πλάσμα τρομακτικό αλλά και σοφό και εξαιρετικά ανθεκτικό.
Με τους όρους της ιατρικής, ο ποιητής του «Ξυλοκόπου πυρετού» και συγγραφέας του «Μια νύχτα με την κόκκινη», της «Ανατολής», του «Μαύρου χρυσού», της «Εξομολόγησης σ’ έναν Κολομβιανό σκύλο» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες. Τώρα, σαν να το έχει πάρει απόφαση: «Τέρμα στους διχασμούς. Παίρνουν την αλήθεια και την κάνουν ψέμα. Η ζωή είναι πολύ μικρή για διχασμούς. Η ζωή είναι πολύ μεγάλη και οι διχασμοί τη μικραίνουν».
Αντίστοιχα μεγάλη αποδεικνύεται και η περίοδος της νοσηλείας του. Ο οργανισμός του βομβαρδίζεται από τόνους αντιβίωσης, αλλά ένα μικρόβιο στον εγκέφαλο δείχνει εξαιρετικά ανθεκτικό. Υπομονή κι επιμονή – αυτές είναι οι οδηγίες της «αγέλης με τις άσπρες μπλούζες». Πίστη και πείσμα – αρετές όλο και πιο σπάνιες στο είδος μας. Γι’ αυτό και ο Γκιμοσούλης πιάνει τον εαυτό του να μεταμορφώνεται σιγά σιγά σε χελώνα. Σε μια τεράστια τραυματισμένη θαλάσσια χελώνα, στοχοπροσηλωμένη στην απελευθέρωσή της. Για τους δικούς του ανθρώπους, για τις νοσοκόμες, όπως και για τους ασθενείς και τους επισκέπτες που μοιράζονται τον ίδιο χώρο, ο Γκιμοσούλης είναι ο Κωστής. Στο δικό του μυαλό, όμως, είναι ο Αρχέλων αυτοπροσώπως, πλάσμα τρομακτικό αλλά και σοφό και εξαιρετικά ανθεκτικό.
«Τι ζητάς, Αρχέλων, από μένα με την αδιευκρίνιστη ματιά σου; Έρχεσαι πάλι μέσα στον ύπνο μου και μου ζητάς εκείνο που μου φαίνεται πολύ δύσκολο, σχεδόν αδιανόητο. Ν’ αλλάξω… Μοιάζουμε εμείς οι δυο. Και οι δυο επιθυμήσαμε την ελευθερία. Μόνο που η δική σου είναι τέλεια και απέραντη, ενώ η δική μου κίβδηλη. Δώσε μου δύναμη, υπέρτατε, για να γίνω ένα χιλιοστό απ’ αυτό που θέλεις. Δηλαδή ειλικρινής, πιστός και σταθερός. Βοήθησε να πιστεύω αυτό που αγκαλιάζω… Δίδαξέ με, ιερή χελώνα, την ταπεινοφροσύνη».
Νυχτοπερπατήματα στον διάδρομο αγκαλιά με το κοντάρι του ορού, επώδυνες παρακεντήσεις στη σπονδυλική στήλη, κλεφτές ματιές στον συννεφιασμένο ουρανό, εφιαλτικά όνειρα με σάουντρακ οδυνηρές κραυγές από τους γειτονικούς θαλάμους, αυτολύπηση, αυτομαστίγωμα, αλλά και παιχνίδια του μυαλού που σ’ αλαφραίνουν και σε τονώνουν. Νευρολόγοι και λοιμωξιολόγοι που θυμίζουν βλοσυρούς σερίφηδες, χαμογελαστούς καουμπόηδες ή απαστράπτοντες πρίγκιπες, ασθενείς όλων των ειδών κι όλων των αντοχών, σεκιουριτάδες σ’ ετοιμότητα, τρυφερά στιγμιότυπα που διώχνουν τις αηδιαστικές μυρωδιές από την ατμόσφαιρα, η ποικιλία των αποκλειστικών, το γκραν γκινιόλ θέαμα στον καθρέφτη του μπάνιου, η σταθερή παρουσία της μάνας, το ψυχρό φως του χειρουργείου, οι σφυριές του μαγνητικού τομογράφου – σ’ αυτή την «Αποθήκη» χωράνε πολλά.
Κι όμως, «είναι κάποια πράγματα που δεν περιγράφονται με λόγια. Η ζωή δεν περιγράφεται. Δεν είναι μόνο λέξεις. Η ουσία δεν περιγράφεται εντελώς, όσο κι αν προσπαθήσεις». Τα υπόλοιπα ο Γκιμοσούλης μάς αφήνει να τα μαντέψουμε. Είτε υπήρξε τυχερός, είτε είχε την απαιτούμενη δύναμη, βγήκε από το νοσοκομείο χαμογελαστός. Τον Αρχέλοντα, πάντως, το άλλο του μισό, δεν σκόπευε να τον εγκαταλείψει, όπως δεν τον είχε εγκαταλείψει κι εκείνος το προηγούμενο διάστημα. Ώσπου τον Αύγουστο του 2023 χάθηκαν κι οι δυο.