Υπάρχουν κάποιες φράσεις που ακόμα κι όταν δεν μας είναι απόλυτα κατανοητές, ακόμα κι όταν αγνοούμε πώς αποκρυσταλλώθηκαν, έχουν θρονιαστεί στη συλλογική μας συνείδηση παραπέμποντας σχεδόν αυτόματα σε συγκεκριμένες ιδεολογίες και πολιτικές. Φράσεις συνθηματικές, που φτιάχνονται υπόγεια, μέσα σ' ένα ρευστό τοπίο, κι έπειτα από δεκαετίες συνεχούς κυκλοφορίας τους στην κοινωνία, καταλήγουν να γίνουν κυρίαρχες.
Τέτοια φράση αποτελεί το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», το πιο διαδεδομένο ίσως σλόγκαν της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, συνδεδεμένο με την χουντική επταετία, τη μεταξική δικτατορία, αλλά και με τον συντηρητικό λόγο που έδινε μετεμφυλιακά τον τόνο στην πολιτική σκηνή. Πότε όμως και πώς δημιουργήθηκε;
Η απάντηση δίνεται στη μελέτη της ιστορικού και πανεπιστημιακού Έφης Γαζή «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια» (Πόλις, 2011) που μας προσφέρει μια περιπλάνηση στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, με τις οικονομικές ανακατατάξεις και τους έντονους βαλκανικούς ανταγωνισμούς. Μια περίοδο όπου η Ελλάδα, ηττημένη στον πόλεμο του 1897 και καταχρεωμένη, τίθεται υπό Διεθνή Οικονομικό Ελεγχο, η δυσαρέσκεια του κόσμου απέναντι στ' Ανάκτορα και τους πολιτικούς έχει χτυπήσει «κόκκινο» κι ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και ο εθνικός διχασμός βρίσκονται καθ' οδόν...
Ωστόσο, η περίοδος 1880-1930 σημαδεύεται και από τη διάχυση των σοσιαλιστικών ιδεών, τις πρώτες εργατικές διεκδικήσεις, τις απόπειρες των γυναικών να χειραφετηθούν, τις πειραματικές προσπάθειες στο χώρο της εκπαίδευσης από ομάδες δημοτικιστών, εξελίξεις που φάνταζαν ν' απειλούν καθιερωμένους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς, ικανές να πυροδοτήσουν έναν «ηθικό πανικό».
Μέσα σε μία δεκαετία, οι «άθεοι μαλλιαροί» είχαν μεταμορφωθεί σε «μαλλιαροκομμουνιστές», ενώ κι οι χριστιανικές απόπειρες «ηθικής αναμόρφωσης» έδιναν πλέον τη σκυτάλη σε προγράμματα «εθνικής αναμόρφωσης». Στις αρχές του '30, το «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» είχε πια αποκτήσει τον χαρακτήρα συνθηματικής φράσης.
Όπως επισημαίνει η Γαζή, «αντίστοιχες συνθηματικές φράσεις υπήρξαν και εκτός Ελλάδας. Η ανάπτυξη του εθνικισμού στην Ευρώπη συνέβαλε καθοριστικά στη σύνδεση της έννοιας της πατρίδας με εκείνη της πατριαρχικής οικογένειας, ενώ κι η πρόσδεση της θρησκείας ή της Εκκλησίας στο παραπάνω δίδυμο παρατηρείται κι από συλλογικότητες στην Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία».
Στη χώρα μας, όπως φάνηκε από την έρευνά της σε πλήθος εφημερίδων, λαϊκών εντύπων, θρησκευτικών βιβλίων, σχολικών εγχειριδίων αλλά και πρακτικών δικών, ένας από τους βασικούς χώρους αποκρυστάλλωσης του συνθήματος ήταν αυτός των οργανώσεων που βάλθηκαν ν' αναμορφώσουν την κοινωνία μέσω του χριστιανισμού. Δύο από τα τέσσερα κεφάλαια του βιβλίου της, άλλωστε, είναι αφιερωμένα στη δράση και τη ρητορική τέτοιων συλλόγων, όπως η «Ανάπλασις» και η «Ζωή», προερχόμενες και οι δύο από την ίδια μήτρα, τη διδασκαλία του αμφιλεγόμενου στοχαστή από την Κωνσταντινούπολη, Απόστολου Μακράκη.
Κομβικό σημείο για τη σταδιακή συγκρότηση του «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» υπήρξε για τη Γαζή η σφοδρή αντιπαράθεση ανάμεσα στους αναμορφωτές χριστιανούς και στους μεταρρυθμιστές εκπαιδευτικούς, με φόντο το γλωσσικό ζήτημα. Εξού και η λεπτομερής παράθεση, στην καρδιά της μελέτης της, των γεγονότων που πέρασαν στην ιστορία ως τα «Αθεϊκά» του Βόλου, και οδήγησαν ένα δίχως προηγούμενο εκπαιδευτικό πείραμα, έστω και μεταφορικά, στην πυρά.
Πόλη που αναπτυσσόταν με γοργούς ρυθμούς, ο Βόλος, χάρη στη δραστηριοποίηση μερικών ανήσυχων πολιτών, αποκτούσε εν έτει 1908 όχι μόνο ένα Εργατικό Κέντρο αλλά κι ένα Παρθεναγωγείο, υπό τη διεύθυνση του 28χρονου τότε Αλέξανδρου Δελμούζου, όπου η διδασκαλία γινόταν στη δημοτική, τ' αρχαία κείμενα προσεγγίζονταν μέσα από νεοελληνικές μεταφράσεις, δεν γινόταν τυπική, πρωινή προσευχή, και τα κορίτσια που αποκτούσαν επιτέλους πρόσβαση στη μέση εκπαίδευση, όχι μόνο μυούνταν στις βασικές γνώσεις της βιολογίας και της νοσηλευτικής αλλά... δικαιούνταν να παίζουν ως και χιονοπόλεμο με τους καθηγητές τους.
Το «περίεργον αυτόν τέρας», το «σχολείον διά τους αριστοκράτας», το «διευθυνόμενον από αγόρια» «έργο μαλλιαριστών», βρέθηκε αμέσως στο στόχαστρο της τοπικής εφημερίδας «Ο Κήρυξ» που εξέδιδε ο Δημοσθένης Κούρτοβικ (παππούς του γνωστού κριτικού), ο οποίος πρωτοστάτησε στον αγώνα εναντίον του, μαζί με τους επίσημους εκκλησιαστικούς και τους παρα-εκκλησιαστικούς φορείς του Βόλου.
Μια επεισοδιακή επίσκεψη στο Παρθεναγωγείο του μητροπολίτη Δημητριάδος Γερμανού, τον Φεβρουάριο του 1911, ενέτεινε τις υποψίες ότι το σχολείο στρεφόταν κατά «των πατρίων, της θρησκείας και της γλώσσης ημών». Λίγο αργότερα, η πόλη σειόταν από συλλαλητήριο υπέρ του κλεισίματός του, κι έμπαιναν μπροστά οι διαδικασίες για τη δίκη των στελεχών του.
Τι κι αν τελικά, με μία ψήφο διαφορά, όλοι τους αθωώθηκαν; «Μόνο που δεν πετροβολήθηκε στην εποχή του ο Δελμούζος», επισημαίνει η Γαζή, «κι έπρεπε να έρθει η μεταπολίτευση για να γίνει η αποκατάσταση της μνήμης του Παρθεναγωγείου». Περιπετειώδης ήταν άλλωστε και η μετέπειτα θητεία του ως διευθυντή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας του Μαρασλείου, μια κι έζησε από κοντά τον πόλεμο –από τους ίδιους κύκλους– εναντίον της φιλολόγου Ρόζας Ιμβριώτη, δηλωμένης φεμινίστριας που μαχόταν υπέρ της ψήφου των γυναικών, και συνομιλήτριας του μαρξιστή ιστορικού Γιάννη Κορδάτου.
Μέσα σε μία δεκαετία, οι «άθεοι μαλλιαροί» είχαν μεταμορφωθεί σε «μαλλιαροκομμουνιστές», ενώ κι οι χριστιανικές απόπειρες «ηθικής αναμόρφωσης» έδιναν πλέον τη σκυτάλη σε προγράμματα «εθνικής αναμόρφωσης». Στις αρχές του '30, το «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» είχε πια αποκτήσει τον χαρακτήρα συνθηματικής φράσης.
Είμαστε άραγε καταδικασμένοι να βλέπουμε την Ιστορία να επαναλαμβάνεται; Για τη Γαζή, σημασία έχει να καταλάβουμε πώς μπορούν ν' αλλάξουν τα πράγματα, όχι πώς θα επαναληφθούν. Το ζητούμενο για την ίδια ήταν να δείξει τι αντιδράσεις προκαλεί η απόκλιση από την ομοιομορφία και πόσο εκρηκτικές διαστάσεις μπορεί να λάβει ο φόβος για οτιδήποτε καινούριο και διαφορετικό. Το βιβλίο της αποτελεί μια καταβύθιση σε ζοφερές πραγματικότητες, σε εποχές που άνθισαν ο λαϊκισμός, η δαιμονοποίηση και η μισαλλοδοξία, οδηγώντας όλους μας, ως κοινωνία, προς τα πίσω.
σχόλια