Ο Βιργίλιος, ο ποιητής, βρέθηκε ν' ανασαίνει εκεί πάνω την πραγματικότητα: παλλόμενος και εγκαρδιωμένος απ' αυτούς τους παλμούς, ξεκόλλησε επιτέλους τα χέρια του απ' τη διαφάνεια του κρυστάλλου και τα ετέντωσε προς τα πάνω, προς τα επάνω, προς τον φωτοβόλο θόλο, όπου έλαμπαν αστέρια, και ήλιοι μεγάλοι αρχίζανε να γράφουν τις μεγάλες τροχιές τους... αστέρι μοναδικό αυτός πάν' από όλα τ' άλλα αστέρια και τους ήλιους». Με αυτήν ακριβώς την ανεστραμμένη κίνηση ο άνω θρώσκων ποιητής οραματίστηκε έναν κόσμο χωρίς αποσπασματικότητα, χωρίς αρρώστιες –πραγματικές, πολιτικές ή άλλες–, που θα συναρμόζει κάτω από τον ατελείωτο θόλο του τα διαφορετικά στοιχεία και τις παλλόμενες εκφράσεις. Η εκάστοτε μικρότητα –της γλώσσας ή της ύπαρξης– αναγκαστικά αφανίζεται μπροστά σε αυτό το καθολικό όραμα που έχει χαρακτηριστικά Κοσμογονίας και πρώτο και βασικό δημιουργό τον ίδιο τον ποιητή. Όχι τυχαία το Βιργιλίου Θάνατος, το ερμητικό δημιούργημα του Αυστριακού Χέρμαν Μπροχ, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τον Gutenberg και τη σειρά Orbis Literae, θεωρήθηκε ένα από τα κορυφαία έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας: ένα μανιφέστο για την ουσία της ύπαρξης, ένα υπεριστορικό γλωσσικό κατασκεύασμα κι ένα φιλοσοφικό ποίημα για την ίδια τη δημιουργία του κόσμου. Όπως και να εκλάβει κανείς το συμπαντικό αυτό έργο με το οποίο καλείται να αναμετρηθεί πολλαπλά ο αναγνώστης και συνάμα θεατής του, το σίγουρο είναι ότι μπορεί να τοποθετηθεί, ως προς τα εξαγγελτικά του μοτίβα, δίπλα στην Κοσμογονία του Ησιόδου και στα Έπη του Ομήρου.
Το ερμητικό δημιούργημα του Αυστριακού Χέρμαν Μπροχ θεωρήθηκε ένα μανιφέστο για την ουσία της ύπαρξης, ένα υπεριστορικό γλωσσικό κατασκεύασμα κι ένα φιλοσοφικό ποίημα για την ίδια τη δημιουργία του κόσμου.
Εξού και το ότι χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες, Ύδωρ, Πυρ, Γη και Αιθέρας, ανάλογες με τα τέσσερα φιλοσοφικά στοιχεία που εξηγούν την ύπαρξη του κόσμου. Στόχος και ουσιαστική φιλοδοξία του ποιητή είναι η ανάκτηση της χαμένης ενότητας που ξεπερνά τα όρια της γλώσσας, η καταβύθιση σε χαμένες ερμηνείες που υπερβαίνουν τα σημασιολογικά πρόσημα. Όπλο του η ενορασιακή δύναμη που διαθέτει ένας ποιητής όπως ο Βιργίλιος και μέσο του η επανοριοθέτησή του, κατά τα πρότυπα της νιτσεϊκής επαναξιολόγησης των αξιών, μέσω της ίδιας της εννοιολογικής συνθήκης. Αυτά ακριβώς τα ανυπέρβλητα δεδομένα της φιλοσοφικής χρήσης του κειμένου και της υπέρτατης μεταγλωσσικής διάρθρωσής του έλαβε υπ' όψιν ο μεταφραστής Γιώργος Κεντρωτής όταν ξεκίνησε την πολύμοχθη διαδικασία της απόδοσης που έβαζε στόχο να υπερβεί το αμετάφραστο πολλών εννοιών, συλλογισμών και όρων. Επιπλέον, συνέλαβε τον βασικό στόχο του έργου, που ήταν η ανάκτηση της χαμένης ενότητας, και διείδε πίσω από τις ερμητικές συναρμογές του την υπέρτατη φιλοδοξία να ανακτηθεί το καθολικό έναντι της γλωσσικής αποσπασματικότητας: «Το καταλυτικό ερώτημα των δομιστών –που ταυτοχρόνως είναι και ετυμηγορία απορριπτική του παραδοσιακού modus variandi της πρότασης–, αφού το τι αποτελεί πλήρη και εντελή σκέψη δεν είναι δυνατόν να το ορίσουμε ανεξαρτήτως της γλώσσης, πως το επικαλούμεθα νομιμοποιητικά στον ορισμό της πρότασης αποτελεί όχι μόνο έναυσμα γλωσσικού προβληματισμού για τον Μπροχ αλλά και (ως θετική πρόκληση ιδωμένο) προγραμματική επιλογή στο έργο του: η πλήρης και εντελής σκέψη του Μπροχ προσβλέπει στο αδιαίρετο όλον, διεκδικεί την άτμητη ενότητα αυτού που είναι και αυτού που δεν είναι, προάγει τη σύμπτωση όλων των αντιθέτων» επισημαίνει ο μεταφραστής στον επίλογό του.
Με άλλα λόγια, το μυστικό της αέναης αναζήτησης της χαμένης ενότητας αποκαλύπτει τα κλειδιά της ερμηνευτικής και γλωσσικής απόδοσης. Πολύ ορθά ο Κεντρωτής τονίζει ότι το Βιργιλίου Θάνατος «είναι αφενός μια ολόκληρη πρόταση», μια ανάσα, μια πνοή στο άπειρο του σύμπαντος. Σε κάθε του εξαγγελία –γιατί όλες οι προτάσεις μετατρέπονται σε ενορασιακές περιγραφές ή εξαγγελίες– ενυπάρχει η ιστορία ενός σωματιδίου από το οποίο διαμορφώθηκε ο κόσμος και το οποίο αρνήθηκε την ανάλωση του θανάτου. Ολάκερη η διαδρομή του Βιργιλίου από την κάθοδο στην άνοδο και από το παρελθόν στο μέλλον εκφράζει το θαύμα της δημιουργίας, το οποίο φέρει στα χέρια του ο ποιητής ως μοναδικός και αποκλειστικός φορέας κάθε μεταφορικής δημιουργίας. Από όποιο όραμα κι αν περάσεις, όποια φιλοσοφική θέση και αν εκφράσεις, η ποίηση τίθεται αναπόφευκτα στο επίκεντρο. Είναι αδύνατον να διεκδικείς την καθολικότητα, χωρίς να διαισθάνεσαι την αδιανόητη δύναμη που έχει ο μεταφορικός λόγος της ποιήσεως. «Ο ποιητής ένιωθε τώρα τ' αφούγκρασμά του να τα διαλύει και να τα ενώνει, όχι βεβαίως για ν' αποκαταστήσει την τάξη των ανθρώπων, την τάξη των ζώων, την τάξη των πραγμάτων, όχι βεβαίως για ν' αποκαταστήσει την τάξη του κόσμου, την τάξη εκείνη όπου παλαιότερα εκινείτο κι ο ίδιος και η οποία διαλυμένη κι αυτή όπως και η διαλυμένη δική του μνήμη, είχε πάψει πια να υφίσταται κι ούτε υπήρχε περίπτωση να ξαναϋπάρξει ποτέ στο μέλλον... Όλ' αυτά, που 'χαν αποκαλυφθεί, λοιπόν, με δυσκολία, θα 'λεγες ότι ήταν η ενότητα του κάλλους, η ενότητα του παγκόσμιου κάλλους που τρεμάναβε και τρεμόσβηνε, για ν' ανοίξει ολόκληρο και να αποκαλυφθεί ολάκερο, όχι, όχι, δεν ήταν η ενότητα του κάλλους, παρά η ενότητα μιας πλημμύρας που φούσκωνε και φύραινε τα τερπίμολπα νερά της κάθε νύχτα...».
Επομένως, αν κανείς δεν ασπαστεί το όραμα της ποιητικής δημιουργίας, δεν θα μπορέσει να διακρίνει την ανάγκη υποταγής του λόγου σε ένα μεταγλωσσικό, συμπαντικό πρόταγμα που υπερβαίνει τις αρχές της έκφρασης και το καθιστά δυσπρόσιτο για τα απλά δεδομένα του απροετοίμαστου αναγνώστη. Όχι τυχαία, το Βιργιλίου Θάνατος στάθηκε δίπλα στον Οδυσσέα του Τζόις όσον αφορά το εκτόπισμα και το δυσερμήνευτο περιεχόμενό του. Ο Μπροχ ξεκίνησε να το γράφει τον Μάρτιο του 1936 στην Αυστρία και τελικά συνέχισε τη συγγραφή του μετά τη φυλάκισή του από το χιτλερικό καθεστώς – από όπου τελικά διέφυγε ύστερα από την καθολική υποστήριξη των διανοουμένων και των ανθρώπων του πνεύματος. Τελικά, το ολοκλήρωσε το 1944 στη Νέα Υόρκη. Παρότι στην Ελλάδα το συγγραφικό αποτύπωμα του Μπροχ έμεινε από τους Υπνοβάτες, το magnum opus του Αυστριακού συγγραφέα παραμένει αναμφίβολα το Βιργιλίου Θάνατος. Αδιανόητο να σκεφτεί κανείς πώς κατάφεραν αυτές οι περιπλοκές της δημιουργίας να αναλογιστούν το Άρρητο και να επαναπροσδιορίσουν σε άλλο γλωσσικό κώδικα τη δύναμή του. Ακόμη πιο αδύνατον είναι να συλλάβει πώς κατάφερε ο μεταφραστής του να αποτυπώσει την ιδιοσυστασία του –το «οικειόξενο», κατά τη οικεία λέξη του Μπροχ–, υπερβαίνοντας τα ονομασιολογικά και σημασιολογικά όρια. Όπως επισημαίνει ο ίδιος ο Κεντρωτής στον διαυγέστατο επίλογό του, κατέφυγε κατ' αρχάς «σε ενδελεχή επεξεργασία των σημάτων που δέχεται πυκνωμένα και κωδικευμένα» και κατά δεύτερον, προκειμένου να το αποδώσει σε γλώσσα αυστηρά ελληνική, σε όλα τα γλωσσικά όπλα που είχε στη διάθεσή του. Εξού και η λαμπηράδα –άλλη μια συναφής λέξη– των νεολογισμών που παρατίθενται και σε ειδικό λεξάρι στο τέλος του βιβλίου. Έστω και δύστοκο, λοιπόν, ως προς την αναγνωστική του ευκολία, στράτσο –για να χρησιμοποιήσουμε μια λέξη από το έργο– ως προς την ερμηνευτική του προσέγγιση, το Βιργιλίου Θάνατος του Μπροχ είναι ένα από τα τέσσερα βιβλία που συνοψίζουν τις αρχές της δημιουργίας και τη συνάφεια φιλοσοφίας και ποιητικής πράξης, επανατοποθετώντας τον ποιητή στο κέντρο και την αρχή του κόσμου.
σχόλια