«O ΛΕΒΑΝΤΕΣ είναι ο πιο δυσάρεστος άνεμος στον κόλπο του Λάιμ – το μεγαλύτερο κοίλωμα στο κάτω μέρος του μυτερού, προτεταμένου νοτιοδυτικού άκρου της Αγγλίας. Και κάποιος περίεργος θα μπορούσε να κάνει αμέσως διάφορες εικασίες σχετικά με το ζευγάρι που άρχισε να βαδίζει στην αποβάθρα του Λάιμ Ρίτζις, του ασήμαντου επινείου με την αρχαία ονομασία, ένα τσουχτερό και διαπεραστικά παγερό πρωϊνό περί τα τέλη Μαρτίου του 1867»…
Ο πρώτος που βάλθηκε να κάνει εικασίες γι’ αυτό το ζευγάρι, τη νεαρή Ερνεστίνα, κόρη ευκατάστατου Λονδρέζου εμπόρου, και τον υποψήφιο σύζυγό της, τον τριανταδυάχρονο αριστοκράτη και ερασιτέχνη παλαιοντολόγο Κάρολο Σμίθσον, ήταν εκείνος που το επινόησε: ο Τζον Φόουλς.
Ο Βρετανός συγγραφέας, ωστόσο, γράφοντας γι’ αυτά τα πρόσωπα έναν αιώνα μετά, έσπευσε να τοποθετήσει ανάμεσά τους ένα πρόσωπο ακόμα, τη βικτοριανή δεσποσύνη Σάρα Γούντροφ. Την αινιγματική ηρωίδα που θα καταγραφεί στα χρονικά της παγκόσμιας λογοτεχνίας ως η «Ερωμένη του Γάλλου υποπλοιάρχου» (μτφρ. Φ. Ταμβακάκης, Εστία), ενώ στα μάτια των σινεφίλ θα ταυτιστεί με την εικόνα της Μέριλ Στριπ.
Πέρα από το πορτρέτο μιας γυναίκας απρόβλεπτης, με φαντασία και πάθος –χαρίσματα που στη βικτοριανή Αγγλία ήταν συνώνυμα της φαντασιοπληξίας και του αισθησιασμού–, ο Φόουλς θα τους προσέφερε και μυστικά της τέχνης του και εγκυκλοπαιδικές γνώσεις και τιμητικές αναφορές στον επιφανή «πρόγονό» του Τόμας Χάρντι.
Το 1967, άρτι εγκατεστημένος και ο ίδιος στο Λάιμ Ρίτζις του Ντόρσετ, παντρεμένος με τη γυναίκα που είχε γνωρίσει μια δεκαπενταετία νωρίτερα στις Σπέτσες, όταν δίδασκε στην Αναργύρειο Σχολή αγγλικά, και έχοντας ήδη δημοσιεύσει τον «Συλλέκτη» και τον «Μάγο», ο Τζον Φόουλς (1926-2005) ξεκινούσε με τις παραπάνω φράσεις το τρίτο μυθιστόρημά του, αποφασισμένος να μοιραστεί με τους αναγνώστες κάτι παραπάνω από το χρονικό ενός απαγορευμένου έρωτα σε μια απίστευτα πουριτανική εποχή.
Πέρα από το πορτρέτο μιας γυναίκας απρόβλεπτης, με φαντασία και πάθος –χαρίσματα που στη βικτοριανή Αγγλία ήταν συνώνυμα της φαντασιοπληξίας και του αισθησιασμού–, ο Φόουλς θα τους προσέφερε και μυστικά της τέχνης του και εγκυκλοπαιδικές γνώσεις και τιμητικές αναφορές στον επιφανή «πρόγονό» του Τόμας Χάρντι.
Κάθε τόσο, μάλιστα, θα σταματούσε την αφήγησή του και, με περίσσευμα ειρωνείας, θα σχολίαζε πώς είχαν αλλάξει τα ήθη στο μεταξύ. Η «Ερωμένη του Γάλλου υποπλοιάρχου» γράφεται την εποχή του Ρολάν Μπαρτ και του Αλέν Ρομπ-Γκριγιέ και ο δημιουργός της δεν έχει καμιά διάθεση να εκληφθεί ως…«θεός της βικτοριανής απεικόνισης» αποκλειστικά.
Εξού και οι εμβόλιμες σελίδες (βλ. κεφ. 35), όπου μας θυμίζει ότι στον δέκατο ένατο αιώνα η γυναίκα ήταν ιερή, αλλά με μερικά σελίνια εύκολα εξαγόραζες ένα δεκατριάχρονο κορίτσι για δύο ώρες… «Παρά το γεγονός πως εμάς μας πετάνε το σεξ στα μούτρα, νύχτα και μέρα (όπως σ’ εκείνους τη θρησκεία), οι Βικτοριανοί ήταν πολύ πιο απασχολημένοι με το σεξ απ’ ό,τι είμαστε εμείς πραγματικά», γράφει ο Φόουλς. Απλώς «διάλεξαν να είναι σοβαροί, σχετικά με κάτι που εμείς αντιμετωπίζουμε κάπως ελαφρά». Κι αν προτιμούσαν «τη σύμβαση της καταπίεσης, της κατάπνιξης και της σιωπής», ήταν για «να διατηρήσουν την ένταση της απόλαυσης».
Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα φουντώνει και η σχέση του Καρόλου με τη φτωχή, αλλά μορφωμένη Σάρα, η οποία αγναντεύει το πέλαγος μήπως και επιστρέψει ο παλιός Γάλλος εραστής της, επιδεικνύοντας σχεδόν την ατίμωσή της στους κατοίκους του χωριού. Γιατί, όμως, με το που γεύεται ο ανοιχτόμυαλος βαρονέτος τον απαγορευμένο καρπό, νιώθει εξαπατημένος; Τι θέλει η Σάρα από αυτόν; Και τι θα μετρήσει περισσότερο, η αμοιβαία έλξη τους ή τα ταμπού μιας εξαιρετικά υποκριτικής κοινωνίας;
«Πάντοτε είχα προβλήματα με τους ήρωές μου. Ποτέ δεν ξέρω πώς θα τελειώσουν τα μυθιστορήματά μου», εξομολογούνταν ο Φόουλς στον Φαίδωνα Ταμβακάκη το 1989 (βλ. «Η εξορία του συγγραφέα», Εστία). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αρσενική πλευρά του ήθελε ο ήρωας να πάρει το κορίτσι στο τέλος, αλλά εκείνη του καλλιτέχνη ήξερε πως ήταν λάθος, «ήξερα πως ήταν ουσιώδες να μην την κερδίσει τελικά».
Αποφάσισε να γράψει και τις δύο εκδοχές, αναγνωρίζοντας, βέβαια, τη ζαβολιά του – «ήξερα πως το αληθινό τέλος για τον αναγνώστη θα ήταν πάντοτε το τελευταίο». Ήταν μια επιλογή που του κόστισε αρκετές αρνητικές κριτικές. Κι όμως, η «Ερωμένη του Γάλλου υποπλοιάρχου» παραμένει το δημοφιλέστερο μυθιστόρημά του και χάρη στη σύμπραξη του Κάρελ Ράις με τον Χάρολντ Πίντερ το 1981 ήταν το μόνο που αξιώθηκε μια ικανοποιητική για τον ίδιο κινηματογραφική μεταφορά.