ΤΙ ΤΡΑΓΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΡΥΒΕΤΑΙ πίσω από το «Η γκαρσόν και ο δολοφόνος»! Από τα δοκίμια που διαβάζονται σαν μυθιστόρημα, το ομώνυμο βιβλίο των ιστορικών Φαμπρίς Βιρζιλί και Ντανιέλ Βολντμάν (μετ. Ν. Κούρκουλος, «Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου» 2012) ανασύρει στην επιφάνεια και φωτίζει μια αλλόκοτη, περίπλοκη υπόθεση από τον παρισινό μεσοπόλεμο, με πολλή απελπισία, πολλή βία κι ακόμη περισσότερο σεξ μέσα της.
Πρωταγωνιστές, ένας λιποτάκτης του Α' Παγκοσμίου Πολέμου που μεταμφιέστηκε σε γυναίκα για να γλιτώσει από τις αρχές και η σύζυγός του, που από πιστή του σύμμαχος, έφτασε να γίνει η δολοφόνος του.
Πόσο αλλάζει ο πόλεμος την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση; Τι σημαίνει να περνάς από το ένα κοινωνικό φύλο στο άλλο; Πόσες διαφορετικές ταυτότητες αντέχει κανείς να διαχειριστεί; Πώς από κυνηγημένος γίνεσαι «καλτ»; Πώς συνδυάζονται σεξουαλική περιπλάνηση και συναισθηματική προσκόλληση;
Τέτοιου είδους ερωτήματα –μερικά μόνο απ' όσα θέτουν οι Γάλλοι ιστορικοί στο βιβλίο τους– τότε δεν απασχολούσαν σχεδόν κανέναν. Την εποχή που συνέβησαν τα γεγονότα κυριαρχούσε η αίσθηση ότι άλλο τέλος δεν μπορούσε ν' αρμόζει στον παρενδυτικό λιποτάκτη.
Χάρη σ' αυτό το αμφιλεγόμενο μυθιστόρημα, ωστόσο, λανσαρίστηκε η μόδα των γκαρσόν στους νεανικούς γυναικείους παρισινούς κύκλους, όπου οι μοντέρνες συνυπήρχαν με τις λεσβίες, χωρίς απαραίτητα να ταυτίζονται.
Πράγματι, η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Μολονότι όμως οδήγησε σε εν ψυχρώ δολοφονία, η δράστις του εγκλήματος αθωώθηκε. Οι ρόλοι του θύτη και του θύματος εδώ ήταν μπερδεμένοι εξαρχής, λένε με τον τρόπο τους οι δυο μελετητές, που αναζήτησαν σ' εφημερίδες, περιοδικά, δικαστικά έγγραφα, επιστολές, φωτογραφίες, ημερολόγια και ιατρικές γνωματεύσεις κάθε ίχνος αυτής της παλιάς ιστορίας, κάθε ψηφίδα του περίεργου αυτού παζλ.
Ένας Γάλλος, λοιπόν, ονόματι Πολ Γκραπ, ταπεινής καταγωγής και μικροπαντρεμένος, λιποτακτεί το 1915 από τα χαρακώματα και προκειμένου να κρυφτεί, σκηνοθετεί την τέλεια εξαφάνιση. Μεταμφιέζεται σε γυναίκα.
Οχυρωμένος πίσω από το προσωπείο της μοντέρνας Σουζάν Λαντγκάρ, μιας γυναίκας άψογα ντυμένης και κουρεμένης αλά γκαρσόν, όπως ήταν της μόδας στα «τρελά» εκείνα χρόνια, ο Πολ, μέχρι ν' αμνηστευτεί το 1925, θ' απολαμβάνει ως παρενδυτικός στο Δάσος της Βουλώνης κάθε νυχτερινό του ραντεβού, κάθε παρτούζα, κάθε είδους παρτενέρ.
Η Λουίζ Γκραπ, η έντιμη κι ακαταπόνητη σύζυγος του Πολ, ακόμα και στην παρανομία, στέκεται πλάι του σαν βράχος. Τον υποδέχεται, τον συντηρεί, τον μακιγιάρει, τον αποτριχώνει –και μάλιστα με την πρωτοποριακή μέθοδο της ηλεκτρόλυσης– ενώ από ένα σημείο κι έπειτα, κι όχι απαραίτητα δυσανασχετώντας, θα τον συνοδεύει ως και στα σεξουαλικά του όργια.
Το 1915 δεν υπήρχαν πολλές λαϊκές γυναίκες στο Παρίσι που να συμβιώνουν ανοιχτά. Όμως οι άντρες σπάνιζαν και δύο φίλες που μοιράζονταν την ίδια στέγη δεν προκαλούσαν σε ανησυχητικό βαθμό την περιέργεια. Η μεταμόρφωση, άλλωστε, του Πολ γινόταν όλο και καλύτερη. Από τα 32 φράγκα που κέρδιζε σαν μοδίστρα η Λουίζ, τα 8 πήγαιναν για τις πούδρες και τις κρέμες του.
Με την περσόνα της ωραίας κι ελευθεριάζουσας Σουζάν, που τα πρωινά κεντάει και παίζει μαντολίνο ενώ διακρίνεται παράλληλα κι ως ατρόμητη αλεξιπτωτίστρια, ο Πολ θα εξελιχθεί σε μια μικρή διασημότητα με καλλιτεχνικές βλέψεις, κάτι που η εποχή μάλλον το σήκωνε.
«Η δεκαετία του '20 στο Παρίσι θεωρείται περίοδος σεξουαλικής απελευθέρωσης, κατά την οποία η ομοφυλοφιλία έγινε περισσότερο ορατή», επισημαίνουν οι Βιρζιλί και Βολντμάν. Ένα δε από τα μυθιστορήματα που συνέπαιρνε τότε τις μάζες ήταν «Η Γκαρσόν» του Βικτόρ Μαργκερίτ –ως θεατρικό παίχτηκε κι εδώ από την Κοτοπούλη–, μια συνηγορία υπέρ της γυναικείας χειραφέτησης απέναντι στη μητρότητα και την παντοδυναμία των αντρών, που χτυπήθηκε αλύπητα από τους κριτικούς.
Χάρη σ' αυτό το αμφιλεγόμενο μυθιστόρημα, ωστόσο, λανσαρίστηκε η μόδα των γκαρσόν στους νεανικούς γυναικείους παρισινούς κύκλους, όπου οι μοντέρνες συνυπήρχαν με τις λεσβίες, χωρίς απαραίτητα να ταυτίζονται.
Το '25, που δίνεται αμνηστία στους λιποτάκτες, ο Πολ μπορεί να φορέσει ξανά το αντρικό κοστούμι του. Όπως όμως φαίνεται από τις σημειώσεις της Λουίζ, όσο μεγαλύτερη είναι η «καλλιτεχνική» του επιτυχία, τόσο χειροτερεύουν μεταξύ τους τα πράγματα. «Ντυμένος σαν γυναίκα, με το μπάντζο του στα χέρια, πηγαίνει στις όχθες του Μάρνη να παίξει μουσική, ν' αφηγηθεί τη γυναικεία ζωή του, να πιει... Γυρνάει τα χαράματα, ξέρει ότι είμαι έγκυος και μερικές φορές άρρωστη, αρχίζει να με χαστουκίζει, να παίρνει ύφος τρελού, να προσπαθεί να με σκοτώσει...».
Ο Πολ, βυθισμένος για τα καλά στην κατάθλιψη, με αυτοκτονονικές τάσεις, της ουρλιάζει: «Δεν μου φτάνεις ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι, εγώ είμαι άνθρωπος εκλεπτυσμένος, θα βγω από αυτή τη μάζα, τη μάζα των ανόητων που δουλεύουν απ' το πρωί σαν σκλάβοι...». Η κατάπτωσή του, επιβαρυμένη από την ανεργία, του έχει στερήσει κάθε αυτοσεβασμό.
Όσο για το αναμενόμενο μωρό, πιθανότατα δεν είναι δικό του – για ένα διάστημα μοιράζονταν κι εραστή με τη Λουίζ. Η γειτονιά ξεσηκώνεται κάθε τόσο από τα βίαια ξεσπάσματά του... Κι όταν βρεθεί δολοφονημένος, δικαστές και κοινή γνώμη θα σταθούν στο πλευρό της κακομοίρας της γυναίκας του – όφειλε άραγε η Λουίζ να του θυσιάσει έως και τη φυσική της ύπαρξη;
Κι όμως, στο «Η γκαρσόν και ο δολοφόνος» η μυθιστορηματική περιπέτεια του ζευγαριού φωτίζεται κι αλλιώς. Εκτός από την εκδοχή της περίπτωσης ενός ασώτου, ενός υπερόπτη κυριευμένου απ' τη λαγνεία, εξετάζεται και η εκδοχή ενός θαρραλέου ανθρώπου που πήγε κόντρα στον καθωσπρεπισμό της εποχής του, που βίωσε τη φαντασίωσή του φορώντας φουστάνια και στιγματίστηκε αρκούντως για την παραβατική του συμπεριφορά. Η ελληνική έκδοση συνοδεύεται από επίμετρο του Κώστα Κανάκη και από πλούσιο φωτογραφικό υλικό.