Πιστεύω πως ό,τι πιο πλήρες θέλει να αναζητήσει κανείς στο διαδίκτυο για την περίπτωση του ποιητή Νίκου Σπάνια, θα το βρει στο LIFO.gr, εδώ και εδώ από τον Φώντα Τρούσα. Στο αφιέρωμα αυτό που κλείνει μία τριλογία άρθρων για τον Σπάνια - μακάρι φυσικά να ανασυρθούν και άλλα ντοκουμέντα - θα δούμε μία άγνωστη αλληλογραφία του με τη συγγραφέα Τούλα Μπούτου, αλλά και τον μοναδικό δίσκο που κυκλοφόρησε ποτέ με μελοποιήσεις ποιημάτων του από τη συνθέτρια Ιωάννα Λιβάνη.
Τα γράμματα του Σπάνια στην Τούλα Μπούτου, καθώς και τα αποκόμματα της εφημερίδας "Εθνικός Κήρυκας" με την κριτική του σε δύο βιβλία της, τα ανακάλυψα πρόσφατα στο αρχείο της συγγραφέως. Έρχονται όλα από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, τότε που ο Σπάνιας είχε καλά εδραιωμένη τη θέση του ως πολιτιστικός παράγοντας μεταξύ των Ελλήνων της ομογένειας: Μόνιμος αρθρογράφος - κριτικός τέχνης στον "Εθνικό Κήρυκα", αλλά και ραδιοφωνικός παραγωγός με μία σημαντική και συγκινητική, όπως φαίνεται, εκούσια "αποστολή": Την προβολή λογοτεχνών συμπατριωτών του, ποιητών και συγγραφέων, που θα χαρακτηρίζονταν ήσσονος σημασίας ή, πολύ απλά, άγνωστοι. Και οι δύο αυτοί χαρακτηρισμοί δεν χρησιμοποιούνται καθόλου μειωτικά, αν και αντανακλούν την πραγματικότητα. Ο Σπάνιας εν ολίγοις αδιαφορούσε για τους εκπροσώπους της λογοτεχνικής καθεστηκυίας τάξης στη χώρα του και αναζητούσε τους δημιουργούς εκείνους που διεκδικούσαν τη δική τους θέση στα νεοελληνικά γράμματα. Είναι πολύ πιθανό με μία ψυχαναλυτική προσέγγιση επί του ποδός, που επιχειρώ τούτη τη στιγμή, ο Σπάνιας να έβλεπε στο έργο και κατά συνέπεια στα πρόσωπα αυτών των λογοτεχνών, τη δική του, την αγνοημένη από την καθεστηκυία τάξη, που λέγαμε πριν, ποιητική υπόσταση.
Λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, η συγγραφέας ειδοποιήθηκε για μία μεγάλη δημοσίευση που της έγινε στην εφημερίδα "Εθνικός Κήρυκας" της Νέας Υόρκης με μία θερμή κριτική από τον Νίκο Σπάνια. Ίσαμε τότε η Μπούτου δε γνώριζε καν το όνομα του ποιητή.
Η συλλογή διηγημάτων "Το ρετιρέ" της Τούλας Μπούτου κυκλοφόρησε το 1987 από τις εκδόσεις Θουκυδίδης (έχει κλείσει ο εκδοτικός οίκος), ενώ επανεκδόθηκε πρόσφατα με αφορμή τη φεστιβαλική προβολή της μικρού μήκους ταινίας ''Γράμματα στη Γερμανία'' του γράφοντα. Λογικό αφού το σενάριο υπόγραφε η ίδια η Μπούτου ως κινηματογραφική μεταφορά ενός από τα διηγήματα της συλλογής με τίτλο "Άρνηση". Λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, η συγγραφέας ειδοποιήθηκε για μία μεγάλη δημοσίευση που της έγινε στην εφημερίδα "Εθνικός Κήρυκας" της Νέας Υόρκης με μία θερμή κριτική από τον Νίκο Σπάνια. Ίσαμε τότε η Μπούτου δε γνώριζε καν το όνομα του ποιητή. Κι εκείνος, όχι μόνο αφιέρωσε τη στήλη του στο "Ρετιρέ", μαζί με τα Σονέτα του Δημοσθένη Ζαδέ, αλλά βρήκε τη διεύθυνση της και της ταχυδρόμησε το απόκομμα της εφημερίδας! Η Μπούτου απάντησε με μία ευχαριστήρια επιστολή και κάπως έτσι ξεκίνησε η αλληλογραφία τους.
Στην άνωθεν επιστολή με ημερομηνία 18 Ιου. (Ιουνίου ή Ιουλίου) του 1987, ο Σπάνιας εκφράζει την επιθυμία του στη συγγραφέα να διαβάσει τα διηγήματα της και από το ραδιόφωνο με σκοπό αυτά να φτάσουν σε ένα ακόμη μεγαλύτερο κοινό και σε άλλες πολιτείες της Αμερικής. Θα το κάνει μάλιστα - την ενημερώνει - κατόπιν παρότρυνσης "πολλών φοιτητών και, τέλος πάντων, ανθρώπων των γραμμάτων" (αυτό το "τέλος πάντων" μάλλον υποδηλώνει την απέχθεια του αναρχικού Σπάνια για τους λεγόμενους ''ανθρώπους των γραμμάτων"), ενώ κλείνει, ζητώντας της να του αγοράσει, αν περάσει από το βιβλιοπωλείο "Γνώση", τον "Κορυντόν" του Αντρέ Ζιντ - επρόκειτο για το ανατρεπτικό έργο του Γάλλου κομμουνιστή και αμφιφυλόφιλου Νομπελίστα συγγραφέα που εξήρε τον παιδευτικό χαρακτήρα της παιδεραστίας. Πράγματι, η ραδιοφωνική εκπομπή - αφιέρωμα στο "Ρετιρέ" της Μπούτου γίνεται και προς τα τέλη του 1987 ο ποιητής τηλεγραφεί στη συγγραφέα πως της έχει στείλει ήδη την κασέτα με το ηχογράφημα. Δυστυχώς, όμως, η κασέτα αυτή χάνεται στο... δρόμο κι έτσι στερούμαστε κι εμείς τώρα ένα ηχητικό ντοκουμέντο με τη φωνή και, ενδεχομένως, τις μουσικές επιλογές του παραγωγού Νίκου Σπάνια.
Στην επιστολή του με ημερομηνία 3 Ιανουαρίου του 1988, ο Σπάνιας αποδίδει την απώλεια της ταχυδρομημένης κασέτας με την εκπομπή στις απεργίες των Αμερικανών ταχυδρομικών υπαλλήλων. Φαίνεται τόσο "εντάξει τύπος" απέναντι στη Μπούτου, αφού της υπόσχεται μία καινούργια εκπομπή με αναγνώσεις διηγημάτων της. Και κλείνει, ενημερώνοντας την για την έκδοση της δικής του ποιητικής συλλογής υπό τον τίτλο "Το μαύρο γάλα της αυγής" από την Οδό Πανός. Αναφερόμενος στον εκδότη του, τον ποιητή - στιχουργό Γιώργο Χρονά, λέει πως τού έχει στείλει αρκετά αντίτυπα του βιβλίου στις ΗΠΑ, δηλώνοντας την επιθυμία του παράλληλα να φτάσει ένα και στα χέρια της Μπούτου για να λάβει την κριτική της.
Καθ' όλη τη διάρκεια του 1988 η αλληλογραφία των Σπάνια - Μπούτου συνεχίστηκε. Σήμερα βρίσκεται καταχωνιασμένη στο αρχείο της συγγραφέως. Ωστόσο, από ένα νέο απόκομμα του "Εθνικού Κήρυκα" μαθαίνουμε ότι η Μπούτου τού έστειλε κάποια στιγμή το καινούργιο της βιβλίο, το μυθιστόρημα "Στα χρόνια της Καταχνιάς", αποσπώντας και πάλι την πιο θερμή κριτική του πένα. Πέραν των στοιχείων που αποκομίζουμε για τον κριτικό λογοτεχνίας Σπάνια, το συγκεκριμένο απόκομμα παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, εφόσον περιλαμβάνει και ένα ανέκδοτο, καβαφικού τύπου, ποίημα του με τον τίτλο "Κάτι έτριξε":
Κάτι έτριξε μέσα στην κάμαρα μου
δεν ήταν το καθοριστικό τρίξιμο των επίπλων
ήταν ένα τρίξιμο ανεπαίσθητο σχεδόν
όπως το θρόισμα που κάνει η γλαυκή θωριά σου
με κοίταξες όρθος με κείνα τα πρασινωπά σου μάτια
Τα μάτια εξημερωμένου δράκου
Απλώσαμε τα χέρια ή ένιωσα
τη ζεστασιά της σάρκας σου όπως παλιά
Κι ένιωσα τον πυρετό του σώματος μου
να με πετάει σαν άχυρο
σαν πούπουλο
σαν ξερό φύλλο μες τους δρόμους
Ύστερα ανακάθισα
Αυτό το μαρτύριο δεν τελειώνει...
Κι από τα γράμματα του Νίκου Σπάνια στην Τούλα Μπούτου, ας περάσουμε στα ''Τραγούδια της διασποράς'', έναν δισκογραφημένο κύκλο τραγουδιών της συνθέτριας Ιωάννας Λιβάνη σε ποίηση του Νίκου Σπάνια και του Διονύση Λιβάνη.
Τον σπάνιο αυτό δίσκο βινυλίου μού έστειλε πριν λίγο καιρό ο ποιητής από την Ιθάκη και στενός φίλος της Κατερίνας Γώγου, Γιώργος Δάγλας. Μαθαίνω μάλιστα ότι υπάρχει ενδιαφέρον για μία βινυλιακή επανέκδοση του και στη χώρα μας (ο δίσκος είχε κυκλοφορήσει μόνο στις ΗΠΑ) από μία ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία. Το εύχομαι!
"Τα τραγούδια της διασποράς" γράφτηκαν στο στούντιο "Inner Ear" της Νέας Υόρκης το 1987, την ίδια περίοδο που ο ποιητής Νίκος Σπάνιας αλληλογραφούσε με την Τούλα Μπούτου, όπως είδαμε. Περιείχαν δώδεκα τραγούδια σε ποίηση Σπάνια τα έξι της α' πλευράς και σε ποίηση Λιβάνη τα άλλα έξι της β' πλευράς. Το δε εξώφυλλο, πραγματικά πολύ "πανκ" για έντεχνο - λαϊκό δίσκο, ήταν ένα σχέδιο του Κύπριου (υποθέτω) Πολύκαρπου Κυριάκου.
Από τη συγγραφέα Τούλα Μπούτου, που γνώριζε την ύπαρξη του δίσκου, πληροφορήθηκα πως ο ποιητής Νίκος Σπάνιας είχε νιώσει μεγάλη ικανοποίηση αφού κάποιος συνθέτης μελοποίησε επιτέλους και δικά του ποιήματα.
Τα ονόματα της συνθέτριας Ιωάννας Λιβάνη και του ποιητή - στιχουργού Διονύση Λιβάνη, που προφανώς θα συγγενεύουν μεταξύ τους, μού ήταν και είναι τελείως άγνωστα. Έλληνες καλλιτέχνες της ομογένειας, για τους οποίους δεν υπάρχει τίποτα στο διαδίκτυο. Το όλο ακρόαμα, παρ' όλα αυτά, τους δικαιώνει και θα επεκταθώ παρακάτω επ' αυτού.
Αντιθέτως, δε συμβαίνει το ίδιο με τα ονόματα των ερμηνευτών: Με εξαίρεση αυτό της Έφης Καραμαλή, που ερμηνεύει δύο τραγούδια, ο Γρηγόρης Μανινάκης και η Νικαίτη Κοντούρη, οι οποίοι αποδίδουν τα υπόλοιπα δέκα (εφτά ο πρώτος και τρία η δεύτερη) θεωρούνται σημαντικοί ερμηνευτές στο τραγούδι και στο θέατρο αντιστοίχως: Ο μεν Μανινάκης συμμετείχε στο περίφημο σχήμα Cafe Aman Amerika και είχε τραγουδήσει στα μέσα των 90s το διεθνές σουξέ "Γιατί γλυκό μου sweetheart", η δε Κοντούρη, αφού σπούδασε μουσική και σκηνοθεσία θεάτρου και κινηματογράφου στις ΗΠΑ, τα τελευταία χρόνια διδάσκει στη δραματική σχολή "Γιώργου Θεοδοσιάδη" στην Αθήνα. Όσο για τους υπόλοιπους συντελεστές, στα credits στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ, συναντάμε και πάλι άγνωστα ονόματα Ελλήνων μουσικών της ομογένειας: Ο Γιώργος Βλήσμας ή Βλησμάς στις ενορχηστρώσεις, το πιάνο και το συνθεσάιζερ δίπλα στη συνθέτρια Ιωάννα Λιβάνη, αλλά και σε όλα τα λαϊκά όργανα (μπουζούκι, μπαγλαμάς, τζουράς), ο Λάκης Χατζηδημητρίου στα κρουστά, ο Αλέκος Πάντζος στο μπάσο και ο Νίκος Ζέρβας στο πιάνο.
Άκουσα αρκετές φορές τα "Τραγούδια της διασποράς" στην ησυχία του σπιτιού μου και θα μπορούσα να τα χαρακτηρίσω λαϊκές μπαλάντες στο σύνολο τους. Μουσικά θυμίζουν αρκετά τις συνθετικές απόπειρες του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, αλλά και τις "Μπαλάντες του περιθωρίου" του Απόστολου Καλδάρα. Λεπτομέρεια: Οι "Μπαλάντες του περιθωρίου" κυκλοφόρησαν το 1990 από τον Σείριο του Μάνου Χατζιδάκι, οπότε εκ των πραγμάτων αποκλείεται να τις είχε ακούσει η Ιωάννα Λιβάνη. Δώδεκα λαϊκές μπαλάντες, λοιπόν, γεμάτες από μία βρόχινη μελαγχολία, όλο νοσταλγία για την πατρίδα, αλλά και με μία ιδιαιτερότητα: Την καταγραφή των πιο μοναχικών στιγμών ενός ανθρώπου, ενός Έλληνα, που η ζωή του τά'φερε έτσι και διαμένει μόνιμα στην άλλη μεριά του πλανήτη.
Δεν έχω στη βιβλιοθήκη μου καμία ποιητική συλλογή του Νίκου Σπάνια εκτός απ' αυτήν πού'χε εκδώσει ο Χρονάς (''Το μαύρο γάλα της αυγής''), συνεπώς δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν τα έξι στιχουργήματα του γράφτηκαν επί τούτου ή διαλέχτηκαν από τη συνθέτρια μέσα από άλλα βιβλία του. Δε βοηθάει και η έκδοση, αφού δε δίνει κανένα περαιτέρω στοιχείο πέραν των τίτλων: "Μετανάστες", ''Τα ρημάδια της ζωής'', "Απάτριδες", "Απόψε σε περίμενα", "Αναμονή" και "Βρέχει στη Νέα Υόρκη". Ούτε λόγος φυσικά για τα έξι άλλα στιχουργήματα του Διονύση Λιβάνη, αφού μου είναι άγνωστος ως καλλιτέχνης. Θα τολμούσα, όμως, να πω - μολονότι τούτο το αφιέρωμα είναι για τον Σπάνια -, πως οι στίχοι του Λιβάνη είναι ανώτεροι απ' αυτούς του καταραμένου ποιητή της ομογένειας. Ενώ, λόγου χάριν, οι στίχοι του Σπάνια έχουν κάτι το εντελώς καταδηλωτικό σε κομμάτια σαν ''Τα ρημάδια της ζωής'' και οι "Απάτριδες", οι αντίστοιχοι του Λιβάνη στα τραγούδια "Χαρά και πίκρα" και "Τα χέρια σου" υπαινίσσονται τόσο έντεχνα τον νόστο και τη μοναξιά που σου σκίζουν την καρδιά. Φυσικά το καθετί ενδυναμώνεται από τις καθόλου απλοϊκές, αν και λαϊκότροπες, μελωδίες της συνθέτριας, καθώς και από τις μετρημένες ερμηνείες του Μανινάκη, της Κοντούρη και της Καραμαλή.
Από τη συγγραφέα Τούλα Μπούτου, που γνώριζε την ύπαρξη του δίσκου, πληροφορήθηκα πως ο ποιητής Νίκος Σπάνιας είχε νιώσει μεγάλη ικανοποίηση αφού κάποιος συνθέτης μελοποίησε επιτέλους και δικά του ποιήματα. Λογικό και κάπου αναμενόμενο για έναν ξενιτεμένο καλλιτέχνη, ο οποίος έφερε μια ζωή βαρέως το ό,τι ο Μάνος Χατζιδάκις δεν είχε επιδιώξει να τον συναντήσει τότε που ζούσε κι αυτός στις ΗΠΑ (1966 - 1972). Ο Νίκος Σπάνιας αποζητούσε την καλλιτεχνική αποδοχή και μπουχτισμένος από το κυνήγι της, έστρεψε το ενδιαφέρον του στη νεότητα και στους πιο άσπιλους, κατ' αυτόν, εκπροσώπους της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Τουλάχιστον αυτός έδωσε βήμα σε πολλούς μέσα από τον ''Εθνικό Κήρυκα'' και τη ραδιοφωνική εκπομπή του. Μεσ' στο μυαλό του (το ταραγμένο, θα πουν μερικοί, από τις καταχρήσεις), η Αμερική ασκούσε γοητεία και ενδεχομένως εξουσία στους άλλους, τους ''βολεμένους'' ποιητές και συγγραφείς της χώρας που τον γέννησε. Αντιθέτως, όμως, ''χρησιμοποιώντας'' ακριβώς την Αμερική ως προπύργιο του, ο Σπάνιας δεν άσκησε κανενός είδους εξουσία. ''Βοήθησε'' κόσμο κι αυτό, ξέχωρα απ' την οποιαδήποτε καλλιτεχνική του αξία, τον κάνει αυτομάτως σημαντικό και πάντα αξιομνημόνευτο.