Το «Καληνύχτα Καλούδια μου» είναι μια νουβέλα που διαδραματίζεται στην ελληνική επαρχία, «σε έναν τόπο στεγνό, γεμάτο βράχια και δεισιδαιμονίες» και περιγράφει μια ιστορία ανατριχιαστική, που είναι αδύνατο να διηγηθείς χωρίς spoiler. Κι επειδή είναι ένα βιβλίο σύντομο, που διαβάζεται απνευστί, -γιατί αν ξεκινήσεις να το διαβάζεις, είναι αδύνατο να σταματήσεις την ανάγνωση-, όσο λιγότερα γνωρίζεις για την υπόθεση τόσο πιο μεγάλη είναι η ένταση που σου δημιουργείται μέχρι το τέλος.
Ο συγγραφέας του, ο Νικήτας Παπακώστας χρησιμοποιεί μια γλώσσα ζωντανή, πλούσια ελληνική, μια γλώσσα που γίνεται απολαυστική γιατί δεν πάσχει από το σύνδρομο «αμερικάνικη λογοτεχνία» που πάσχουν τα περισσότερα καινούργια βιβλία που γράφονται στην Ελλάδα (οι πιο πολλοί νεόι συγγραφείς προσπαθούν να μιμηθούν τον τρόπο γραφής των μεταφρασμένων βιβλίων που έχουν διαβάσει). Ο Νικήτας είναι οδοντίατρος και ζει στο Λονδίνο με την οικογένειά του. Το «Καληνύχτα Καλούδια μου» είναι το πρώτο του βιβλίο.
Χρειαζόμαστε το μεταφυσικό για να εξηγήσουμε την ίδια τη ζωη, πώς υπάρχουμε, πώς υπάρχει ο χρόνος που από μόνος του είναι κάτι το μεταφυσικό και μεις τον μετράμε. Όλα αυτά, η πίστη σε όλα αυτά και η δύναμη του ελληνικού φωτός που ζαλίζει είναι το χαλί που χτίστηκε η ιστορία.
— Πώς στο καλό σκαρφίστηκες μια τέτοια ιστορία;
Αυτά τα πράγματα εγώ τα κουβαλάω μέσα μου, έχω ένα βαθύ πηγάδι με ιστορίες.
— Τις έχεις ακούσει ή τις έχεις επινοήσει;
Κοίταξε, ζώντας στο χωριό, ήμουν πάρα πολύ παρατηρητικός. Οι ιστορίες είναι μέσα στο κεφάλι μου, αλλά μπλέκονται πάρα πολύ. Φαντάσου, ότι η ιστορία με την δεξαμενή είναι η ιστορία που μου είπε ο θείος μου, που ήταν πυροσβέστης, έχει γίνει, όχι όμως στο δικό μας το χωριό, σ' ένα διπλανό.
Ήταν μια γυναίκα με τα πρόβατά της, την οποία την έχασαν, και δεν μπορούσαν να την βρουν, δέκα μέρες την ψάχνανε. Κι είχε γλιστρήσει κι είχε πνιγεί και είχε γίνει αυτό: κάποια στιγμή συνειδητοποίησαν ότι τα ζώα δεν έπιναν το νερό, βρόμαγε, επειδή η γυναίκα είχε αρχίσει να σαπίζει. Αυτή την ιστορία δεν μπορούσα να την ξεχάσω με τίποτα.
Να σου πω κιόλας εδώ πως τις ιστορίες τις γράφω στο κινητό, όπου βρίσκομαι, παντού, κι αυτή η ιστορία γράφτηκε ένα Πάσχα την ώρα που που σουβλίζαμε. Κι εκεί, μέσα στους καπνούς, ήρθε η ιστορία στο μυαλό μου, οπότε έγραψα τη δομή και μετά έφτασε εκεί που έφτασε. Η δομή, όμως, γράφτηκε σε μία στιγμή.
— Ήξερες τι θα κάνει αυτή η γυναίκα;
Ναι, μου ήρθε εκείνη την ώρα, γιατί ήθελα να χρησιμοποιήσω την ιστορία της δεξαμενής και πάνω σε αυτή στηρίχτηκε όλο το υπόλοιπο.
— Η γλώσσα είναι επίτηδες παλιομοδίτικη; Είναι ξεκάθαρο ότι έχεις μεγαλώσει σε χωριό, από τις λέξεις που χρησιμοποιείς, και από τον τρόπο που είναι γραμμένο το κείμενο.
Ξέρεις, ζώντας σε μια άλλη χώρα, συνειδητοποίησα ότι έχει περιοριστεί το λεξιλόγιό μου το ελληνικό. Ταυτόχρονα είναι περιορισμένο και το λεξιλόγιό μου το αγγλικό. Οπότε χρησιμοποίησα τη γλώσσα που μου έρχεται αυθόρμητα. Είναι η γλώσσα που χρησιμοποιώ κάθε μέρα όπως την έμαθα στο χωριό μου, γιατί πρέπει να τις ψάξω τις πολύπλοκες λέξεις.
— Και γιατί ήθελες να εκδώσεις αυτό το βιβλίο;
Είχαν μαζευτεί πολλές ιστορίες, τις έδινα στους φίλους μου, από δω κι από κει, και κάποια στιγμή μου λέει η γυναίκα μου «τι θα τις κάνεις αυτές τις ιστορίες, θα μείνουν εδώ;». Με έσπρωξε. Έτσι πέρσι, τέτοια εποχή, αποφάσισα να το δω πιο σοβαρά. Αποφάσισα να δουλέψω μία και να τη στείλω, κι έτσι κι έγινε. Την έστειλα σε κάποιους εκδοτικούς που ήξερα κι εκτιμούσα. Έτσι πήρε το δρόμο της.
Ήθελα να βγει αυτό το βιβλίο για την κουβέντα που θα προκαλέσει, για να ανοίξεις μια κουβέντα με τον φίλο σου, με τον σύντροφό σου, με τον άνθρωπό σου. Έγινε όμως ανάγκη, ήθελα πολύ να βγει. Να σε ρωτήσω πώς σου φάνηκε αυτό με τους φόνους; Ότι είναι κλεμμένο από τον Παπαδιαμάντη ή την Μήδεια;
— Είναι πολύ συγγενής της Φραγκογιαννούς η παπαδιά, αυτό μου έκανε σαν συνειρμό.
Ναι, αλλά η Φραγκογιαννού σκοτώνει επειδή δεν θέλει αυτά τα παιδιά να ζήσουν την ζωή που έζησε η ίδια, η παπαδιά τα σκότωνε επειδή έβλεπε τον θεό. Ο θάνατος είναι ο θεός. Ο πρώτος θάνατος είναι από ατύχημα, αλλά το ατύχημα είναι το έναυσμα... Φαντάσου ότι όταν το έγραφα τρόμαζα κι εγώ, για αυτό που έχω μέσα μου, για τις σκοτεινές ιστορίες.
Είδα πρόσφατα ένα σίριαλ τύπου γουέστερν όπου κάποιος φυγάς βρίσκει καταφύγιο σε μια φάρμα, σε ένα ζευγάρι με ένα κοριτσάκι που έχει νοημοσύνη βρέφους, που μόλις τον βλέπει τον λατρεύει, γιατί την κάνει χαρούμενη. Έτσι η οικογένεια του ζητάει να μείνει μαζί τους. Και μια μέρα γίνεται μια επιδρομή, κάποιοι ληστές επιτίθενται στην οικογένεια, κι αυτός κρύβεται μαζί της για να τη σώσει. Η μικρή φωνάζει και της κλείνει το στόμα για να μην ακουστεί και μόλις οι ληστές σκοτώσουν τους γονείς της και φύγουν, καταλαβαίνει ότι η μικρή έχει πεθάνει από ασφυξία. Της είχε κλείσει και τη μύτη μαζί με το στόμα. Ήταν πολύ τραγική στιγμή.
Νομίζω ότι όσο μεγαλώνεις γίνεται όλο και χειρότερο, δεν συμφιλιώνεσαι με τον θάνατο, επειδή αγαπάς.
— Γινόμαστε όλο και πιο συντηρητικοί όσο μεγαλώνουμε; Γινόμαστε πιο σκληροί;
Νομίζω πως γινόμαστε όλο και λιγότερο προσαρμοστικοί όσο μεγαλώνουμε, πιο δυσκίνητοι στο να καταλάβουμε και να αποδεχτούμε τις νέες συνθήκες, τη διαφορετικότητα κι αυτό μας κάνει πιο σκληρούς κι αυστηρούς με τους άλλους. Έχει να κάνει βέβαια με τη προσωπική ηθική και την παιδεία του καθενός.
— Από πότε γράφεις;
Από το γυμνάσιο, από τα 13. Και σίγουρα δεν το είχα με το λόγο, φαντάσου ότι στην έκθεση στις πανελλήνιες πήρα 12. Αλλά με απελευθέρωσαν κάποιοι δάσκαλοι. Άκουγα πάντα τους σωστούς δασκάλους. Όταν ήμουν φοιτητής στη Θεσσαλονίκη είχα αποφασίσει να ξαναδώσω πανελλήνιες, και έκανα μαθήματα με τον Οδυσσέα τον Μάργαρη, -αυτός ήταν ένας δικηγόρος που έκανε μόνο έκθεση, αλλά ο χώρος του ήταν γκαλερί, όχι το κλασικό φροντιστήριο.
Πήγα σε αυτόν, παρόλο που δεν είχα αρκετά λεφτά, και του λέω «τόσα έχω, θα με πάρετε;». Και με πήρε. Ήταν ενας εξαιρετικός άνθρωπος. Όλο το γραφείο του ήταν μια βιβλιοθήκη, είχε βιβλία παντού, δεν τον έβλεπες από τα βιβλία. Και δεν ξέρω πώς το έκανε, ενώ μιλάγαμε για ένα πράγμα και πήγαινε αλλού η κουβέντα, αυτός άνοιγε όλα τα βιβλία μπροστά του και ήταν σαν να μου άνοιγε το κεφάλι.
Έβαζε το σπόρο και μετά μου έλεγε «θα αρχίσεις να κρατάς ημερολόγιο, θα αρχίσεις να γράφεις, τι συμβαίνει κάθε μέρα στη ζωή σου για να αναπτυχθεί η γραφή σου». Και μετά άνοιξα το μπλογκ και άρχισα να γράφω και να γράφω, αλλά ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι μπορώ να γράψω ένα βιβλίο. Μία ιστορία. Η γραφή των ιστοριών έγινε τα τελευταία δέκα χρόνια.
Τότε άρχισα να γράφω τα πράγματα του χωριού, αυτή είναι μία από τις ιστορίες, αλλά τώρα γράφω πράγματα πιο καθημερινά, που έχουν σχέση με τους ασθενείς. Έρχονται οι ασθενείς και μου λένε ιστορίες και τις μαζεύω. Και μου συμβαίνουν και πολύ περίεργα πράγματα. Δεν θέλω να μείνω στα παλιά μόνο, προσπαθώ να γράψω και πράγματα πιο μοντέρνα.
— Εξαρτάται τι εννοείς μοντέρνο, η ιστορία σου είναι πολύ μοντέρνα.
Να σου πω μια περίεργη ιστορία που είχα την προηγούμενη εβδομάδα; Έχει έρθει μια ασθενής να κάνει απονεύρωση, μπαίνει στο γιατρείο και μου λέει «Nik, είδα ένα φοβερό όνειρο, είδα ότι είχα έρθει στο γιατρείο κι εσύ έπεσες κάτω κι έγινες ένα ζώο, ένα ελάφι πληγωμένο και γω έπεσα πάνω σου κι άρχισα να προσεύχομαι κι έλεγα Θεέ μου, πάρε ό,τι έχω στην καρδιά μου και κάνε τον καλά».
Άρχισα να γελάω και να της λέω ότι είναι αστείο, «εμείς στην Ελλάδα δεν τα πιστεύουμε αυτά, λέμε ότι από αυτά που βλέπεις συμβαίνουν τα αντίθετα στη ζωή. Κι άμα πάθω κάτι, ούτε θα δώσεις το χέρι να με σηκώσεις». Έκανα την απονέυρωση, έφυγε, και έρχεται την Παρασκευή να την συνεχίσουμε.
Κάνουμε τη δουλειά πάλι, τελειώνουμε, φεύγει, και σε 20 λεπτά γυρίζει πίσω με μια γλώσσα να κρέμεται, τον λαιμό πρησμένο, χωρίς φωνή και ακούω ένα «πεθαίνω, σώσε με». Πέφτει στην καρέκλα κυριολεκτικά σαν ελάφι, τρέχω της κάνω ενέσεις αδρεναλίνης, της δίνω οξυγόνο, κάνω όλα αυτά που πρέπει να κάνω, έρχεται το ασθενοφόρο και μου λένε «την έσωσες. Πέθαινε από λεπτό σε λεπτό». Είχε πάθει αλλεργικό σοκ, αναφυλαξία. Της είπα «σε παρακαλώ, μην ξαναδείς όνειρο».
— Πιστεύεις στα όνειρα;
Ναι πιστεύω. Αλλά θέλω να σου πω ότι αυτή την ιστορία είναι αδύνατο να μην την γράψω. Οι ιστορίες έρχονται σ' εμένα. Να σου πω όμως την αλήθεια, δεν μου αρέσει στα βιβλία να διαβάζω για όνειρα. Όπως επίσης οι ιστορίες μου δεν είναι γλυκερές, δεν μου αρέσει να γραφω για ρομάντζα και έρωτες. Νομίζω ότι το βιβλίο δεν το έχει καθόλου αυτό, ακόμα και η Μαριώ που παντρεύεται τον Φώτη δεν τον αγάπησε.
— Αυτός ο καημένος φαίνεται ότι την αγάπησε όμως.
Ναι, αλλά δεν ήταν καθόλου αθώος ούτε αυτός. Το προσπάθησε, αλλά... Είναι ένας από τους ήρωες που συζητήσαμε πολύ με τα παιδιά του εκδοτικού, αν έπρεπε να τον κάνω πιο συμπαθή, αλλά εγώ δεν ήθελα, εγώ δεν τον συμπαθώ τον Φώτη, καθόλου.
— Άφησε να συμβούν όλα αυτά που έγιναν.
Γι' αυτό σου λέω, δεν είναι καθόλου αθώος. Κοίταξε τη βόλεψή του.
— Είναι πολύ τραγικοί πάντως, και οι δύο, κι αυτή φαίνεται ότι είναι τρελή.
Αυτή είναι ένας βασανισμένος άνθρωπος. Το να της βάλουμε την ταμπέλα της τρελής είναι το πιο βολικό πράγμα. Είναι αυτό που έκαναν όλοι τους, την απομόνωσαν, δεν προσπάθησαν να καταλάβουν. Σ' αυτή τη σύντομη ζωή καλό είναι να υπάρχει χώρος και κατανόηση για όλους. Τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται. Οι εντυπώσεις μας μάς διαψεύδουν συχνά.
— Διαβάζεις ελληνική λογοτεχνία;
Λόγω της απόστασης δεν έχω τόση επαφή, έχω μείνει πιο πολύ στα παλιά βιβλία που έχω διαβάσει.
— Πες μου για το χωριό σου.
Προσπάθησα να δώσω ένα πολύ μικρό αποτύπωμα του χωριού. Εκεί μεγάλωσα μέχρι που πέρασα στο πανεπιστήμιο. Είναι αμφιθεατρικό το χωριό μου, το Δάρα, με μεγάλη ιστορία από τα οδοιπορικά του Παυσανία, είναι σε οροπέδιο, στα 600 μέτρα και πίσω απλώνεται ένα βουνό, που είναι 2000 μέτρα και έρχονται πολλοί τον χειμώνα για να πάνε στο Μαίναλο, στους ξενώνες για σκι.
Είχα πολύ ωραία παιδικά χρόνια μέσα στη φύση, μέσα στις ιστορίες του χωριού. Ο παππάς μας δεν είχε δάχτυλο και όταν πήγαινες να κοινωνήσεις ήταν κάτι πολύ περίεργο, κι ήταν ένα στοιχείο που έπρεπε οπωσδήποτε να το βάλω στο βιβλίο. Έχω όμορφες μνήμες από το σπίτι μας.
Οι γονείς μου έχουν πρόβατα. Θυμάμαι τη μάνα μου να σηκώνεται Δευτέρα πρωί για να ζυμώσει το ψωμί της εβδομάδας, άναβε τον φούρνο και το έψηνε. Κράταγε και ένα κομμάτι από το ζυμάρι και άναβε το τζάκι πριν σηκωθούμε και έφτιαχνε ένα κουλούρι που το έριχνε να ψηθεί μέσα στα κάρβουνα και ήταν καταπληκτικό.
— Κι εγώ το θυμάμαι αυτό μικρός, να το φτιάχνει η γιαγιά μου στη θράκα στο τζάκι. Σε ενδιαφέρει να ακούσεις πώς θα το προσλάβει το βιβλίο ο καθένας που θα το διαβάσει;
Ναι, και δεν μου αρκεί το «μου αρέσει, δεν μου αρέσει». Θέλω να μου πουν πράγματα, γιατί θέλω να πάω κι εγώ την γραφή μου λίγο παραπέρα. Το ξέρω ότι είναι σκοτεινό και δεν είναι για όλα τα γούστα. Και δεν μπορώ να χωνέψω ότι ένα βιβλίο σε βαφτίζει συγγραφέα...
— Σκέφτεσαι ποιος θα το διαβάσει; Το σκεφτόσουν όταν το έγραφες;
Ναι, σκεφτόμουν πολύ τους δικούς μου ανθρώπους, αυτούς που εκτιμώ, αν θα το δουν με συμπάθεια και πόσο θα τρομάξουν. Αλλά όχι όταν το έγραφα, όταν έφτασε η ώρα να πάει στο τυπογραφείο.
— Πες μου για το μεταφυσικό στοιχείο στην ιστορία σου.
Χρειαζόμαστε το μεταφυσικό για να εξηγήσουμε την ίδια τη ζωη, πως υπάρχουμε, πως υπάρχει ο χρόνος που από μόνος του είναι κάτι το μεταφυσικό και μεις τον μετράμε. Όλα αυτά, η πίστη σε όλα αυτά και η δύναμη του ελληνικού φωτός που ζαλίζει είναι το χαλί που χτίστηκε η ιστορία.
— Ποια είναι η σχέση σου με το Θεό;
Πιστεύω βαθιά στο Θεό με το δικό μου τρόπο.
— Ποια ανάγκη σου ικανοποιεί το γράψιμο;
Με ηρεμεί, παρότι είναι κάτι πολύ επώδυνο και πολύ πιο δύσκολο απ' ό,τι φαίνεται. Την ώρα που βάζουμε το παιδί στο κρεβάτι του και του δίνουμε το γάλα του και μετά στέκομαι δίπλα του και του κρατάω το χέρι μέχρι να κοιμηθεί, εκείνη την ιερή ώρα περνούν οι ιστορίες, οι φράσεις, οι στιγμές κι αυτές προσπαθώ να καταγράψω: τις μνήμες μέχρι πια η μέρα να φύγει και να ρθεί το σκοτάδι.
— Ποιο είναι το προσωπικό σου κέρδος από αυτό;
Να βεβαιωθώ πως είμαι παρών στη ζωή μου.
— Πόσο καιρό ζεις στην Αγγλία;
Από το 2004, 14 χρόνια σχεδόν.
— Πώς είναι η ζωή σου στο Λονδίνο; Σκέφτεσαι να γυρίσεις στην Ελλάδα;
Ζούμε μια ήσυχη κι όμορφη ζωή, αλλά σκεφτόμαστε σοβαρά να γυρίσουμε για νά 'μαστε κοντά στους δικούς μας ανθρώπους, κυρίως για το παιδί. Η δική μας αγάπη όσο ολοκληρωμένη και νά 'ναι (αυτό το πολύ ωραίο που αποκαλούν οι άγγλοι unconditional love) δεν είναι αρκετή.
— Πώς σου φάνηκαν οι πρώτες εντυπώσεις;
Χαίρομαι για αυτά που διαβάζω, σαν μικρό παιδί.
— Τι ονειρεύεσαι από δω και μπρος -για το βιβλίο;
Ονειρεύομαι το βιβλίο μου να γίνει θεατρικό, να βρει το δρόμο του και η ιστορία να συζητηθεί.
Info:
Το «Καληνύχτα Καλούδια μου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα.
σχόλια